Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Ιταλικές πολιτικές εκλογές: ανάλυση, διδάγματα και καθήκοντα

Από τις ιταλικές πολιτικές εκλογές προκύπτουν νέα δεδομένα, από τα οποία πρέπει να συναχθούν αρκετά διδάγματα.

1) Ανατράπηκαν πλήρως οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δυνάμεων: οι αντιδραστικές δεξιές των Μπερλουσκόνι, Μπόσι και Φίνι επανέρχονται στην κυβέρνηση με μια ευρεία πλειοψηφία που τους επιτρέπει να θέσουν σε πλήρη λειτουργία την επιτροπή μπίζνες του Palazzo Chigi, για μια περίοδο που προαναγγέλλεται σύντομη, και να τροποποιήσουν σε αντιδραστική κατεύθυνση τους κρατικούς θεσμούς. Η νίκη τους αντιπροσωπεύει μια γενική μετατόπιση προς τα δεξιά του ιταλικού πολιτικού φάσματος. Αυτή η πολιτική κατάληξη είναι ένας καρπός της κυριαρχίας του αντιδραστικού μπλοκ συμφερόντων που η αστική αριστερά απέτρεπε να θέσει προς συζήτηση όταν ήταν στην κυβέρνηση: είναι ένας καρπός ενός πολιτιστικού και ιδεολογικού μετασχηματισμού προς το συντηρητικότερο και προς το αντιδραστικότερο, που λαμβάνει χώρα εδώ και χρόνια, μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού της χώρας μας. Η πολιτική πίεση των τελευταίων δυο ετών που ασκήθηκαν στην κυβέρνηση Πρόντι, μαζί με το Σύνδεσμο Βιομηχάνων, τις τράπεζες, το Βατικανό, τη μαφία, τις ΗΠΑ, αποτέλεσαν τους υπόλοιπους παράγοντες που επέτρεψαν στις δεξιές να καταγάγουν εκλογικές επιτυχίες, εκμεταλλευόμενες την αγανάκτηση για την αντιλαϊκή πολιτική του Πρόντι.

Ο «Λαός των Ελευθεριών (του Μεγάλου Κεφαλαίου)» και η Λέγκα του Βορρά πέτυχαν απόλυτη πλειοψηφία στις ψήφους των «σαλονιών», μεταξύ αφεντικών και αφεντικούληδων και αυτόνομων εργαζομένων, μεταξύ ελεύθερων επαγγελματιών, νοικοκυρών, μεταξύ του μέσου στρώματος στον ιδιωτικό τομέα. Και όχι μόνο. Κατάφεραν με την δημαγωγική τους πολιτική να αποκτήσουν πρόσβαση σε σημαντικούς εργατικούς και λαϊκούς τομείς που αναζητούν σωτηρία στην τοπικιστική υπερταξικότητα και το ρατσισμό (όπως πχ στην περίπτωση της ψήφου στη Λέγκα που σε πολλές ζώνες φτάνει το 20%, διπλασιάζοντας τα εκλογικά οφέλη σε πραγματικούς όρους). Στο πλαίσιο της κρίσης ευρεία εργατικά (ειδικά στα μικρά εργοστάσια οι ταξικές σχέσεις είναι πια δυσδιάκριτες και επικρατεί η ιδεολογία της «μιας οικογένειας» που «είμαστε όλοι») και λαϊκά στρώματα, παραπλανημένα και πληγμένα από την πολιτική της κυβέρνησης Πρόντι (ΤFR, συντάξεις, κλπ) γύρισαν την πλάτη στην αστική αριστερά και επέλεξαν να βρουν καταφύγιο σε αντιδραστικούς πολιτικούς σχηματισμούς (που παρουσιάζονται ως «αντισυστημικοί») των Μπόσι και σια, στη στήριξη συμφερόντων που βρίσκουν πολιτική έκφραση στον αστικό φεντεραλισμό και την απειλή της απόσχισης. Μια φονική ψευδαίσθηση, που δεν θα επιλύσει κανένα πρόβλημα των εργαζόμενων μαζών, αλλά θα τα επιδεινώσει.

2) Η πολιτική της νέας κυβέρνησης θα είναι, ωστόσο, κάθε άλλο παρά υπερταξική. Δεν πρόκειται πια ούτε για τις παλιές μπερλουσκονικές «θαυματουργίες», αλλά για μια επιθετική αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική, ακραία, ενός παροξυσμικού νεοφιλελευθερισμού. Η κυβέρνηση που γεννήθηκε από τον σιδηρούν άξονα Μπερλουσκόνι-Μπόσι θα ρίξει τη χώρα ακόμα πιο πολύ σε παρακμή και καταστροφή. Θα μεγαλώσει την εξαθλίωση, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ανασφάλεια, τη διάλυση των κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών, τη στρατιωτικοποίηση, την ξενοφοβία και το ρατσισμό, τις ευεργετικές διατάξεις και φοροαπαλλαγές στα αφεντικά και τους κερδοσκόπους, την τσιμεντοποίηση, θα επιστρέψουν τα πυρηνικά, θα γίνει προσπάθεια να καταργηθούν οι συμβάσεις εργασίας, θα ξανατεθούν σε αμφισβήτηση κοινωνικά δικαιώματα (άμβλωση), θα αυξηθεί το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, η εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Οι συνθήκες εργασίας θα επιδεινωθούν, οι περιπέτειες στο εξωτερικό θα συνεχιστούν, θα αρχίσουν θεσμικές αντι-μεταρρυθμίσεις, θα γίνει προσπάθεια για ποινικοποίηση των κομμουνιστών και όλων όσων εξεγείρονται ενάντια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Ωστόσο ο Μπερλουσκόνι προειδοποιεί ότι παρά την επιτυχία (πολιτική περισσότερο και από αριθμητική αφού το σύνολο των ψήφων του Λαού των Ελευθεριών είναι ελαφρώς χαμηλότερο από εκείνες της Φόρτσα Ιτάλια και της Εθνικής Συμμαχίας το 2006 και 1,8 εκατομμύρια ψήφοι λιγότερες σε σχέση με το 2001) θα έρθει αντιμέτωπος με μεγάλες δυσκολίες (επιστρέφει στην εξουσία εν μέσω χρηματιστηριακών καταρρεύσεων και οικονομικής ύφεσης) και δεν αισθάνεται ότι ελέγχει την κατάσταση. Όχι τυχαία έχει επιδοθεί σε υποκριτικές διακηρύξεις περί «μετριοπάθειας». Η ενίσχυση της αντεργατικής επίθεσης θα επιφέρει πράγματι μια όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων που κανένας Βελτρόνι δεν θα μπορεί να φρενάρει. Νέοι αγώνες θα υπάρξουν τους επόμενους μήνες και χρόνια, απότοκοι της οικονομικής κρίσης που βαθαίνει με συνέπειες όλο και χειρότερες για όλους τους εργαζόμενους. Αγώνες που θα κάνουν να οξυνθούν αυτές οι αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης που υποστηρίζουν την πλειοψηφία(πχ μεταξύ αντιπροσώπων του Μπόσι και του Φίνι). Ένα είναι βέβαιο: η εργατική τάξη δεν θα λυγίσει στη σκλαβιά. Οι εργαζόμενοι πρέπει επομένως να προνοήσουν για την άμυνά τους προετοιμαζόμενοι να αγωνιστούν σε ενιαίο μέτωπο, χωρίς τους ηττοπαθείς αρχηγούς και τους οπορτουνιστές. Μόνο με αυτό τον τρόπο ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι και θα φτάσουμε στην ώρα της εξέγερσης.

3)Το πολιτικό σχέδιο του Δημοκρατικού Κόμματος (του κόμματος Βελτρόνι), ανοιχτά συντηρητικό και υποταγμένο στα συμφέροντα του Συνδέσμου Βιομηχάνων, παρότι συνεισέφερε στην αμερικανοποίηση της ιταλικής πολιτικής και πήρε σχεδόν το 1/3 των έγκυρων ψήφων (μολονότι κάτω από το όριο που είχε θέσει και ήλπιζε να λάβει), εξέρχεται αποδυναμωμένο από τις εκλογές. Δεν πέτυχε μια πραγματική εισροή και ρίζωμα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, ειδικά στο νότο και δεν κράτησε ούτε τις μετριοπαθείς ψήφους. Δεν επαληθεύτηκε η πολυδιαφημισμένη στροφή των νέων στο Βελτρόνι. Το Δημοκρατικό Κόμμα πήρε κατά βάση τις ίδιες ψήφους με αυτές της Ελιάς, παρότι είχε στις τάξεις του τους Ριζοσπάστες. Υποστηρίχτηκε κατ’ ουσία από τμήματα της μικροαστικής τάξης των πόλεων, δημοσίους υπαλλήλους, φοιτητές και συνταξιούχους των πιο ανεπτυγμένων περιφερειών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για «χρήσιμη ψήφο». Ένα μεγάλο τμήμα των ψήφων κερδήθηκε ακριβώς χάρη στο σύνδρομο περί «χρήσιμης ψήφου» και όχι στην υποστήριξη στην πολιτική της ηγετικής ομάδας του Δημοκρατικού Κόμματος.

Ο Βελτρόνι ηττήθηκε, αλλά το κόμμα του αντιπροσωπεύει στα μάτια των αφεντικών ένα δεύτερο και ισχυρό κόμμα της αστικής τάξης, στο οποίο πάντα ο ιταλικός καπιταλισμός μπορεί να βασίζεται ως ρεζέρβα.

Το Βελτρόνι βαρύνει εξάλλου η ιστορική ευθύνη να θέλει να βαδίσει μόνος στις εκλογές, χωρίς εξ αριστερών συμμαχίες. Αντίθετα, στόχευσε στην περιθωριοποίηση της ρεφορμιστικής αριστεράς για να ψαρέψει ψήφους από τους αποπροσανατολισμένος και απογοητευμένους από την κυβέρνηση Πρόντι εκλογείς τους και για να απαλλαγεί από οποιαδήποτε επιρροή και εξάρτηση φιλεργατική, ανοίγοντας τις πόρτες στην αντίδραση και παραδίνοντας την Ιταλία στις δεξιές. Οι διαμαρτυρίες και η κοινωνική δυσαρέσκεια θα βαραίνουν πολύ στο κεφάλι του τα επόμενα χρόνια. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να αυξήσουμε αυτό το βάρος.

4) Απλοποιείται δραστικά το πολιτικό πανόραμα με την περικοπή των «πτερύγων»: παραμένουν μόνο 4 κοινοβουλευτικές ομάδες (Λαός των Ελευθεριών, Δημοκρατικό Κόμμα, Λέγκα του Βορρά και Ένωση Κέντρου): το νέο Κοινοβούλιο κατά βάση διπολικό και με κλίση ακόμα πιο πολύ προς τα δεξιά, αντικατοπτρίζει πιστά τους συσχετισμούς δυνάμεων που σήμερα είναι ευνοϊκοί για την κυρίαρχη τάξη, χωρίς πια «πολιτικές δυνάμεις που φέρουν μια κουλτούρα ενάντια στην Αγορά και αντι-επιχειρηματική» όπως είπε ο Μοντετζέμολο: δεν θα αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση τη χώρα πραγματικά, θα είναι πάντα πιο μακριά από τα συμφέροντα και τις ανάγκες της πλειοψηφίας των εργαζομένων.

5) Η UDC του Καζίνι, με τη στήριξη της Εκκλησίας του Ράτζινγκερ κατάφερε να διατηρήσει την παρουσία στο κοινοβούλιο ενός κόμματος καθολικού διαστάσεων αρκετά μετρίων (5,7%) αλλά πάντοτε έτοιμου, καλύτερα από τον γελωτοποιό Φερράτα, να υποστηρίζει τις θέσεις του θρησκευτικού σκοταδισμού. Δεν θα έχει όμως έναν ρόλο ρυθμιστή όπως ονειρευόταν. Θα περάσει στη «λελογισμένη» αντιπολίτευση, δηλαδή θα μπει στη λογική των δύο πιο ισχυρών κομμάτων και θα στηρίξει όλες τις ρυθμίσεις που ευνοούν το Βατικανό και θα έχει ένα ρόλο ρεζέρβας για τη χρηματιστική ολιγαρχία, σε περίπτωση ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας. Ίδιο ρόλο θα έχει και ο forcaiolo Ντι Πιέτρο με την Ιταλία των Αξιών, που αύξησε τις ψήφους του φτάνοντας το 4,3% υιοθετώντας μια γραμμή «εξάντλησης της αυστηρότητας των νόμων».

6) Η φασιστική άκρα δεξιά συγκεντρώνει συνολικά ένα 2,5%, παραμένοντας και αυτή πληγμένη από το διπολισμό και έξω από το Κοινοβούλιο. Αυτοί οι ανειδίκευτοι εργάτες της εργοδοτικής βίας θα χρησιμοποιηθούν ως τάγματα εφόδου ενάντια στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, ενάντια σε αριστερούς νέους, ενάντια στην επανέναρξη των αγώνων.

7) Για τα κόμματα του σοσιαλδημοκρατικού, οικολογικού και ρεφορμιστικού χώρου, συγκεντρωμένα στην Αριστερά Ουράνιο Τόξο (ένα καρτέλ που περιλαμβάνει την Κομμουνιστική Επανίδρυση, το Κόμμα Ιταλών Κομμουνιστών, τους Πράσινους και τη Δημοκρατική Αριστερά) : Η παταγώδης και ντροπιαστική πτώση των οπορτουνιστών είναι το προφανές αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι εργάτες, οι εργαζόμενοι, οι νέοι γύρισαν τις πλάτες τους σε δυνάμεις των οποίων η μεγαλύτερη φιλοδοξία ήταν ανέκαθεν να είναι το αριστερό κάλυμμα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Η εκλογική τους καταστροφή ήταν η σωστή τιμωρία που αυτός ο γελωτοποιός και μικροαστικός σχηματισμός έλαβε.

Αυτό το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο δεδομένης της αισχρής πολιτικής συνεργασίας με το μεγάλο κεφάλαιο που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια και η έλλειψη από την προεκλογική εκστρατεία θεμάτων στα οποία ο «λαός της αριστεράς» επιδεικνύει ευαισθησίες όπως η διατήρηση στρατευμάτων στο εξωτερικό, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η οικονομική κρίση ως καρπός των αντιθέσεων του καπιταλισμού, η τσιμεντοποίηση και η περιβαλλοντική ρύπανση, το πρόβλημα της κατοικίας. Αντί να περάσει στην αντεπίθεση με αυτά τα θέματα, η Αριστερά Ουράνιο Τόξο, αυτό το αποτυχημένο σχέδιο που υιοθέτησε ο λικβινταριστής Μπερτινότι, θέλησε να μας κάνει να πιστέψουμε ότι τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας μπορούν να επιλυθούν ή να απαλυνθούν οι συνέπειες από αυτά με ήπια διοικητικά μέτρα. Αλλά πέρα από αυτές τις φλυαρίες, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να δει ότι κυβέρνησαν εναντίον των εργατών και υπέρ των καπιταλιστών και του στρώματός τους: για αυτό και έμειναν θαμμένοι κάτω από την ίδια τους την πολιτική.

Αυτό το γεγονός, ιστορικής σημασίας, που θέτει σε βαθιά κρίση της σοσιαλδημοκρατική και ρεφορμιστική ηγεμονία των κοινωνικών αγώνων, βρίθει συνεπειών. Αντιπροσωπεύει το τέλος των ρεφορμιστικών ψευδαισθήσεων και του κοινοβουλευτικού βολέματος για ένα ολόκληρο πολιτικό στρώμα που αναδείχθηκε μετά το ’89, από τη διάλυση του ρεβιζιονιστικού ΚΚΙ. Πιστοποιεί την ήττα, από πολλές πτυχές οριστική, του «ρεφορμιστικού δρόμου» προς έναν «άλλο κόσμο εφικτό». Βαθαίνει και επιταχύνει την κρίση των κομμάτων που τίποτε άλλο δεν ήταν παρά παραμάγαζα κοινοβουλευτικών ομάδων, οι οποίες τίποτε άλλο δεν ήξεραν να κάνουν από το να επιδίδονται σε έναν κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Η έκθεση εκτός του κοινοβουλίου, στις πλατείες και τους δρόμους, το βαρόμετρο της ταξικής σύγκρουσης, ευνοεί μια ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων που δεν μπορούν πια να διοχετεύονται και εκτονώνονται στην κοινοβουλευτική κυψέλη. Κυρίως, ανοίγεται χώρος για το έργο της ανασύστασης ενός αληθινού κομμουνιστικού κόμματος στο οποίο πρέπει να επιδοθούν όλοι οι πραγματικοί κομμουνιστές και οι πρωτοπόροι εργάτες.

8) Ευρεία στρώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, του «κόσμου της αριστεράς» απείχαν, ή ψήφισαν άκυρο. Η αύξηση της «μη ψήφου» ήταν της τάξης του 3,1% σε σχέση με το 2006, δείγμα του ότι περίπου 1,7 εκ. ψηφοφόρων δεν αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται από τα αστικά και μικροαστικά κόμματα, ούτε από όσους παρουσιάζονται ως «αντιπολίτευση». Σε αυτό πρέπει να προστεθεί μεγάλο τμήμα των άκυρων ψηφοδελτίων πάνω στα οποία γράφονται φράσεις διαμαρτυρίας και εκείνες των λευκών που συγκεντρώνουν άλλο ένα 3%. Αυτό εκδηλώθηκε παρά την σύνδεση των πολιτικών εκλογών με τις διοικητικές, παρά την προπαγάνδα στην οποία επιδόθηκαν τα κόμματα για την ψήφο των «αναποφάσιστων», παρά την παρουσία λιστών (όπως αυτή του Beppe Grillo) που στόχευαν να βάλουν ξανά την αντισυστημική διαμαρτυρία στους θαλάμους του εκλογικού κυκλώματος. Η άρνηση ψήφου αφορά τόσο το νότο όσο και τις παραδοσιακά «πειθαρχημένες» βόρειες περιφέρειες.

Η εκλογική διαμαρτυρία έχει, στην πραγματικότητα, ένα νέο χαρακτήρα σε σχέση με αυτόν που είχε κατά το παρελθόν. Ένα τμήμα της εργατικής τάξης (τα πιο χαμηλά στρώματα και οι νέοι εργαζόμενοι), αρκετά στρώματα πιο φτωχά από τη μικροαστική τάξη του χωριού και της πόλης δεν είχαν καθόλου ψευδαισθήσεις και αρνήθηκαν να συμμετέχουν στη φάρσα των εκλογικών υποσχέσεων.

Σήμα του ότι ευρεία στρώματα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων μαζών δεν έχουν ξανά καμία εμπιστοσύνη εκλογική στην αστική πολιτική, τα κόμματα του καθεστώτος και τους καπιταλιστικούς θεσμούς και αρνούνται την ψήφο όχι τόσο λόγω αναποφασιστικότητας, απάθειας ή έλλειψης ενδιαφέροντος, όσο ως επιλογή πραγματικής διαμαρτυρίας, σε πολλές περιπτώσεις αυθόρμητης σε άλλες συνειδητής. Ούτε η φλυαρία περί «μικρότερου κακού» χρησίμευσε στο να πείσει αυτές τις μάζες να υπερψηφίσουν την παράταξη της κεντροαριστεράς η οποία στο μεταξύ είχε υιοθετήσει τις χειρότερες θέσεις της δεξιάς.

Από την άλλη μεριά, η αύξηση των εργατικών και λαϊκών αγώνων που υπήρξε τους τελευταίους μήνες δεν μπορούσε να μεταφραστεί με κανέναν τρόπο σε εκλογικούς όρους, γιατί καμία από τις δυνάμεις της «αριστεράς και της προόδου» που συμμετείχαν πανεθνικά σε αυτές τις εκλογές δεν ήταν η αυθεντική έκφραση της απαραίτητης ταξικής, λαϊκής, σοσιαλιστικής εναλλακτικής που θα μπορούσε να ήταν μια πολιτική αναφορά για τις εργαζόμενες μάζες.

Αυτό οδηγεί σε διάφορες σκέψεις για το θρυμματισμό, την πολυδιάσπαση και την πολιτική ανωριμότητα που εμπόδισαν την παρουσία εκλογικών λιστών «προλεταριακής ενότητας» που είχαμε προτείνει ως έκφραση μαζικής εκλογικής διαμαρτυρίας των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, μεταξύ των νέων, απόρριψης της νεοφιλελεύθερης και φιλοπόλεμης πολιτικής, ως μια κίνηση για να δοθεί φωνή και δύναμη στους αγώνες, για μια πραγματική αλλαγή. Δυστυχώς, κυριάρχησε η λογική των «ομαδούλων» των τροτσκιστών και των υποστηρικτών τους, που προσπάθησαν να καλύψουν αυτό το κενό καθαρά εκλογολαγνικά, αλλά απέτυχαν παταγωδώς (συγκέντρωσαν όλοι μαζί περίπου 1%), δείχνοντας μια ακόμα φορά την υποταγή τους στην αστική τάξη. Για τις δυνάμεις που πολεμούν την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και της «ασφάλειας», μια πολιτική στην υπηρεσία των μονοπωλίων και των πλουσίων, τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών εκλογών ρίχνουν φως όσο ποτέ άλλοτε στην αναγκαιότητα να εργαστούμε για τη δημιουργία ενός πλατιού μετώπου πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης, ικανού να ανοίξει μια προοπτική ρήξης με την αντιδραστική πολιτική της αστικής τάξης, κάνοντας πράξη το σύνθημα για «εργατική κυβέρνηση».

Μερικά συμπεράσματα


Το πραγματικό πολιτικό δεδομένο αυτών των εκλογών είναι η αλλαγή της συμπεριφοράς της εργατικής τάξης, αηδιασμένης από τις υποσχέσεις και έτοιμης για αντίδραση, που σε εκλογικούς όρους μεταφράζεται σε διάφορες μορφές, ακόμα και αντιδραστικές, αλλά σε όρους αγώνα για την υπεράσπιση των συμφερόντων της, θα εκφραστεί με διάφορους γνωστούς όρους, που σίγουρα δεν θα αρέσουν στους καπιταλιστές. Δεν είναι δύσκολη η πρόβλεψη ότι είμαστε μπροστά σε μια περίοδο όπου οι ταξικές συγκρούσεις θα λάβουν ένα χαρακτήρα πιο ανοιχτό και οξύ. Χάρη στην ώθηση από την κρίση η αστική τάξη και το προλεταριάτο είναι υποχρεωμένοι να εισέλθουν σε ανοιχτή διαπάλη. Είμαστε στην αρχή μιας περιόδου ανοιχτών συγκρούσεων, χωρίς την κοινοβουλευτική ρεφορμιστική διαμεσολάβηση. Μας περιμένουν πολύ δύσκολα χρόνια, αλλά ανοίγεται χώρος επίσης για το έργο των κομμουνιστών. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: είναι η εργατική τάξη έτοιμη για τη νέα αυτή περίοδο; Σίγουρα δεν είναι έτοιμη και ούτε έχει αρχίσει να συσσωρεύει και να αναδιοργανώνει δυνάμεις της για τη δημιουργία ενός κέντρου μιας εναλλακτικής έλξης και το σχηματισμό με τους συμμάχους της ενός μετώπου αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Τίθενται επομένως νέα και επείγοντα καθήκοντα, που δεν μπορούν να εκπληρωθούν στη βάση των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία είναι σε μη αναστρέψιμη κρίση.

Για να οδηγήσουμε τις μάζες σε μια νέα θέση, πρέπει να τραβήξουμε τη συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου στο πλευρό της επανάστασης, να καταρτίσουμε νέα πολιτικά στελέχη.

Για να φέρουμε σε πέρας αυτό το καθήκον, οφείλουμε να συμμετέχουμε και να τεθούμε επικεφαλής στον αγώνα ενάντια στην αστική αντίδραση, ευνοώντας το ενιαίο μέτωπο από τα κάτω.

Οφείλουμε να υποστηρίξουμε τον αγώνα της εργατικής τάξης να απωθήσει τις εργοδοτικές επιθέσεις, να τη διαπαιδαγωγήσουμε στο πνεύμα του επαναστατικού αγώνα, να συμβάλλουμε στην οργανωτική και πολιτική της ανάπτυξη υποστηρίζοντας μια εναλλακτική ρήξης με το νεοφιλελευθερισμό, χωρίς να χαθούμε στα χίλια ρυάκια των «κινημάτων».

Οφείλουμε να εντείνουμε τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό, στα δεξιά στοιχεία που βρίσκονται πίσω από το λαϊκό και εργατικό κίνημα, στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τους σοσιαλπασιφιστές, τους σοσιαλφιλελεύθερους, προκειμένου να απομακρύνουμε το εργατικό κίνημα από τάσεις αστικές και μικροαστικές, από κατάλοιπα ψευδαισθήσεων και ρεφορμιστικές και σοσιαλδημοκρατικές σειρήνες, προκειμένου να το τραβήξουμε κάτω από τη σημαία του προλεταριακού σοσιαλισμού.

Πάνω από όλα οφείλουμε να ενώσουμε τους πρωτοπόρους εργάτες και τις κομμουνιστικές δυνάμεις, εκπληρώνοντας το κύριο μας καθήκον: την ανασύσταση του κομμουνιστικού κόμματος ως οργανωμένου αποσπάσματος των συνειδητών προλετάριων, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητη πολιτική.

Κομμουνιστική Πλατφόρμα
18/4/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: