Η 90η επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης θυμίζει ότι η εργατική τάξη δεν θα είναι σε θέση να κατακτήσει και να διατηρήσει την εξουσία αν δεν διαθέτει ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα, ένα κόμμα Λενινιστικού τύπου.
Βασιζόμενο στη Μαρξιστική-Λενινιστική ανάλυση του καπιταλισμού και του ανώτατου σταδίου του, του ιμπεριαλισμού, το κομμουνιστικό κόμμα έχει στη διάθεσή του μια επιστημονικά θεμελιωμένη στρατηγική για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, τη συντριβή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού από την εργατική τάξη με απώτερο στόχο την εγκαθίδρυση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ο σοσιαλισμός αποτελεί τον στρατηγικό στόχο ενώ στις λιγότερο βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του ιμπεριαλισμού, ο σοσιαλισμός είναι, κατά κανόνα, δυνατόν να εγκαθιδρυθεί μόνο δια μέσου αρκετών προκαταρκτικών σταδίων, μόνο ως το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης περιόδου αντιιμπεριαλιστικής και δημοκρατικής επανάστασης που θα μετατρέπεται βαθμιαία σε σοσιαλιστική. Όλα αυτά τα στάδια όμως μπορεί να ολοκληρωθούν με επιτυχία και σε αντιστοιχία με τα συμφέροντα του προλεταριάτου μόνο εάν επικεφαλής βρίσκεται το κομμουνιστικό κόμμα. Ο τελικός σκοπός του κομμουνιστικού κόμματος είναι ο θρίαμβος της αταξικής, κομμουνιστικής κοινωνικής τάξης σε όλο τον κόσμο.
Σε όλες τις συγκρούσεις το κομμουνιστικό κόμμα πρωτοστατεί υπέρ του ενιαίου μετώπου όλων εκείνων που θέλουν να αγωνιστούν εναντίον του ταξικού εχθρού σε κάθ’ ένα από τα πεδία δράσης και αντιπαλεύει όλες τις τάσεις που στέκονται στο δρόμο της οικοδόμησης του ενιαίου μετώπου, όπως π.χ. εκείνη η οποία θέτει την συναίνεση σε ορισμένες πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις ως προϋπόθεση για κοινό αγώνα. Ταυτόχρονα, καταπολεμά όλες τις οπορτουνιστικές, ρεβιζιονιστικές και αστικές απόψεις που εμποδίζουν την διεξαγωγή κοινού αγώνα και, στις ιμπεριαλιστικές χώρες, καταπολεμά επίμονα την ηττοπαθή επίδραση της εργατικής αριστοκρατίας και των πολιτικών της οργανώσεων συστηματικά λειτουργώντας ως οι βηματοδότες του ιμπεριαλισμού μέσα στους κόλπους του εργατικού κινήματος. Στις επιμέρους μάχες, εργάζεται για να ξεπεραστεί η στενότητα που αναπόφευκτα επικρατεί όταν δεν υπερβαίνεται ο ορίζοντας του συγκεκριμένου τομέα δράσης. Εργάζεται ώστε όλες τις επιμέρους μάχες να ενωθούν σε ένα ρεύμα το οποίο θα σαρώσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Το κομμουνιστικό κόμμα χρησιμοποιεί την εμπειρία που συστηματικά συγκεντρώνει από όλους τους τομείς δράσης, προς όφελος των συγκρούσεων. Η αποστολή του είναι να ακολουθεί μια τέτοια τακτική η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν, από τη μια, τις ιδιαιτερότητες του κάθε επιμέρους τομέα δράσης, και από την άλλη, τις ιδιαιτερότητες και τις απαιτήσεις της συνολικής κατάστασης, τακτική η οποία επικεντρώνεται στο στρατηγικό σκοπό του γενικού κινήματος της εργατικής τάξης.
Βασιζόμενο στην Μαρξιστική-Λενινιστική επιστήμη, το κομμουνιστικό κόμμα διδάσκεται από την αρνητική εμπειρία του ρεβιζιονιστικού εκφυλισμού στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και στις χώρες που βρέθηκαν κάποια στιγμή στο παρελθόν στο δρόμο του σοσιαλισμού και αντλεί συμπεράσματα για το πώς, από δω και στο εξής, θα καταπολεμηθούν τέτοιου είδους φαινόμενα.
Χωρίς την παρουσία ενός τέτοιου κόμματος που να παρεμβαίνει κατ’ αυτόν τον τρόπο σε όλους τους τομείς δράσης, δεν θα είναι σε θέση η εργατική τάξη να νικήσει σε μια επαναστατική κατάσταση αλλά η αντεπανάσταση.
Οι κομμουνιστές είναι διεθνιστές. Δουλεύουν και μάχονται μαζί με τους εργάτες και τους καταπιεσμένους λαούς σε όλο το κόσμο. Τα κόμματα κάθε ξεχωριστής χώρας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Στάλιν για τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του κομμουνιστικού κόμματος
Στο έργο του, «Για τις Βάσεις του Λενινισμού», ο Στάλιν συνόψισε τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του κόμματος Λενινιστικού τύπου με τον ακόλουθο τρόπο: Ένα τέτοιο κόμμα είναι η πρωτοπορία της εργατικής τάξης ˙ η υψηλότερη μορφή ταξικής οργάνωσης του προλεταριάτου ˙ το όργανο της δικτατορίας του, τόσο της εγκαθίδρυσης όσο και της διατήρησή της ˙ αποτελεί την ενότητα θεωρίας και πράξης που δεν συμβιβάζεται με την ύπαρξη φραξιών. Ενισχύεται με την εκκαθάρισή του από τα οπορτουνιστικά στοιχεία. Στη συνέχεια εξετάζουμε κάθε ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά.
Αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κόμματος στο περιεχόμενο και στη μορφή
Προκειμένου να αποτελεί την πρωτοπορία της τάξης, το κόμμα πρέπει να είναι «η εμπροσθοφυλακή της τάξης, τμήμα της τάξης και στέρεα ριζωμένο σε αυτή με όλη του την ύπαρξη» όπως τονίζει ο Στάλιν. Τούτο σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, ότι πρέπει να επιτελεί στέρεα και οργανωμένη δουλειά μέσα σε άλλες οργανώσεις της τάξης π.χ. στα συνδικάτα και τις άλλες δημοκρατικές μαζικές οργανώσεις. Δεν πρέπει, όμως, σε καμία περίπτωση, να αφομοιωθεί από την τάξη ή τα όρια του να γίνουν δυσδιάκριτα με τη συγχώνευσή του σε μαζικές οργανώσεις. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την εγκατάλειψη της αυτοτελούς ύπαρξής του ως το μαχόμενο επιτελείο της εργατικής τάξης με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση η τελευταία να κατακτήσει την εξουσία.
Η αυτοτέλεια του κόμματος πρέπει να διατηρηθεί στο περιεχόμενο και στη μορφή γιατί, μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να υλοποιήσει τα συμφέροντα του γενικού κινήματος του προλεταριάτου, μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να αψηφήσει τα οπορτουνιστικά ρεύματα που προσπαθούν να εμποδίσουν το προλεταριάτο να εκπληρώσει την ιστορική του αποστολή, δηλαδή να αγωνιστεί για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να περιορίσει την επιρροή αυτών των ρευμάτων στην τάξη και να τα νικήσει ιδεολογικά και πολιτικά.
Η διατήρηση της αυτοτέλειας του κόμματος στο περιεχόμενο σημαίνει, πάνω απ’ όλα τα παρακάτω: Ο ιδεολογικός εξοπλισμός του κομμουνιστικού κόμματος είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός, δηλαδή ο Μαρξισμός-Λενινισμός, που συνδέει το κόμμα με το εργατικό κίνημα. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός δεν εμφανίζεται αυθόρμητα στην τάξη αλλά τον εισάγει συνειδητά και σκόπιμα στην τάξη το ίδιο το κόμμα. Το κόμμα αναπτύσσει και διατηρεί το δικό του πρόγραμμα δείχνοντας το δρόμο προς τον θρίαμβο επί των ταξικών εχθρών, προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, και δουλεύει στη βάση ενός τέτοιου κομμουνιστικού προγράμματος. Επομένως, τούτο το πρόγραμμα διαφέρει από τα προγράμματα όλων των δημοκρατικών μαζικών οργανώσεων, ανεξάρτητα πόσο προοδευτικές αυτές είναι.
Η αυτοτέλεια του κόμματος, στη μορφή, σημαίνει ότι διατηρεί την οργανωτική του αυτοτέλεια ως κομμουνιστικό κόμμα χωρίς να συγχωνεύεται με άλλες οργανώσεις ή να αφομοιώνεται από αυτές. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι σε θέση να διατηρήσει και την αυτοτέλεια του στο περιεχόμενο. Στις «Βάσεις του Λενινισμού», ο Στάλιν λέει: «Η έννοια του κόμματος ως οργανωμένου όλου περικλείεται στη διατύπωση του πρώτου σημείου του καταστατικού του κόμματος από τον Λένιν όπου το κόμμα θεωρείται ως το σύνολο των οργανώσεων και τα μέλη του κόμματος, ως μέλη ενός εκ των οργανώσεων του κόμματος»
Σε κάθε στιγμή το κόμμα έχει τις οργανώσεις του: τις οργανώσεις βάσης, τις καθοδηγήσεις και τα έντυπα όργανά του. Η οργανωτική αρχή του κόμματος είναι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Σε κάθε κομματικό όργανο, η μειοψηφία υποτάσσεται στην πλειοψηφία. Τα κατώτερα όργανα υποτάσσονται στα ανώτερα. Το κόμμα στο σύνολό του καθοδηγείται από την κεντρική επιτροπή η οποία εκλέγεται τακτικά από το συνέδριο του κόμματος, το ανώτατο κομματικό όργανο, και λογοδοτεί σε αυτό. Σε αντίθεση με τη διαστρεβλωμένη εικόνα του κομμουνιστικού κόμματος που παρουσιάζει η αστική τάξη όπου τα μέλη υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από απλοί εντολοδόχοι (απαράτσνικ), το κόμμα διέπεται από τη δημοκρατία: κανένα μέλος δεν έχει περισσότερα δικαιώματα από τα υπόλοιπα. Μόνο τα συλλογικά καθοδηγητικά όργανα – και ιδιαίτερα η κεντρική επιτροπή – έχουν, αναμφισβήτητα, περισσότερο διευρυμένα δικαιώματα όπως, επίσης, και καθήκοντα. Αυτού του είδους, όμως, τα δικαιώματα βασίζονται στο γεγονός ότι οι καθοδηγήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της κεντρικής επιτροπής εκλέγονται τακτικά και έχουν καθήκον να λογοδοτούν.
Η εσωκομματική δημοκρατία
Επομένως, το κομμουνιστικό κόμμα – στο βαθμό που είναι άξιο του ονόματος του και δεν έχει υποπέσει στο ρεβιζιονιστικό εκφυλισμό – επιτυγχάνει στο εσωτερικό του πολύ περισσότερη δημοκρατία σε σύγκριση με οποιοδήποτε αστικό κόμμα είναι σε θέση να επιτύχει. Στα αστικά κόμματα, τα μέλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια μάζα που άγεται και φέρεται από την ηγεσία στην οποία κάποιοι «μεγάλοι άνδρες» (μερικές φορές και γυναίκες) έχουν τον τελικό και αδιαμφισβήτητο λόγο. Στα κομμουνιστικά κόμματα, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Εδώ κανείς δεν είναι υπεράνω κριτικής, ούτε ακόμα και εκείνοι οι ηγέτες που πρόσφεραν κάποιες υπηρεσίες στο παρελθόν.
Στην διάρκεια της σύγκρουσης με τον Τρότσκι και τον Ζινόβιεφ, ο Στάλιν αναφέρθηκε σε αυτό το ζήτημα. Εκείνη την περίοδο, κάποιοι ισχυρίζονταν ότι θα ήταν πραγματική συμφορά εάν το κόμμα αποχαιρετήσει τόσο «άξιους άνδρες» όπως ο Τρότσκι και ο Ζινόβιεφ. Στη 15η,όμως, Συνδιάσκεψη του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Στάλιν είπε: «Για ποιό λόγο το κόμμα διέγραψε τον Τρότσκι και τον Ζινόβιεφ; Επειδή είναι οι διοργανωτές όλης της δουλειάς της εχθρικής προς το κόμμα αντιπολίτευσης. Επειδή είχαν στόχο την παραβίαση των αποφάσεων του κόμματος. Επειδή νόμιζαν ότι κανείς δεν θα τολμούσε να τους αγγίξει. Επειδή ήθελαν να αποκτήσουν μια θέση ευγένειας μέσα στο κόμμα.
Θέλουμε όμως να έχουμε στο κόμμα μας ευγενείς που απολαμβάνουν προνόμια και πιόνια που δεν έχουν τέτοια προνόμια; Πιστεύει κανείς πραγματικά ότι εμείς οι Μπολσεβίκοι που ξεριζώσαμε την αριστοκρατία πρέπει τώρα να την επαναφέρουμε στο κόμμα μας; Μας ρωτάνε: Γιατί διαγράψαμε τον Τρότσκι και τον Ζινόβιεφ από το κόμμα; Επειδή δεν θέλουμε να έχουμε ευγενείς μέσα στο κόμμα. Επειδή στο κόμμα μας ένας νόμος ισχύει και όλα τα μέλη έχουν τα ίδια δικαιώματα».
Και πραγματικά: Πώς θα ήταν δυνατόν ένα κόμμα να καθοδηγεί την πάλη για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, την πάλη για την εξάλειψη όλων των ταξικών διαφορών, εάν, μέσα στους κόλπους του, όλα τα μέλη δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα, εάν υπάρχουν «ευγενείς και πιόνια», εάν τα απλά κομματικά μέλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια μάζα που άγεται και φέρεται από μερικούς «μεγάλους άνδρες» οι οποίοι είναι υπεράνω κριτικής και δεν λογοδοτούν σε κανέναν; Φυσικά και δεν είναι δυνατόν.
Εκτός αυτού, η εσωκομματική δημοκρατία μια επίσης απαραίτητη προϋπόθεση έτσι ώστε το κόμμα να είναι σε θέση να επιβάλλει μέσα στις γραμμές του τη σιδερένια πειθαρχία που είναι αναγκαία για να καθοδηγήσει την εργατική τάξη στη νίκη επί των εχθρών της. Σχετικά με αυτό το θέμα, ο Στάλιν, στο έργο του «Για τις Βάσεις του Λενινισμού», λέει:
«...η σιδερένια πειθαρχία όχι μόνο δεν αποκλείει την κριτική και την αντιπαράθεση απόψεων μέσα στο κόμμα αλλά, αντίθετα, τις προϋποθέτει. Δεν σημαίνει καθόλου ότι η πειθαρχία πρέπει να είναι «τυφλή». Η σιδερένια πειθαρχία όχι μόνο δεν αποκλείει την συνείδηση και την ελεύθερη βούληση της υποταγής, αλλά, αντίθετα, την προϋποθέτει γιατί μόνο μια συνειδητή πειθαρχία μπορεί να είναι μια αληθινά σιδερένια πειθαρχία. Όταν, όμως, έχει ολοκληρωθεί η αντιπαράθεση απόψεων, όταν έχει εξαντληθεί η κριτική και όταν έχει βγει μια απόφαση, η ενότητα θέλησης και δράσης αποτελεί την απαραίτητη εκείνη προϋπόθεση χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή ούτε η ενότητα του κόμματος ούτε η σιδερένια πειθαρχία μέσα σε αυτό.
Η εκλογή της ΚΕ από το συνέδριο του κόμματος και η λογοδοσία της ΚΕ σε αυτό, η συζήτησε πάνω σε όλα τα ουσιώδη ζητήματα ανάπτυξης του κόμματος στις κομματικές οργανώσεις, η ανάπτυξη της κριτικής και της αυτοκριτικής, η δυνατότητα κριτικής κάθε οργάνου και μέλους του κόμματος, και φυσικά, της καθοδήγησης και των ηγετικών μελών – όλα αυτά αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της εσωκομματικής δημοκρατίας χωρίς την ύπαρξη της οποίας δεν είναι δυνατή η δημιουργία μιας εθελοντικής και συνειδητής πειθαρχίας και, βάση αυτής, μιας σιδερένιας πειθαρχίας εκ μέρους όλων των μελών του κόμματος.
Μερικά χαρακτηριστικά της διάλυσης των κομμουνιστικών κομμάτων από τον ρεβιζιονισμό και τα μαθήματα που προκύπτουν
Ένα χαρακτηριστικό της καταστροφής των κομμουνιστικών κομμάτων από τον χρουτσιοφικό ρεβιζιονισμό ήταν η εξάλειψη της εσωκομματικής δημοκρατίας, η ανάληψη της εξουσίας από μερικούς «καθαγιασμένους» ηγέτες. Κριτική της ρεβιζιονιστικής πορείας αυτών των ηγετών από τα κομματικά μέλη, συκοφαντούνταν ως «αντικομματική» ενώ, στην πραγματικότητα, οι ίδιο οι ηγέτες και η ρεβιζιονιστική πορεία τους διέλυσαν το κόμμα ως το επιτελείο του προλεταριάτου.
Πριν όμως ο Χρουτστόφ και οι υποστηρικτές του αρχίσουν το έργο της καταστροφής μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) και στα περισσότερα πρώην κομμουνιστικά κόμματα, ο Τίτο και οι τιτοϊκοί την εγκαινίασαν στην Γιουγκοσλαβία. Επιτέλεσαν το έργο της καταστροφής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ), εφορμώντας στην αυτοτέλεια του κόμματος από τη μια, και εγκαταλείποντας την εσωκομματική δημοκρατία από την άλλη. Στο φώς αυτής της διαδικασίας, καθώς και της πάλης του ΚΚΣΕ (με επικεφαλής τον Στάλιν) και του Κομνιφόρμ εναντίον του τιτοϊσμού, μπορούμε να διακρίνουμε πολύ καθαρά πόσο ζωτικής σημασίας είναι η διατήρηση της αυτοτέλειας του κόμματος, στο περιεχόμενο και στη μορφή, της εσωκομματικής δημοκρατίας και για ποιούς λόγους οι εχθροί αυτών των κομμάτων επικεντρώνουν τις επιθέσεις τους σε αυτά ακριβώς τα θέματα.
Στο γράμμα προς τη ΚΕ του ΚΚΓ με ημερομηνία 27/3/1948, η ΚΕ του ΚΚΣΕ επισημαίνει τα παρακάτω:
«Σύμφωνα με τη θεωρία του Μαρξισμού-Λενινισμού, το κόμμα, έχοντας το δικό του πρόγραμμα, και χωρίς να χάνεται μέσα στη μάζα των μη κομματικών, θεωρείται η ηγετική δύναμη στη χώρα. Στη Γιουγκοσλαβία, ωστόσο, το λαϊκό μέτωπο θεωρείται η αποφασιστική και καθοδηγητική δύναμη ενώ καταβάλλονται προσπάθειες να διαλυθεί το κόμμα μέσα στο λαϊκό μέτωπο. Στο λόγο του, στο δεύτερο συνέδριο του Γιουγκοσλαβικού λαϊκού μετώπου, ο σύντροφος Τίτο είπε: ‘Διαθέτει το ΚΚΓ ένα πρόγραμμα διαφορετικό από εκείνο του λαϊκού μετώπου; Όχι. Το ΚΚΓ δεν έχει διαφορετικό πρόγραμμα, το πρόγραμμα του λαϊκού μετώπου είναι, επίσης, και εκείνο του κόμματος’. Πριν από 40 χρόνια, ένα τμήμα των Μενσεβίκων δεν πρότεινε τίποτε από αυτό όταν απαιτούσε το Μαρξιστικό κόμμα να διαλυθεί μέσα σε μια ακομμάτιστη εργατική οργάνωση»
«Οι σύντροφοι Τίτο και Κάρντελ, διαφωνούν με αυτό που έχουμε πει: ότι στη Γιουγκοσλαβία, όχι το κομμουνιστικό κόμμα αλλά το λαϊκό μέτωπο θεωρείται η καθοδηγητική δύναμη. Εξηγούν ότι όλες οι αποφάσεις του λαϊκού μετώπου θα μπορούσαν να ήταν κάλλιστα και αποφάσεις του κόμματος αλλά θεωρούν ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να τονίσουν ότι αυτή ή εκείνη η απόφαση έχει βγει σε ένα συνέδριο του κόμματος.
Αυτό είναι το κύριο λάθος των Γιουγκοσλάβων συντρόφων. Φοβούνται να διακηρύξουν ειλικρινά ότι το κόμμα είναι η καθοδηγητική δύναμη και ότι αυτό καθοδηγεί το λαϊκό μέτωπο και όχι το αντίστροφο.
Σχετικά με την εσωκομματική δημοκρατία, στο ίδιο γράμμα της ΚΕ του ΚΚΣΕ προς τη ΚΕ του ΚΚΓ εξηγούνται τα εξής:
«Δεν υπάρχει δημοκρατία μέσα στο ΚΚΓ. Η πλειοψηφία των μελών της κεντρικής της επιτροπής δεν είναι εκλεγμένα αλλά διορισμένα»
Στην απόφαση του Κομνιφόρμ με τίτλο «Σχετικά με την κατάσταση στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας» με ημερομηνία 27/6/1948, αναφέρονται τα εξής:
«Το Γραφείο Πληροφοριών είναι της άποψης ότι το γραφειοκρατικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί στο κόμμα από κορυφαίους Γιουγκοσλάβους αξιωματούχους είναι μοιραίο για τη ζωή και την ανάπτυξη του Γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού κόμματος. Στο εσωτερικό του κόμματος δεν υπάρχει δημοκρατία – η αρχή της εκλογιμότητας δεν γίνεται πράξη – δεν υπάρχει κριτική και αυτοκριτική. Παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις των συντρόφων Τίτο και Κάρντελ, η κεντρική επιτροπή, στην πλειοψηφία της, δεν αποτελείται από εκλεγμένα αλλά διορισμένα μέλη. Στην πραγματικότητα, το κομμουνιστικό κόμμα βρίσκεται σε μια ημι-νόμιμη κατάσταση ˙ δεν συγκαλούνται κομματικές συνεδριάσεις ή λαμβάνουν χώρα κρυφά (παρά τον ισχυρισμό ότι το κόμμα κατέχει την ηγετική θέση στη χώρα) και αυτή μπορεί μόνο να υπομονεύσει την επιρροή του κόμματος στις μάζες. Μια τέτοια οργάνωση του Γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού κόμματος μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο σεχταριστική και γραφειοκρατική. Θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση του κόμματος ως ενεργού, δημιουργικού οργανισμού, καλλιεργεί στρατιωτικές μεθόδους καθοδήγησης μέσα στο κόμμα, όμοιες με τις μεθόδους που καθιέρωσε παλιά ο Τρότσκι.
Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό ότι στο Γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό κόμμα, τα δικαιώματα των απλών μελών καταπατιούνται βάναυσα και ότι η παραμικρή κριτική σχετικά με την ανώμαλη κατάσταση στο κόμμα, απαντάται με σκληρά αντίποινα»
Έτσι, το Κομνιφόρμ επισήμανε ότι, τελικά, ότι αναγκαστικά θα επέλθει η διάλυση του κόμματος όταν οι κομματικές οργανώσεις δεν μπορούν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους, όταν τα μέλη της ΚΕ δεν εκλέγονται μετά από κάποιο διάστημα αλλά διορίζονται, όταν η εσωκομματική δημοκρατία παραβιάζεται. Είναι γνωστό ότι το Γιουγκοσλαβικό κόμμα όντως διαλύθηκε ως κομμουνιστικό κόμμα. Και στις άλλες χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αφού κατέλαβαν την εξουσία οι ρεβιζιονιστές, ένα βασικό στοιχείο της αντεπανάστασης ήταν η διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων ως εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης και η μετάλλαξή τους σε όργανα καταπίεσης της εργατικής τάξης.
Σήμερα, είναι απαραίτητο να διδασκόμαστε από αυτές τις διαδικασίες, να υπερασπίζουμε και να εφαρμόζουμε την Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία για το κόμμα με όλα τα στοιχεία της. Τίποτα δεν έχει αλλάξει το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να νικήσει σε καμία χώρα χωρίς το πρωτοποριακό κόμμα της το οποίο οικοδομείται και ισχυροποιείται με βάση την επιστήμη του Μαρξισμού-Λενινισμού που καθοδηγεί τον αγώνα του και ενεργεί στο εσωτερικό και εξωτερικό σύμφωνα με αυτήν την επιστήμη. Προκειμένου να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να εγκαθιδρύσει την διδακτορία του προλεταριάτου, να οικοδομήσει το σοσιαλισμό και το κομμουνισμό, η εργατική τάξη χρειάζεται το κομμουνιστικό κόμμα.
Φεβρουάριος 2007
ΚΕ του ΚΚ Γερμανίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου