Συνέχεια απ’ το προηγούμενο
10. Η αποκατάσταση των οικονομικών κατηγοριών του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης: κέρδος-αποδοτικότητα-τόκος-πρόσοδος
Η προώθηση, το βάθεμα και η ολοκλήρωση του προτσές της σταδιακής παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης απαιτούσε, πέραν των άλλων, υιοθέτηση και μεταφορά των οικονομικών κατηγοριών της καπιταλιστικής οικονομίας σ’ αυτή, αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων με ιδιωτικο-οικονομικά πλέον κριτήρια, αλλά και πλήρη αλλαγή της κατεύθυνσης του σκοπού της παραγωγής της οικονομίας στο σύνολό της.
Επιπλέον το τότε, υπό διαμόρφωση, νεοεμφανιζόμενο Κεφάλαιο – εξαιτίας της εφαρμογής του συνόλου των καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων μετά το ΄53 – στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν μπορούσε να λειτουργήσει, να δράσει και πολύ περισσότερο ν’ αυξηθεί και να επεκταθεί στις κρατικές επιχειρήσεις μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς και στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης γενικά, χωρίς την αποκατάσταση των καπιταλιστικών κατηγοριών: Κέρδος-Αποδοτικότητα-Τόκος-Πρόσοδος.
Αυτό το σημείωμα, παρόλο που οι παραπάνω κατηγορίες αποτελούν ολοκλήρωση του κύκλου μεταφοράς των καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης θα περιοριστεί μόνο στην πρώτη και κεντρικότερη κατηγορία: το καπιταλιστικό Κέρδος, επειδή η όποια ενασχόληση με τις καπιταλιστικές κατηγορίες: Τόκος-Πρόσοδος και μια λεπτομερής αναφορά σ’ αυτές κατά πρώτο δε θάχε να συνεισφέρει κάτι το εξαιρετικά σημαντικό στην ανάλυση – αντίθετα θα την καθιστούσε σίγουρα περισσότερο περίπλοκη, και ίσως δύσκολα κατανοητή ακόμα και σε ειδικούς που δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα – και κατά δεύτερο κανένας δεν αμφισβητούσε την ύπαρξή τους στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου. Βέβαια, οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, για να συγκαλύψουν το καπιταλιστικό τους περιεχόμενο, τους έδωσαν τα απαραίτητα «σοσιαλιστικά» ονόματα, όπως «σοσιαλιστικό» κέρδος, «σοσιαλιστικός» τόκος, «Produktionsfondsabgabe», «plata sa fondy», κλπ..
Ας σημειωθεί επίσης πως η παραίτηση αναφοράς σ’ αυτές τις οικονομικές κατηγορίες δε γίνεται από κάποια τάση υποτίμησής τους, αλλά αποκλειστικά εξαιτίας των δυο προαναφερθέντων λόγων, γιατί και οι δυο αυτές καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες έχουν τη σημαντική τους θέση στον καπιταλιστικό μηχανισμό λειτουργίας της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου και επιπλέον η ύπαρξή τους σ’ αυτή επιβεβαιώνει, δίπλα σ’ άλλες, την ύπαρξη και λειτουργία του παλινορθωμένου καπιταλισμού την ίδια περίοδο.
Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία να γνωρίζει κανείς, πέραν της μεταφοράς των οικονομικών κατηγοριών του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, και το πόσο επιμελείς μαθητές των αστικών οικονομικών θεωριών υπήρξαν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι.
Παρά την απουσία λεπτομερούς αναφοράς, έχει ενδιαφέρον να δοθεί σύντομα λόγος σε δυο ρεβιζιονιστές οικονομολόγους επειδή δίνουν το κλίμα της περιόδου και αναφέρονται σύντομα στις καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες Τόκος-Πρόσοδος στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Α.Ι.Paschkow, μια απ’ τις τότε αυθεντίες των χρουστσοφικών οικονομολόγων, σε μακροσκελές άρθρο του στα μέσα του ’62 (μετά το 22ο Συνέδριο 1961) περιγράφει την κατάσταση στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, αναφερόμενος στον Τόκο, το Κέρδος και την Αποδοτικότητα, τις Τιμές που κατά τη γνώμη πολλών οικονομολόγων πρέπει να διαμορφωθούν «σύμφωνα με τη μέθοδο της λεγόμενης «τιμής παραγωγής», ενώ άλλοι είχαν άλλη αντίληψη … «η πρώτη αντίληψη δεν μπορεί να απορριφθεί με τη δικαιολογία, ότι πρόκειται για μια μηχανική μεταφορά της Αρχής της αστικής οικονομίας «ίδιο κέρδος για ίδιο κεφάλαιο», ενώ για το πρόβλημα της Προσόδου αναφέρει ότι συζητήθηκε πολλές φορές στη χώρα του: «όσον αφορά την Πρόσοδο στην αγροτική οικονομία, η πλειοψηφία των σοβιετικών οικονομολόγων αναγνωρίζει την ύπαρξή της αυτή» και ότι «η πλειοψηφία των σοβιετικών οικονομολόγων είναι της άποψης ότι η διαφορική Πρόσοδος δεν υπάρχει μόνο στην αγροτική οικονομία άλλα και στα ανθρακωρυχεία» (Α.Ι.Paschkow, 1962).
Ένας άλλος, ο ανατολικογερμανός Harry Nick, σε άρθρο του για τον «Τόκο», αφού αναζητεί «ορθολογική σκέψη» στην αντιεπιστημονική αστική θεωρία της «οριακής παραγωγικότητας» γράφει, μεταξύ άλλων, για το θέμα του τοκισμού του κεφαλαίου: «σε σχέση με την εισαγωγή ενός Produktionsfondsabgabe επανειλημμένα εκτοξεύτηκε η κατηγορία, ότι μ’ αυτή γίνονται αποδεκτές ουσιαστικές πλευρές της αστικής θεωρίας και καπιταλιστικής πρακτικής που παλιότερα είχαν καταπολεμηθεί. Γεγονός είναι, ότι ο καπιταλισμός στον τοκισμό του κεφαλαίου έχει μακρόχρονη παράδοση και εμείς με τον τοκισμό του παραγωγικού κεφαλαίου μόλις τώρα ξεκινάμε, τις πρώτες εμπειρίες συγκεντρώνουμε, κατά συνέπεια είναι αναγκαίο να μελετήσουμε προσεχτικά τα αναπτυγμένα απ’ την αστική θεωρία εργαλεία, π.χ. τον τοκισμό των δαπανών Επενδύσεων…» (Harry Nick,1965).
Παρά τη σαφέστατη αυτή ομολογία του Harry Nick, ο ρεβιζιονιστής L.Gatowski, αδυνατώντας να απαντήσει στον ισχυρισμό του αστικού τύπου («Time»: «η Ρωσία δανείζεται απ’ τους καπιταλιστές», κλπ.), ότι ο τοκισμός για τα χρησιμοποιούμενα απ’ τις επιχειρήσεις μέσα παραγωγής δεν είναι άλλο απ’ την καθαρή αστική αρχή του τόκου («Zinsenprinzip» - «Kapitalzins»), διερωτάται με τη γνωστή παροιμιώδη χρουστσοφική κουτοπονηριά, αφού πρώτα εκθειάζει το λεγόμενο «σοσιαλιστικό Κέρδος»: «αλλά γιατί μια πληρωμή στο σοσιαλιστικό κρατικό προϋπολογισμό για τη χρήση του σοσιαλιστικού φόντου από μια σοσιαλιστική επιχείρηση αποτελεί καπιταλιστική κατηγορία ;» για να απαντήσει: «γι’ αυτό δεν υπάρχουν λογικά επιχειρήματα» (L.Gatowski, «Iswestija» και «Σοβιετική Ένωση σήμερα», 20/1965).
Είναι γνωστό πως η εισαγωγή της καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας του Τόκου στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, πέραν των άλλων, αλλά και ο τοκισμός του λεγόμενου «παραγωγικού φόντου» σε σχέση με τις δαπάνες Επενδύσεων κατέληγε σε κατανομή των Επενδύσεων, μέσω του μηχανισμού της Αγοράς, που σ’ εκείνη την περίοδο είχε αντικαταστήσει τον κεντρικό Σχεδιασμό της οικονομίας.
Τα παραπάνω δείχνουν όχι μόνο τη βιασύνη για το πέρασμα των οικονομικών καπιταλιστικών κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και την ασυνήθιστη ευκολία με την οποία οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι βυθίζονταν στο βούρκο των αντιεπιστημονικών αστικών οικονομικών θεωριών (ας παρατηρηθεί πως αν η υιοθέτηση και εφαρμογή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης των καπιταλιστικών κατηγοριών Τόκου-Προσόδου σήμαινε σε πρακτικό επίπεδο την προώθηση και ολοκλήρωση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, σε θεωρητικό επίπεδο σήμαινε την πλήρη εγκατάλειψη της εργασιακής θεωρίας της Αξίας του Μαρξ και το πέρασμα στη γνωστή αντιεπιστημονική θεωρία των λεγόμενων «συντελεστών παραγωγής» της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας, που αρνείται και συγκαλύπτει την εκμετάλλευση).
α. Το καπιταλιστικό Κέρδος – σκοπός και κριτήριο αξιολόγησης της δραστηριότητας των κρατικών επιχειρήσεων
Μετά τον αρχικό γενικό προσανατολισμό της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό Κέρδος στη μετά το ΄53 περίοδο, η χρουστσο-μπρεζνιεφική ηγεσία του ΚΚΣΕ στη συνέχεια πήρε και προώθησε τα πρώτα μέτρα συστηματικής εισαγωγής του Κέρδους στις κρατικές επιχειρήσεις αλλά και αλλαγής του τρόπου λειτουργίας τους στη βάση πλέον του καπιταλιστικού Κέρδους που για να γίνει ελκυστικότερο στους εργαζόμενους αυτής της χώρας το βάφτισε «σοσιαλιστικό κέρδος», ονομασία που δικαιολογημένα συγκέντρωσε τα ειρωνικά σχόλια του αστικού τύπου, των δημοσιογράφων και αστών οικονομολόγων.
Τα καπιταλιστικό Κέρδος-Αποδοτικότητα έγιναν πλέον η σημαία των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών – και μάλιστα, όπως ισχυρίζονταν εξαπατώντας τους κομμουνιστές, στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του «κομμουνισμού» – που και στο 22ο Συνέδριο (1961) διακηρύσσουν: «θα αυξήσουμε τη σημασία του Κέρδους και της Αποδοτικότητας» (22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σελ. 202, Αθήνα 1961).
Η αντεπαναστατική κατεύθυνση δίνονταν με σαφήνεια: «ο σκοπός μας στην πορεία οικοδόμησης του κομμουνισμού είναι να χρησιμοποιούμε και να τελειοποιούμε ακόμα πιο πολύ τους οικονομικούς και πιστωτικούς μοχλούς, τον έλεγχο του ρουβλίου, την Τιμή, το Κέρδος. Θα αυξήσουμε τη σημασία του Κέρδους και της Αποδοτικότητας» (22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σελ. 202, Αθήνα 1961) δηλ. αποκατάσταση των οικονομικών κατηγοριών του καπιταλισμού και εκμετάλλευσή τους για τη δήθεν «οικοδόμηση του κομμουνισμού» - στην πραγματικότητα εκμετάλλευσή τους για την προώθηση της αποκατάστασης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση.
Μετά το γνωστό προγραμματικού χαρακτήρα άρθρο του Liberman: «Plan-Gewinn-Praemie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962) και τη συζήτηση που επακολούθησε οι καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες Κέρδος-Αποδοτικότητα καθιερώθηκαν επίσημα σ’ ολόκληρη την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης – καπιταλιστικές κατηγορίες που κρίνουν-αξιολογούν πλέον τη δραστηριότητα όλων των κρατικών επιχειρήσεων: «το κριτήριο που χαρακτηρίζει στο μέγιστο βαθμό τη λειτουργία της επιχείρησης ....είναι το κέρδος» ( W. Trapesnikow, 1964): «το κέρδος χρησιμεύει ως το γενικό κριτήριο ολόκληρης της επιχειρηματικής δραστηριότητας»(L. Leontjew, 1964): «το κέρδος εκφράζει όλες τις όψεις της λειτουργίας» (Ε.G. Liberman, 1965): «στο σοσιαλισμό το κέρδος ... εκφράζει .. την αποδοτικότητα της οικονομικής δραστηριότητας κάθε σοσιαλιστικής επιχείρησης» («Prawda» 14 Γενάρη 1966)
Οι προτάσεις Liberman, που ανήγαγαν το Κέρδος σε κεντρικό σκοπό της επιχείρησης, έθεσαν ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα και λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης σε καπιταλιστική τροχιά: η λειτουργία τους γίνεται πλέον στη βάση των ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων Κέρδους-Αποδοτικότητας: «ο Liberman κάνει το Κέρδος βασικό δείκτη … αξιολόγησης της παραγωγής» (G. Jewstafjew, 1962): «ο Liberman όπως και πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν το Κέρδος ως το «πιο βασικό», «πιο αποφασιστικό» και «μοναδικό» κριτήριο μέτρησης της αξιολόγησης της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων» (Β. Sucharewski, 1962). Έτσι: «η επιχείρηση έχει ένα δικό της σκοπό παραγωγής και ένα δικό της κριτήριο Αποδοτικότητας, που ανταποκρίνεται στα δικά της αυτονομημένα συμφέροντα. Αυτός ο σκοπός της επιχείρησης είναι το Κέρδος» (S.S.Dsarassow, 1968).
Στη δεκαετία 1956-1966 η χρουστσο-μπρεζνιεφική ηγεσία προώθησε το σταδιακό πέρασμα, μ’ αποκορύφωμα τα καπιταλιστικά μέτρα της Ολομέλειας Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1965, στην «πλήρη οικονομική Ιδιοσυντήρηση», με στόχο τη μετατροπή, όπως άλλου αναλύθηκε, των κρατικών επιχειρήσεων σε «αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς» που πλέον λειτουργούσαν στη βάση της μεγιστοποίησης του Κέρδους: «το σύστημα της οικονομικής Iδιοσυντήρησης κάνει κάθε επιχείρηση να ενδιαφέρεται για την πραγματοποίηση ενός μεγαλύτερου κέρδους» (L. Gatowski, 1962): «το Κέρδος απεικονίζει πληρέστερα και σε βάθος σημαντικές πλευρές της δραστηριότητας των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στη βάση της οικονομικής Iδιοσυντήρησης... το Κέρδος χρησιμεύει ως ένας δείκτης της Αποδοτικότητας παραγωγής σε μια δεδομένη επιχείρηση» (Β. Sucharewski, 1965).
«Για να ασκηθεί αποτελεσματική οικονομική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα, είναι ουσιαστικό να επιλεχτεί ένα κριτήριο που χαρακτηρίζει στο μέγιστο βαθμό τη λειτουργία της επιχείρησης και συναντά τα συμφέροντα και της δημόσιας οικονομίας και των υπαλλήλων της επιχείρησης... είναι το Kέρδος που αποτελεί ένα τέτοιο κριτήριο» (W. Trapesnikow, 1964). Αλλού ο Β.Sucharewski, ένθερμος υποστηρικτής των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων, γράφει: «είναι δυνατό... να δημιουργηθούν για μια επιχείρηση τέτοιοι οικονομικοί όροι με τους οποίους η επιχείρηση, καθοδηγημένη από τα συμφέροντά της, .... να επιλέξει τη βέλτιστη πορεία της πραγματοποίησης του οικονομικού σχεδίου .... Υπό καθεστώς οικονομικής Iδιοσυντήρησης, το συνολικό ποσό των οικονομικών μοχλών επηρεάζει μακροπρόθεσμα την επιχείρηση μέσω .... του Κέρδους» (Β. Sucharewski, 1965).
Είναι γνωστό ότι ο Liberman (αλλά και οι άλλοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι) στο άρθρο του αλλά και σε άλλα άρθρα ορίζει την Αποδοτικότητα (=Rentabilitaet) ως ποσοστιαία σχέση του Κέρδους προς το σύνολο των παραγωγικών φόντων (=επενδυμένα πάγια και κυκλοφοριακά κεφάλαια), ως «το βασικό και μοναδικό κριτήριο» (A. Worobjowa, 1963), που δεν είναι άλλο απ’ το γνωστό ποσοστό Κέρδους (=Profitrate), βασική οικονομική κατηγορία που υπάρχει στην καπιταλιστική οικονομία για το προκαταβαλλόμενο ή δαπανηθέν συνολικό κεφάλαιο, στην οποία δρα ο νόμος της Αξίας. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μεταφορά της οικονομικής κατηγορίας «Profitrate» του καπιταλιστικού συστήματος στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης (είναι δε πασίγνωστο ότι το ποσοστό Κέρδους (=Profitrate) συγκαλύπτει την καπιταλιστική εκμετάλλευση):«αν πρόκειται να υπολογιστεί συνολικά η Αποδοτικότητα μιας επιχείρησης, είναι ενδεδειγμένο να συσχετισθεί το Κέρδος με την αξία των κοινωνικών παραγωγικών κεφαλαίων που το κράτος διέθεσε στη δεδομένη επιχείρηση. Συσχετίζοντας το Κέρδος με τα παραγωγικά κεφάλαια, τότε δίνεται, στην πραγματικότητα, η αξία της σχετικής παραγωγικότητας της εργασίας … Είναι εντελώς φυσικό ότι αυτή η προσαύξηση πρέπει να συσχετιστεί με ολόκληρη την αξία των ενεργητικών στοιχείων , πάγιων και κυκλοφορούντων κεφαλαίων, επειδή εκφράζουν όλους τους πόρους που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή». (Ε.G. Liberman, 1965): «ο πιο γενικός δείκτης της δραστηριότητας μιας επιχείρησης είναι ο δείκτης της Αποδοτικότητας, υπολογισμένος ως σχέση του Κέρδους προς τα παραγωγικά φόντα» (Ρ. Bunich, 1965): «ο Liberman είναι της άποψης, ότι το Κέρδος αποτελεί βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της δραστηριότητας μιας οικονομικής Οργάνωσης» (K.Plotnikow, 1963): «η πρόταση Liberman συνίσταται στην αξιολόγηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων με μοναδικό δείκτη το ποσοστό Αποδοτικότητας (=Rentabilitaetsrate)» (J.Russanow, 1963).
Είναι φανερό πως αυτό που προπαγάνδιζαν οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι και μεταφέρθηκε στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν παρά η καπιταλιστική οικονομική κατηγορία «ποσοστό Κέρδους» που απαντάται στον καπιταλισμό: «η σχέση της υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο ονομάζεται ποσοστό Κέρδους» (Κ. Marx: "Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 62): ο δείκτης της Αποδοτικότητας – ομολογούν-παραδέχονται και οι ίδιοι οι ρεβιζιονιστές – «χρησιμοποιείται ευρέως στις καπιταλιστικές χώρες, διότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για το ποσοστό Κέρδους, συσχετιζόμενο προς το επενδυμένο κεφάλαιο)» (Ι. Kassizki, 1962).
Αν τη σταλινική σοσιαλιστική περίοδο «η σημασία του Κέρδους αγνοούνταν παντελώς» (L.Gatowski, 1962), τώρα, τη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο, το Κέρδος έγινε η βάση ολόκληρης της οικονομικής δραστηριότητας των κρατικών επιχειρήσεων: έγινε «το ανώτερο και γενικό κριτήριο, που χαρακτηρίζει τη δραστηριότητα της επιχείρησης στον ανώτατο βαθμό» («Prawda», 21 Νοέμβρη 1965), αλλά και ο ρυθμιστής της κοινωνικής παραγωγής: «στο Σοβιετικό Τύπο προτάθηκε ως διέξοδος απ’ τις αντιφάσεις που γεννήθηκαν, να αναζητηθεί ένας αυτόματος "ρυθμιστής", που θα παρακινεί τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν όλα τα εσωτερικά αποθεματικά… ένας τέτοιος αυτόματος ρυθμιστής είναι το ποσοστό Αποδοτικότητας ως σχέση του Κέρδους προς το συνολικό παραγωγικό φόντο της επιχείρησης... στην πολεμική για το ποσοστό της Αποδοτικότητας μερικοί οικονομολόγοι στηρίζουν τις κατηγορίες-επικρίσεις τους ενάντια στο Κέρδος ως ρυθμιστή της κοινωνικής παραγωγής, στο ότι το κέρδος είναι καπιταλιστική κατηγορία. Αυτές οι επικρίσεις είναι φυσικά αβάσιμες» (Β. Sucharewski 1962).
Ένας άλλος οικονομολόγος «αντικρούει» τη μαρξιστική άποψη ότι «το Κέρδος είναι μια καπιταλιστική κατηγορία και γι’ αυτό δεν είναι αναγκαία» για την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης με το γελοίο ισχυρισμό: «αυτός δεν είναι σοβαρός συλλογισμός» (L.Alter, 1963).
Με το πρόβλημα του Κέρδους συνδέεται άμεσα και εκείνο του μηχανισμού της καπιταλιστικής Αγοράς που την ύπαρξή του στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης καθόλου δεν αρνούνταν και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι.
Καταρχήν τάχθηκαν υπέρ της επέκτασης του μηχανισμού της Αγοράς: «πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε μεγαλύτερη έκταση ο μηχανισμός της Αγοράς» (G.Kossjatschenko, 1962) για να παραδεχθούν ύστερα: «χωρίς τη χρησιμοποίηση του σοσιαλιστικού μηχανισμού της Αγοράς δεν είναι δυνατό να διασφαλιστεί η λειτουργία των επιχειρήσεων στη βάση της πλήρους οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (R.Rakitzki, 1965): «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο μηχανισμός της Αγοράς … παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική παραγωγή» (L.Konnik, 1966) – μια Αγορά που δεν αφορούσε μόνο τα καταναλωτικά εμπορεύματα αλλά και τα μέσα Παραγωγής που κι αυτά, όπως καταδείχθηκε αλλού και παραδέχονται και οι ίδιοι οι ρεβιζιονιστές, είχαν γίνει εμπορεύματα στη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο: «στο σοσιαλισμό η Αγορά … είναι σφαίρα διαπραγμάτευσης προϊόντων δηλ. μέσων Παραγωγής και καταναλωτικών αγαθών, που παράγονται από τις κρατικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις» (L.Gatowski, 1965).
Έτσι το καπιταλιστικό Κέρδος αποτελεί πλέον το βασικό σκοπό και την κινητήρια δύναμη της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου. Σε μια οικονομία στην οποία έχει παλινορθωθεί πλέρια ο καπιταλισμός δηλ. χαρακτηρίζεται – όπως ήδη αναλύθηκε-καταδείχτηκε – από γενικευμένη και πλήρη κυριαρχία των Εμπορευματο-Χρηματικών-Σχέσεων, τη μετατροπή των μέσων Παραγωγής άλλα και της εργατικής δύναμης (όπως θα καταδειχθεί σ΄ άλλο σημείωμα) σε εμπορεύματα, τη δράση του νόμου της Αξίας ως ρυθμιστή της Παραγωγής, την αποκατάσταση των οικονομικών κατηγοριών και των αντικειμενικών οικονομικών νόμων του καπιταλισμού δεν μπορούσε η παλινόρθωση του καπιταλισμού παρά να εκφραστεί και στην αξιολόγηση της δραστηριότητας (Κέρδος-Αποδοτικότητα) και το σκοπό των επιχειρήσεων: τη μεγιστοποίηση των Κερδών τους με την πώληση μεγάλης ποσότητας άλλα χαμηλής ποιότητας ποικιλιών εμπορευμάτων υψηλής Αποδοτικότητας αλλά και με συνεχείς υψώσεις τιμών.
Οι κρατικές επιχειρήσεις που τώρα λειτουργούσαν πλέον ως «αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί» ενδιαφέρονταν μόνο για τη μεγιστοποίηση των Κερδών τους που κατά κανόνα επιτύγχαναν μέσω της αύξησης των Τιμών, όπως αναγκάστηκε επανειλημμένα να παραδεχτεί και ο τύπος της Σοβιετικής Ένωσης εκείνης της περιόδου αλλά και κυβερνητικά στελέχη: «υπάρχει κίνδυνος ώστε οι τιμές να ανεβαίνουν συνεχώς, καθώς οι διάφορες οικονομικές μονάδες προσπαθούν α’ αυξήσουν τα έσοδά τους (τα κέρδη τους) με τον πιο εύκολο τρόπο – αυξάνοντας τις τιμές στην παραγωγή και το εμπόριο» («Ekonomicheskiye Nauki», Nr. 4, 1969): «η πείρα μας δείχνει την ύπαρξη μιας επικίνδυνης τάσης για αυθαίρετη αύξηση των τιμών» («Voprosi Ekonomikii», Νr.6,1970): «ο παραγωγός επιβάλλει την τιμή… και συχνά διατηρεί την έλλειψη ορισμένων αγαθών στην αγορά για να αυξήσει την πίεσή του στον καταναλωτή» («Ekonomicheskiye Nauki», Nr.11, 1971). Τέλος ο W. Sitnin διαπιστώνει: «Έτσι υπάρχουν επιχειρήσεις των οποίων οι διευθυντές τους δεν βλέπουν ως πηγή του Κέρδους μόνο τη μείωση των εξόδων αλλά και την παράνομη διαμόρφωση των τιμών. Οι διευθυντές των επιχειρήσεων που βεβαιώνουν στις δικές τους παραγγελίες αυξημένες τιμές, τοποθετούν τα επιχειρηματικά-ατομικά συμφέροντα πάνω από εκείνα ολόκληρης της κοινωνίας και έτσι ζημιώνουν το κράτος» («Σοβιετική Επιστήμη», 8/1969).
Από τότε η παλινορθωμένη καπιταλιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου πλήττεται από μόνιμα κύματα ακρίβειας και συνοδεύεται απ’ το αναπόφευκτο στον καπιταλισμό φαινόμενο του πληθωρισμού.
Η κατάσταση όσον αφορά την υπαγόρευση και αύξηση των τιμών έγινε αργότερα ακόμα χειρότερη με τη δημιουργία γιγαντιαίων συγκροτημάτων επιχειρήσεων, μονοπωλιακών ενώσεων, τύπου τραστ, καρτέλ, κομπινάτ στην οικονομία της.
Τη μπρεζνιεφική περίοδο η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης οδηγείται, ως γνωστόν, σε βαθιά κρίση, ανεργία και στασιμότητα – στασιμότητα και ανεργία που είχαν ήδη προβλέψει κάποιοι απ’ τους οικονομολόγους που είχαν επικρίνει πλευρές των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα κάποιες των προτάσεων Libermann όπως την εισαγωγή στην οικονομία της «Profitrate»(=ποσοστό Κέρδους) που κυριαρχεί στον καπιταλισμό: «σε σχέση με τα πάγια κεφάλαια θα οδηγούσε σε τεχνική στασιμότητα. Οι επιχειρήσεις επιδιδόμενες στο κυνήγι υψηλού δείκτη δεν θα έδειχναν ενδιαφέρον να τελειοποιήσουν την τεχνική, οι επενδύσεις θα μειώνονταν. Εδώ τα συμφέροντα της λαϊκής οικονομίας μπορεί να βρεθούν σε αντίθεση με τα … ειδικά συμφέροντα της κολεκτίβας των επιχειρήσεων» (I.Kassizki , 1962). Σημειώνοντας επίσης ότι ο Liberman μιλούσε και για «απελευθέρωση εργατικών δυνάμεων», ορθά διερωτήθηκε που θα «απασχοληθούν αυτές οι δυνάμεις», αφού η απελευθέρωση «ενός σημαντικού μέρους εργατικών δυνάμεων θάχει γίνει σε λίγο ένα φλέγον ζήτημα» (I.Kassizki , 1962).
β. Το Κέρδος ως κεντρικός σκοπός της παραγωγής στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης
Το ρεβιζιονιστικό-σοσιαλδημοκρατικό ΚΚΣΕ, ο τύπος και οι οικονομολόγοι προπαγάνδισαν δεκαετίες την παμπάλαια αστική άποψη ότι η αύξηση των Κερδών των επιχειρήσεων ταυτίζεται με το καλό της κοινωνίας, είναι προς όφελος και της κοινωνίας (=αντιδραστική ουτοπία και μεγάλη αυταπάτη για την εποχή της), δηλ. επανέφεραν στο κέντρο της προπαγάνδας τους την άποψη της εποχής των Adam Smith και David Ricardo όταν το συμφέρον όλης της κοινωνίας νοούνταν-παρουσιάζονταν ως το άθροισμα των ατομικών συμφερόντων των μεμονωμένων επιχειρηματιών ή αλλιώς όταν κάθε επιχείρηση επιδιώκει μεγιστοποίηση του Κέρδους, τότε ολόκληρη η κοινωνία οδηγείται τάχα σε «ευημερία» - γνωστή αστική άποψη και χιλιοδιαψευσμένη ολοκληρωτικά απ’ τη μετέπειτα ιστορική πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Αν την εποχή των A.Smith-D.Ricardo η άποψη αυτή είχε απλά ουτοπικό αντιδραστικό χαρακτήρα και αποδείχθηκε στην ιστορική πορεία μια μεγάλη πλάνη-αυταπάτη, προβαλλόμενη όμως τη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο ήταν μια υπεραντιδραστική άποψη και συνάμα αποτελούσε μια πελώρια και συνειδητή απάτη των προδοτών αντεπαναστατών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών.
Οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι για να την καταστήσουν περισσότερο ελκυστική στην εργατική τάξη και το λαό της Σοβιετικής Ένωσης αντέστρεψαν δημαγωγικά αυτή την αντιδραστική άποψη ισχυριζόμενοι: «αυτό που ωφελεί την κοινωνία, πρέπει να ωφελεί και την επιχείρηση»: «η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 ενσωματώνει μια απ’ τις βασικές αρχές της σοσιαλιστικής οικονομίας: αυτό που ωφελεί την κοινωνία, πρέπει να ωφελεί και την επιχείρηση» (E.G.Liberman, 1965), εννοώντας προφανώς: «ότι ωφελεί την επιχείρηση πρέπει να ωφελεί και την κοινωνία» αφού οι ίδιοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι στην πραγματικότητα είχαν θέσει στο κέντρο την επιχείρηση εμπορευματοπαραγωγό – και όχι την κοινωνία – και ενώ έδιναν σαφή προτεραιότητα στο Κέρδος των επιχειρήσεων, και μάλιστα στην μεγιστοποίησή του.
Προπαγάνδισαν επίσης την άποψη ότι η αύξηση των Κερδών των επιχειρήσεων ικανοποιεί, και μάλιστα «με τον καλύτερο τρόπο», τις «ανάγκες του λαού»: «η μεγιστοποίηση του Κέρδους αποτελεί το μέσον για να επιτευχθεί ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής – για να ικανοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο οι ανάγκες του λαού» (L.Gatowski, 1962): «στο σοσιαλισμό το Κέρδος είναι ένα από εκείνα τα οικονομικά όργανα, για να αναπτυχθούν οι σοσιαλιστικές επιχειρήσεις και οι υλική υποκίνηση της δραστηριότητάς τους… ο κυριότερο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής συνίσταται στην ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων… μέτρα που ενισχύουν το ρόλο του Κέρδους… είναι σοσιαλιστικά μέτρα, που στοχεύουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και την οικοδόμηση του κομμουνισμού» («Prawda», 14 Γενάρη 1966).
Μερικές σύντομες παρατηρήσεις για τη μεγιστοποίηση του Κέρδους των κρατικών επιχειρήσεων:
πρώτο, αυτή δε συνέβαλλε ούτε υπηρέτησε την επίτευξη του σκοπού της σοσιαλιστικής παραγωγής αλλά βρέθηκε σε πλήρη αντίθεση-ρήξη μαζί του,
δεύτερο, δεν ικανοποίησε με τον «καλύτερο τρόπο τις ανάγκες του λαού», απεναντίας έντεινε την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των λαών της Σοβιετικής Ένωσης και συνέβαλε μόνο σε αύξηση των κερδών της νέας «σοβιετικής» μπουρζουαζίας, σ’ έναν πρωτοφανή και προκλητικό πλουτισμό της,
τρίτο, δεν συνέβαλλε στην ανάπτυξη των «σοσιαλιστικών επιχειρήσεων» και της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης αλλά αντίθετα οδήγησε σε καταστροφή επιχειρήσεων και την οικονομία της σε στασιμότητα και βαθιά κρίση τη μπρεζνιεφο-γκορμπατσοφική περίοδο,
τέταρτο, τέλος, μέτρα που «ενισχύουν το ρόλο του Κέρδους» δεν μπορεί ποτέ να είναι «σοσιαλιστικά μέτρα»: ήταν μέτρα καπιταλιστικού χαρακτήρα που δεν μπορούσαν ποτέ να οδηγήσουν, όπως και δεν οδήγησαν, στην «οικοδόμηση του κομμουνισμού», όπως ψευδέστατα ισχυρίζονταν η «Prawda» ότι θα συμβεί εξαπατώντας την εργατική τάξη, απεναντίας είχαν ως στόχο την υπονόμευση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και την παλινόρθωση του καπιταλισμού, όπως διαπίστωσαν ευθύς εξαρχής οι επαναστάτες μαρξιστές δηλ. οι λενινιστές-σταλινιστές, και επιβεβαιώθηκε και απ’ τη μετέπειτα ιστορική πορεία εξέλιξης της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Πέρα απ’ τη λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών με τα γνωστά ιδιωτικό-οικονομικά καπιταλιστικά κριτήρια Κέρδους-Αποδοτικότητας και την αξιολόγηση της δραστηριότητά τους με μοναδικό δείκτη την Αποδοτικότητα, οι καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις άλλαξαν και το σκοπό παραγωγής των επιχειρήσεων: σκοπός της παραγωγής των κρατικών επιχειρήσεων δεν ήταν πλέον απλά και μόνο το Κέρδος αλλά και η μεγιστοποίηση του, όπως συνέβαινε και στις επιχειρήσεις της οικονομίας του παραδοσιακού καπιταλισμού των δυτικών χωρών.
Όμως η αλλαγή του σκοπού των επιχειρήσεων και η αναγόρευση του Κέρδους σε βασικό σκοπό της παραγωγής τους οδήγησε αναπόφευκτα και σε μια πολύ σπουδαιότερη αλλαγή: σε αλλαγή του συνολικού κεντρικού σκοπού της παραγωγής της οικονομίας: κεντρικός σκοπός της παραγωγής της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης έγινε πλέον το Κέρδος και εγκαταλείφθηκε έτσι οριστικά στην πράξη ο βασικός σκοπός της παραγωγής της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας που είναι η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.
Την αλλαγή του σκοπού της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής παραγωγής επισήμαναν-ομολογούν και κάποιοι απ’ τους ρεβιζιονιστές οικονομολόγους που άσκησαν κριτική σε μέρος των καπιταλιστικών προτάσεων Liberman μεταξύ οποίων και ο J.Russanow, ο οποίος εύστοχα παρατηρούσε ότι αυτές οι προτάσεις αφού αναγορεύουν την Αποδοτικότητα και το Κέρδος σε βασικό κριτήριο αξιολόγησης της εργασίας των επιχειρήσεων, βρίσκονται σε αντίθεση και με το βασικό σκοπό της σοσιαλιστικής παραγωγής: «όποια μεγάλη σημασία και αν έχουν το Κέρδος και το ποσοστό Κέρδους, τελικός σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι η δημιουργία Κέρδους ή Αξίας, αλλά η παραγωγή Αξιών χρήσης, η παραγωγή αφθονίας υλικών αγαθών. Σε τελευταία ανάλυση για τη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι σπουδαίο ποιο κέρδος θα έχει η επιχείρηση, το βασικό είναι πόσα προϊόντα αυτή θα παράγει και ποιας ποιότητας θα είναι» (J.Russanow, 1963).
Κάποιοι βέβαια απ’ τους ρεβιζιονιστές οικονομολόγους διατείνονταν δημαγωγικά ότι ο σκοπός της παραγωγής της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν τάχα η ικανοποίηση των αναγκών, υπήρχαν όμως και άλλοι που το αμφισβητούσαν ανοιχτά: «μερικοί οικονομολόγοι στρέφονται ενάντια στον καθορισμό του σκοπού της παραγωγής στο σοσιαλισμό ως διασφάλιση της ευημερίας» (I.I.Kusminow, 1974).
Έτσι, λοιπόν, αποτελώντας η απόκτηση, με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο, ανωτάτων κερδών, τον κεντρικό σκοπό της παραγωγής της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης ταυτίζεται με το σκοπό της παραγωγής στον καπιταλισμό: παραγωγή Υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο.
Όμως διαμετρικά αντίθετος με το σκοπό της παραγωγής στον καπιταλισμό είναι ο σκοπός της παραγωγής στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό που δεν είναι το Κέρδος αλλά ο άνθρωπος και οι ανάγκες του: «ο στόχος της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι το Κέρδος, αλλά ο άνθρωπος και οι ανάγκες του», που εμπεριέχεται και στο βασικό οικονομικό νόμο του σοσιαλισμού: «εξασφάλιση της μέγιστης ικανοποίησης των διαρκώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών όλης της κοινωνίας με την αδιάκοπη αύξηση και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής πάνω στη βάση της ανώτερης τεχνικής» (Στάλιν, 1952).
10. Η αποκατάσταση των οικονομικών κατηγοριών του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης: κέρδος-αποδοτικότητα-τόκος-πρόσοδος
Η προώθηση, το βάθεμα και η ολοκλήρωση του προτσές της σταδιακής παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης απαιτούσε, πέραν των άλλων, υιοθέτηση και μεταφορά των οικονομικών κατηγοριών της καπιταλιστικής οικονομίας σ’ αυτή, αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων με ιδιωτικο-οικονομικά πλέον κριτήρια, αλλά και πλήρη αλλαγή της κατεύθυνσης του σκοπού της παραγωγής της οικονομίας στο σύνολό της.
Επιπλέον το τότε, υπό διαμόρφωση, νεοεμφανιζόμενο Κεφάλαιο – εξαιτίας της εφαρμογής του συνόλου των καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων μετά το ΄53 – στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν μπορούσε να λειτουργήσει, να δράσει και πολύ περισσότερο ν’ αυξηθεί και να επεκταθεί στις κρατικές επιχειρήσεις μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς και στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης γενικά, χωρίς την αποκατάσταση των καπιταλιστικών κατηγοριών: Κέρδος-Αποδοτικότητα-Τόκος-Πρόσοδος.
Αυτό το σημείωμα, παρόλο που οι παραπάνω κατηγορίες αποτελούν ολοκλήρωση του κύκλου μεταφοράς των καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης θα περιοριστεί μόνο στην πρώτη και κεντρικότερη κατηγορία: το καπιταλιστικό Κέρδος, επειδή η όποια ενασχόληση με τις καπιταλιστικές κατηγορίες: Τόκος-Πρόσοδος και μια λεπτομερής αναφορά σ’ αυτές κατά πρώτο δε θάχε να συνεισφέρει κάτι το εξαιρετικά σημαντικό στην ανάλυση – αντίθετα θα την καθιστούσε σίγουρα περισσότερο περίπλοκη, και ίσως δύσκολα κατανοητή ακόμα και σε ειδικούς που δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα – και κατά δεύτερο κανένας δεν αμφισβητούσε την ύπαρξή τους στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου. Βέβαια, οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, για να συγκαλύψουν το καπιταλιστικό τους περιεχόμενο, τους έδωσαν τα απαραίτητα «σοσιαλιστικά» ονόματα, όπως «σοσιαλιστικό» κέρδος, «σοσιαλιστικός» τόκος, «Produktionsfondsabgabe», «plata sa fondy», κλπ..
Ας σημειωθεί επίσης πως η παραίτηση αναφοράς σ’ αυτές τις οικονομικές κατηγορίες δε γίνεται από κάποια τάση υποτίμησής τους, αλλά αποκλειστικά εξαιτίας των δυο προαναφερθέντων λόγων, γιατί και οι δυο αυτές καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες έχουν τη σημαντική τους θέση στον καπιταλιστικό μηχανισμό λειτουργίας της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου και επιπλέον η ύπαρξή τους σ’ αυτή επιβεβαιώνει, δίπλα σ’ άλλες, την ύπαρξη και λειτουργία του παλινορθωμένου καπιταλισμού την ίδια περίοδο.
Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία να γνωρίζει κανείς, πέραν της μεταφοράς των οικονομικών κατηγοριών του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, και το πόσο επιμελείς μαθητές των αστικών οικονομικών θεωριών υπήρξαν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι.
Παρά την απουσία λεπτομερούς αναφοράς, έχει ενδιαφέρον να δοθεί σύντομα λόγος σε δυο ρεβιζιονιστές οικονομολόγους επειδή δίνουν το κλίμα της περιόδου και αναφέρονται σύντομα στις καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες Τόκος-Πρόσοδος στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Α.Ι.Paschkow, μια απ’ τις τότε αυθεντίες των χρουστσοφικών οικονομολόγων, σε μακροσκελές άρθρο του στα μέσα του ’62 (μετά το 22ο Συνέδριο 1961) περιγράφει την κατάσταση στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, αναφερόμενος στον Τόκο, το Κέρδος και την Αποδοτικότητα, τις Τιμές που κατά τη γνώμη πολλών οικονομολόγων πρέπει να διαμορφωθούν «σύμφωνα με τη μέθοδο της λεγόμενης «τιμής παραγωγής», ενώ άλλοι είχαν άλλη αντίληψη … «η πρώτη αντίληψη δεν μπορεί να απορριφθεί με τη δικαιολογία, ότι πρόκειται για μια μηχανική μεταφορά της Αρχής της αστικής οικονομίας «ίδιο κέρδος για ίδιο κεφάλαιο», ενώ για το πρόβλημα της Προσόδου αναφέρει ότι συζητήθηκε πολλές φορές στη χώρα του: «όσον αφορά την Πρόσοδο στην αγροτική οικονομία, η πλειοψηφία των σοβιετικών οικονομολόγων αναγνωρίζει την ύπαρξή της αυτή» και ότι «η πλειοψηφία των σοβιετικών οικονομολόγων είναι της άποψης ότι η διαφορική Πρόσοδος δεν υπάρχει μόνο στην αγροτική οικονομία άλλα και στα ανθρακωρυχεία» (Α.Ι.Paschkow, 1962).
Ένας άλλος, ο ανατολικογερμανός Harry Nick, σε άρθρο του για τον «Τόκο», αφού αναζητεί «ορθολογική σκέψη» στην αντιεπιστημονική αστική θεωρία της «οριακής παραγωγικότητας» γράφει, μεταξύ άλλων, για το θέμα του τοκισμού του κεφαλαίου: «σε σχέση με την εισαγωγή ενός Produktionsfondsabgabe επανειλημμένα εκτοξεύτηκε η κατηγορία, ότι μ’ αυτή γίνονται αποδεκτές ουσιαστικές πλευρές της αστικής θεωρίας και καπιταλιστικής πρακτικής που παλιότερα είχαν καταπολεμηθεί. Γεγονός είναι, ότι ο καπιταλισμός στον τοκισμό του κεφαλαίου έχει μακρόχρονη παράδοση και εμείς με τον τοκισμό του παραγωγικού κεφαλαίου μόλις τώρα ξεκινάμε, τις πρώτες εμπειρίες συγκεντρώνουμε, κατά συνέπεια είναι αναγκαίο να μελετήσουμε προσεχτικά τα αναπτυγμένα απ’ την αστική θεωρία εργαλεία, π.χ. τον τοκισμό των δαπανών Επενδύσεων…» (Harry Nick,1965).
Παρά τη σαφέστατη αυτή ομολογία του Harry Nick, ο ρεβιζιονιστής L.Gatowski, αδυνατώντας να απαντήσει στον ισχυρισμό του αστικού τύπου («Time»: «η Ρωσία δανείζεται απ’ τους καπιταλιστές», κλπ.), ότι ο τοκισμός για τα χρησιμοποιούμενα απ’ τις επιχειρήσεις μέσα παραγωγής δεν είναι άλλο απ’ την καθαρή αστική αρχή του τόκου («Zinsenprinzip» - «Kapitalzins»), διερωτάται με τη γνωστή παροιμιώδη χρουστσοφική κουτοπονηριά, αφού πρώτα εκθειάζει το λεγόμενο «σοσιαλιστικό Κέρδος»: «αλλά γιατί μια πληρωμή στο σοσιαλιστικό κρατικό προϋπολογισμό για τη χρήση του σοσιαλιστικού φόντου από μια σοσιαλιστική επιχείρηση αποτελεί καπιταλιστική κατηγορία ;» για να απαντήσει: «γι’ αυτό δεν υπάρχουν λογικά επιχειρήματα» (L.Gatowski, «Iswestija» και «Σοβιετική Ένωση σήμερα», 20/1965).
Είναι γνωστό πως η εισαγωγή της καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας του Τόκου στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, πέραν των άλλων, αλλά και ο τοκισμός του λεγόμενου «παραγωγικού φόντου» σε σχέση με τις δαπάνες Επενδύσεων κατέληγε σε κατανομή των Επενδύσεων, μέσω του μηχανισμού της Αγοράς, που σ’ εκείνη την περίοδο είχε αντικαταστήσει τον κεντρικό Σχεδιασμό της οικονομίας.
Τα παραπάνω δείχνουν όχι μόνο τη βιασύνη για το πέρασμα των οικονομικών καπιταλιστικών κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και την ασυνήθιστη ευκολία με την οποία οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι βυθίζονταν στο βούρκο των αντιεπιστημονικών αστικών οικονομικών θεωριών (ας παρατηρηθεί πως αν η υιοθέτηση και εφαρμογή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης των καπιταλιστικών κατηγοριών Τόκου-Προσόδου σήμαινε σε πρακτικό επίπεδο την προώθηση και ολοκλήρωση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, σε θεωρητικό επίπεδο σήμαινε την πλήρη εγκατάλειψη της εργασιακής θεωρίας της Αξίας του Μαρξ και το πέρασμα στη γνωστή αντιεπιστημονική θεωρία των λεγόμενων «συντελεστών παραγωγής» της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας, που αρνείται και συγκαλύπτει την εκμετάλλευση).
α. Το καπιταλιστικό Κέρδος – σκοπός και κριτήριο αξιολόγησης της δραστηριότητας των κρατικών επιχειρήσεων
Μετά τον αρχικό γενικό προσανατολισμό της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό Κέρδος στη μετά το ΄53 περίοδο, η χρουστσο-μπρεζνιεφική ηγεσία του ΚΚΣΕ στη συνέχεια πήρε και προώθησε τα πρώτα μέτρα συστηματικής εισαγωγής του Κέρδους στις κρατικές επιχειρήσεις αλλά και αλλαγής του τρόπου λειτουργίας τους στη βάση πλέον του καπιταλιστικού Κέρδους που για να γίνει ελκυστικότερο στους εργαζόμενους αυτής της χώρας το βάφτισε «σοσιαλιστικό κέρδος», ονομασία που δικαιολογημένα συγκέντρωσε τα ειρωνικά σχόλια του αστικού τύπου, των δημοσιογράφων και αστών οικονομολόγων.
Τα καπιταλιστικό Κέρδος-Αποδοτικότητα έγιναν πλέον η σημαία των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών – και μάλιστα, όπως ισχυρίζονταν εξαπατώντας τους κομμουνιστές, στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του «κομμουνισμού» – που και στο 22ο Συνέδριο (1961) διακηρύσσουν: «θα αυξήσουμε τη σημασία του Κέρδους και της Αποδοτικότητας» (22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σελ. 202, Αθήνα 1961).
Η αντεπαναστατική κατεύθυνση δίνονταν με σαφήνεια: «ο σκοπός μας στην πορεία οικοδόμησης του κομμουνισμού είναι να χρησιμοποιούμε και να τελειοποιούμε ακόμα πιο πολύ τους οικονομικούς και πιστωτικούς μοχλούς, τον έλεγχο του ρουβλίου, την Τιμή, το Κέρδος. Θα αυξήσουμε τη σημασία του Κέρδους και της Αποδοτικότητας» (22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σελ. 202, Αθήνα 1961) δηλ. αποκατάσταση των οικονομικών κατηγοριών του καπιταλισμού και εκμετάλλευσή τους για τη δήθεν «οικοδόμηση του κομμουνισμού» - στην πραγματικότητα εκμετάλλευσή τους για την προώθηση της αποκατάστασης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση.
Μετά το γνωστό προγραμματικού χαρακτήρα άρθρο του Liberman: «Plan-Gewinn-Praemie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962) και τη συζήτηση που επακολούθησε οι καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες Κέρδος-Αποδοτικότητα καθιερώθηκαν επίσημα σ’ ολόκληρη την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης – καπιταλιστικές κατηγορίες που κρίνουν-αξιολογούν πλέον τη δραστηριότητα όλων των κρατικών επιχειρήσεων: «το κριτήριο που χαρακτηρίζει στο μέγιστο βαθμό τη λειτουργία της επιχείρησης ....είναι το κέρδος» ( W. Trapesnikow, 1964): «το κέρδος χρησιμεύει ως το γενικό κριτήριο ολόκληρης της επιχειρηματικής δραστηριότητας»(L. Leontjew, 1964): «το κέρδος εκφράζει όλες τις όψεις της λειτουργίας» (Ε.G. Liberman, 1965): «στο σοσιαλισμό το κέρδος ... εκφράζει .. την αποδοτικότητα της οικονομικής δραστηριότητας κάθε σοσιαλιστικής επιχείρησης» («Prawda» 14 Γενάρη 1966)
Οι προτάσεις Liberman, που ανήγαγαν το Κέρδος σε κεντρικό σκοπό της επιχείρησης, έθεσαν ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα και λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης σε καπιταλιστική τροχιά: η λειτουργία τους γίνεται πλέον στη βάση των ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων Κέρδους-Αποδοτικότητας: «ο Liberman κάνει το Κέρδος βασικό δείκτη … αξιολόγησης της παραγωγής» (G. Jewstafjew, 1962): «ο Liberman όπως και πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν το Κέρδος ως το «πιο βασικό», «πιο αποφασιστικό» και «μοναδικό» κριτήριο μέτρησης της αξιολόγησης της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων» (Β. Sucharewski, 1962). Έτσι: «η επιχείρηση έχει ένα δικό της σκοπό παραγωγής και ένα δικό της κριτήριο Αποδοτικότητας, που ανταποκρίνεται στα δικά της αυτονομημένα συμφέροντα. Αυτός ο σκοπός της επιχείρησης είναι το Κέρδος» (S.S.Dsarassow, 1968).
Στη δεκαετία 1956-1966 η χρουστσο-μπρεζνιεφική ηγεσία προώθησε το σταδιακό πέρασμα, μ’ αποκορύφωμα τα καπιταλιστικά μέτρα της Ολομέλειας Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1965, στην «πλήρη οικονομική Ιδιοσυντήρηση», με στόχο τη μετατροπή, όπως άλλου αναλύθηκε, των κρατικών επιχειρήσεων σε «αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς» που πλέον λειτουργούσαν στη βάση της μεγιστοποίησης του Κέρδους: «το σύστημα της οικονομικής Iδιοσυντήρησης κάνει κάθε επιχείρηση να ενδιαφέρεται για την πραγματοποίηση ενός μεγαλύτερου κέρδους» (L. Gatowski, 1962): «το Κέρδος απεικονίζει πληρέστερα και σε βάθος σημαντικές πλευρές της δραστηριότητας των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στη βάση της οικονομικής Iδιοσυντήρησης... το Κέρδος χρησιμεύει ως ένας δείκτης της Αποδοτικότητας παραγωγής σε μια δεδομένη επιχείρηση» (Β. Sucharewski, 1965).
«Για να ασκηθεί αποτελεσματική οικονομική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα, είναι ουσιαστικό να επιλεχτεί ένα κριτήριο που χαρακτηρίζει στο μέγιστο βαθμό τη λειτουργία της επιχείρησης και συναντά τα συμφέροντα και της δημόσιας οικονομίας και των υπαλλήλων της επιχείρησης... είναι το Kέρδος που αποτελεί ένα τέτοιο κριτήριο» (W. Trapesnikow, 1964). Αλλού ο Β.Sucharewski, ένθερμος υποστηρικτής των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων, γράφει: «είναι δυνατό... να δημιουργηθούν για μια επιχείρηση τέτοιοι οικονομικοί όροι με τους οποίους η επιχείρηση, καθοδηγημένη από τα συμφέροντά της, .... να επιλέξει τη βέλτιστη πορεία της πραγματοποίησης του οικονομικού σχεδίου .... Υπό καθεστώς οικονομικής Iδιοσυντήρησης, το συνολικό ποσό των οικονομικών μοχλών επηρεάζει μακροπρόθεσμα την επιχείρηση μέσω .... του Κέρδους» (Β. Sucharewski, 1965).
Είναι γνωστό ότι ο Liberman (αλλά και οι άλλοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι) στο άρθρο του αλλά και σε άλλα άρθρα ορίζει την Αποδοτικότητα (=Rentabilitaet) ως ποσοστιαία σχέση του Κέρδους προς το σύνολο των παραγωγικών φόντων (=επενδυμένα πάγια και κυκλοφοριακά κεφάλαια), ως «το βασικό και μοναδικό κριτήριο» (A. Worobjowa, 1963), που δεν είναι άλλο απ’ το γνωστό ποσοστό Κέρδους (=Profitrate), βασική οικονομική κατηγορία που υπάρχει στην καπιταλιστική οικονομία για το προκαταβαλλόμενο ή δαπανηθέν συνολικό κεφάλαιο, στην οποία δρα ο νόμος της Αξίας. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μεταφορά της οικονομικής κατηγορίας «Profitrate» του καπιταλιστικού συστήματος στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης (είναι δε πασίγνωστο ότι το ποσοστό Κέρδους (=Profitrate) συγκαλύπτει την καπιταλιστική εκμετάλλευση):«αν πρόκειται να υπολογιστεί συνολικά η Αποδοτικότητα μιας επιχείρησης, είναι ενδεδειγμένο να συσχετισθεί το Κέρδος με την αξία των κοινωνικών παραγωγικών κεφαλαίων που το κράτος διέθεσε στη δεδομένη επιχείρηση. Συσχετίζοντας το Κέρδος με τα παραγωγικά κεφάλαια, τότε δίνεται, στην πραγματικότητα, η αξία της σχετικής παραγωγικότητας της εργασίας … Είναι εντελώς φυσικό ότι αυτή η προσαύξηση πρέπει να συσχετιστεί με ολόκληρη την αξία των ενεργητικών στοιχείων , πάγιων και κυκλοφορούντων κεφαλαίων, επειδή εκφράζουν όλους τους πόρους που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή». (Ε.G. Liberman, 1965): «ο πιο γενικός δείκτης της δραστηριότητας μιας επιχείρησης είναι ο δείκτης της Αποδοτικότητας, υπολογισμένος ως σχέση του Κέρδους προς τα παραγωγικά φόντα» (Ρ. Bunich, 1965): «ο Liberman είναι της άποψης, ότι το Κέρδος αποτελεί βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της δραστηριότητας μιας οικονομικής Οργάνωσης» (K.Plotnikow, 1963): «η πρόταση Liberman συνίσταται στην αξιολόγηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων με μοναδικό δείκτη το ποσοστό Αποδοτικότητας (=Rentabilitaetsrate)» (J.Russanow, 1963).
Είναι φανερό πως αυτό που προπαγάνδιζαν οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι και μεταφέρθηκε στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν παρά η καπιταλιστική οικονομική κατηγορία «ποσοστό Κέρδους» που απαντάται στον καπιταλισμό: «η σχέση της υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο ονομάζεται ποσοστό Κέρδους» (Κ. Marx: "Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 62): ο δείκτης της Αποδοτικότητας – ομολογούν-παραδέχονται και οι ίδιοι οι ρεβιζιονιστές – «χρησιμοποιείται ευρέως στις καπιταλιστικές χώρες, διότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για το ποσοστό Κέρδους, συσχετιζόμενο προς το επενδυμένο κεφάλαιο)» (Ι. Kassizki, 1962).
Αν τη σταλινική σοσιαλιστική περίοδο «η σημασία του Κέρδους αγνοούνταν παντελώς» (L.Gatowski, 1962), τώρα, τη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο, το Κέρδος έγινε η βάση ολόκληρης της οικονομικής δραστηριότητας των κρατικών επιχειρήσεων: έγινε «το ανώτερο και γενικό κριτήριο, που χαρακτηρίζει τη δραστηριότητα της επιχείρησης στον ανώτατο βαθμό» («Prawda», 21 Νοέμβρη 1965), αλλά και ο ρυθμιστής της κοινωνικής παραγωγής: «στο Σοβιετικό Τύπο προτάθηκε ως διέξοδος απ’ τις αντιφάσεις που γεννήθηκαν, να αναζητηθεί ένας αυτόματος "ρυθμιστής", που θα παρακινεί τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν όλα τα εσωτερικά αποθεματικά… ένας τέτοιος αυτόματος ρυθμιστής είναι το ποσοστό Αποδοτικότητας ως σχέση του Κέρδους προς το συνολικό παραγωγικό φόντο της επιχείρησης... στην πολεμική για το ποσοστό της Αποδοτικότητας μερικοί οικονομολόγοι στηρίζουν τις κατηγορίες-επικρίσεις τους ενάντια στο Κέρδος ως ρυθμιστή της κοινωνικής παραγωγής, στο ότι το κέρδος είναι καπιταλιστική κατηγορία. Αυτές οι επικρίσεις είναι φυσικά αβάσιμες» (Β. Sucharewski 1962).
Ένας άλλος οικονομολόγος «αντικρούει» τη μαρξιστική άποψη ότι «το Κέρδος είναι μια καπιταλιστική κατηγορία και γι’ αυτό δεν είναι αναγκαία» για την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης με το γελοίο ισχυρισμό: «αυτός δεν είναι σοβαρός συλλογισμός» (L.Alter, 1963).
Με το πρόβλημα του Κέρδους συνδέεται άμεσα και εκείνο του μηχανισμού της καπιταλιστικής Αγοράς που την ύπαρξή του στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης καθόλου δεν αρνούνταν και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι.
Καταρχήν τάχθηκαν υπέρ της επέκτασης του μηχανισμού της Αγοράς: «πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε μεγαλύτερη έκταση ο μηχανισμός της Αγοράς» (G.Kossjatschenko, 1962) για να παραδεχθούν ύστερα: «χωρίς τη χρησιμοποίηση του σοσιαλιστικού μηχανισμού της Αγοράς δεν είναι δυνατό να διασφαλιστεί η λειτουργία των επιχειρήσεων στη βάση της πλήρους οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (R.Rakitzki, 1965): «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο μηχανισμός της Αγοράς … παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική παραγωγή» (L.Konnik, 1966) – μια Αγορά που δεν αφορούσε μόνο τα καταναλωτικά εμπορεύματα αλλά και τα μέσα Παραγωγής που κι αυτά, όπως καταδείχθηκε αλλού και παραδέχονται και οι ίδιοι οι ρεβιζιονιστές, είχαν γίνει εμπορεύματα στη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο: «στο σοσιαλισμό η Αγορά … είναι σφαίρα διαπραγμάτευσης προϊόντων δηλ. μέσων Παραγωγής και καταναλωτικών αγαθών, που παράγονται από τις κρατικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις» (L.Gatowski, 1965).
Έτσι το καπιταλιστικό Κέρδος αποτελεί πλέον το βασικό σκοπό και την κινητήρια δύναμη της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου. Σε μια οικονομία στην οποία έχει παλινορθωθεί πλέρια ο καπιταλισμός δηλ. χαρακτηρίζεται – όπως ήδη αναλύθηκε-καταδείχτηκε – από γενικευμένη και πλήρη κυριαρχία των Εμπορευματο-Χρηματικών-Σχέσεων, τη μετατροπή των μέσων Παραγωγής άλλα και της εργατικής δύναμης (όπως θα καταδειχθεί σ΄ άλλο σημείωμα) σε εμπορεύματα, τη δράση του νόμου της Αξίας ως ρυθμιστή της Παραγωγής, την αποκατάσταση των οικονομικών κατηγοριών και των αντικειμενικών οικονομικών νόμων του καπιταλισμού δεν μπορούσε η παλινόρθωση του καπιταλισμού παρά να εκφραστεί και στην αξιολόγηση της δραστηριότητας (Κέρδος-Αποδοτικότητα) και το σκοπό των επιχειρήσεων: τη μεγιστοποίηση των Κερδών τους με την πώληση μεγάλης ποσότητας άλλα χαμηλής ποιότητας ποικιλιών εμπορευμάτων υψηλής Αποδοτικότητας αλλά και με συνεχείς υψώσεις τιμών.
Οι κρατικές επιχειρήσεις που τώρα λειτουργούσαν πλέον ως «αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί» ενδιαφέρονταν μόνο για τη μεγιστοποίηση των Κερδών τους που κατά κανόνα επιτύγχαναν μέσω της αύξησης των Τιμών, όπως αναγκάστηκε επανειλημμένα να παραδεχτεί και ο τύπος της Σοβιετικής Ένωσης εκείνης της περιόδου αλλά και κυβερνητικά στελέχη: «υπάρχει κίνδυνος ώστε οι τιμές να ανεβαίνουν συνεχώς, καθώς οι διάφορες οικονομικές μονάδες προσπαθούν α’ αυξήσουν τα έσοδά τους (τα κέρδη τους) με τον πιο εύκολο τρόπο – αυξάνοντας τις τιμές στην παραγωγή και το εμπόριο» («Ekonomicheskiye Nauki», Nr. 4, 1969): «η πείρα μας δείχνει την ύπαρξη μιας επικίνδυνης τάσης για αυθαίρετη αύξηση των τιμών» («Voprosi Ekonomikii», Νr.6,1970): «ο παραγωγός επιβάλλει την τιμή… και συχνά διατηρεί την έλλειψη ορισμένων αγαθών στην αγορά για να αυξήσει την πίεσή του στον καταναλωτή» («Ekonomicheskiye Nauki», Nr.11, 1971). Τέλος ο W. Sitnin διαπιστώνει: «Έτσι υπάρχουν επιχειρήσεις των οποίων οι διευθυντές τους δεν βλέπουν ως πηγή του Κέρδους μόνο τη μείωση των εξόδων αλλά και την παράνομη διαμόρφωση των τιμών. Οι διευθυντές των επιχειρήσεων που βεβαιώνουν στις δικές τους παραγγελίες αυξημένες τιμές, τοποθετούν τα επιχειρηματικά-ατομικά συμφέροντα πάνω από εκείνα ολόκληρης της κοινωνίας και έτσι ζημιώνουν το κράτος» («Σοβιετική Επιστήμη», 8/1969).
Από τότε η παλινορθωμένη καπιταλιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου πλήττεται από μόνιμα κύματα ακρίβειας και συνοδεύεται απ’ το αναπόφευκτο στον καπιταλισμό φαινόμενο του πληθωρισμού.
Η κατάσταση όσον αφορά την υπαγόρευση και αύξηση των τιμών έγινε αργότερα ακόμα χειρότερη με τη δημιουργία γιγαντιαίων συγκροτημάτων επιχειρήσεων, μονοπωλιακών ενώσεων, τύπου τραστ, καρτέλ, κομπινάτ στην οικονομία της.
Τη μπρεζνιεφική περίοδο η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης οδηγείται, ως γνωστόν, σε βαθιά κρίση, ανεργία και στασιμότητα – στασιμότητα και ανεργία που είχαν ήδη προβλέψει κάποιοι απ’ τους οικονομολόγους που είχαν επικρίνει πλευρές των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα κάποιες των προτάσεων Libermann όπως την εισαγωγή στην οικονομία της «Profitrate»(=ποσοστό Κέρδους) που κυριαρχεί στον καπιταλισμό: «σε σχέση με τα πάγια κεφάλαια θα οδηγούσε σε τεχνική στασιμότητα. Οι επιχειρήσεις επιδιδόμενες στο κυνήγι υψηλού δείκτη δεν θα έδειχναν ενδιαφέρον να τελειοποιήσουν την τεχνική, οι επενδύσεις θα μειώνονταν. Εδώ τα συμφέροντα της λαϊκής οικονομίας μπορεί να βρεθούν σε αντίθεση με τα … ειδικά συμφέροντα της κολεκτίβας των επιχειρήσεων» (I.Kassizki , 1962). Σημειώνοντας επίσης ότι ο Liberman μιλούσε και για «απελευθέρωση εργατικών δυνάμεων», ορθά διερωτήθηκε που θα «απασχοληθούν αυτές οι δυνάμεις», αφού η απελευθέρωση «ενός σημαντικού μέρους εργατικών δυνάμεων θάχει γίνει σε λίγο ένα φλέγον ζήτημα» (I.Kassizki , 1962).
β. Το Κέρδος ως κεντρικός σκοπός της παραγωγής στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης
Το ρεβιζιονιστικό-σοσιαλδημοκρατικό ΚΚΣΕ, ο τύπος και οι οικονομολόγοι προπαγάνδισαν δεκαετίες την παμπάλαια αστική άποψη ότι η αύξηση των Κερδών των επιχειρήσεων ταυτίζεται με το καλό της κοινωνίας, είναι προς όφελος και της κοινωνίας (=αντιδραστική ουτοπία και μεγάλη αυταπάτη για την εποχή της), δηλ. επανέφεραν στο κέντρο της προπαγάνδας τους την άποψη της εποχής των Adam Smith και David Ricardo όταν το συμφέρον όλης της κοινωνίας νοούνταν-παρουσιάζονταν ως το άθροισμα των ατομικών συμφερόντων των μεμονωμένων επιχειρηματιών ή αλλιώς όταν κάθε επιχείρηση επιδιώκει μεγιστοποίηση του Κέρδους, τότε ολόκληρη η κοινωνία οδηγείται τάχα σε «ευημερία» - γνωστή αστική άποψη και χιλιοδιαψευσμένη ολοκληρωτικά απ’ τη μετέπειτα ιστορική πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Αν την εποχή των A.Smith-D.Ricardo η άποψη αυτή είχε απλά ουτοπικό αντιδραστικό χαρακτήρα και αποδείχθηκε στην ιστορική πορεία μια μεγάλη πλάνη-αυταπάτη, προβαλλόμενη όμως τη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο ήταν μια υπεραντιδραστική άποψη και συνάμα αποτελούσε μια πελώρια και συνειδητή απάτη των προδοτών αντεπαναστατών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών.
Οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι για να την καταστήσουν περισσότερο ελκυστική στην εργατική τάξη και το λαό της Σοβιετικής Ένωσης αντέστρεψαν δημαγωγικά αυτή την αντιδραστική άποψη ισχυριζόμενοι: «αυτό που ωφελεί την κοινωνία, πρέπει να ωφελεί και την επιχείρηση»: «η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 ενσωματώνει μια απ’ τις βασικές αρχές της σοσιαλιστικής οικονομίας: αυτό που ωφελεί την κοινωνία, πρέπει να ωφελεί και την επιχείρηση» (E.G.Liberman, 1965), εννοώντας προφανώς: «ότι ωφελεί την επιχείρηση πρέπει να ωφελεί και την κοινωνία» αφού οι ίδιοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι στην πραγματικότητα είχαν θέσει στο κέντρο την επιχείρηση εμπορευματοπαραγωγό – και όχι την κοινωνία – και ενώ έδιναν σαφή προτεραιότητα στο Κέρδος των επιχειρήσεων, και μάλιστα στην μεγιστοποίησή του.
Προπαγάνδισαν επίσης την άποψη ότι η αύξηση των Κερδών των επιχειρήσεων ικανοποιεί, και μάλιστα «με τον καλύτερο τρόπο», τις «ανάγκες του λαού»: «η μεγιστοποίηση του Κέρδους αποτελεί το μέσον για να επιτευχθεί ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής – για να ικανοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο οι ανάγκες του λαού» (L.Gatowski, 1962): «στο σοσιαλισμό το Κέρδος είναι ένα από εκείνα τα οικονομικά όργανα, για να αναπτυχθούν οι σοσιαλιστικές επιχειρήσεις και οι υλική υποκίνηση της δραστηριότητάς τους… ο κυριότερο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής συνίσταται στην ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων… μέτρα που ενισχύουν το ρόλο του Κέρδους… είναι σοσιαλιστικά μέτρα, που στοχεύουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και την οικοδόμηση του κομμουνισμού» («Prawda», 14 Γενάρη 1966).
Μερικές σύντομες παρατηρήσεις για τη μεγιστοποίηση του Κέρδους των κρατικών επιχειρήσεων:
πρώτο, αυτή δε συνέβαλλε ούτε υπηρέτησε την επίτευξη του σκοπού της σοσιαλιστικής παραγωγής αλλά βρέθηκε σε πλήρη αντίθεση-ρήξη μαζί του,
δεύτερο, δεν ικανοποίησε με τον «καλύτερο τρόπο τις ανάγκες του λαού», απεναντίας έντεινε την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των λαών της Σοβιετικής Ένωσης και συνέβαλε μόνο σε αύξηση των κερδών της νέας «σοβιετικής» μπουρζουαζίας, σ’ έναν πρωτοφανή και προκλητικό πλουτισμό της,
τρίτο, δεν συνέβαλλε στην ανάπτυξη των «σοσιαλιστικών επιχειρήσεων» και της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης αλλά αντίθετα οδήγησε σε καταστροφή επιχειρήσεων και την οικονομία της σε στασιμότητα και βαθιά κρίση τη μπρεζνιεφο-γκορμπατσοφική περίοδο,
τέταρτο, τέλος, μέτρα που «ενισχύουν το ρόλο του Κέρδους» δεν μπορεί ποτέ να είναι «σοσιαλιστικά μέτρα»: ήταν μέτρα καπιταλιστικού χαρακτήρα που δεν μπορούσαν ποτέ να οδηγήσουν, όπως και δεν οδήγησαν, στην «οικοδόμηση του κομμουνισμού», όπως ψευδέστατα ισχυρίζονταν η «Prawda» ότι θα συμβεί εξαπατώντας την εργατική τάξη, απεναντίας είχαν ως στόχο την υπονόμευση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και την παλινόρθωση του καπιταλισμού, όπως διαπίστωσαν ευθύς εξαρχής οι επαναστάτες μαρξιστές δηλ. οι λενινιστές-σταλινιστές, και επιβεβαιώθηκε και απ’ τη μετέπειτα ιστορική πορεία εξέλιξης της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Πέρα απ’ τη λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών με τα γνωστά ιδιωτικό-οικονομικά καπιταλιστικά κριτήρια Κέρδους-Αποδοτικότητας και την αξιολόγηση της δραστηριότητά τους με μοναδικό δείκτη την Αποδοτικότητα, οι καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις άλλαξαν και το σκοπό παραγωγής των επιχειρήσεων: σκοπός της παραγωγής των κρατικών επιχειρήσεων δεν ήταν πλέον απλά και μόνο το Κέρδος αλλά και η μεγιστοποίηση του, όπως συνέβαινε και στις επιχειρήσεις της οικονομίας του παραδοσιακού καπιταλισμού των δυτικών χωρών.
Όμως η αλλαγή του σκοπού των επιχειρήσεων και η αναγόρευση του Κέρδους σε βασικό σκοπό της παραγωγής τους οδήγησε αναπόφευκτα και σε μια πολύ σπουδαιότερη αλλαγή: σε αλλαγή του συνολικού κεντρικού σκοπού της παραγωγής της οικονομίας: κεντρικός σκοπός της παραγωγής της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης έγινε πλέον το Κέρδος και εγκαταλείφθηκε έτσι οριστικά στην πράξη ο βασικός σκοπός της παραγωγής της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας που είναι η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.
Την αλλαγή του σκοπού της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής παραγωγής επισήμαναν-ομολογούν και κάποιοι απ’ τους ρεβιζιονιστές οικονομολόγους που άσκησαν κριτική σε μέρος των καπιταλιστικών προτάσεων Liberman μεταξύ οποίων και ο J.Russanow, ο οποίος εύστοχα παρατηρούσε ότι αυτές οι προτάσεις αφού αναγορεύουν την Αποδοτικότητα και το Κέρδος σε βασικό κριτήριο αξιολόγησης της εργασίας των επιχειρήσεων, βρίσκονται σε αντίθεση και με το βασικό σκοπό της σοσιαλιστικής παραγωγής: «όποια μεγάλη σημασία και αν έχουν το Κέρδος και το ποσοστό Κέρδους, τελικός σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι η δημιουργία Κέρδους ή Αξίας, αλλά η παραγωγή Αξιών χρήσης, η παραγωγή αφθονίας υλικών αγαθών. Σε τελευταία ανάλυση για τη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι σπουδαίο ποιο κέρδος θα έχει η επιχείρηση, το βασικό είναι πόσα προϊόντα αυτή θα παράγει και ποιας ποιότητας θα είναι» (J.Russanow, 1963).
Κάποιοι βέβαια απ’ τους ρεβιζιονιστές οικονομολόγους διατείνονταν δημαγωγικά ότι ο σκοπός της παραγωγής της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν τάχα η ικανοποίηση των αναγκών, υπήρχαν όμως και άλλοι που το αμφισβητούσαν ανοιχτά: «μερικοί οικονομολόγοι στρέφονται ενάντια στον καθορισμό του σκοπού της παραγωγής στο σοσιαλισμό ως διασφάλιση της ευημερίας» (I.I.Kusminow, 1974).
Έτσι, λοιπόν, αποτελώντας η απόκτηση, με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο, ανωτάτων κερδών, τον κεντρικό σκοπό της παραγωγής της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης ταυτίζεται με το σκοπό της παραγωγής στον καπιταλισμό: παραγωγή Υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο.
Όμως διαμετρικά αντίθετος με το σκοπό της παραγωγής στον καπιταλισμό είναι ο σκοπός της παραγωγής στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό που δεν είναι το Κέρδος αλλά ο άνθρωπος και οι ανάγκες του: «ο στόχος της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι το Κέρδος, αλλά ο άνθρωπος και οι ανάγκες του», που εμπεριέχεται και στο βασικό οικονομικό νόμο του σοσιαλισμού: «εξασφάλιση της μέγιστης ικανοποίησης των διαρκώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών όλης της κοινωνίας με την αδιάκοπη αύξηση και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής πάνω στη βάση της ανώτερης τεχνικής» (Στάλιν, 1952).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου