«.Για τους δικούς σου, από την ώρα που φεύγεις μετανάστης
είσαι ήδη σαν νεκρός, στρώνουν κάθε βράδυ τραπέζι κι εσύ λείπεις. Τους είπα να
με κλάψουν 40 μέρες, κι αυτό ήταν. Κι εμείς αν πεθάνουμε, θα κοιμόμαστε για
πάντα ήσυχοι. Όμως, αυτοί που δε μας δίνουν μια σφραγίδα δε θα κοιμούνται ήσυχοι
ποτέ. Θέλω να πω και μια κουβέντα στους Έλληνες φίλους που έκανα: μπήκατε στην
καρδιά μου. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Και σε όλους αυτούς που μας φέρθηκαν άσχημα,
μας έφαγαν λεφτά: σας τα χαρίζω, σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Αντίο σας».
Χασάν. Ένας από τους 300 εργάτες μετανάστες απεργούς πείνας.
Σαράντα μέρες κλάψε με πατέρα,
Ρημάξανε τον τόπο μας, θα φύγω.
Ανθρώπινη ζωή θα πάω να χτίσω,
τους φράχτες και τις νάρκες θ' αψηφήσω.
Στη φτώχεια που γεννήθηκα η ανάγκη με παιδεύει.
Αδιέξοδες οι μέρες μου κι οι νύχτες μου συντρίμμια.
Δουλέμποροι σταθήκανε μπροστά μου,
σε μαύρα σαπιοκάραβα με ρίξαν.
Με φόρτωμα της γης τους κολασμένους
στα άγρια τα πελάγη ξανοιχτήκαν.
Στο κύμα που λυσσομανά η ανάσα μας κομμένη,
να κρέμεται απ' το βλέμμα μας μια τόση δα ελπίδα.
Σε τούτα εδώ τα χώματα που ήρθα,
στ' αμπέλια, στις ελιές, μέσα στους κάμπους
αβγάτιζα το βιος του αφεντικού μου,
φωνή δεν είχα, μαύρη η δουλειά μου.
Κλεισμένος σ' εργοτάξια, θαμμένος σε υπόγεια,
να τρέφονται απ' τη σάρκα μου αχόρταγα θηρία.
Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι και λίγοι κόκκοι ζάχαρης,
πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας.
Ο ιδρώτας μου κυλούσε μες στις πόλεις,
σε δρόμους, εργοστάσια, ναυπηγεία.
Τα χέρια μου πληγιάζαν στους χειμώνες
που μάτωνα για ξένα μεγαλεία.
Και στήριγμα στους γέροντες που απόβλητοι σωπαίναν.
Στο άδειο προσκεφάλι τους μια στάλα από φροντίδα.
Αυτοί που νόμιμα μ' απομυζούσαν
λαθραία ονομάσαν τη ζωή μου,
να ιδρώνω, να κοπιάζω, να παράγω,
μα δίκιο να μη βρίσκω στο κελί μου.
Και τρέμω τα τσιράκια τους που με παραφυλάνε.
Γυρεύω τα αδέρφια μου, τους ντόπιους τους εργάτες.
Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι και λίγοι κόκκοι ζάχαρης,
πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας.
Ο θάνατος πια δε θα με τρομάξει,
πεθαίνω τώρα πλάι σε συντρόφους.
Πατρίδα μου είναι η σφιχτή γροθιά μου
κι ο αγώνας για της τάξης μου τα δίκια.
Ζωή να χτίσω πάλεψα κι αυτοί με πολεμάνε.
Αυτοί που όλο το μόχθο μας δικό τους τον κρατάνε.
Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι και λίγοι κόκκοι ζάχαρης,
πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας.
Αντίο σας.
Αμπντούλ, Νορντίν, Αχμέντ, Εργάτη μετανάστη
Χαμίντ, Χασάν, αδερφέ μου.
ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
24/2/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου