Αρ. Φύλ. 269 1-15 Μάρτη 2008 και Αρ. Φύλ. 271 1-15 Απρίλη 2008
Η πλήρης και οριστική εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και επομένως όλων των εκμεταλλευτριών τάξεων και της εξάλειψης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο αλλά και όλων των σύμφυτων σ’ αυτές τις σχέσεις αναπόφευχτων φαινομένων (κρίσεις, ανεργία, πληθωρισμός, κλπ.) και η ολοκλήρωση, στα μέσα της δεκαετίας του ΄30, της οικοδόμησης της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού (δυο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας: κρατική-συνεταιριστική) στη Σοβιετική ένωση, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας – με όργανο τη Διχτατορία του Προλεταριάτου καθοδηγούμενη απ’ το επαναστατικό κόμμα των Μπολσεβίκων με επικεφαλής τον ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ – κατέδειξε:
Πρώτο, ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο θεωρία αλλά μπορεί να εφαρμοστεί στη πράξη, δεν είναι πλέον ένα ουτοπικό όνειρο αλλά αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα, που απάλλαξε για πρώτη φορά απ’ την εκμετάλλευση και καταπίεση την εργατική τάξη και την αγροτιά.
Δεύτερο, η πρακτική οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση που έγινε στη βάση της εφαρμογής του μαρξισμού-λενινισμού-σταλινισμού αποτελεί νίκη του επαναστατικού μαρξισμού πάνω σ΄ όλες τις παραδοσιακές αστικές αλλά και τις ρεβιζιονιστικές θεωρίες (κυρίως σοσιαλδημοκρατικές, τροτσκιστικές, κλπ.) και τις όποιες άλλες αντεπαναστατικές θεωρίες (αναρχικές, αναρχοσυνδικαλιστικές κλπ.).
Τρίτο, η σοσιαλιστική πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης επιβεβαίωσε την επιστημονική ορθότητα του επαναστατικού μαρξισμού για τη δυνατότητα οικοδόμησης και λειτουργίας στην πράξη του σοσιαλισμού και διέψευσε όλες τις αντιδραστικές αστικές θεωρίες που προπαγάνδιζαν ότι είναι εντελώς αδύνατη η οικοδόμηση του σοσιαλισμού (Mises, Hayek , κλπ.)
Τέταρτο, η ύπαρξη του σοσιαλισμού έδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι «αιώνιος» αλλά ένα ιστορικό παροδικό οικονομικο-κοινωνικό σύστημα που αναπόφευχτα θα αντικατασταθεί απ’ το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Πέμπτο, ο σοσιαλισμός – πρώτη φάση της κομμουνιστικής αταξικής κοινωνίας – κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του (1917-1953) ως το θάνατο-δολοφονία του ΣΤΑΛΙΝ δηλ. ως την ανατροπή του με τη νίκη και επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης, έλυσε τα προβλήματα όχι μόνο της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, φάνηκε η υπεροχή του απέναντι στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα και αποδείχθηκε ένα ασύγκριτα ανώτερο σ’ όλα τα επίπεδα σύστημα.
Α. Αμφισβήτηση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και παραποιήσεις του
Η παρακάτω εντελώς σύντομη αλλά συγκεκριμένη αναφορά στα διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα που επιχείρησαν (επιχειρούν και σήμερα) να προσδιορίσουν τη φύση του οικονομικου-κοινωνικού συστήματος της Σοβ. Ένωσης της δεκαετίας του ΄30 αλλά και αργότερα με πρώτη την προδοτική αντεπαναστατική σοσιαλδημοκρατία γίνεται όχι μόνο για απλή πληροφόρηση των νεότερων αλλά πρωταρχικά για να φανεί καλύτερα: πρώτο, ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τη «θέση»-μύθο περί «ύπαρξης κρατικού καπιταλισμού» στη Σοβ. Ένωση, αφού δεν παρουσίασε καμιά επιστημονική ανάλυση της οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας αυτής της χώρας αλλά κατέφυγε-περιορίστηκε σε ιδεαλιστικές προσεγγίσεις των διαφόρων ηγετών της και σε συκοφαντικές επινοήσεις, δεύτερο, ότι και όσοι σήμερα το επιχειρούν (τροτσκιστές, τροτσκίζοντες: ΝΑΡ-«κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ», κλπ.), υποστηρίζοντας ότι η Σοβ. Ένωση της εποχής του ΣΤΑΛΙΝ «είχε καπιταλισμό», δεν έχουν να παρουσιάσουν τίποτε νέο, απλά αναμασούν και προπαγανδίζουν ένα παμπάλαιο αναπόδεικτο «συμπέρασμα» δηλ. τη «θέση»-μύθο της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας περί «ύπαρξης καπιταλισμού» στη Σοβ. Ένωση και μετά την οικοδόμηση της οικονομικής του βάσης, αντλούν στην πραγματικότητα τις «νέες» απόψεις τους απ’ την παλιά σοσιαλδημοκρατία και το σοσιαλδημοκράτη-μενσεβίκο Τρότσκι που κι’ αυτός τις είχε ήδη αντλήσει απ’ τη δεξαμενή της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, τρίτο, ότι όλοι οι παλιότεροι αλλά και οι σημερινοί συκοφαντικοί ισχυρισμοί περί «κρατικού καπιταλισμού» ή «ολοκληρωτικής κρατικής οικονομίας», «δεσποτικού καθεστώτος», «κομματικής δικτατορίας», «γραφειοκρατίας», «Βοναπαρτισμού», «ολοκληρωτισμού», κλπ. και οι όποιες άλλες παραλλαγές τους, κι’ αυτές είναι κατευθείαν δανεισμένες απ’ το αστικό συκοφαντικό οπλοστάσιο της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα το πολύ πλούσιο οπλοστάσιο του «βετεράνου» αποστάτη Karl Kautsky (γεροντικά αστικά παραληρήματα για εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού).
1. Παλιά σοσιαλδημοκρατία. Η αντεπαναστατική σοσιαλδημοκρατία που είχε προδώσει την υπόθεση της προλεταριακής επανάστασης και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και είχε εγκαταλείψει οριστικά τον επαναστατικό Μαρξισμό, αρχικά όταν ξέσπασε η νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία – με την προετοιμασία, οργάνωση και καθοδήγηση του κόμματος των Μπολσεβίκων μ’ επικεφαλής τους ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ – την κατασυκοφάντησε με τον χειρότερο τρόπο για να συνεχίσει αργότερα την κατασυκοφάντηση και της πρακτικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού – πρώτης φάσης του κομμουνισμού – σ’ αυτή τη χώρα και να αμφισβητήσει την οικοδόμησή του, πότε «θρηνώντας» (παραπλανητικά)-πανηγυρίζοντας την εποχή του ΛΕΝΙΝ την επιστροφή στον καπιταλισμό με την εφαρμογή της ΝΕΠ και πότε την εποχή του ΣΤΑΛΙΝ «οδυρόμενη» με την οικοδόμηση στη Σοβιετική Ένωση του «κρατικού καπιταλισμού», της «κομματικής δικτατορίας» πάνω στην εργατική τάξη, κλπ. κλπ.
Αυτής της πρωτοφανούς σε βιαιότητα συκοφαντικής σοσιαλδημοκρατικής εκστρατείας ηγήθηκαν οι «ήρωες» ηγέτες της 2ης Διεθνούς με προεξάρχουσα φιγούρα το γερο-αποστάτη Karl Kautsky.
Βιαιότερη έγινε η επίθεση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ενάντια στη Σοβ. Ένωση την περίοδο που η οικοδόμηση του σοσιαλισμού προχωρούσε, σημείωνε μεγάλες επιτυχίες παρά τις τεράστιες δυσκολίες στην πορεία της και όταν άρχισε να γίνεται παγκόσμιος πόλος έλξης, προκαλώντας το μεγάλο θαυμασμό του διεθνούς προλεταριάτου αρχές της δεκαετίας του ΄30, την ίδια στιγμή που ο διεθνής καπιταλισμός παράδερνε σε βαθιά οικονομική κρίση – τη μεγαλύτερη που γνώρισε στην ιστορία της ύπαρξής του – με εκατοντάδες εκατομμύρια άνεργους σ’ ολόκληρο τον κόσμο και την άμεση απειλή του φασισμού, αλλά και όταν η σοσιαλδημοκρατία, το κύριο στήριγμα του καπιταλισμού, και τα κόμματά της έχαναν συνεχώς δυνάμεις προς την κατεύθυνση του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και τα ακόμα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς είχαν μπει στο δρόμο της μπολσεβικοποίησής τους.
Εκείνο που ανησυχούσε ιδιαίτερα τους λακέδες του κεφαλαίου σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είναι ακριβώς αυτό που δημόσια υποχρεώθηκε να εκφράσει ο τότε γραμματέας της 2ης Διεθνούς Friedrich Adler ότι διάβαζαν καθημερινά στον τύπο για το μεγάλο ενθουσιασμό που έδειχναν «οι άνεργοι, τα απελπισμένα θύματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που βλέπουν με μεγάλη λαχτάρα τις παραγωγικές επενδύσεις στη Σοβ. Ρωσία, οι οποίες προκαλούν οικονομική δραστηριότητα, που κάνει σήμερα τη Σοβ. Ρωσία «χώρα χωρίς ανεργία»» (Friedrich Adler: «Το Σταλινικό πείραμα και ο Σοσιαλισμός», στο: “Der Kampf”, 1/1932, σελ. 5).
Μεγαλύτερο ακόμα φόβο προκαλούσε στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, κάτι που απορρέει έμμεσα από την παραπάνω δήλωση, η απαλλαγή του προλεταριάτου από τη ρεφορμιστική επιρροή που σημειώνονταν εκείνη την περίοδο και το πέρασμά του σε επαναστατική κατεύθυνση, γεγονός απειλητικό και πολύ επικίνδυνο για τα αφεντικά των ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας, τους εκμεταλλευτές καπιταλιστές.
Τις πιο βίαιες συκοφαντικές επιθέσεις ενάντια στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση των ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ εξαπόλυσε ο Karl Kautsky, που πέρα απ’ τ’ άλλα, στο πολιτικό του οπλοστάσιο συναντά κανείς όλες τις μετέπειτα ως τις μέρες μας συκοφαντικές επινοήσεις και χαρακτηρισμούς, που κορυφώθηκαν στον εντελώς αβάσιμο, αναπόδεικτο και αντιμαρξιστικό ισχυρισμό, ότι στη Σοβ. Ένωση κυριαρχεί «κρατικός καπιταλισμός».
Κοινή βασική θέση όλων των ομάδων της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ότι στη Σοβ. Ένωση δεν «υπήρχε» ούτε «οικοδομούνταν» σοσιαλισμός αλλά κυριαρχούσε «κρατικός καπιταλισμός», θέση που στις διάφορες ομάδες της, ακόμα και σε επίπεδο ηγετών, εκπροσωπήθηκε με τροποποιημένες μορφές. Ας αναφερθούν μερικές μόνο από αυτές (υπάρχουν περισσότερες):
α. Οι Karl Kautsky, Emil Vandervelde, Theodor Dan κλπ. υποστήριζαν την άποψη ότι στη Σοβ. Ένωση κυριαρχεί «κρατικός καπιταλισμός», που είναι σε πλήρη αντίθεση με το σοσιαλισμό.
Ο Kautsky επικρίνοντας τον O. Bauer και αντικρούοντας τις απόψεις του περί ύπαρξης «σοσιαλιστικών στοιχείων» στην οικονομία της Σοβ. Ένωσης γράφει: «προς το παρόν, αυτό που υπάρχει σήμερα στη Ρωσία δεν είναι σοσιαλισμός αλλά το αντίθετό του», ότι η Σοβ. Ένωση «δεν έχει σοσιαλισμό αλλά μια κρατικοκαπιταλιστική δικτατορία» και ότι όλες οι θυσίες που έγιναν κατέληξαν «σ’ έναν κρατικό καπιταλισμό μιας δικτατορίας», ότι «η Σοβιετική Ρωσία απέσπασε βέβαια τα μέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές, όμως αυτό συνέβηκε με τρόπο και όρους, που στη θέση των καπιταλιστών κάθισαν ισχυρότεροι και αυστηρότεροι κύριοι που έθεσαν στο προλεταριάτο μεγαλύτερα εμπόδια στο δρόμο προς το σοσιαλισμό, από ότι υπήρχαν στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού με ριζωμένη δημοκρατία». Και τέλος ρωτούσε τον O. Bauer: «δεν είναι ένα είδος κρατικής οικονομίας, που το σοσιαλιστικό της χαρακτήρα εμείς οι σοσιαλδημοκράτες πάντα αρνηθήκαμε;» (K. Kautsky: «Οι προοπτικές του σοσιαλισμού στη σοβιετική Ρωσία», στο: “Die Gesellschaft”, 2/1931, σελ. 421, 430, 432, 437).
Ο Th. Dan, ηγέτης των ρώσων σοσιαλδημοκρατών (Μενσεβίκων), που ζούσε στο Βερολίνο, απαντώντας στον O. Bauer γράφει: «θα καλλιεργούσαμε μια εξαιρετικά επικίνδυνη αυταπάτη αν θέλαμε να πείσουμε το προλεταριάτο ότι ο κρατικός καπιταλισμός καθαυτός ήδη και από πλευράς περιεχομένου εμπεριέχει ουσιαστικά στοιχεία ενός σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος» (Th. Dan: “Tua res agitur”, στο: “Der Kampf”, 2/1932, σελ. 64), ενώ μ’ αφορμή το νέο Σύνταγμα της Σοβ. Ένωσης και αναφερόμενος σ’ αυτό ισχυρίζονταν ότι η Σοβ. Ένωση έχει μια «ολοκληρωτική σταλινική δικτατορία», ότι τα χαρακτηριστικά της οικονομίας της Σοβ. Ένωσης «είναι χαρακτηριστικά μιας κρατικοκαπιταλιστικής, όχι σοσιαλιστικής οικονομίας» (“Der Kampf”, 11/1936, σελ. 436,439).
β. Οι Otto Bauer, Max Adler, κλπ. δέχονται ότι στη Σοβ. Ένωση κυριαρχεί «κρατικός καπιταλισμός», αλλά με «στοιχεία σοσιαλισμού». Ο O. Bauer έγραφε: «πρέπει σήμερα να αναγνωρίσουμε ότι η ρώσικη επανάσταση δεν εξάλειψε μόνο τα υπολείμματα της φεουδαρχίας, αλλά οικοδόμησε και ουσιαστικά στοιχεία ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος» (“Der Kampf”, 12/1931 σελ. 518), ενώ το 1936 έγραφε: «ότι πρωτοδιακηρύχθηκε το 1918 ως καθήκον, σήμερα είναι εκτελεσμένο γεγονός» και ότι την ίδια περίοδο που η καπιταλιστική μπουρζουαζία καταφεύγει στο φασισμό «η Σοβιετική Ένωση στη βάση ενός σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος βαδίζει το δρόμο μιας σταδιακής επανοικοδόμησης της δημοκρατίας» (“Der Kampf”, 7/1936, σελ. 269).
γ. Οι Friedrich Adler κλπ. υποστήριζαν επίσης την άποψη περί ύπαρξης «κρατικού καπιταλισμού» στη Σοβ. Ένωση. Γράφει: «ο ιδιωτικός καπιταλισμός έχει εξαλειφθεί, στη θέση του όμως δεν βρίσκεται ο σοσιαλισμός. Αλλά ο κρατικός καπιταλισμός» και αλλού: «το σταλινικό πείραμα είναι η εκβιομηχάνιση μέσω πρωταρχικής συσσώρευσης χωρίς συμμετοχή τη συμμετοχή ιδιωτών καπιταλιστών» (“Der Kampf”, 1/1932 σελ. 9, 11), εννοώντας προφανώς καπιταλιστική πρωταρχική συσσώρευση.
δ. Οι Otto Leichter, κλπ. υποστήριζαν την άποψη, όπως και όλοι οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, ότι στη Σοβ. Ένωση κυριαρχεί «κρατικός καπιταλισμός, επειδή «δεν υπάρχει ελευθερία» και γιατί «η εργατική τάξη δεν έχει το δικαίωμα να καθορίζει-διαχειρίζεται η ίδια τις υποθέσεις της σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο». Ο O. Leichter επαναλαμβάνοντας κατά βάση τις απόψεις του K. Kautsky περί “Selbstbestimmung des Volkes” (=να καθορίζει ο ίδιος ο λαός) γράφει: «ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την πραγματοποίηση του δικαιώματος αυτοκαθορισμού της εργατικής τάξης. Αυτός διαφέρει πρώτα απ’ όλα, ίσως μόνο αρχειακά απ’ το Μπολσεβικισμό ότι θέτει σε πρώτο πλάνο των σκοπών του την ολοκληρωτική πραγματοποίηση της πλήρους ελευθερίας της εργατικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής» (Ο. Leichter: “Ende des demokratischen Sozialismus?”, Βιέννη 1932, σελ. 29).
ε. Τέλος, ο Rudolf Hilferding, σ’ ένα απ’ τα τελευταία κείμενά του (αυτοκτόνησε-δολοφονήθηκε απ’ τη ΓΚΕΣΤΑΠΟ στο Παρίσι, το Φλεβάρη 1941, κυνηγημένος απ’ τους Ναζί) με τίτλο “State Capitalism or totalitarian State Economy” που πρωτοδημοσιεύτηκε στο “Socialist Courier” (Μάης 1940) γράφει: «βέβαια από σοσιαλδημοκρατική σκοπιά είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί σοσιαλιστικό το μπολσεβίκικο οικονομικό σύστημα. Γιατί στη δική μας αντίληψη ο σοσιαλισμός είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένος με τη δημοκρατία. Στην οικονομία της χώρας έπρεπε σύμφωνα με τη θεωρία μας τα κοινωνικά μέσα παραγωγής να αφαιρεθούν από την τάξη που τα έχει στη διάθεσή της και να παραδοθούν στη δημοκρατική αυτοδιαχείριση ολόκληρης της κοινωνίας».
Πέρα απ’ την αντιμαρξιστική «σοσιαλδημοκρατική σκοπιά» ας προσεχθεί η ιδεαλιστική προσέγγιση του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση: δηλ. «για τη δική μας αντίληψη του σοσιαλισμού είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί σοσιαλιστικό το μπολσεβίκικο οικονομικό σύστημα», αντί απεναντίας να αναλυθεί υλιστικο-διαλεκτικά η ίδια η πραγματικότητα της Σοβ. Ένωσης και να καθοριστεί έτσι η φύση της.
Αυτός ήταν ο λόγος που αφέθηκε τελευταία η μνημόνευση της περίπτωσης του R. Hilferding – και όχι εξαιτίας χρονολογικής σειράς – γιατί το μικρό απόσπασμα του άρθρου του δίνει με ιδιαίτερη, τη μέγιστη δυνατή, σαφήνεια τον ιδεαλιστικό τρόπο προσέγγισης του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση δηλ. ως μέτρο κρίσης και σύγκρισης για το αν υπήρχε σοσιαλισμός στην τότε Σοβ. Ένωση προβάλλεται-χρησιμοποιείται η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη του σοσιαλισμού – και αυτό σερβίρεται σαν «μαρξιστική ανάλυση» – αντί το εντελώς αντίθετο: αυτό να προκύψει-προέκυπτε απ’ την υλιστικο-διαλεκτική ανάλυση της τότε οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας της Σοβ. Ένωσης.
2. Νέα Τιτο-Χρουστσοφική σοσιαλδημοκρατία.Προς το τέλος της δεκαετίας του ΄40 εμφανίστηκε η αποστασία του τροτσκιστή-ρεβιζιονιστή σοσιαλδημοκράτη Τίτο που κι’ αυτός προβάλλει δημόσια πλέον τις αντιμαρξιστικές απόψεις της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των δασκάλων του ηγετών της 2ης Διεθνούς για τη Σοβ. Ένωση, ισχυριζόμενος εντελώς αυθαίρετα και συκοφαντικά – κι’ αυτό μετά την καταγγελία απ’ το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ), που, μετά από μαρξιστική ανάλυση, διαπίστωνε ότι στη Γιουγκοσλαβία καταργήθηκε το «Λαϊκοδημοκρατικό καθεστώς» και εγκαθιδρύθηκε καπιταλιστικό καθεστώς, ένα «καθεστώς αντικομμουνιστικού αστυνομικού κράτους φασιστικού τύπου» – ότι η Σοβ. Ένωση έχει «αντισοσιαλιστική εξωτερική πολιτική» και έχει «μπει στο δρόμο του κρατικού καπιταλισμού»: «που βρίσκονται οι αιτίες γι’ αυτή την αντισοσιαλιστική εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης; Βρίσκονται στη σοβιετική πραγματικότητα, σ’ ολόκληρη την εσωτερική, οικονομική και πολιτιστική δομή αυτής της χώρας. Ήδη από καιρό η Σοβ. Ένωση από πλευράς εσωτερικής ανάπτυξης έχει παρεκκλίνει από τη σοσιαλιστική ανάπτυξη και μπει στο δρόμο του κρατικού καπιταλισμού με ένα χωρίς προηγούμενο ως τώρα γραφειοκρατικό σύστημα» (Josip Broz-Tito: “Der VI Kongress der KK Jugoslawiens», σελ. 20, Βόννη 1952). Αναπόδεικτοι σοσιαλδημοκρατικοί ισχυρισμοί και συκοφαντικές επινοήσεις του φασίστα Τίτο, ένα απ’ τα πιο πιστά, φανατικά και λυσσασμένα μαντρόσκυλα του διεθνούς ιμπεριαλισμού που εξόντωσε πάνω από 30000 κομμουνιστές. Και εκτοξεύει αυτά τα ουρανομήκη ψεύδη και τις συκοφαντίες τη στιγμή που έχει μετατρέψει τη χώρα του σε φασιστικό κάτεργο, υποτάξει τη Γιουγκοσλαβία «οικονομικά και πολιτικά στους αγγλο-αμερικάνους ιμπεριαλιστές» και την έχει μετατρέψει σε αποικία του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Στα χνάρια του Τίτο βάδισε και η προδοτική ομάδα του ρεβιζιονιστή-τροτσκιστή Νικήτα Χρουστσόφ, που και αυτός προσεγγίζοντας ιδεαλιστικά δηλ. στη βάση της διαβόητης «προσωπολατρίας» – είναι από μόνη της μια ιδεαλιστική έννοια και η υιοθέτησή της αποτελεί-συνιστά κραυγαλέα εγκατάλειψη του επαναστατικού μαρξισμού – το ζήτημα του σοσιαλισμού της εποχής του ΣΤΑΛΙΝ, μίλησε για «παραμόρφωση» του σοσιαλισμού εκείνης της ιστορικής περιόδου, αντιμαρξιστικός και αναπόδεικτος ισχυρισμός με πλήρη απουσία ανάλυσης. Η ρεβιζιονιστική ομάδα των Χρουτσόφ-Μπρέζνιεφ συνέχισε και αργότερα να κατασυκοφαντεί το σοσιαλισμό στο πρόσωπο του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, όμως για λόγους τακτικής απέφυγε να διατυπώσει δημόσια τη θέση ότι εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε καθόλου σοσιαλισμός και περιορίστηκε στον εντελώς αβάσιμο ισχυρισμό ενός «παραμορφωμένου σοσιαλισμού».
Ανάλογες απόψεις εκπροσώπησαν και εκπροσωπούν και τα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα «Κ»ΚΕ-ΣΥΝ.
Μετά τη διάλυση της Σοβ. Ένωσης, μερικές τάσεις του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού ισχυρίζονται ότι την εποχή του ΣΤΑΛΙΝ ή και αργότερα δεν υπήρχε σοσιαλισμός στη Σοβ. Ένωση, ενώ ως τα χθες υποστήριζαν με φανατισμό τον παλινορθωμένο καπιταλισμό της εποχής των Χρουστσοφ-Μπρεζνιεφ-Γκορμπατσόφ που τον προπαγάνδιζαν στην εργατική τάξη ως «σοσιαλισμό»
Τελευταία η σοσιαλδημοκράτισσα Παπαρήγα, που δεν θεωρεί ούτε καν το Γκορμπατσόφ προδότη («το αίμα νερό δεν γίνεται»)* έκανε, δίπλα σ’ αυτά, ένα βήμα παραπέρα, ισχυριζόμενη ότι τάχα ήταν δυνατό να τεθούν οι βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβ. Ένωση ακόμα και με την αντιμαρξιστική σοσιαλδημοκρατική γραμμή των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ, που όπως θα καταδειχθεί σε επόμενο σημείωμα ήταν μια αστική σοσιαλδημοκρατική γραμμή κατεδάφισης του σοσιαλισμού και παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση: «εγώ σας λέω ότι αν δεν ήταν ο Στάλιν και ήταν ένας άλλος, ίδια θα γινόταν η οικοδόμηση» («Ρ» 19/1/2006, σελ. 8)**. Ανόητος και παιδαριώδης αλλά πρωτ’ απ’ όλα αντιμαρξιστικός σοσιαλδημοκρατικός Παπαρήγειος ισχυρισμός (μόνο η Παπαρήγα είναι ικανή να διατυπώνει παρόμοιες «ευφυείς» κοτσάνες), που στόχο έχει να εξομοιώσει-ταυτίσει τον επαναστατικό μαρξισμό με το χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό (=παραλλαγή της αστικής ιδεολογίας), το σοσιαλισμό της εποχής του ΣΤΑΛΙΝ με τον παλινορθωμένο καπιταλισμό της εποχής των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ.
Σ’ αντίθεση με τις αστικές αερολογίες της Παπαρήγα η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση κατέστη δυνατή αποκλειστικά και μόνο στη βάση της εφαρμογής της τότε επαναστατικής μαρξιστικής πολιτικής στο ζήτημα του σοσιαλισμού εκ μέρους του κόμματος των Μπολσεβίκων μ’ επικεφαλής τους ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ (τον επαναστατικό μαρξισμό εκπροσωπούσαν όλα τα κόμματα-μέλη της Γ΄ Κ.Δ). Οι κομμουνιστές γνωρίζουν ότι η οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού θα ήταν εντελώς αδύνατη με την εφαρμογή μιας οποιασδήποτε άλλης αντιμαρξιστικής πολιτικής (σοσιαλδημοκρατικης-χρουστσοφικής, τροτσκιστικής, αναρχικής, κλπ.), αντίθετα η Σοβ. Ένωση θα έμπαινε από τότε στο δρόμο του πισωγυρίσματος στον καπιταλισμό.
3. Τροτσκιστές-τροτσκίζοντες. Οι αντιμαρξιστικές απόψεις και οι συκοφαντικές επινοήσεις του Τρότσκι – που αρνούνταν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα και απ' την απλή άρνηση εξελίχθηκε, μαζί μ’ όλους τους τροτσκιστές, σε μαχητική εμπροσθοφυλακή της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας και προδότη της πατρίδας του, φτάνοντας ως την εσχάτη προδοσία με τη συνεργασία με τα στρατιωτικά φασιστικά επιτελεία της Γερμανίας και της Ιαπωνίας – είναι, ως γνωστό, δανεισμένες απ’ το συκοφαντικό οπλοστάσιο της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας («γραφειοκρατία», «Βοναπαρτισμός», «δεσποτισμός», κλπ.). Κοινός στόχος των επιθέσεων και των δυο πλευρών σοσιαλδημοκρατίας-Τρότσκι ήταν ο σοσιαλισμός που οικοδομούνταν στη Σοβ. Ένωση με πρόσχημα βέβαια τη «δικτατορία του Στάλιν». Οι απόψεις τους σε αυτό το ζήτημα αλληλοτροφοδοτούνταν και αλληλοσυμπληρώνονταν. Το μόνο που δεν πήρε ο Τρότσκι απ’ τον Kautsky ήταν η θέση του για «κρατικό καπιταλισμό» στη Σοβ. Ένωση, αλλά πρόβαλλε μια δική του θέση: εκείνη του «εκφυλισμένου εργατικού κράτους», αδυνατώντας όμως εντελώς να προσδιορίσει τη φύση της τότε Σοβ. Ένωσης του ΣΤΑΛΙΝ δηλ. το χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων της Σοβιετικής οικονομίας.
Υπήρξαν όμως και τροτσκιστές που δεν δίστασαν να αντιγράψουν την παλιά σοσιαλδημοκρατία και να υιοθετήσουν τη βασική της θέση μιλώντας για «κρατικό καπιταλισμό» όπως οι διάφοροι Tony Cliff***, αλλά και αργότερα κάποιοι διανοούμενοι (Bettelheim, κλπ.), που βέβαια δεν έχουν να παρουσιάσουν καμιά επιστημονική υλιστικό-διαλεκτική ανάλυση της τότε οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας της Σοβ. Ένωσης.
Απ’ τις αντιμαρξιστικές απόψεις της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των διαφόρων Tony Cliff γοητεύονται και οι τροτσκίζοντες χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές των ΝΑΡ-«κ.ο.ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ», κλπ. που κι’ αυτοί μιλούν για «καπιταλισμό», «εκμετάλλευση», κλπ. στη Σοβ. Ένωση του ΣΤΑΛΙΝ, θεωρώντάς τες μάλιστα αυτές τις απόψεις «νέες» και «πρωτότυπες». Συνιστά φαίνεται σπουδαία «πρωτοτυπία» να αναμασάς τους πασίγνωστους σοσιαλδημοκρατικούς ισχυρισμούς περί «κρατικού καπιταλισμού», κλπ. στη Σοβ. Ένωση αλλά και «νέες» τις αντιλήψεις ηλικίας 8 και πλέον δεκαετιών μα και το κυριότερο ολωσδιόλου αναπόδεικτες. Τους αναπόδεικτούς αυτούς ισχυρισμούς, κάποιοι μαρξίζοντες καθηγητές στο διεθνές χώρο προσπάθησαν και προσπαθούν, για εντυπωσιασμό ανίδεων και αφελών αλλά πρωτ’ απ’ όλα για πολιτικο-ιδεολογικό αποπροσανατολισμό, να τους ντύσουν με το διάτρητο μανδύα του «κύρους» της καθηγητικής έδρας στα αστικά πανεπιστήμια αντί να ακολουθήσουν το δρόμο της επιστημονικής μελέτης και ανάλυσης της τότε σοβιετικής οικονομικο-κοινωνικής πραγματικότητας δηλ. που σημαίνει ανάλυση του εποικοδομήματος και της βάσης αυτής της κοινωνίας ώστε να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της φύσης της. Και ακριβώς επειδή αυτό λείπει οι αντιμαρξιστικοί ισχυρισμοί παραμένουν εντελώς μετέωροι, στερούνται πειστικότητας, είναι αναπόδεικτοι και «σκάνε» σαν στιγμιαίες σαπουνόφουσκες.
Όλες οι προσπάθειες της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, των τροτσκιστών και των διαφόρων τροτσικζόντων οπορτουνιστών για «τεκμηρίωση» της θέσης περί «ύπαρξης καπιταλισμού στη Σοβ. Ένωση» κατά τη σταλινική περίοδο χαρακτηρίζονται: πρώτο, από μια ιδεαλιστική προσέγγιση της τότε οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας της Σοβ. Ένωση δηλ. οι αντιλήψεις-ιδέες καθορίζουν την αντικειμενική πραγματικότητα, στην προκειμένη περίπτωση τη φύση της τότε Σοβ. κοινωνίας, δεύτερο, από μια στατική θεώρηση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού αντί της προσέγγισής του ως ένα αντικειμενικό διαλεκτικό ιστορικό προτσές, τρίτο, από πλήρη απουσία υλιστικο-διαλεκτικής ανάλυσης της οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας της τότε Σοβ. Ένωσης, τέταρτο, γίνονται από αστικο-ρεβιζιονιστική σκοπιά δηλ. δεν είχαν (και δεν έχουν) στόχο την αποκάλυψη της επιστημονικής αλήθειας αλλά αντίθετα στόχευαν-στοχεύουν στη συγκάλυψη της και βρίσκονται στην υπηρεσία των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Οι αποτυχημένες προσπάθειες και η πλήρης αδυναμία επιστημονικού προσδιορισμού της φύσης της τότε κοινωνίας της Σοβ. Ένωσης δεν οφείλονται τόσο στην ανικανότητα και την έλλειψη γνώσεων όσων ρευμάτων το επιχείρησαν (υπάρχουν κι’ αυτά) αλλά κυρίως και πρώτα απ’ όλα στο ότι προσπάθησαν (και προσπαθούν) να «αποδείξουν» κάτι που αντικειμενικά ήταν ανύπαρκτο, δηλ. την ύπαρξη του καπιταλισμού στην τότε Σοβ. Ένωση, κάτι που βέβαια δεν μπορεί ποτέ να αποδειχθεί (ακριβώς επειδή δεν υπήρξε). Οι όποιοι ισχυρισμοί από πολιτικές σκοπιμότητες και για αποπροσανατολισμό του εργατικού κινήματος, δεν μπορούν ν’ αλλάξουν την αντικειμενικά υπαρκτή σοσιαλιστική πραγματικότητα της κοινωνίας της Σοβ. Ένωσης εκείνης της περιόδου. Όμως μια υλιστικο-διαλεκτική μαρξιστική προσέγγιση και ανάλυση αυτής της πραγματικότητας θα τους υποχρέωνε-ανάγκαζε να δεχτούν την ύπαρξη του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση ως ένα αντικειμενικά υπαρκτό ιστορικό φαινόμενο. Η σοσιαλιστική πραγματικότητα της τότε Σοβ. Ένωσης δεν μπορεί ν’ αλλάξει με όποιες ιδέες-απόψεις ούτε με τη σύγκριση με όποιες περί «σοσιαλισμού» αντιλήψεις του όποιου αντιμαρξιστικού οπορτουνιστικού ρεύματος.
Ο επιστημονικός προσδιορισμός της φύσης της τότε οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας στη Σοβ. Ένωση επιβάλλει και προϋποθέτει υλιστικο-διαλεκτική ανάλυση αυτής της κοινωνίας, ανάλογη μ’ εκείνη που έκανε ο Μαρξ στο «ΚΕΦΑΛΑΙΟ» στην αντικειμενική πραγματικότητα της εποχής του: δηλ. τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής – είναι η μόνη που οδηγεί σε επιστημονικά συμπεράσματα και όχι η ιδεαλιστική προσέγγιση δηλ. η σύγκριση της πραγματικότητας με τις όποιες αντιμαρξιστικές περί «σοσιαλισμού» αντιλήψεις, που αφού αυτή δεν «ταιριάζει» μ’ αυτές, τότε η αντικειμενική σοσιαλιστική πραγματικότητα «αλλάζει» ως δια μαγείας και «μεταμορφώνεται» σε «καπιταλισμό».
Τέλος, η ύπαρξη του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση κατά τη σταλινική περίοδο επιβεβαιώνεται από δυο πλευρές: α) τόσο απ΄ την παρακολούθηση του αντικειμενικού διαλεκτικού προτσές των επαναστατικών μετασχηματισμών στον τομέα της οικονομίας, αλλά και σ’ όλους τους τομείς (όπως καταδείχτηκε σε προηγούμενο σημείωμα «ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ», φυλ.267, 1-15 Φλεβάρη 2008) όσο και β) απ’ την υλιστικο-διαλεκτική ανάλυση των αντεπαναστατικών αλλαγών (απ’ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50 και στα επόμενα χρόνια) στη σφαίρα του εποικοδομήματος και της βάσης της Σοβ. κοινωνίας (όπως θα καταδειχθεί σε άλλο σημείωμα) που οδήγησαν στην αναπόφευχτη και πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβ. Ένωση την περίοδο των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ και επί Γκορμπατσόφ στη διάλυσή της αλλαγές ποιοτικές που συστηματικά αποφεύγουν να αναλύσουν ή έστω να αναφερθούν όλα τα αντιμαρξιστικά ρεύματα (παλιά σοσιαλδημοκρατία, νέα χρουστσοφική σοσιαλδημοκρατία, τροτσκιστές, τροτσκίζοντες, κλπ.).
*Παπαρήγα: «Να σας θυμίσω κάτι. 1992. 14ο Συνέδριο του Κόμματος. Όταν τότε ήσουν στον τοίχο και δεν είχες βγάλει συμπεράσματα για τις σοσιαλιστικές χώρες. Υπήρχαν φίλοι, μέλη του Κόμματος που λέγανε ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν προδότης και με επίσημα ντοκουμέντα του Κόμματος είπαμε ότι δεν προσεγγίζεται το ζήτημα με όρους συνωμοσίας και προδοσίας. Δεν έχουμε τέτοια αντίληψη, τέτοια λογική, προδοσίας και συνωμοσίας. Αλίμονο. Ξαναλέω δεν θα ήμασταν κομμουνιστές αν ερμηνεύαμε τα γεγονότα και τις εξελίξεις έτσι» («Ριζοσπάστης» 18/7/2006, σελ. 10)
**Παπαρήγα: «Η ιστορία δεν γράφεται από τα πρόσωπα. Δεν μπορούμε εμείς να προσεγγίσουμε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση εξετάζοντας Λένιν, Στάλιν, Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ, Γκορμπατσόφ, κλπ. Προσεγγίζουμε ως εξής το θέμα: δεν είναι η περίοδος του Στάλιν…
Υπερασπιζόμαστε όλοι εκείνη την περίοδο, όπου μπήκαν οι βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Συμπίπτει να είναι ο Στάλιν. Εγώ σας λέω αν δεν ήταν ο Στάλιν και ήταν ένας άλλος, ίδια θα γινόταν η οικοδόμηση.
Εμείς δεν έχουμε κανένα κόμπλεξ, ούτε να πούμε για τον ένα ή τον άλλο ηγέτη κάτι, αλλά δεν μπορούμε να την πούμε σταλινική περίοδο. Αλλά το λέω προκαταβολικά, από άλλο δρόμο ξεκινάνε αυτοί που λένε για τη σταλινική περίοδο και από άλλο δρόμο ξεκινάμε εμείς, δεν ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία» («Ριζοσπάστης» 19/1/2006, σελ. 8)
***Ο Tony Cliff είναι θαυμαστής και υπερασπιστής, πέρα των άλλων, και «των ««τιτοϊκων» κινημάτων δηλ. εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων ενάντια στην κυριαρχία των Ρώσων» αλλά και της Ουγγρικής (1956) «επανάστασης που είχε σαν καθοδήγηση Εργατικά Συμβούλια» και του «κομμουνιστή» (=αντικομμουνιστή) Ιμρε Νάγκι δηλ. της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης με τη συμμετοχή της ουγγρικής φασιστικής αντίδρασης και τη στήριξη των ιμπεριαλιστών., επιπλέον προκλητικού υπερασπιστή των ναζιφασιστών Ρώσων εθνοπροδοτών στρατηγών Βλάσοφ-Μαλύσκιν που πολέμησαν την πατρίδα τους στο πλευρό των χιτλερικών στρατευμάτων. Και ακριβώς απ’ τη σκοπιά των Τίτο-Νάγκι και των εθνοπροδοτών στρατηγών Βλάσοφ-Μαλύσκιν γίνεται η αναφορά του Cliff στη Σοβ. Ένωση του ΣΤΑΛΙΝ. (Τόνυ Κλιφ: «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία», σελ. 201, 208, 230)
4. «Αντιχρουστσοφικοί» ρεβιζιονιστές.
Η ολοκλήρωση της οικοδόμησης της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού (= δυο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας: κρατική-συναιτεριστική) – μέσα από σφοδρότατη ταξική πάλη – επέβαλλε, ως γνωστόν, την ψήφιση του νέου Συντάγματος της χώρας που εγκρίθηκε απ’ το 8ο πανενωσιακό συνέδριο των Σοβιέτ το Δεκέμβρη του 1936.
Από τότε, αυτή η νέα περίοδος 1936-1940 δεν είναι μόνο η περισσότερο συκοφαντημένη απ’ τους ιμπεριαλιστές, τη σοσιαλδημοκρατία, τους τροτσικιστές και τους Τίτο-χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές αλλά είναι και η πιο – και μάλιστα σε ακραίο βαθμό – διαστρεβλωμένη απ’ τους διάφορους «αντιχρουστσοφικούς» δεξιούς οπορτουνιστές ιστορική περίοδος της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης.
Δίπλα στ’ άλλα αντιμαρξιστικά ρεύματα και το νέο ρεβιζιονιστικό ρεύμα που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 με τη μορφή της αντισταλινικής «λαθολογίας», διαστρέβλωσε-διαστρεβλώνει τη μετά το ΄36 περίοδο του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση(τάξεις, αντιθέσεις, ταξική πάλη και Διχτατορία του Προλεταριάτου). Οι διάφορες αντισταλινικές «αντιχρουστσοφικές» ρεβιζιονιστικές Οργανώσεις αλλά και σφόδρα αντιζαχαριαδικές, όπως οι τρεις πρώτες (ΚΚΕ (μ-λ), Μ-Λ ΚΚΕ, ΚΟΕ, ΟΑΚΚΕ, ΕΚΚΕ κλπ.), διαστρεβλώνοντας κατάφορα αυτή την ιστορική περίοδο, επιτίθενται στο ΣΤΑΛΙΝ και τον κατηγορούν ότι τάχα «διακήρυξε πρόωρα το 1936…» πως «δεν υπήρχαν πια ανταγωνιστικές τάξεις στη Σ.Ε.», πως «υποτίμησε» ή «εγκατέλειψε» την «ταξική πάλη», πως «δεν υπάρχουν πια ανταγωνιστικές αντιθέσεις στην ΕΣΣΔ (θέση που αναίρεσε ο ίδιος λίγο πριν το θάνατό του)», πως «το βασικό λάθος αυτής της περιόδου είναι ότι από ένα σημείο και ύστερα υποτιμήθηκε το ζήτημα της ταξικής πάλης», πως «οι τάξεις στη Σ.Ε. έχουν εξαφανιστεί και η ταξική πάλη έχει τελειώσει, αν και αργότερα, αρχές της δεκαετίας του ΄50, η θέση αυτή ουσιαστικά αναιρείται», κλπ. κλπ..
Επιβάλλεται να γίνουν μερικές σύντομες αλλά βασικές παρατηρήσεις πάνω σε αυτές τις αντιμαρξιστικές απόψεις απ’ τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού δηλ. του Λενινισμού-Σταλινισμού, γιατί αυτές οι απόψεις προβάλλονται και «περνούν» για «μαρξισμός» ενώ διαστρεβλώνουν κατάφορα το μαρξισμό και το σπουδαιότερο: αποπροσανατολίζουν το επαναστατικό εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, «μπολιάζοντάς» το με αστικο-ρεβιζιονιστικές απόψεις:
Πρώτο, ένας απ’ τους πρώτους και ο πλέον χονδροειδής μύθος είναι ο ψευδέστατος ισχυρισμός των ΕΚΚΕ - Μ-ΛΚΚΕ και του ΚΚΕ(μ-λ) ( αλλά και όλων των άλλων δεξιών οπορτουνιστών) ότι δήθεν ο ΣΤΑΛΙΝ απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 «είχε»-διατύπωσε την «άποψη» ότι «οι ΤΑΞΕΙΣ στη Σ.Ε. έχουν εξαφανιστεί»: «από μια περίοδο και πέρα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 επικράτησε η άποψη ότι οι τάξεις στη Σ.Ε. έχουν εξαφανιστεί και η ταξική πάλη έχει τελειώσει. Αν και αργότερα, αρχές της δεκαετίας του ΄50, η θέση αυτή ουσιαστικά αναιρείται, η επικράτησή της όμως για ένα διάστημα, υποβοήθησε την ανάπτυξη των νέων αστικών στοιχείων και αδυνάτισε τον ιδεολογικό αγώνα της εργατικής τάξης για την στερέωση της διχτατορίας του προλεταριάτου» (ΕΚΚΕ - Μ-ΛΚΚΕ: «Τα υλικά του 1ου Ενωτικού Συνέδριου, 3-5 Μάρτη 1984», σελ. 19). Το δε ΚΚΕ(μ-λ) εκτιμά- «πληροφορεί»: «χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας της Σοβιετικής Ένωσης όπου το 1936 επίσημα, μέσα στο σοβιετικό Σύνταγμα αναιρείται ουσιαστικά η ταξική πάλη και συνεπώς η διχτατορία του προλεταριάτου… βέβαια ο ίδιος ο Στάλιν όταν έγραφε το 1952 τα «Προβλήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» έμμεσα και απαντώντας στον Γιαροσένκο έρχεται ν’ αναθεωρήσει τη θέση αυτή και να υποστηρίξει τη συνέχιση της ταξικής πάλης μέσα σε συνθήκες οικοδόμησης του σοσιαλισμού… τη στιγμή που για δυο δεκαετίες ίσχυε και προβάλλονταν επίσημα η ανυπαρξία των τάξεων και της πάλης ανάμεσά τους…» (ΚΚΕ(μ-λ): «Αναφορά στον Στάλιν και στα γεγονότα του 1936-38» σελ. 7, Απρίλης 1989)
Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για προκλητικότατη, σπάνιας χυδαιότητας μα και της πιο ακραίας μορφής διαστρέβλωση του επαναστατικού έργου του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ.
Όμως η εισήγηση του ΣΤΑΛΙΝ για το νέο Σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης (1936), που, αναλύοντας επιστημονικά τη νέα οικονομικο-κοινωνικο-ταξική πραγματικότητα της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης, ορθά διαπίστωνε ότι στην τότε κοινωνία της είχε αλλάξει και η ταξική διάρθρωση, διαψεύδει το χονδροειδέστατο ψεύδος των «αντιχρουστσοφικών» αντισταλινικών ρεβιζιονιστών: «σαν αποτέλεσμα του νικηφόρου τέλους του εμφυλίου πολέμου, η τάξη των τσιφλικάδων είχε πια εξαλειφθεί. Κι όσο για τις άλλες εκμεταλλεύτριες τάξεις, συμμερίστηκαν την τύχη της τάξης των τσιφλικάδων. Εξαφανίστηκε η τάξη των καπιταλιστών απ’ τον τομέα της βιομηχανίας. Εξαφανίστηκε η τάξη των κουλάκων απ’ τον τομέα της αγροτικής οικονομίας. Εξαφανίστηκαν οι έμποροι και οι κερδοσκόποι απ’ τον τομέα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Έτσι εξαλείφθηκαν όλες οι εκμεταλλεύτριες τάξεις. Έμεινε η εργατική τάξη. Έμεινε η τάξη των αγροτών. Έμειναν οι διανοούμενοι» (ΣΤΑΛΙΝ).
Το παραπάνω απόσπασμα της Εισήγησης «πείθει» και τον πιο κακόπιστο οπορτουνιστή (οι μόνοι που δεν πείθονται είναι οι «αντιχρουστσοφικοί» των αντισταλινικών Οργανώσεων) αλλά και οποιονδήποτε άλλον, ότι ο ΣΤΑΛΙΝ δεν μιλάει για «ανυπαρξία των τάξεων» ή για «εξαφάνιση των τάξεων στη Σοβ. Ένωση» εκείνης της ιστορικής περιόδου αλλά μ ό ν ο για εξάλειψη των ε κ μ ε τ α λ λ ε υ τ ρ ι ώ ν τάξεων δηλ. τσιφλικάδων, καπιταλιστών, κουλάκων και των εμπόρων-κερδοσκόπων (ΣΤΑΛΙΝ: «εξαλείφθηκαν όλες οι εκμεταλλεύτριες τάξεις»), ενώ παρέμεναν οι δυο φιλικές τ ά ξ ε ι ς: εργατική τάξη-αγροτιά και οι διανοούμενοι.
Είναι λυπηρό ότι αυτός ο μύθος έχει υιοθετηθεί άκριτα και χωρίς έλεγχο και επαναλαμβάνεται από κάποιους του χώρου της διανόησης, που θάπρεπε να τους διακρίνει μεγαλύτερη σοβαρότητα και επιπλέον, ακόμα χειρότερα, η περίπτωσή τους δείχνει ότι δεν έχουν καν διαβάσει το κείμενο της Εισήγησης του ΣΤΑΛΙΝ για το Σύνταγμα του 1936.
Δεν χρειάζονται βέβαια σχολιασμό τα περί «διόρθωσης» της θέσης αργότερα εκ μέρους του ΣΤΑΛΙΝ, γιατί απλούστατα δεν είχε υποστηρίξει ποτέ τέτοια ή παρόμοια θέση και επομένως δε χρειάστηκε να τη «διορθώσει» στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952). Όσο για τις δυσθεώρητες ανοησίες, που ξεπερνούν σε μέγεθος ακόμα και τις υψηλότερες κορυφές των Ιμαλαΐων, περί «αναίρεσης της ταξικής πάλης» που τάχα «ίσχυε για δυο δεκαετίες», αυτές μόνο τρανταχτά γέλια και καγχασμούς προκαλούν και προπαντός εκείνη σύμφωνα με την οποία στη βάση των απόψεων του ΣΤΑΛΙΝ «μπορεί να οικοδομηθεί αβίαστα η θεωρία του «παλλαϊκού κράτους»» των προδοτών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών. Εδώ οι δεξιοί οπορτουνιστές των «αντιχρουστσοφικών» ρεβιζιονιστικών Οργανώσεων φτάνουν σε κορυφαίο σημείο γελοιότητας.
Δεύτερο, το σύνολο της αντιμαρξιστικής κριτικής στο ΣΤΑΛΙΝ των «αντιχρουστσοφικών» Οργανώσεων σχετίζεται άμεσα με μια αντιμαρξιστική αστικο-ρεβιζιονιστική αντίληψη του σοσιαλισμού που αυτές έχουν, προβάλλουν και προπαγανδίζουν και η οποία βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση-ρήξη με το μαρξισμό, την οποία με σαφέστατο τρόπο έχει διατυπώσει το Μ-Λ ΚΚΕ: «το προλεταριάτο και η αστική τάξη είναι οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και επίσης παραμένουν οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας» («Η Συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ, 7-9 Ιουνίου 1991», σελ. 65, Αθήνα 1991).
Οι «αντιχρουστσοφικοί» ρεβιζιονιστές του Μ-Λ ΚΚΕ ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι παραμένουν-διατηρούνται στο «σοσιαλισμό» το προλεταριάτο και η αστική τάξη σαν «οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας», εννοώντας προφανώς μετά την οικοδόμηση της οικονομικής του βάσης (δυο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας: κρατική-συνεταιριστική) και δεν εννοούν πριν την οικοδόμησή της αφού σ’ άλλο σημείο (στο ίδιο σελ. 77) ασκούν κριτική στο ΣΤΑΛΙΝ που «διακήρυξε πρόωρα το 1936 πως… «δεν υπάρχουν πια ανταγωνιστικές τάξεις» στη Σ.Ε.».
Όταν όμως σε μια κοινωνία υπάρχουν-παραμένουν οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις μπουρζουαζία-προλεταριάτο, τότε η κοινωνία αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι «σοσιαλιστική» αλλά είναι, ακριβώς γι’ αυτό, μια καπιταλιστική κοινωνία. Η κοινωνία αυτή δεν μπορεί παρά να είναι, εξ ορισμού, καπιταλιστική, αφού τίποτε δεν αλλάζει, από πλευράς περιεχομένου, στην παραπάνω διατύπωση αν στο δεύτερο σκέλος (που είναι ακριβώς το ίδιο με το πρώτο) η έννοια «καπιταλιστική κοινωνία» του πρώτου σκέλους έχει αντικατασταθεί από την έννοια «σοσιαλιστική κοινωνία». Απλά έτσι ο καπιταλισμός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αστικής τάξης-προλεταριάτου, βαφτίζεται «σοσιαλισμός», επειδή και σ’ αυτόν παραμένουν οι δυο βασικές χαρακτηριστικές τάξεις του καπιταλισμού, η αστική τάξη και το προλεταριάτο, δηλ. στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει διατήρηση-διαιώνιση του καπιταλισμού.
Τρίτο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανάλυση του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ της τότε κοινωνίας της Σοβιετικής Ένωσης είναι η μόνη μαρξιστική και ορθότατο το επιστημονικό συμπέρασμά του ότι στην τότε(1936) κοινωνία της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης δεν υπήρχαν μα ούτε ήταν δυνατό να υπάρξουν ανταγωνιστικές και εκμεταλλεύτριες τάξεις, αφού είχαν απ’ αυτές αφαιρεθεί τα μέσα παραγωγής: δεν υπάρχουν εκμεταλλεύτριες και ανταγωνιστικές τάξεις χωρίς την ύπαρξη καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής: «Με τη λέξη α σ τ ι κ ή τ ά ξ η εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών που είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται την μισθωτή εργασία. Με τη λέξη π ρ ο λ ε τ α ρ ι ά τ ο εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν» (ΕΝΓΚΕΛΣ.
Όμως παρόλα αυτά, το Μ-Λ ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι «ο Στάλιν διακήρυξε πρόωρα το 1936, πως… «δεν υπάρχουν πια ανταγωνιστικές τάξεις» στη Σ.Ε.» («Η Συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ, 7-9 Ιουνίου 1991», σελ. 77 και 78, Αθήνα 1991).
Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα: α) ότι ο ΣΤΑΛΙΝ δεν «διακήρυξε πρόωρα το 1936» ούτε βέβαια αργά ότι «δεν υπάρχουν πια ανταγωνιστικές τάξεις» στη Σ.Ε.» , αφού το αν υπήρχαν ή δεν υπήρχαν σ’ αυτή ανταγωνιστικές τάξεις δεν ήταν ούτε είναι ζήτημα «διακήρυξης» αλλά αντίθετα αντικειμενικής ή όχι ύπαρξής τους. Κι’ αυτό διαπιστώνεται μόνο μετά από υλιστικο-διαλεκτική ανάλυση της οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Ο ΣΤΑΛΙΝ αφού ολοκλήρωσε την υλιστικο-διαλεκτική ανάλυση αυτής της περιόδου κατέληξε στο επιστημονικά τεκμηριωμένο συμπέρασμα: ότι δεν υπάρχουν πιά α ν τ α γ ω ν ι σ τ ι κ έ ς τάξεις στην τότε Σοβιετική κοινωνία μετά της οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού (=δυο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας: κρατική-συνεταιριστική). β) Σ’ αντίθεση με την υλιστικο-διαλεκτική προσέγγιση του σοσιαλισμού απ’ τον ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ είναι εξόφθαλμος ο ι δ ε α λ ι σ τ ι κ ό ς τρόπος που προσεγγίζει το ζήτημα του σοσιαλισμού και των τάξεων το Μ-Λ ΚΚΕ (αλλά και όλοι οι «αντιχρουστσοφικοί» δεξιοί οπορτουνιστές) δηλ. στην περίπτωσή του είναι η ιδέα-αντίληψη περί «σοσιαλισμού» του Μ-Λ ΚΚΕ που καθορίζει-προσδιορίζει την ύπαρξη ή μη των τάξεων στη Σοβ. Ένωση εκείνης της ιστορικής περιόδου. Η περί «σοσιαλισμού» αντίληψη του Μ-Λ ΚΚΕ περιέχεται στη σαφέστατη διατύπωσή του: «το προλεταριάτο και η αστική τάξη … παραμένουν οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας» («Η Συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ, 7-9 Ιουνίου 1991», σελ. 65, Αθήνα 1991). Και αφού στην περί «σοσιαλισμού» αντίληψη του περιέχεται ο ισχυρισμός ότι πρέπει να διατηρηθούν οι ανταγωνιστικές τάξεις και μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, τότε πρέπει οι ανταγωνιστικές τάξεις να «υπήρχαν» και μετά το 1936 στην κοινωνία της Σοβ. Ένωσης, δηλ. την «ύπαρξη» των ανταγωνιστικών τάξεων προσδιορίζει η ιδέα-αντίληψη του σοσιαλισμού και επομένως «λαθεμένα» ο ΣΤΑΛΙΝ «διακήρυξε» ότι αυτές δεν υπήρχαν πια. Πρόκειται, λοιπόν, για Ι δ ε α λ ι σ μ ό με «κέρατα» σαν εκείνον της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας: αφού, λοιπόν, σύμφωνα με την αντίληψη του σοσιαλισμού της σοσιαλδημοκρατίας το «μπολσεβίκικο οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοσιαλιστικό», τότε αυτό ήταν «κρατικός καπιταλισμός»!!! (όπως καταδείχθηκε σε προηγούμενο σημείωμα στην περίπτωση του R. Hilferding (1940): «για τη δική μας αντίληψη του σοσιαλισμού είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί σοσιαλιστικό το μπολσεβίκικο οικονομικό σύστημα»).
Και στις δυο περιπτώσεις, της σοσιαλδημοκρατίας και του Μ-Λ ΚΚΕ (και όλων των «αντιχρουστσοφικών» ρεβιζιονιστών), η ιδέα δηλ. η αντίληψη που έχουν για το «σοσιαλισμό» είναι εκείνη που καθορίζει την αντικειμενική οικονομικο-κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Στη Σοβ. Ένωση εκείνης της περιόδου(1936) δεν υπήρχαν ανταγωνιστικές τάξεις αλλά μόνο υ π ο λ εί μ μ α τ α των εκμεταλλευτριών τάξεων (που δεν ήταν βέβαια «τάξεις» με τη μαρξιστική έννοια του «όρου», αφού αυτά είχαν χάσει την κυριαρχία στα μέσα παραγωγής) και τα νέα αστικά στοιχεία που αναπόφευκτα γεννιούνται-εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου απ’ τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Ασφαλώς τα πολυπληθή υπολείμματα των εκμεταλλευτριών τάξεων και τα νέα αστικά στοιχεία είναι πολύ πιθανό να συγκροτηθούν ακόμα και σε παράνομες Οργανώσεις και να διεξάγουν οργανωμένα και με συντονισμένο τρόπο την πάλη τους ενάντια στο Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό, ταξική πάλη που μπορεί να πάρει-παίρνει διάφορες οξυμένες μορφές.
Τέταρτο, ένας άλλος μύθος των «αντιχρουστσοφικών» ρεβιζιονιστών είναι εκείνος σύμφωνα με τον οποίο ο ΣΤΑΛΙΝ «διακήρυξε» τάχα «πως δεν υπάρχουν πια ανταγωνιστικές αντιθέσεις στην ΕΣΣΔ (θέση που αναίρεσε ο ίδιος λίγο πριν το θάνατό του)» (ΚΟΕ-«Αριστερά», 16/3/2002, σελ. 16).
Ποτέ όμως και σε κανένα κείμενό του ο ΣΤΑΛΙΝ δεν αναφέρει ότι «δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις στην ΕΣΣΔ» όπως, συκοφαντώντάς τον, ισχυρίζεται η ΚΟΕ και οι άλλες «αντιχρουστσοφικές» ρεβιζιονιστικές Οργανώσεις. Ασφαλώς στη Σοβ. Ένωση εκείνης της ιστορικής περιόδου υπήρχαν – και μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού (1936) και την εξάλειψη των εκμεταλλευτριών και ανταγωνιστικών τάξεων, με δεδομένα-υπαρκτά όμως τα ισχυρά υπολείμματα των εκμεταλλευτριών τάξεων και τα νέα αστικά στοιχεία – ανταγωνιστικές και μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις.
Είναι πασίγνωστο ότι το ΚΚ (Μπ) με επικεφαλής το ΣΤΑΛΙΝ διαπίστωνε, δέχονταν και αναγνώριζε την ύπαρξη των ανταγωνιστικών αντιθέσεων και μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση: σε ιδεολογικό επίπεδο ανταγωνιστικό χαρακτήρα έχει η αντίθεση μεταξύ υλισμού – ιδεαλισμού, μεταξύ μαρξισμού – αντιδραστικών αστικών θεωριών (ιδιαίτερα θρησκείας-εθνικισμού-σοβινισμού-ρατσισμού-φασισμού, κλπ.), μεταξύ νέου τρόπου ζωής – παλιού τρόπου ζωής (αντιδραστικών παραδόσεων-ηθικής, κλπ.) και όλων των αντιδραστικών κατάλοιπων στη συνείδηση των τάξεων και στρωμάτων της σοσιαλιστικής κοινωνίας της Σοβ. Ένωσης, σε πολιτικό επίπεδο ανταγωνιστική είναι η αντίθεση: μεταξύ της Διχτατορίας του Προλεταριάτου – όλων των εχθρών του σοσιαλισμού (των υπολειμμάτων των εκμεταλλευτριών τάξεων και των νέων εκφυλισμένων αστικών στοιχείων, καταχραστών λαϊκής περιουσίας, κλεφτών κλπ., αλλά και των κατασκόπων και πρακτόρων του ιμπεριαλισμού και όλων των συνωμοτών). Ανταγωνιστικό χαρακτήρα έχει επίσης η αντίθεση μεταξύ σοσιαλιστικής – ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας (κοσμοπολιτισμός, κλπ).
Σ’ αντίθεση με το ΣΤΑΛΙΝ, οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές ήταν εκείνοι που αρνήθηκαν-αρνούνται την ύπαρξη ανταγωνιστικών αντιθέσεων στο σοσιαλισμό. Σχεδόν αμέσως μετά το θάνατο-δολοφονία του ΣΤΑΛΙΝ, και από τον πρώτο κιόλας καιρό (σίγουρα το ΄55 αν όχι νωρίτερα) εμφανίσθηκαν οι πρώτες αντιμαρξιστικές απόψεις που αρνούνταν την ύπαρξη ανταγωνιστικών αντιθέσεων στο σοσιαλισμό, όπως στην περίπτωση του W.Koslowski (1955) ο οποίος διατύπωσε τη θέση: «δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις στη σοσιαλιστική κοινωνία» (W.Koslowski: «Antagonistische und nichantagonistische Widersprϋche», σελ. 15, Βερολίνο 1956), άποψη που επικρίθηκε από ορισμένους μεταξύ των οποίων και οι L.N. Kogan / I.D. Glasunow, αν και με όχι συνεπή μαρξιστικό τρόπο (περιοδικό «Ζητήματα Φιλοσοφίας», 6/1955). Ένας άλλος σοβιετικός ρεβιζιονιστής ο B.S. Ukrainzew γράφει: «όταν ο σοσιαλισμός εγκαθιδρυθεί, χάνει κάθε σημασία η ανταγωνιστική μορφή των αντιθέσεων» (W.Pfoh/H.Schulze: “Philosophie und Gesellschaft” , σελ. 350, Βερολίνο 1958).
Παράθεση περισσότερων αποσπασμάτων, σχετικά με τις απόψεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών άρνησης των ανταγωνιστικών αντιθέσεων στο σοσιαλισμό, είναι περιττή αφού ούτε οι ίδιοι τις αμφισβητούν και επιπλέον είναι πασίγνωστο ότι από τότε ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 οι σοβιετικοί χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές έχουν για αυτό το ζήτημα γράψει αρκετά βιβλία και πολλές εκατοντάδες άρθρα.
Εκείνο όμως που «εντυπωσιάζει» περισσότερο και πρέπει να γίνει πλατύτερα γνωστό είναι η εμμονή τους σ’ αυτές τις αντιμαρξιστικές απόψεις ακόμα και στη μετέπειτα περίοδο όταν πια είχε ήδη παλινορθωθεί πλήρως ο καπιταλισμός στη Σοβ. Ένωση και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες, και μάλιστα όταν, προς το τέλος της δεκαετίας του ΄70 – αρχές της δεκαετίας του ΄80, οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις είχαν οξυνθεί στο έπακρο και είχαν πάρει εντελώς ανοιχτή μορφή (π.χ. Πολωνία κλπ.), γεγονός που αξίζει ιδιαίτερα να προσεχθεί και να υπογραμμιστεί επειδή δείχνει: πρώτο, μια κραυγαλέα απομάκρυνση απ’ το μαρξισμό, δεύτερο, πλήρη αντίθεση των εκτιμήσεών τους με την αντικειμενική πραγματικότητα και τρίτο, και σημαντικότερο, το περιεχόμενο του συνόλου των απόψεων τους αποκτά, εξόφθαλμα πλέον, σαφή απολογητικό χαρακτήρα και ανακηρύσσει τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές σε αστούς απολογητές του παλινορθωμένου καπιταλισμού των χωρών τους.
Και σ’ αυτή τη χρονική περίοδο οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές εξακολουθούσαν να αρνούνται την ύπαρξη των ανταγωνιστικών αντιθέσεων στις κοινωνίες των χωρών τους και μάλιστα όταν αυτές βρίσκονταν ήδη στις παραμονές της κατάρρευσής τους. Ο σοβιετικός ρεβιζιονιστής W.S. Semjonow γράφει ότι «οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις ξεπεράστηκαν και εξαλείφθηκαν μετά την αποπεράτωση του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», ότι «οι μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις εκτόπισαν τις ανταγωνιστικές αντιθέσεις» και ότι «οι μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις είναι χαρακτηριστικές των εσωτερικών σχέσεων των σοσιαλιστικών χωρών» και ο οποίος επιπλέον παραθέτει επιδοκιμαστικά την άποψη του P.N. Fedossejew: «ακριβώς με τη νέα ποιοτική κατάσταση συνδέεται η μετεξέλιξη της δικτατορίας του προλεταριάτου σε σοσιαλιστικό κράτος όλου του λαού. Ήδη σ’ αυτή τη φάση δεν υπάρχουν πλέον αντιθέσεις ανταγωνιστικού χαρακτήρα και δεν μπορούν να υπάρξουν» (W.S. Semjonow: Zur theoretischen Vertiefung und Konkretisierung des Widerspruchsproblems im entwickelten Sozialismus” στο: “Sowjetwissenschaft”/GWB, 4/1984, σελ. 370,371, Βερολίνο 1984). Ο δε R. Kossolapow ισχυρίζεται ότι «με την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού οι ταξικοί και εθνικοί ανταγωνισμοί εξαφανίζονται, ότι οι αντιθέσεις της κοινωνικής ανάπτυξης παίρνουν μη ανταγωνιστικό χαρακτήρα» (R. Kossolapow: “Der Sozialismus als ganzheitliches soziales System”, στο: “Sowjetwissenschaft”/GWB, 3/1983, σελ. 354, Βερολίνο 1983)
Άλλοι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές υποστήριζαν ότι «το ερώτημα, αν μετά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, μπορούν να υπάρξουν αντιθέσεις, που ως προς την ουσία τους είναι ανταγωνιστικές, οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού το απάντησαν ως γνωστόν, αρνητικά» (J. Grani / M. Sapanov: «Ανταγωνισμός και αντιθέσεις στη σημερινή κοινωνική ανάπτυξη», σελ.34, Μόσχα 1986).
Τέλος ο ανατολικογερμανός ρεβιζιονιστής Alfred Kosing γράφει: «ότι οι αντιθέσεις της ανεπτυγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν είναι πλέον ανταγωνισμοί» και ότι «οι ανταγωνισμοί αντικαθίστανται από τις μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις» (Alfred Kosing: «Ueber die Widersprueche der sozialistischen Gesellschaft», στο: “Deutsche Zeitschrift fuer Philosophie” , 8-9/ 1984, σελ. 729-730, Βερολίνο 1984).
Οι παραπάνω αντιμαρξιστικές απόψεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών συνδέονται επιπλέον άμεσα και στενά με την άμεση-έμμεση απόρριψη, σε φιλοσοφικό επίπεδο, του γνωστού νόμου της μαρξιστικής διαλεκτικής για την Ενότητα και την Πάλη των Αντιθέτων, γενικός νόμος που δρα στη φύση, την κοινωνία και τη σκέψη καθώς και σ’ όλους τους οικονομικο-κοινωνικούς Σχηματισμούς, παρά τις όποιες ιδιομορφίες στην περίπτωση της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι όλοι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές για να «στηρίξουν» τις αντιμαρξιστικές αυτές απόψεις τους επικαλούνταν-επικαλούνται τη γνωστή θέση του ΛΕΝΙΝ «ο ανταγωνισμός και η αντίθεση είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Στο σοσιαλισμό , ο πρώτος εξαφανίζεται, η δεύτερη μένει» απ’ τις «Παρατηρήσεις του Λένιν στο βιβλίου του Ν. Μπουχάριν «Οικονομία της μεταβατικής περίοδου» (N. Bucharin: “Oekonomik der Transformationsperiode, mit Randbemerkungen von Lenin”, σελ. 74, Βερολίνο 1990), μεταξύ των οποίων και ο Γ. Αντρόποφ που ισχυρίζονταν ότι αυτή η θέση είχε τάχα «επιβεβαιωθεί από την πρακτική», συμπληρώνοντας ότι δεν πρέπει «να αγνοούμε τις μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις στην πολιτική» (Γ. Αντρόποφ: «Η διδασκαλία του Μαρξ και μερικά ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ», σελ. 27, Αθήνα 1983).
Όμως όταν ο ΛΕΝΙΝ μιλά για «σοσιαλισμό» δεν εννοεί στη συγκεκριμένη περίπτωση την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά εννοεί προφανώς τη δεύτερη, τον «κομμουνισμό», την ολοκληρωμένη αταξική κομμουνιστική κοινωνία.
Οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές δεν επικαλούνται μόνο το Λένιν αλλά και τη γνωστή άποψη του Karl Marx: «οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή του κοινωνικού παραγωγικού προτσές» και ότι «με αυτόν τον κοινωνικό σχηματισμό κλείνει επομένως η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας» (Marx/Engels: Bd. 13, σελ. 9, Βερολίνο 1969).
Ασφαλώς «οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή» (ΜΑΡΞ). Αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό, μόνο που οι ρεβιζιονιστές παραποιούν το Marx όταν του αποδίδουν τα δικά τους ρεβιζιονιστικά μυθεύματα, κι’ αυτό επειδή: πρώτο, η σωστή θέση του ΜΑΡΞ καθόλου δεν σημαίνει ότι την αμέσως επόμενη της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας απ’ το προλεταριάτο θα έχει εξαφανιστεί κάθε ανταγωνισμός στην υπό οικοδόμηση σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία, δεύτερο, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι στο σοσιαλισμό – πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και μάλιστα όπως στη Σοβ. Ένωση που αρχικά και για αρκετά χρόνια υπήρχαν 5 μορφές οικονομίας σύμφωνα με το ΛΕΝΙΝ – θα εξαφανιστεί ο ανταγωνισμός, τρίτο, σημαίνει απλά ότι μόνο στην ολοκληρωμένη αταξική κομμουνιστική κοινωνία – και μόνο τότε – θα έχει εξαλειφθεί κάθε «ανταγωνισμός».
Τις παραπάνω αντιμαρξιστικές απόψεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών εκπροσωπούσαν (εκπροσωπούν και σήμερα) τα δυο χρουστσοφικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, «Κ»ΚΕ – «Κ»ΚΕεσ.-ΣΥΝ, αλλά υποστήριζαν και οι φιλοχρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές της πάλαι ποτέ ΣΑΚΕ και νυν διάσημοι αναρχοαυτόνομοι (άρνηση των ανταγωνιστικών αντιθέσεων, μεταβατική περίοδος απ’ τον «καπιταλισμό στο σοσιαλισμό» α λα Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ, και κατά συνέπεια άρνηση της αναγκαιότητας της Διχτατορίας του Προλεταριάτου ως τον κομμουνισμό κλπ. κλπ.).
Πέμπτο, οι «αντιχρουστσοφικοί» κατηγορούν το ΣΤΑΛΙΝ ότι «υποτίμησε» ή ακόμα χειρότερα «εγκατέλειψε» την τ α ξ ι κ ή π ά λ η στη μετά το 36 ιστορική περίοδο. Η ΚΟΕ ισχυρίζεται ότι «το βασικό λάθος αυτής της περιόδου είναι ότι από ένα σημείο και ύστερα υποτιμήθηκε το ζήτημα της ταξικής πάλης» («Αριστερά» 16/3/2002, σελ. 16). Τα δε ΕΚΚΕ – Μ-Λ ΚΚΕ ισχυρίζονται ότι «η ταξική πάλη έχει τελειώσει» (ΕΚΚΕ - Μ-ΛΚΚΕ: «Τα υλικά του 1ου Ενωτικού Συνέδριου, 3-5 Μάρτη 1984», σελ. 19), ενώ το ΚΚΕ(μ-λ) ξεπερνάει κάθε όριο αφού το 1982 κάνει λόγο για «επίσημη αναίρεση της ταξικής πάλης (1936)» («Αποφάσεις της Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ)», σελ.37, Ιούνης ΄82) και το 1989 ισχυρίζεται ότι «για δυο δεκαετίες ίσχυε και προβάλλονταν επίσημα η ανυπαρξία των τάξεων και της πάλης ανάμεσά του», ότι «μέσα στο σοβιετικό Σύνταγμα αναιρείται ουσιαστικά η ταξική πάλη και συνεπώς η διχτατορία του προλεταριάτου», φθάνοντας ως τον ολωσδιόλου αστήρικτο, ανόητο και γελοίο ισχυρισμό ότι «πάνω σ’ αυτήν εδώ τη βάση μπορεί να οικοδομηθεί αβίαστα η θεωρία του «παλλαϊκού κράτους»» (ΚΚΕ(μ-λ): «Αναφορά στον Στάλιν και στα γεγονότα του 1936-38» σελ. 7, Απρίλης 1989), που κάθε σχολιασμός – εξαιτίας ακριβώς του μεγέθους της γελοιότητας – είναι περιττός.
Ποτέ και πουθενά ο ΣΤΑΛΙΝ δε διατύπωσε τη ρεβιζιονιστική άποψη της «υποτίμησης» ή πολύ περισσότερο της «εγκατάλειψης» της ταξικής πάλης. Αντίθετα ήταν πάντα όχι μόνο υπερασπιστής της λενινιστικής θέσης της ύπαρξης και συνέχισης της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό μα επιπλέον την ανέπτυξε παραπέρα διατυπώνοντας τη θέση της όξυνσης της ταξικής πάλης όσο προχωρεί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού – θέση για την οποία καθόλου δεν μιλούν οι «αντιχρουστσοφικές» Οργανώσεις με την οποία προφανώς δε συμφωνούν αλλά και την απορρίπτουν.
Όμως η 3η Ολομέλεια του 1937 (3-4 Μάρτη), δηλ. τρεις μήνες μετά την εισήγηση του ΣΤΑΛΙΝ για το νέο Σύνταγμα, διαψεύδει τα χονδροειδή ψεύδη των «αντιχρουστσοφικών» ρεβιζιονιστών περί «υποτίμησης» ή «εγκατάλειψης» της ταξικής πάλης: «πρέπει να συντρίψουμε και να πετάξουμε τη σάπια θεωρία ότι όσο προχωράμε μπροστά θα πρέπει τάχα η ταξική πάλη στη χώρα μας όλο και περισσότερο να σβήνει, ότι στο βαθμό που σημειώνουμε επιτυχίες ο ταξικός εχθρός όλο και περισσότερο εξημερώνεται.
Δεν είναι μόνο μια σάπια θεωρία, αλλά και επικίνδυνη, διότι αποκοιμίζει τους ανθρώπους μας, τους οδηγεί σε παγίδα και δίνει τη δυνατότητα στον ταξικό εχθρό να συνέλθει για να παλέψει ενάντια στη Σοβιετική εξουσία.
Αντίθετα, όσο περισσότερο θα προχωράμε μπροστά, όσο περισσότερες επιτυχίες θα έχουμε τόσο περισσότερο θα εξαγριώνονται τα κατάλοιπα των συντριμμένων εκμεταλλευτριών τάξεων, τόσο γρηγορότερα θα περνούν σε οξύτερες μορφές πάλης, τόσο περισσότερο θα βλάπτουν το Σοβιετικό κράτος, τόσο περισσότερο θα αρπάζονται από τα πιο απεγνωσμένα μέσα πάλης, σαν τα τελευταία μέσα των καταδικασμένων.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι τα κατάλοιπα των συντριμμένων τάξεων στην ΕΣΣΔ δεν είναι μόνα τους. Έχουν άμεση υποστήριξη από μέρους των εχθρών μας πέρα από τα σύνορα της ΕΣΣΔ. Θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι η σφαίρα της ταξικής πάλης περιορίζεται από τα όρια της ΕΣΣΔ. Αν η μια άκρη της ταξικής πάλης δρα στα πλαίσια της ΕΣΣΔ, η άλλη άκρη εκτείνεται στα όρια των αστικών κρατών που μας περιβάλλουν. Αυτό δεν μπορούν να μην το γνωρίζουν τα κατάλοιπα των συντριμμένων τάξεων. Και ακριβώς επειδή το γνωρίζουν, θα συνεχίσουν και στο μέλλον τις απεγνωσμένες επιθέσεις τους.
Έτσι μας διδάσκει η ιστορία. Έτσι μας διδάσκει ο λενινισμός.
Πρέπει να τα θυμόμαστε όλα αυτά και να είμαστε σε επιφυλακή» (ΣΤΑΛΙΝ).
Την παραπάνω επαναστατική λενινιστική γραμμή εφάρμοσε πάντα με παραδειγματική συνέπεια το ΚΚ Μπολσεβίκων με επικεφαλής το ΣΤΑΛΙΝ καθόλη τη διάρκεια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβ. Ένωση, αλλά και μετά το 1936 (όξυνση της ταξικής πάλης αποτελούν οι επαναστατικές δίκες εκείνης της περιόδου) και αυτό αποδεικνύει και το παρακάτω μεγάλο (ανάμεσα σε πολλά άλλα) απόσπασμα από άρθρο της «Πράβδα». Ασκώντας κριτική στη αντιμαρξιστική θεωρία του «σβησίματος» της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό γράφει: «έτσι όμως μπορούν να σκέπτονται και να κρίνουν μόνο οι δεξιοί οπορτουνιστές, άνθρωποι που εκπροσωπούν την αντιμαρξιστική αντίληψη περί «σβησίματος» της ταξικής πάλης. Αυτοί δεν αντιλαμβάνονται ή δεν μπορούν να αντιληφθούν, ότι οι επιτυχίες δεν οδηγούν στο σβήσιμο αλλά στην όξυνση της πάλης, ότι ο αγώνας των εχθρών του λαού που είναι καταδικασμένοι σε εξαφάνιση και έχουν περιέλθει σε απόγνωση, θα είναι τόσο πιο οξύτερος όσο επιτυχής θα είναι η πρόοδος. Αυτό διδάσκει ο αθάνατος Λένιν, αυτό διδάσκει ο σύντροφος Στάλιν. «Η επανάστασή μας», είπε ο Λένιν, «επιβεβαίωσε περισσότερο από όλες τις άλλες επαναστάσεις το νόμο, ότι η δύναμη της επανάστασης, η δύναμη της εφόδου, η ενέργεια, η αποφασιστικότητα και ο θρίαμβος της νίκης μας δυναμώνει ταυτόχρονα τη δύναμη της αντίστασης απ’ την πλευρά της μπουρζουαζίας».
Ξεσκεπάζοντας ο σύντροφος Στάλιν την οπορτουνιστική θεωρία για το «σβήσιμο» της ταξικής πάλης ανάλογα με την αύξηση των επιτυχιών, διαπίστωνε προειδοποιώντας ότι αυτή δεν είναι μόνο μια σάπια, αλλά και μια επικίνδυνη θεωρία επειδή αυτή αποκοιμίζει τους σοβιετικούς ανθρώπους, τους οδηγεί σε μια παγίδα, δίνει όμως στον ταξικό εχθρό τη δυνατότητα να συγκεντρώνει ξανά δυνάμεις για τον αγώνα του ενάντια στη Σοβιετική εξουσία» («ΠΡΑΒΔΑ», 13 Γενάρη 1953). Αλλά και τέλος, το Φλεβάρη του ΄53 σε άρθρο του S.P.Dudel αναφέρεται: «η εχθρική προς το λενινισμό, σάπια θεωρία του «σβησίματος» της ταξικής πάλης πρέπει αποφασιστικά να συντριφτεί» («Ζητήματα φιλοσοφίας» 2/1953).
Οι «αντιχρουστσοφικοί» ρεβιζιονιστές επιτίθενται και συκοφαντούν, όπως και οι χρουτσοφικοί προδότες, το ΣΤΑΛΙΝ που τάχα «εγκατέλειψε» την ταξική πάλη αλλά και συνάμα κλαψουρίζουν «που προκρίθηκαν κύρια τα μέτρα καταστολής με τις γνωστές συνέπειες» («Αποφάσεις της Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ)», σελ.37, Ιούνης ΄82) και που «η μπόρα είχε πιάσει και πολλούς αθώους, ίσως νάταν οι περισσότεροι και συνειδητοί επαναστάτες» (ΚΚΕ(μ-λ): «Αναφορά στον Στάλιν και στα γεγονότα του 1936-38» σελ. 9, Απρίλης 1989), μιλώντας ακόμα για τα «εφιαλτικά χρόνια του ΄36-΄38» (εφιαλτικά ήταν εκείνα τα χρόνια μόνο για τους αντεπαναστάτες τροτσκιστές-μπουχαρινικούς κλπ.), το δε Μ-Λ ΚΚΕ για την ίδια περίοδο κάνει λόγο για «ακρότητες που είχαν επιζήμιες συνέπειες» («Η Συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ, 7-9 Ιουνίου 1991», σελ. 79, Αθήνα 1991), ενώ το ΕΚΚΕ μιλάει για την «αστυνομοκρατία και αντικατασκοπευτική φοβία» και την «αυταρχικότητα του Σοβιετικού Κράτους την εποχή του ΣΤΑΛΙΝ» («Λαϊκοί Αγώνες», Νο 227, 20/12/1979, σελ. 3).
Έκτο, η άποψη των «αντιχρουστσοφικών» Οργανώσεων για διατήρηση των ανταγωνιστικών τάξεων (μπουρζουαζίας-προλεταριάτου) στο σοσιαλισμό – και μετά την οικοδόμηση της οικονομικής του βάσης – συνιστά μια κραυγαλέα αντιμαρξιστική αστικο-ρεβιζιονιστική αντίληψη του σοσιαλισμού, επειδή σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη του σοσιαλισμού: α) δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν ανταγωνιστικές και εκμεταλλεύτριες τάξεις μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, αλλά μόνο δυο φιλικές τάξεις: εργατιά-αγροτιά και λαϊκή διανόηση καθώς και τα υπολείμματα των εκμεταλλευτριών τάξεων-νέα αστικά στοιχεία, που δεν αποτελούν τάξεις, β) δεν υπάρχει αστική τάξη, αφού έχει καταργηθεί η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, γ) δεν υπάρχει Προλεταριάτο (υπάρχει μόνο στον καπιταλισμό επειδή ακριβώς δεν κατέχει μέσα παραγωγής) σ’ εκείνη τη φάση του σοσιαλισμού, αλλά εργατική τάξη που κατέχει και ελέγχει τα μέσα παραγωγής συλλογικά μέσω της Διχτατορίας του Προλεταριάτου.
Έβδομο, η αστικο-ρεβιζιονιστική αντίληψη του σοσιαλισμού (διατήρηση-διαιώνιση των ανταγωνιστικών τάξεων μπουρζουαζίας-προλεταριάτου) είναι σε πλήρη αντίθεση με τον τ ε λ ι κ ό σ κ ο π ό του κομμουνιστικού κινήματος δηλ. την οικοδόμηση της ολοκληρωμένης αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας που αρχικά απαιτεί την κατάργηση όλων των εκμεταλλευτριών και ανταγωνιστικών τάξεων στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας δηλ. το σοσιαλισμό και συνάμα την οικοδόμηση της οικονομικής του βάσης (δυο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας: κρατική-συναιτεριστική) και ύστερα στη δεύτερη φάση, τον κομμουνισμό, την εξάλειψη όλων των τάξεων.
Όγδοο, τέλος, και η άποψή τους για ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων και μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού δηλ. μετά την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας (ατομικής-κρατικής) συνιστά προκλητική διαστρέβλωση-απόρριψη της μαρξιστικής θεωρίας των τάξεων, επειδή προβάλλεται η θέση ότι μπορεί να υπάρξει αστική τάξη χωρίς ατομική ιδιοκτησία, χωρίς να κατέχει μέσα παραγωγής, ενώ αντίθετα ο μαρξισμός διδάσκει: «με τη λέξη α σ τ ι κ ή τ ά ξ η εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών που είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται την μισθωτή εργασία» (ΕΝΓΚΕΛΣ).
Ένατο, η φαινομενικά «αριστερή» κριτική στην ορθή διαπίστωση του Στάλιν, ότι «δεν υπήρχαν πια ανταγωνιστικές τάξεις στη Σοβιετική Ένωση»(1936), είναι στην πραγματικότητα κριτική απ’ τα δ ε ξ ι ά δηλ. απ΄ τη σκοπιά της διατήρησης των ανταγωνιστικών τάξεων στο σοσιαλισμό και μετά την οικοδόμηση της οικονομικής του βάσης (= ύπαρξη των δυο μορφών σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας: κρατικής-συνεταιριστικής), απ’ τη σκοπιά μιας αντιμαρξιστικής αστικο-ρεβιζιονιστικής αντίληψης του σοσιαλισμού, δηλ. τον κατηγορούν επειδή πήρε τα ανάλογα αναγκαία μέτρα και εφάρμοσε επαναστατική πολιτική εξάλειψης των εκμεταλλευτριών και ανταγωνιστικών τάξεων, ενώ αυτοί ήθελαν-θέλουν αυτές να διατηρηθούν καθόλη τη διάρκεια του «σοσιαλισμού» τους. Οι «αντιχρουστσοφικές» ρεβιζιονιστικές Οργανώσεις διαμαρτύρονται, θρηνούν και οδύρονται που η επαναστατική πολιτική του ΣΤΑΛΙΝ τους στέρησε την απόλαυση της ύπαρξης των εκμεταλλευτριών τάξεων για την μετά το 1936 περίοδο του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση, δηλ. τους στέρησε τον καπιταλισμό. Μ’ άλλα λόγια οι «αντιχρουστσοφικές» Οργανώσεις επιτίθενται-κατηγορούν το ΣΤΑΛΙΝ που δεν υποστήριζε ούτε εφάρμοσε αστικές απόψεις στην περίπτωση οικοδόμησης του σοσιαλισμού δηλ. δεν εφάρμοσε πολιτική διατήρησης των ανταγωνιστικών τάξεων ή όπως γράφει ο ομοϊδεάτης τους Βέλγος «αντιχρουστσοφικός» ρεβιζιονιστής Ludo Martens, και νυν μόνιμος τρόφιμος της νέας χρουστσοφικής σοσιαλδημοκρατίας του Περισσού, «δεν έφτασε ως τη διατύπωση μιας συνεκτικής θεωρίας για τη διατήρηση των τάξεων (εννοεί των ανταγωνιστικών και εκμεταλλευτριών τάξεων) … στη σοσιαλιστική κοινωνία» (Λούντο Μάρτενς: «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν» σελ.382, Αθήνα 1987). Ο ΣΤΑΛΙΝ όμως σαν επαναστάτης μαρξιστής δεν μπορούσε να «έχει»-υπερασπίσει μια θεωρία «διατήρησης των ανταγωνιστικών και εκμεταλλευτριών τάξεων στη σοσιαλιστική κοινωνία» αλλά αντίθετα διατύπωσε και εφάρμοσε στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού τις θεωρίες: α) εξάλειψης όλων των ανταγωνιστικών και εκμεταλλευτριών τάξεων και β) ύπαρξης και συνέχισης της ταξικής πάλης, η οποία διαρκώς οξύνεται με την παραπέρα οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Η προκλητικότητα και το θράσος της ηθελημένης διαστρέβλωσης ή της αδικαιολόγητης άγνοιας (μάλλον και τα δυο μαζί) των «αντιχρουστσοφικών» ρεβιζιονιστικών Οργανώσεων δεν γνωρίζουν όρια όταν επιχειρούν να παρουσιάσουν το ΣΤΑΛΙΝ σαν «ρεβιζιονιστή» – αποδίδοντάς του άρνηση της ύπαρξης των ανταγωνιστικών αντιθέσεων μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, «ανυπαρξία τάξεων», «υποτίμηση» ή ακόμα χειρότερα «επίσημη αναίρεση της ύπαρξης της ταξικής πάλης» για «δύο δεκαετίες» ή τέλος τον κατηγορούν για «αναίρεση της Διχτατορίας του Προλεταριάτου» – και μάλιστα όταν φτάνουν στο πιο ακραίο σημείο γελοιότητας και αντισταλινισμού: εμφανίζοντάς τον ως άμεσο και κατευθείαν «πρόδρομο» του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, δηλ. πως τάχα στη βάση των απόψεων του ΣΤΑΛΙΝ «μπορεί να οικοδομηθεί αβίαστα η θεωρία του «παλλαϊκού κράτους»» (ΚΚΕ(μ-λ): «Αναφορά στον Στάλιν και στα γεγονότα του 1936-38» σελ. 7, Απρίλης 1989) του αποστάτη Νικήτα Χρουστσόφ.
Και μετά από όλα αυτά οι «αντιχρουστσοφικές» ρεβιζιονιστικές Οργανώσεις βγαίνουν με την αξίωση να «πείσουν» πως «θεωρούν» το ΣΤΑΛΙΝ, «κλασικό του μαρξισμού». Μα πως είναι δυνατό ο ΣΤΑΛΙΝ να θεωρείται κλασικός του μαρξισμού όταν στο κεντρικότερο ζήτημα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, εκείνο του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, υποστηρίζει κατ’ αυτούς «λαθεμένες» απόψεις; Για τους επαναστάτες μαρξιστές δηλ. λενινιστές-σταλινιστές, ο ΣΤΑΛΙΝ είναι κλασικός του μαρξισμού επειδή: α) υπεράσπισε με συνέπεια σ’ όλα τα ζητήματα το μαρξισμό-λενινισμό, και β) επιπλέον τον ανέπτυξε παραπέρα σε σειρά ζητήματα και πρώτα απ’ όλα σ’ εκείνο του Σοσιαλισμού-Κομμουνισμού και ακριβώς γι’ αυτό τοποθετήθηκε απ’ το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα στη σειρά: ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ-ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ.
Οι παραπάνω ρεβιζιονιστικές απόψεις-εκτιμήσεις για τις μαρξιστικές απόψεις του ΣΤΑΛΙΝ και τα ζητήματα του σοσιαλισμού στη Σοβ. Ένωση (αλλά και σειρά άλλες) ήταν εκείνες που οδήγησαν τις άλλοτε ενωμένες στην «Αναγέννηση»(1964) και σήμερα κομματιασμένες «αντιχρουστσοφικές» αλλά αντισταλινικές και σφόδρα αντιζαχαριαδικές ρεβιζιονιστικές Οργανώσεις να κρατήσουν απ’ την αρχή της εμφάνισης (εξακολουθούν να κρατούν) μια κεντριστική στάση δηλ. μια στάση μεταξύ του επαναστατικού μαρξισμού-λενινισμού-σταλινισμού και του αντεπαναστατικού χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, μεταξύ του επαναστατικού ΚΚΕ (1918-55) μ’ επικεφαλής το Ν. Ζαχαριάδη και των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών της προδοτικής κλίκας των Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη κλπ. αντί να υπερασπίσουν με αποφασιστικότητα και συνέπεια την επαναστατική μαρξιστική γραμμή του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ σε διεθνές επίπεδο και του Νίκου Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ.
Συνέχεια: Σοσιαλισμός – ταξική πάλη στη Σοβιετική Ένωση (1936-1953)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου