Μ’ αφορμή το αντιμαρξιστικό «Κείμενο της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας για το Σοσιαλισμό», Απρίλης 2008.
Η αντισταλινική ηγεσία του «Κ»ΚΕ – σταθερά και με συνέπεια στον αντεπαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό δρόμο του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού και η ταυτόχρονη (!) «θριαμβευτική» της «επιστροφή στον Ιωσήφ Στάλιν…» ελέω μεγαλοαστικού «Βήματος» .
Στη συνέντευξη τύπου (9/10/2008) του σοσιαλδημοκρατικού «Κ»ΚΕ ανακοινώθηκε ότι «στις 19 του μήνα θα δημοσιευτούν οι Θέσεις του δεύτερου θέματος του Συνεδρίου, για το Σοσιαλισμό» («Ρ» 10/10/2008) δηλ. θα δοθεί στη δημοσιότητα το «Κείμενο για το Σοσιαλισμό»(Απρίλης 2008) που ως τώρα διακινείται ακόμα μόνο εσωκομματικά.
Όμως ένα μήνα πριν τη δημοσίευση, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ φρόντισε η ίδια, απ’ ότι φαίνεται, να διαρρεύσει το «Κείμενο» στον αστικό τύπο και συγκεκριμένα στο «Βήμα», με τη ρητή δέσμευση η εφημερίδα να το πλασάρει στην εργατική τάξη και το λαό ως επαναστατικό «κείμενο», πράγμα που έπραξε ο δημοσιογράφος Λ. Σταυρόπουλος σε εκτεταμένο άρθρο του στις 8 Σεπτέμβρη, προβάλλοντας-παρουσιάζοντάς το με τον παραπλανητικό και ελκυστικό, για πολιτικά αφελείς αγωνιστές, τίτλο: «Επιστροφή στον Ιωσήφ Στάλιν…» («Βήμα», 8/9/2008). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπήρξε καμιά αντίδραση στο άρθρο του «Βήματος» εκ μέρους των κατά τ’ άλλα λαλίστατων δημοσιογραφίσκων του «Ριζοσπάστη», αλλά και της αντισταλινικής ηγεσίας.
Το ολωσδιόλου αντιμαρξιστικό αυτό «κείμενο», παρά την όχι τυχαία διαφήμισή του απ’ τη μεγαλοαστική εφημερίδα, καθόλου δεν αποτελεί «επιστροφή στον Ιωσήφ Στάλιν…», απεναντίας, από πλευράς περιεχομένου, στα ζητήματα του σοσιαλισμου-κομμουνισμού και της οικοδόμησής του, κινείται σταθερά και με συνέπεια στο αστικό σοσιαλδημοκρατικό έδαφος του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, επειδή, ανάμεσα στ’ άλλα, εξακολουθεί να διατηρεί-υπερασπίζει τη γνωστή βασική αντιμαρξιστική θέση του διεθνούς χρουτσοφικού ρεβιζιονισμού, ότι και μετά το ΄53-΄56 ως το 1989-1991 οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες ή αλλιώς συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν «τις εξελίξεις 1989-1991 ως νίκη της αντεπανάστασης, ως ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ως κοινωνική οπισθοδρόμηση» («Κείμενο», σελ. 8). Μια αντιμαρξιστική και ολωσδιόλου αστήρικτη θέση που βασίζεται στο γνωστό χρουστσοφικό μύθο, συμφωνα με τον οποίο «συνεχίστηκε» τάχα η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και μετά το 1953-56, κι’ αυτό όχι μόνο χωρίς Διχτατορία του Προλεταριάτου και επαναστατικό κόμμα, άλλα και στη βάση της «επέκτασης και πλήρους εκμετάλλευσης των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων», της μετατροπής «των μέσων παραγωγής σε εμπορεύματα» και της «επέκτασης της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας» - μια θέση-μύθος που δεν έχει καμία σχέση με την, μετά το ΄53, ιστορική πραγματικότητα της σοβιετικής οικονομίας και διαψεύστηκε παταγωδώς απ’ την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό (1953-1990) και τη διάλυσή της (1991), όπως θα φανεί απ’ την παρακάτω ανάλυση της εξέλιξης της Σοβιετικής Ένωσης απ’ το ΄53 και ύστερα, σε πολιτικό, ιδεολογικό και οικονομικό επίπεδο.
Σ’ αντίθεση με τα παμπάλαια, γερασμένα και πλήρως χρεοκοπημένα αντιμαρξιστικά αυτά μυθεύματα των αντικομμουνιστών προδοτών σοσιαλδημοκρατών ηγετών του «Κ»ΚΕ, για τους επαναστάτες μαρξιστές δηλ. τους λενινιστές-σταλινιστές, η νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση σημειώθηκε, μετά το θάνατο-δολοφονία του ΣΤΑΛΙΝ, αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, με την ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου απ’ την αποστάτρια προδοτική σοσιαλδημοκρατική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ.
Το «κείμενο» της αντισταλινικής-αντιζαχαριαδικής σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας του «Κ»ΚΕ δεν συνιστά μαρξιστική ανάλυση της ιστορικής περιόδου 1917-1990 της Σοβιετικής Ένωσης, αντίθετα αποτελεί μια αναφορά σ’ αυτή από αστικο-ρεβιζιονιστική χρουστσοφική σκοπιά. Περιορίζεται σε μια απατηλή και εντελώς επιφανειακού χαρακτήρα ψευτο“κριτική” της περιόδου 1953-1990 με πρωταρχική επιδίωξη τον ιδεολογικο-πολιτικό αποπροσανατολισμό του εργατικου-κομμουνιστικού κινήματος και τη συγκαλυμμένη ενσωμάτωση-εγκλωβισμό του στο αστικό αντεπαναστατικό ρεύμα του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (= παραλλαγή της αστικής ιδεολογίας) – προορίζεται για εξαπάτηση των εντός και εκτός «Κ»ΚΕ κομμουνιστών.
Το σύνολο της τωρινής ψευτο“κριτικής” της ηγεσίας του «Κ»ΚΕ, που δεν είναι καθόλου νέα και άγνωστη, έχει ως στόχους τη διάσωση, διατήρηση και υπεράσπιση:
πρώτο, της αντιμαρξιστικής κεντρικής θέσης του διεθνούς χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού ότι στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε τάχα και οικοδομούνταν, και μετά το ΄53-΄56, σοσιαλισμός, χωρίς επαναστατικό Κομμουνιστικό κόμμα και Διχτατορία του Προλεταριάτου, δηλ. ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 (1989-91) – εκτίμηση-θέση που συγκροτεί συνάμα και μια αστικο-ρεβιζιονιστική αντίληψη του σοσιαλισμου-κομμουνισμού, επειδή προπαγανδίζει ως «σοσιαλισμό» το λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ, δηλ. τον παλινορθωμένο καπιταλισμό εκείνης της περιόδου – παρόλο που σ’ αυτή, απ’ το ΄53 και μετά, είχαν αρχίσει να εξαλείφονται οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής και να αντικαθίστανται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, πισωδρομικό προτσές που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 με την πλήρη εμφάνιση-διαμόρφωση στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ενός κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ιδιαίτερου τύπου,
δεύτερο, διάσωση, διατήρηση και υπεράσπιση όλων των αντιμαρξιστικών απόψεων, όπως αυτές διατυπώθηκαν στα 20ο–21ο–22ο κλπ. συνέδρια που αφορούσαν: 1. ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, 2. ζητήματα προλεταριακής επανάστασης, 3. Διχτατορία του Προλεταριάτου-«παλλαϊκό κράτος», 4. κομμουνιστικό κόμμα-«κόμμα όλου του λαού», 5. «ειρηνική συνύπαρξη», 6. ιμπεριαλισμός-αναπόφευκτο πολέμων.
τρίτο, προπαγάνδιση στην εργατική τάξη και στο λαό του, μετά το ΄53, παλινορθωμένου καπιταλισμού ως «υπαρκτού σοσιαλισμού»,
τέταρτο, διάσωση, διατήρηση και υπεράσπιση του αντεπαναστατικού χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού γενικά.
Στο σημείωμα αυτό επιχειρείται, σ’ αντιπαράθεση με το χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό και όλα τ’ άλλα οπορτουνιστικά ρεύματα, να καταδειχθεί-τεκμηριωθεί η διακοπή, απ΄ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και η έναρξη του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωση του καπιταλισμού σ’ αυτή – αποτελεί απ’ τα κεντρικότερα ζητήματα της αντιπαράθεσης μεταξύ των επαναστατών μαρξιστών και των σοσιαλδημοκρατών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών για πάνω από μισό αιώνα, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 ως τα σήμερα, επειδή αυτό, ως γνωστόν, συνδέεται άμεσα με το πιο σπουδαίο ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος: εκείνο του ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ.
Η ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου – απαρχή της κατεδάφισης-εξάλειψης του σοσιαλισμού και έναρξη της σταδιακής παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση
Η όξυνση της ταξικής πάλης, μετά το θάνατο-δολοφονία του ΣΤΑΛΙΝ, κορυφώνεται με ήττα των επαναστατικών δυνάμεων στο ΚΚΣΕ. Κατέληξε σε νίκη και επικράτηση της ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης με εκπρόσωπο-ηγέτη την αποστάτρια προδοτική σοσιαλδημοκρατική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ. η οποία ανέτρεψε τη Διχτατορία του Προλεταριάτου, προετοίμασε το κακόφημο 20ο ρεβιζιονιστικό συνέδριο (Φλεβάρης 1956) που ψήφισε-υιοθέτησε ως γραμμή τις γνωστές αντιμαρξιστικές σοσιαλδημοκρατικές θέσεις που εκφράζουν-έκφρασαν και επικύρωσαν επίσημα και ανοιχτά πλέον τη νίκη των αντεπαναστατικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ένωση – αντεπαναστατικές απόψεις που συνάμα επιβεβαιώνουν και την ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, και δείχνουν επιπλέον ότι η οικονομία αυτής της χώρας μπήκε σε τροχιά κατεδάφισης-εξάλειψης του σοσιαλισμου-κομμουνισμού και παλινόρθωσης του καπιταλισμού με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα στις μετέπειτα δεκαετίες ως τη διάλυση και της ίδιας της καπιταλιστικής Σοβιετικής Ένωσης επί Γκορμπατσόφ.
Όμως, παρά τη νίκη και επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης, την ανατροπή της Διχτατορία του Προλεταριάτου και την απουσία επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος της εργατικής τάξης, και παρά την εφαρμογή, μετά το ΄53, καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού, οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές (μαζί τους και η ηγεσία του «Κ»ΚΕ) και άλλα αντιμαρξιστικά ρεύματα, αρνούνται, ακόμα και σήμερα, να παραδεχθούν ότι στη Σοβιετική Ένωση μετά το ΄53 δηλ. την περίοδο των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ είχε παλινορθωθεί ο καπιταλισμός και ισχυρίζονται ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού «συνεχίστηκε» και μετά το ΄53 και μόλις το 1989-90 εξαλείφθηκε – θέση που είναι σε πλήρη ρήξη-αντίθεση με την αντικειμενική πραγματικότητα της οικονομίας εκείνης της περιόδου στη Σοβ. Ένωση και φυσικά δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το μαρξισμό, απλά επιδιώκει να συγκαλύψει το πισωδρομικό προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και να παρουσιάσει το διαβόητο «υπαρκτό σοσιαλισμό», που δεν ήταν παρά υπαρκτός καπιταλισμός, ως «σοσιαλισμό».
Στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μόνο οι επαναστάτες μαρξιστές δηλ. οι λενινιστές-σταλινιστές ήταν εκείνοι που πρώτοι έθεσαν ζήτημα παλινόρθωσης του καπιταλισμού μετά την επικράτηση, αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης, αποκάλυψαν και ξεσκέπασαν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων της περιόδου των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ-Γκόρμπατσοφ – επαναστατική στάση που τους έφερε σε μόνιμη, σκληρή και οξύτατη πολιτικο-ιδεολογική αντιπαράθεση σε διεθνές αλλά και σε τοπικό επίπεδο με τους προδότες χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές στα θέματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και εξακολουθεί να τους κρατά στην ίδια θέση, ακόμα και σήμερα, γιατί όπως δείχνει το αντιμαρξιστικό «κείμενο της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας για το Σοσιαλισμό» (Απρίλης 2008), αυτοί εμμένουν σταθερά στις ίδιες αστικο-ρεβιζιονιστικές θέσεις, όπως αυτές διατυπώθηκαν απ’ τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές εδώ και πάνω από μισό αιώνα απ’ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, παρόλο που αυτές διαψεύστηκαν από την αντεπαναστατική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης ως το 1989-90. Αντίθετα οι μαρξιστικές θέσεις και αναλύσεις των λενινιστών-σταλινιστών επιβεβαιώθηκαν και δικαιώθηκαν ιστορικά.
Πέρα απ’ το κεντρικό και πολύ σπουδαίο ζήτημα της χρονικής έναρξης του πισωδρομικού προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης (για τους επαναστάτες μαρξιστές μετά το 1953 – για το διεθνή χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό και την ηγεσία του «Κ»ΚΕ το 1989-1991), η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση δεν άρχισε απ’ τη σφαίρα της οικονομικής βάσης, όπως υπονοούν στο «κείμενό» τους οι αντισταλινικοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες (αντιμαρξιστική προσέγγιση για την περίοδο Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ) αλλά εντελώς αντίθετα: άρχισε απ΄ τη σφαίρα του εποικοδομήματος δηλ. απ’ την πολιτική εξουσία με την ανατροπή, μετά το 1953, της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, που άνοιξε το δρόμο στις αντιμαρξιστικές αποφάσεις του 20ο συνεδρίου και στην μετέπειτα εφαρμογή στον τομέα της οικονομίας καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων.
Την ίδια ρεβιζιονιστική άποψη εκπροσωπεί και η Νίνα Αντρέγιεβα: « οι παραμορφώσεις του σοσιαλισμού άρχισαν πρώτα από τη σφαίρα της οικονομίας» (ΚΟΜΕΠ, 1/1998, σελ. 84) και πως τάχα αργότερα «σταδιακά παρακμάζει το πολιτικό εποικοδόμημα της κοινωνίας», ότι «το κράτος σταδιακά έχανε τη λειτουργία του οργανωτή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης», ότι τάχα «στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 το προλεταριακό κράτος μεταμορφώθηκε σε “παλλαϊκό κράτος”» (σελ.92). Αυτό, όμως, που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 δεν ήταν η «μεταμόρφωση» του προλεταριακού κράτους σε «παλλαϊκό κράτος» – γιατί το προλεταριακό κράτος, όσο υπάρχει, δε «μεταμορφώνεται» σε οτιδήποτε άλλο, αυτό μελλοντικά απονεκρώνεται όταν ωριμάζουν οι συνθήκες – αυτό που τότε συνέβηκε είναι ότι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές παραδέχτηκαν πλέον ανοιχτά ότι στη Σοβ. Ένωση δεν υπήρχε πια Διχτατορία του Προλεταριάτου (ήδη αυτή είχε ανατραπεί πριν το 20ο Συνέδριο, Φλεβάρης 1956) και ότι είχε αντικατασταθεί απ’ το λεγόμενο «κράτος όλου του λαού» δηλ. τη διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας. Και αφού δεν υπήρχε οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές υποχρεώθηκαν, μετά από τόσα χρόνια, να εγκαταλείψουν και σε θεωρητικό επίπεδο την έννοια «Διχτατορία του Προλεταριάτου» και να την αντικαταστήσουν με την αστική έννοια «κράτος όλου του λαού».
Είναι φανερό, πως, όπως είναι εντελώς αδύνατη η κατάργηση της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε μια χώρα και η εφαρμογή επαναστατικών σοσιαλιστικών οικονομικών μέτρων για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού χωρίς να προηγηθεί η νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση, δηλ. να ανατραπεί η διχτατορία της αστικής τάξης και να καταλάβει την πολιτική εξουσία η εργατική τάξη, εγκαθιδρύοντας, μετά τη συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής, τη Διχτατορία του Προλεταριάτου, άλλο τόσο είναι αδύνατη και η εφαρμογή καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων όσο υπάρχει η Διχτατορία του Προλεταριάτου (ακριβώς γι’ αυτό δεν είχαμε τέτοιο φαινόμενο την εποχή των ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ στη Σοβ. Ένωση). Επομένως πρώτη και εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των, μετά το ΄53, καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της Σοβ. Ένωσης ήταν η νίκη της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης και η ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου.
ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. Το πισωδρομικό προτσές στη Σοβιετική Ένωση άρχισε απ΄ τη σφαίρα του εποικοδομήματος δηλ. απ’ το επίπεδο της πολιτικής εξουσίας με την νίκη και κυριαρχία του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού στο ΚΚΣΕ και την πραξικοπηματική ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου απ’ την προδοτική σοσιαλδημοκρατική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ. – ανατροπή που οδήγησε σε απώλεια της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης.
Στη Σοβιετική Ένωση, μετά το ΄53-΄56, δεν υπήρχε πια ούτε Κομμουνιστικό Κόμμα ούτε Διχτατορία του Προλεταριάτου και επομένως χωρίς αυτά δεν υπήρχε σ’ αυτή μα ούτε μπορούσε να υπάρξει Σοσιαλισμός:
Α. ΚΚΣΕ: απ’ το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης στο αντεπαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό «κόμμα ολόκληρου του λαού». Στη Σοβ. Ένωση δεν υπήρχε πια επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, επειδή: α) το κομμουνιστικό κόμμα άλλαξε χαρακτήρα με τη νέα σοσιαλδημοκρατική γραμμή του 20ου συνεδρίου απ’ την οποία πλέον καθοδηγείται (ζητήματα επανάστασης-σοσιαλισμού) και έτσι από επαναστατικό που ήταν, μετατράπηκε σ’ ένα αστικό σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμμα, στη δράση του (και σε κανένα επίπεδο) δεν καθοδηγούνταν πλέον απ’ τον επαναστατικό μαρξισμό δηλ. το λενινισμό-σταλινισμό, αλλά απ’ το αντεπαναστατικό ρεύμα του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, β) οι ίδιοι οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές (και ο διεθνής χρουστσοφικός ρεβιζιονισμός) αναγκάζονται να παραδεχθούν (και μάλιστα μόλις 5 χρόνια αργότερα) στο 22ο συνέδριο (1961) ότι το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα έχει αντικατασταθεί από το λεγόμενο «κόμμα όλου του λαού»: «το μαρξιστικό-λενινιστικό μας κόμμα, που γεννήθηκε σαν κόμμα της εργατικής τάξης, έγινε το κόμμα ολόκληρου του λαού» («Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ», σελ. 250, Αθήνα 1961).
Όμως οι κομμουνιστές γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν κόμματα «υπεράνω τάξεων» δηλ. κόμματα «ολόκληρου του λαού» αλλά μόνο κόμματα συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων. Επομένως, το τότε σοβιετικό κόμμα που «γεννήθηκε» μεν «σαν κόμμα της εργατικής τάξης» δεν ήταν πλέον κόμμα της εργατικής τάξης: είχε ήδη μετατραπεί σε κόμμα της νέας, υπό διαμόρφωση-συγκρότηση, αστικής τάξης της σοβιετικής κοινωνίας.
Β. Απ’ τη Διχτατορία του Προλεταριάτου στο «παλλαϊκό κράτος» δηλ. στη διχτατορία της νέας αστικής τάξης. Στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε πια Διχτατορία του Προλεταριάτου γιατί: α) αυτή είχε ήδη ανατραπεί την περίοδο ΄53-΄56 απ’ τη ρεβιζιονιστική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ. – ανατροπή που αποτέλεσε την πρώτη μα και εντελώς αναγκαία προϋπόθεση για τη σύγκληση του αντεπαναστατικού ρεβιζιονιστικού σοσιαλδημοκρατικού 20ου συνεδρίου (Φλεβάρης 1956) αλλά και την έναρξη της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβ. Ένωση, β) αυτή αντικαταστάθηκε, όπως παραδέχτηκαν-ομολόγησαν και οι ίδιοι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές, απ’ το διαβόητο «κράτος όλου του λαού» ή αλλιώς στην περίοδο αυτή σημειώνεται «το πρόβλημα της ανάπτυξης του κράτους της δικτατορίας της εργατικής τάξης σε παλλαϊκό κράτος» και ότι το «παλλαϊκό κράτος είναι το καινούριο στάδιο στην εξέλιξη του σοσιαλιστικού κράτους» («Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ», σελ. 205, Αθήνα 1961). Αργότερα η αντικατάσταση της Διχτατορίας του Προλεταριάτου απ’ το «κράτος όλου του λαού» κατοχυρώθηκε και στο νέο Σύνταγμα. Στο άρθρο 1 του «Σοβιετικού» Συντάγματος της Μπρεζνιεφικής περιόδου (1977) αναφέρεται: «η Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών είναι σοσιαλιστικό παλλαϊκό κράτος» («Το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ», σελ. 42, 1977).
Για το μαρξισμό «κράτος όλου του λαού» δεν υπάρχει (γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κράτος υπεράνω τάξεων) και αφού το νέο κράτος των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών δεν είναι κράτος (όπως παραδέχονται-διαβεβαιώνουν ακόμα και οι ίδιοι) της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι – στην ιστορική εποχή της σύγκρουσης καπιταλισμού-σοσιαλισμού – κράτος της νέας «σοβιετικής» μπουρζουαζίας.
Ορθότατα σημειώνει ο διάσημος άγγλος μαρξιστής George Thomson: «ο μαρξισμός διδάσκει, ότι η μόνη εναλλακτική λύση στη Διχτατορία του Προλεταριάτου στη σύγχρονη κοινωνία είναι η διχτατορία της μπουρζουαζίας. Ακριβώς αυτό είναι στην πραγματικότητα το «κράτος όλου του λαού» του Χρουστσόφ… το «κράτος όλου του λαού» είναι στην πραγματικότητα μια διχτατορία της μπουρζουαζίας» (G.Thomson, 1971).
Η παραπάνω άποψη των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών, δεν έχει καμιά σχέση με το μαρξισμό γιατί η Διχτατορία του Προλεταριάτου πρώτο, δεν μετατρέπεται σ’ οτιδήποτε άλλο κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και δεύτερο, παραμένει ως την οικοδόμηση της ολοκληρωμένης κομμουνιστικής κοινωνίας: «ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στη άλλη. Και σ’ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η ε π α ν α σ τ α τ ι κ ή δ ι χ τ α τ ο ρ ί α τ ο υ π ρ ο λ ε τ α ρ ι ά τ ο υ» (ΜΑΡΞ). Αργότερα όταν υπάρξουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις το κράτος απονεκρώνεται.
Η ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου και η αντικατάστασή της απ’ το διαβόητο «κράτος όλου του λαού» σημαίνει, ότι η εργατική τάξη στη Σοβιετική Ένωση έχασε οριστικά την πολιτική της εξουσία προς όφελος της νέας μπουρζουαζίας, που τα ταξικά της συμφέροντα εκφράζονταν-εκπροσωπούνταν απ’ το νέο αστικό κράτος δηλ. το «παλλαϊκό κράτος».
Οι αντεπαναστατικές απόψεις των 20ου-22ου, κλπ. συνεδρίων που βρίσκονται σε ανοιχτή ρήξη με το μαρξισμό, εκφράζουν πρώτο, την πλήρη εγκατάλειψή του σ’ όλα γενικά τα ζητήματα, και δεύτερο, την απώλεια της εξουσίας της εργατικής τάξης, ειδικότερα η εφαρμογή αυτών των απόψεων στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, σήμαινε: 1) διακοπή υποχρεωτικά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, 2) οριστική εγκατάλειψη του δρόμου του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και συνάμα 3) έναρξη του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Σε μια χώρα που δεν υπάρχουν πλέον ούτε επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα ούτε Διχτατορία του Προλεταριάτου δεν μπορεί να συνεχιστεί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Επομένως η παραπέρα οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβ. Ένωση κατέστη όχι μόνο αδύνατη αλλά και συνάμα διακόπηκε οριστικά, ενώ η χώρα μπήκε επιπλέον στον αντεπαναστατικό δρόμο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, βαδίζοντας έτσι οριστικά και αμετάκλητα το δρόμο της τότε Τιτοϊκής καπιταλιστικής Γιουγκοσλαβίας (γι’ αυτό βαφτίστηκε απ’ την ομάδα των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ η Γιουγκοσλαβία «σοσιαλιστική» χώρα) - παλινόρθωση που επιβεβαιώθηκε απ’ τη μετά το ΄53 ιστορική πορεία της Σοβ. Ένωσης της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ και τη διάλυσή της επί Γκορμπατσόφ.
Απ’ τα παραπάνω γίνεται φανερό και βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι σε πολιτικό επίπεδο στη Σοβιετική Ένωση της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ δεν υπήρχε ούτε κομμουνιστικό κόμμα ούτε Διχτατορία του Προλεταριάτου – πράγμα που ομολογούν, όπως διαπιστώθηκε, και οι ίδιοι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές. Και είναι πασίγνωστο, σύμφωνα με το μαρξισμό, ότι σε μια χώρα που δεν υπάρχει Διχτατορία του Προλεταριάτου, δηλ. δεν υπάρχει εξουσία της εργατικής τάξης, η χώρα αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοσιαλιστική. Επομένως σε πολιτικό επίπεδο στη Σοβιετική Ένωση, όπου, μετά το 1953-1956, δεν υπήρχε Διχτατορία του Προλεταριάτου και δεν ήταν δυνατό - ακριβώς γι’ αυτό – να υπάρχει μα ούτε υπήρχε σοσιαλισμός.
Το εκεί κράτος – σύμφωνα και με τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές – δεν ήταν πλέον Διχτατορία του Προλεταριάτου, αλλά είχε αντικατασταθεί από το «κράτος όλου του λαού», που δεν ήταν παρά διχτατορία της νέας «σοβιετικής» μπουρζουαζίας. Το καθεστώς της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ (1953-1990) ήταν ένα αντιδραστικό αστικό μονοκομματικό πολιτικό, φασιστικού τύπου, καθεστώς, στο οποίο απαγορεύονταν η ύπαρξη και δράση επαναστατικών κομμουνιστικών λενινιστικών-σταλινικών Κομμάτων και Οργανώσεων, ένα καθεστώς που είχε κάψει a la Χίτλερ και πολτοποιήσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες τόμων, αν όχι εκατομμύρια, διαφόρων έργων του μεγάλου επαναστάτη κομμουνιστή ηγέτη και κλασικού του μαρξισμού ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, που διέκοψε και απαγόρεψε την έκδοση οποιουδήποτε έργου του για περίπου 40 ολόκληρα χρόνια δηλ. καθόλη τη διάρκεια της κυριαρχίας του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (1953-1990), απαγόρεψε την αναφορά στους 4 κλασικούς ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ-ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ και επέβαλλε φασιστική λογοκρισία ακόμα και στις επανεκδόσεις έργων όλων των επαναστατών στα σημεία που αναφέρονταν το όνομα του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, μεταξύ των οποίων και σ’ εκείνα του μεγάλου κομμουνιστή ηγέτη και πιστού μαθητή του Στάλιν, Georgi Dimitroff (φασιστική λογοκρισία στα έργα του είχε επιβληθεί και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην πατρίδα του τη Βουλγαρία απ’ τη φασιστική κλίκα του Ζίβκοφ). Σχεδόν σ΄ όλα τα έργα του Dimitroff έχει απαλειφθεί το όνομα του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, αλλά και ολόκληρα κομμάτια και προπαντός στα έργα του «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ» και η «Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ». Ας αναφερθεί με την ευκαιρία μόνο ένα σημείο: «είμαι πραγματικά ένας ε ν θ ο υ σ ι ώ δ η ς ο π α δ ό ς κ α ι θ α υ μ α σ τ ή ς τ ο υ σ ο β ι ε τ ο ρ ο ύ σ ι κ ο υ Κ ο μ μ ο υ ν ι σ τ ι κ ο ύ Κ ό μ μ α τ ο ς, γιατί αυτό το κόμμα κυβερνάει τη πιο μεγάλη χώρα του κόσμου, το ένα έκτο της γης, και με επικεφαλής το Μεγάλο μας ηγέτη Σ τ ά λ ι ν, οικοδομεί τόσο ηρωϊκά και με επιτυχία το σοσιαλισμό» (G.Dimitroff: «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ», σελ. 57, Μόσχα 1942), ενώ στις μετά το 1956 ανατολικογερμανικές εκδόσεις διαβάζουμε: σημεία «είμαι πραγματικά ένας ε ν θ ο υ σ ι ώ δ η ς ο π α δ ό ς κ α ι θ α υ μ α σ τ ή ς τ ο υ σ ο β ι ε τ ι κ ο ύ Κ ο μ μ ο υ ν ι σ τ ι κ ο ύ Κ ό μ μ α τ ο ς, γιατί αυτό το κόμμα κυβερνάει τη πιο μεγάλη χώρα του κόσμου, το ένα έκτο της γης, και οικοδομεί τόσο ηρωϊκά και με επιτυχία το σοσιαλισμό» (G.Dimitroff: «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ, σελ. 72, Βερολίνο(DDR) 1972 και 1978).
Η προδοτική φασιστική κλίκα των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ για να εξαφανίσει από προσώπου γης το όνομα του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ δεν απαγόρεψε μόνο τα βιβλία του αλλά γκρέμισε και όλα τα αγάλματα και ότι θύμιζε το όνομά του (ονόματα δρόμων, πλατιών, πόλεων, κλπ.) φτάνοντας ως το πρωτοφανές αίσχος να μετονομάσει το παγκόσμιο Σύμβολο της μεγάλης Αντιφασιστικής ΝΙΚΗΣ των λαών – το ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ – σε Βολγογκράντ (για να ικανοποιήσει και χαροποιήσει τους ανά τον κόσμο χιτλερικούς ναζιφασίστες), μια τόσο επαίσχυντη και προκλητική πράξη που δεν τόλμησαν ούτε οι γάλλοι ιμπεριαλιστές που διατηρούν ακόμα και σήμερα τη στάση «ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ» στο μετρό του Παρισιού.
Η εργατική τάξη στη χρουστσο-μπρεζνιεφο-γκορμπατσοφική Σοβιετική Ένωση γνώρισε άγρια καταπίεση και εκμετάλλευση και οι επαναστάτες άγριες φασιστικές διώξεις, μαζί τους και οι επαναστάτες κομμουνιστές αντάρτες των ΕΛΑΣ-ΔΣΕ με τις συλλήψεις, φυλακίσεις, τις φασιστικές Δίκες (Φλεβάρη 1956) των χρουστσοφικών σε βάρος των γενναίων και ακατάβλητων ηρωϊκων ανταρτών του ΔΣΕ, τις πολύχρονες εξορίες πολλών δεκάδων κομμουνιστών στη Σιβηρία με πρώτο το μεγάλο κομμουνιστή ηγέτη Αρχηγό του ΚΚΕ ΝΙΚΟ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ που η αποστάτρια σοσιαλδημοκρατική κλίκα των ΜΠΡΕΖΝΙΕΦ-ΦΛΩΡΑΚΗ δολοφόνησε στη Σιβηρία τον Αύγουστο του ΄73 μετά από 17 χρόνια εξορία, αλλά και τον εγκλεισμό αγωνιστών, για πολιτικούς λόγους, σε ψυχιατρεία, όπως το αντισυνταγματάρχη του ΔΣΕ Κώστα Κυργιάννη-Λακαρέα, πολιτικού επιτρόπου της 159 επίλεκτης ταξιαρχίας του Σουλίου, επειδή δεν δέχονταν να αποκηρύξει την επαναστατική γραμμή των ΣΤΑΛΙΝ-ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ.
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. Στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες μετά την πραξικοπηματική ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου και τη νίκη της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης – νίκη που επισφραγίστηκε ανοιχτά και επίσημα με το 20ο αντεπαναστατικό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) –κυρίαρχη ιδεολογία δεν ήταν πλέον ο επαναστατικός μαρξισμός δηλ. λενινισμός-σταλινισμός αλλά το αντεπαναστατικό ρεύμα του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (= παραλλαγή της αστικής ιδεολογίας).
Ο επαναστατικός μαρξισμός όχι μόνο έπαψε να είναι κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά αντίθετα: πρώτο, τέθηκε αμέσως υπό διαρκή διωγμό με απαρχή την πολτοποίηση αλλά και τη φασιστική απαγόρευση των έργων του Στάλιν, και δεύτερο, δέχτηκε σφοδρότατη επίθεση στις επαναστατικές του Αρχές με πρόσχημα τη διαβόητη «πάλη κατά της προσωπολατρίας» και του «δογματισμού», στα πλαίσια της νέας γραμμής της αποσταλινοποίησης-απομαρξιστικοποίησης. Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι η έννοια της «π ρ ο σ ω π ο λ α τ ρ ί α ς» των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών είναι: α) αντιεπιστημονική, β) αστική, γ) επιφανειακή, δ) αντιμαρξιστική και τέλος στ) συνιστά ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας. Ακόμη και διάφοροι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές θεωρούν την «προσωπολατρία» ιδεαλιστική αντίληψη, ανάμεσα στους οποίους ο αυστριακός Theodor Prager, ο οποίος απαντώντας στον ανατολικογερμανό ρεβιζιονιστή Otto Reinhold κατά τη διάρκεια συζήτησης (Σεπτέμβρης 1967) για τα 100 χρόνια του «κεφαλαίου» του Μαρξ είχε πει: «τη θεωρώ μια πέρα για πέρα ιδεαλιστική αντίληψη»!
Στα πρώτα, μετά το ΄53-56, χρόνια της μεγάλης αντεπαναστατικής ρεβιζιονιστικής στροφής, οι χρουστσο-μπρεζνιεφικοί ρεβιζιονιστές υποκατέστησαν, εμμέσως πλην σαφώς, το διαλεκτικό-ιστορικό υλισμό με ιδεαλιστικές αντιλήψεις και αστικές θεωρίες με πρόσχημα τη «συμπλήρωση» και τη «δημιουργική ανάπτυξη» του μαρξισμού «στις νέες συνθήκες».
Αν στην εποχή του μπερνσταϊνικο-καουτσκικού ρεβιζιονισμού κυριαρχούσε το αντιδραστικό σύνθημα «επιστροφή στον Καντ», στην εποχή της κυριαρχίας του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού κυριάρχησαν τα αντιδραστικά συνθήματα «επιστροφή στο νέο Μαρξ» («αλλοτρίωση», «άνθρωπος», κλπ.) και «επιστροφή στο Χέγκελ». Σ΄ αυτή την περίοδο – πέρα απ’ την πλήρη αναθεώρηση του μαρξισμού – απορρίφθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι μαρξιστικές εκτιμήσεις της εποχής του ΣΤΑΛΙΝ για το χαρακτήρα της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας και το Hegel, επιπλέον αποκαταστάθηκαν και άρχισαν να προπαγανδίζονται οι πιο αντιδραστικές πλευρές-απόψεις της φιλοσοφίας του (όπως «το γερμανικό πνεύμα ενσαρκώνει την απόλυτη αλήθεια και την ελευθερία», εθνικισμό, κλπ.) που προωθήθηκαν-διαδόθηκαν, εκτός των άλλων, απ’ την ελεγχόμενη απ’ τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές «Hegelgesellschaft» με πρόεδρο το Wilhelm Raimund Beyer.
Έτσι αμέσως μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) σοβιετικοί ρεβιζιονιστές θεωρητικοί P.A. Piontkowski (Αύγουστος 1956), J.Ch. Ljabitsch («Kommunist», Ιούλης 1956), P.N. Galansa (Σεπτέμβρης 1956), κλπ. αφού μας πληροφορούν ότι «στη σοβιετική φιλοσοφική βιβλιογραφία κατά την περίοδο της προσωπολατρίας του Στάλιν, η διατύπωση, η φιλοσοφία των Καντ, Φίχτε και Χέγκελ αποτελεί «μια αριστοκρατική αντίδραση στη γαλλική αστική επανάσταση και το γαλλικό υλισμό» είχε το χαρακτήρα μιας αναμφισβήτητης θέσης», καταλήγουν: «η εκτίμηση της φιλοσοφίας του Χέγκελ σαν αριστοκρατική αντίδραση δεν ανταποκρίνεται λοιπόν στην πραγματικότητα» (P.Α. Piontkowski 1956), ενώ λίγα χρόνια αργότερα και μετά το ΧΧΙΙ Συνέδριο (1961), το 1962: «αντίθετα με τα γεγονότα, αντίθετα με το πραγματικό περιεχόμενο της χεγκελιανής φιλοσοφίας, σ’ αντίθεση με την εκτίμησή της απ’ τους θεμελιωτές του μαρξισμού, αυτή χαρακτηρίστηκε από το Στάλιν σαν «αριστοκρατική αντίδραση στη γαλλική επανάσταση και στο γαλλικό υλισμό»» (Mitin, 1962).
Η σοσιαλδημοκρατική ρεβιζιονιστική περίοδος χαρακτηρίζονταν, ως γνωστόν, από την κ α ν τ ι α ν ο π ο ί η σ η του μαρξισμού (με σύνθημα «πίσω στο Καντ») ως κυρίαρχο ρεύμα, ενώ η περίοδος του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (απ’ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ’50) χαρακτηρίζεται κυρίως απ’ τη χ ε γ κ ε λ ι α ν ο π ο ί η σ η του μαρξισμού σ’ όλες τις ρεβιζιονιστικές χώρες (μετά το ’56) – χεγκελιανοποίηση που βρήκε την επίσημη έκφρασή της στην «Internationale Hegelgesellschaft» που ελέγχονταν απ’ τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές και εκφράστηκε, ανάμεσα στ’ άλλα, σε μια προγραμματικού χαρακτήρα επιγραμματική φράση-θέση (μ’ αφορμή τα 125 χρόνια από το θάνατο του Χέγκελ) του τότε προέδρου της W.R.Beyer, ο οποίος, αφού στο έργο του Χέγκελ είχε ήδη απ’ το 1964 «ανακαλύψει»(!) όχι μόνο «πολιτικές προοδευτικές απόψεις» αλλά και «μερικά χαρακτηριστικά υλισμού» (=γελοία αντιδραστική επινόηση) διακήρυσσε: «η πάλη μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού διεξάγεται σήμερα στο σημαντικό της μέρος στο «έδαφος του Χέγκελ», όπως αποδεικνύουν όλα τα διεθνή για το Χέγκελ συνέδρια»(!), και όχι στο έδαφος του υλισμού του ΜΑΡΞ, δηλ. άρνηση και «ξεπέρασμα»-εξάλειψη της αντίθεσης ι δ ε α λ ι σ μ ο ύ – υ λ ι σ μ ο ύ και παραποίηση του μαρξισμού στην κατεύθυνση του αντικειμενικού ιδεαλισμού του Χέγκελ, μετατροπή του μαρξισμού σε μια a la Hegel ιδεαλιστική διδασκαλία. Όταν αργότερα (τέλη Αυγούστου 1974) πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα (Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ) το οργανωμένο απ’ τη «Hegelgesselschaft», 10ο «Διεθνές Συνέδριο για το Χέγκελ» με θέμα «Η διαλεκτική του Χέγκελ», το περιεχόμενο των απόψεων που εκεί αναπτύχθηκε έδωσε δικαιολογημένα την αφορμή σε αστό συμμετέχοντα στο συνέδριο (M. Haller) να γράψει: «φωτίζοντας το μαρξισμό ιδεαλιστικά» και να μιλήσει για «νέο φως στο πρόβλημα της διαλεκτικής στο Χέγκελ και στο Μαρξ»!!!
Η χεγκελιανοποίηση του μαρξισμού και η αποκατάσταση της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του Χέγκελ πήγαινε χέρι-χέρι και υπηρετούσε την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες (εσωτερική καταπίεση-εξωτερικές επεμβάσεις και φιλοπόλεμη πολιτική), ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα της νέας αστικής τάξης στη Σοβιετική Ένωση, αφού ο Χέγκελ, ως γνωστόν, στην εποχή του συμφιλίωνε τις ταξικές αντιθέσεις μεταξύ φεουδαρχών-μπουρζουαζίας προς όφελος των ταξικών συμφερόντων των Πρώσων φεουδαρχών – σήμερα τις συμφιλιώνει προς όφελος του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού.
Έτσι η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ με τη στραμμένη στο παρελθόν διαλεκτική της, που στην εποχή της δικαιολόγησε την ταξική κυριαρχία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και της υποταγμένης σ’ αυτή μπουρζουαζίας, έρχεται τώρα να υπηρετήσει τη νέα σοβιετική μπουρζουαζία, γίνεται «η φιλοσοφική ευλογία στο δεσποτισμό, το αστυνομικό κράτος, τη λογοκρισία» στο εσωτερικό των ρεβιζιονιστικών χωρών και στην εξωτερική πολιτική σηκώνει ψηλά τη σημαία του εθνικισμού-σοβινισμού, του πολέμου και των στρατιωτικών επεμβάσεων σ’ άλλες χώρες, ενώ στις καπιταλιστές χώρες υπηρετεί τη συμφιλίωση των ανταγωνιστικών αντιθέσεων μεταξύ μπουρζουαζίας-προλεταριάτου, και κατά συνέπεια την υποταγή των συμφερόντων του σε κείνα της αντιδραστικής αστικής τάξης.
Αν ο Κ. Κάουτσκι ισχυρίζονταν ότι «ο διαλεκτικός υλισμός είναι μόνο μια μέθοδος που μπορεί να συνδεθεί με κάθε κοσμοθεωρία που να φέρει το όνομα ρεαλισμός ή μονισμός, θετικισμός ή αισθησιαρχία, εμπειρισμός ή εμπειριοκριτικισμός» (K. Kautsky, 1927) και ο M. Adler, ότι «αν πρέπει να απορρίψουμε τη σύνδεση του μαρξισμού ως θεωρία της κοινωνίας με κάποια κοσμοθεωρία, ειδικά εκείνη με το φιλοσοφικό υλισμό...» (M. Adler1922), οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές σύνδεσαν το μαρξισμό, ακριβέστερα τον υποκατέστησαν, με ολόκληρη στρατιά φιλοσοφικών ιδεαλιστικών ρευμάτων.
Στη καπιταλιστική Σοβιετική Ένωση της χρουστσο-μπρεζνιεφο-γκορμπατσοφικής περιόδου αλλά και σ’ όλες τις ρεβιζιονιστικές χώρες του παλινορθωμένου καπιταλισμού αναβίωσαν ο θρησκευτικός σκοταδισμός και ο ανορθολογισμός. Στον τομέα της φιλοσοφίας, μετά το ΄56, άνθισαν σχεδόν όλα τα αντιδραστικά αστικά ιδεαλιστικά φιλοσοφικά ρεύματα απ’ τον πραγματισμό, υπαρξισμό, στρουκτουραλισμό, φροϋδισμό, νεοθετικισμό, οντολογία, φαινομενολογία, φιλοσοφική ανθρωπολογία, κλπ. φθάνοντας ως το όπιο της θρησκείας αλλά και τα υπεραντιδραστικά ρεύματα του νιτσεϊσμού και του γερμανικού ρομαντισμού,.
Αυτά δεν τα αμφισβητούν ούτε οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές. Ο πολωνός οικονομολόγος W. Brus σημειώνει το 1974 σχετικά: «Η μετά τον Στάλιν περίοδος έφερε, στον τομέα της ιδεολογίας μια στροφή προς τον πραγματισμό...» (W. Brus, 1975), ενώ ακόμα και ο αμετανόητος δυτικογερμανός χρουστσοφικός ρεβιζιονιστής θεωρητικός του «D»KP Robert Steigerwald ομολογεί το 1989, έστω και «κατόπιν εορτής», ότι στη Σοβιετική Ένωση «ορισμένοι φιλόσοφοι αυτομόλησαν προς την πλευρά των Heidegger, Popper, Gadamer (ορισμένοι μάλιστα προς το Nietzsche!) ή άλλοι περιόριζαν τη θεωρία σε κοινωνιολογική και θετικιστική ανάλυση γεγονότων» (R. Steigerwald,1991).
Η σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβ, Ένωση και η ολοκλήρωσή της στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 με την εφαρμογή των πιο ολοκληρωμένων ως τότε καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων του ΄65 (μεταρρύθμιση Μπρέζνιεφ-Κοσσύγκιν Οκτώβρης 1965) και οι αναπόφευκτες αλλαγές στις κοινωνικο-ταξικές σχέσεις δηλ. η νέα αυτή πραγματικότητα προκάλεσε – παράλληλα με τη διατήρηση της δημαγωγικής αναφοράς των ρεβιζιονιστών στο «μαρξισμό» τους – πέρα απ’ την άνθιση στις ρεβιζιονιστικές-καπιταλιστικές χώρες όλων σχεδόν των αντιδραστικών φιλοσοφικών ιδεαλιστικών ρευμάτων, το ανοιχτό πέρασμα ακόμα και στις πιο ακραίες αντιδραστικές φιλοσοφικές απόψεις και αντιλήψεις με την αποκατάστασή τους καταρχήν, την υιοθέτησή τους στη συνέχεια και τέλος την προπαγάνδισή τους με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις αντιδραστικές φεουδαρχικές απόψεις του γερμανικού ρομαντισμού που γοητεύονται απ’ το μεσαίωνα και την επιστροφή σ’ αυτόν (τους πρώσους ρομαντικούς ο Ενγκελς τους αποκαλούσε «θεωρητικούς της φεουδαρχίας») αλλά και τις υπεραντιδραστικές απόψεις του Friedrich Nietzsche (είδωλο των Μουσολίνι-Χίτλερ) αλλά και του νιτσεϊσμού (Spengler, Heidegger,κλπ.) που και τα δύο αυτά ρεύματα συνέβαλλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση των ναζιστικών απόψεων της χιτλερικής Γερμανίας και αξιοποιήθηκαν στο μέγιστο δυνατό βαθμό από τους ναζι-φασίστες. Έτσι σ΄ αυτή την περίπτωση το χρουστσο-μπρεζνιεφικό ρεβιζιονιστικό ρεύμα εγκατέλειψε καταρχήν: 1) το μαρξισμό, 2) τη μαρξιστική εκτίμηση αυτών των αντιδραστικών αντιλήψεων, αλλά έπραξε ακόμα και κάτι χειρότερο: 3) εγκατέλειψε επιπλέον την αντιφασιστική σκοπιά και τις αντιφασιστικές θέσεις, 4) ανέλαβε την προπαγάνδιση αυτών των υπεραντιδραστικών απόψεων, εμφανίζοντάς τες ως «δημοκρατικές» 5) μπόλιασε ιδεολογικά το εργατικό κίνημα όχι μόνο με αστικές «δημοκρατικές» απόψεις αλλά και με ανοιχτά εθνικιστικές και φασιστικές.
Μάλιστα οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές μαζί με τους Ulbricht-Honneker έφτασαν στο σημείο, αρχές της δεκαετίας του ΄60, να επιτρέψουν το άνοιγμα των Αρχείων του Nietzsche στη Weimar(DDR) σε δυο ιταλούς ομοϊδεάτες τους (M.Montinari-G.Colli) για να προετοιμάσουν μια «αποναζιστικοποιημένη» έκδοση των έργων του, που εκδόθηκαν αργότερα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. Είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί ευθύς εξαρχής, πως πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, ότι οι παρακάτω απόψεις και θέσεις, παρά την όποια αντιφατικότητα και ασάφεια, των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων – με εξαίρεση του δημαγωγικού τους σκέλους για δήθεν οικοδόμηση του σοσιαλισμου-κομμουνισμού – απ’ τη μια επιτίθενται και απορρίπτουν τις μαρξιστικές απόψεις του ΣΤΑΛΙΝ σχετικά με τα ζητήματα της οικοδόμησης του κομμουνισμού, ενώ ταυτόχρονα απ’ την άλλη δίνουν τον αστικό προσανατολισμό αλλά και την εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων για να κινηθεί η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων ρεβιζιονιστικών χωρών σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση δηλ. αποτελούν έμμεση-άμεση ομολογία του καπιταλιστικού χαρακτήρα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων σ’ αυτές τις χώρες, αντανακλούν τα τεκταινόμενα στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομίας δηλ. την πορεία του πισωδρομικού προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. (η παράθεση αυτών των αντιμαρξιστικών απόψεων-θέσεων δεν γίνεται για να υποκατασταθεί η ανάλυση του προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα, ως άμεση-έμμεση ομολογία-επιβεβαίωση και απ’ την αντίπαλη ρεβιζιονιστική πλευρά αυτής της αντεπαναστατικής πορείας της Σοβ. Ένωσης).
Ως τις αρχές του 1953 η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης κινούνταν στην κατεύθυνση της παραπέρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και βρίσκονταν σε μια φάση ανάπτυξης στην οποία: α. τα μέσα παραγωγής δεν ήταν εμπορεύματα δηλ. δεν πουλιούνται-αγοράζονται μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων, αλλά κατανέμονταν κεντρικά στη βάση του Σχεδίου ανάλογα με τις ανάγκες ανάπτυξης της οικονομίας, β. η εργατική δύναμη δεν ήταν εμπόρευμα, αφού η εργατική τάξη κατείχε και έλεγχε τα μέσα παραγωγής συλλογικά ως τάξη μέσω του κράτους της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, γ. ο νόμος της Αξίας είχε περιορισμένη δράση και δεν ρύθμιζε πλέον την παραγωγή, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό, δ. Οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις (=Ware-Geld-Beziehungen) περιορίζονταν συνεχώς στην κατεύθυνση της πλήρους εξάλειψής τους στην ολοκληρωμένη κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Αλλά ας δοθούν οι σύμφωνες με τα διδάγματα των κλασικών μαρξιστικές απόψεις του ΣΤΑΛΙΝ που συνάμα γενίκευαν-έκφραζαν και την ως τότε πείρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και δια γραφίδος ρεβιζιονιστών σοβιετικών οικονομολόγων: «το βασικό περιεχόμενο των σταλινικών ιδεών για τα ζητήματα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό συνίσταται στα παρακάτω: η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι, ως προς το χαρακτήρα της, εμπορευματική παραγωγή, και οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις είναι μια κληρονομιά του καπιταλισμού… η σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής περιορίζεται στα αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης, ενώ τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα αλλά έχουν μόνο εμπορευματικό περίβλημα. Ο νόμος της Αξίας δεν συμμετέχει στη ρύθμιση της παραγωγής. Η σφαίρα δράσης εκτείνεται κυρίως στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στην ανταλλαγή εμπορευμάτων μέσω αγοράς και πώλησης, κυρίως στην ανταλλαγή εμπορευμάτων ατομικής κατανάλωσης… Ο Ι.Β. Στάλιν αρνούνταν το ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της Αξίας στη διαμόρφωση των τιμών για τα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων και των πρώτων υλών της αγροτικής οικονομίας. Ξεκινώντας απ’ τις παραπάνω απόψεις για τη θέση και το ρόλο των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η εμπορευματική κυκλοφορία είναι ασυμβίβαστη με το σκοπό του περάσματος απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972).
Τα παραπάνω δεν ήταν μόνο ιδέες του Στάλιν δηλ. θεωρία, αλλά αποτελούσαν συνάμα και τη ζωντανή πραγματικότητα εκείνης της εποχής: εφαρμόζονταν στην πράξη στην τότε οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, επιβεβαιώνοντας έτσι πλέρια την ορθότητα των απόψεων των κλασικών του μαρξισμού ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ-ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ σχετικά με τα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και έδιναν το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της επαναστατικής πορείας προς τον κομμουνισμό – μια πορεία και περιεχόμενο που βρίσκονταν πάντα σε πλήρη αντιπαράθεση με το περιεχόμενο του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος (οικονομικοί νόμοι και μηχανισμοί λειτουργίας του).
Μετά το θρίαμβο και τη νίκη της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης και την πλήρη απομάκρυνσή του, στο θεωρητικό επίπεδο, απ’ το μαρξισμό, το αστικό πλέον ΚΚΣΕ, ένα σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμμα, πρωτοστατεί, καθοδηγεί και εφαρμόζει στη σοσιαλιστική οικονομία της Σοβ. Ένωσης σειρά, καπιταλιστικού χαρακτήρα, οικονομικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη σταδιακή εξάλειψη του σοσιαλισμού και την πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού, τις οποίες, βέβαια, παρουσίαζε-προπαγάνδισε ως μεταρρυθμίσεις που τάχα θα οδηγούσαν τη Σοβ. Ένωση, και μάλιστα στη δεκαετία του ΄80, στον «κομμουνισμό» (σήμερα όλοι γνωρίζουν ότι αντί γι’ αυτό, στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, αυτές οδήγησαν ακόμα και στη διάλυση της καπιταλιστικής Σοβ. Ένωσης), κι αυτά λέγονταν την ίδια στιγμή που και τα δυο πρώτα μέτρα που εφαρμόστηκαν, απ’ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, στον τομέα της βιομηχανίας της ως τότε σοσιαλιστικης-κομμουνιστικής οικονομίας δηλ. η αγορα-πωλησία των μέσων παραγωγής (ως τότε τα μέσα παραγωγής δεν ήταν εμπορεύματα) και η «επέκταση και εκμετάλλευση των εμπορευματικο-χρηματικών-σχέσεων» οδηγούσαν κατευθείαν στον καπιταλισμό (είναι γνωστό ότι ως τότε οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις περιορίζονταν συνεχώς στην κατεύθυνση της πλήρους εξάλειψής τους στην ολοκληρωμένη κομμουνιστική κοινωνία).
Νωρίτερα, όμως, ήδη από τον Αύγουστο του 1953, στην αγροτική οικονομία πάρθηκε απόφαση για την επέκταση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται αμέσως την ίδια χρονιά: «στην αγροτική οικονομία εφαρμόστηκαν μεταρρυθμίσεις (Αύγουστος 1953: αποφάσεις του Ανωτάτου Σοβιέτ, το Σεπτέμβρη: βασικό πρόγραμμα της ΚΕ του ΚΚΣΕ), οι οποίες κατάργησαν σταθερά τον υπερσυγκεντρωτισμό και επέκτειναν τον τομέα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων» (W. Brus, 1961).
Η εφαρμογή και των δυο αυτών μέτρων στη βιομηχανία της σοσιαλιστικής οικονομίας: 1. η αγορά-πώληση των μέσων παραγωγής δηλ. η μετατροπή τους σε εμπορεύματα, 2. η επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων (αντί του συνεχούς περιορισμού) ή όπως αργότερα διατυπώθηκε με σαφήνεια στο αντεπαναστατικό Πρόγραμμα του 22ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ: «για την κομμουνιστική οικοδόμηση πρέπει να γίνει πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων…» («Programm und Statut der Kommunistischen Partei der Sowjetunion“, Berlin (DDR) 1961, σελ. 85), σε θεωρητικό επίπεδο συνιστούν πλήρη απομάκρυνση απ’ το μαρξισμό στα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμου-κομμουνισμού και σε πρακτικό επίπεδο σημαίνουν: α. οριστική διακοπή και εγκατάλειψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και ταυτόχρονα, β. έναρξη (στον οικονομικό τομέα, γιατί στον πολιτικό είχε ήδη προηγηθεί με την ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου) του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση. Πέραν της επίσημης αναφοράς στο 22ο Συνέδριο (1961), ο ρεβιζιονιστής οικονομολόγος G.Koslow (αλλά και άλλοι) μας πληροφορεί ότι η απόφαση για εφαρμογή του δεύτερου καπιταλιστικού μέτρου χρονολογείται ήδη απ’ τα πρώτα, μετά το ΄53, χρόνια: «στα ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ μετά το 1953 υποδεικνύεται, ότι είναι αναγκαία η εκμετάλλευση των εμπορευματικών σχέσεων για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας» («σύγκρινε εισηγήσεις Ν.Σ.Χρουστσοφ στα χρόνια 1953 ως 1960, ιδιαίτερα η εισήγηση στην Ολομέλεια του Δεκέμβρη 1958 καθώς και τις ανάλογες αποφάσεις στις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ») (G.Koslow, 1961).
1. Μέσα παραγωγής εμπορεύματα. Τα μέσα παραγωγής στην οικονομία της Σοβ. Ένωσης είχαν, μετά το ΄53, μετατραπεί σε εμπορεύματα, πράγμα που δεν αμφισβητούν ούτε οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές. Ο οικονομολόγος Kusminow παραδέχεται-ομολογεί ότι στη σοβιετική οικονομία της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ «τα μεγάλα μέσα παραγωγής, που παράγονται απ’ τις κρατικές επιχειρήσεις… είναι εμπορεύματα» (I.I. Kusminow, 1971), ενώ σ’ άλλο σημείο επέκρινε και απέρριψε τη μαρξιστική άποψη του ΣΤΑΛΙΝ που ταυτόχρονα αποτελούσε και σωστή διαπίστωση για τη σοσιαλιστική οικονομία της Σοβ. Ένωσης ως το ΄53, «ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις στο σοσιαλισμό περιορίζονται μόνο στα αντικείμενα προσωπικής ανάγκης και τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα». Χαρακτήριζε αυτή τη διαπίστωση απλά «επιστημονική υπόθεση», ενώ αυτή ήταν η ζωντανή αντικειμενική πραγματικότητα στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης του ΣΤΑΛΙΝ. Ισχυρίστηκε ακόμα, ότι η αντίληψη «τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα και δεν υπόκειται στη δράση του νόμου της Αξίας δεν επέζησε» (I.I. Kusminow, 1971). Ασφαλώς και δεν ήταν δυνατόν να επιζήσει, μετά την επικράτηση του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, ούτε ως μαρξιστική θεωρία αλλά ούτε προπαντός ως ζωντανή πραγματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης με την επιλογή του δρόμου της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και την εφαρμογή του καπιταλιστικού μέτρου αγορα-πωλησίας των μέσων παραγωγής.
Παρόλο που η πρακτική εφαρμογή του καπιταλιστικού μέτρου της αγορα-πωλησίας των μέσων παραγωγής προηγήθηκε των θεωρητικών συζητήσεων μεταξύ των σοβιετικών οικονομολόγων, αξίζει και είναι σημαντικό να γίνει πλατύτερα γνωστό ότι ήδη το Μάη του ΄56 στην ημερίδα του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας, ο καθηγητής A.W. Batschurin, αφού πρώτα τραγούδησε το γνωστό «μελωδικό» μπουρζουάδικο άσμα της «προσωπολατρίας», αμφισβήτησε ευθέως την ορθότητα της διαπίστωσης του ΣΤΑΛΙΝ ότι «τα μέσα παραγωγής στο σοσιαλισμό δεν είναι εμπορεύματα» (έτσι ήταν ως το 1953) και διατύπωσε την αντιμαρξιστική άποψη-πρόταση ότι «τα μέσα παραγωγής στο σοσιαλισμό είναι εμπορεύματα» (A.W. Batschurin, Μάης ΄56), εκφράζοντας προφανώς τη γενικότερη αντιμαρξιστική κατεύθυνση των ρεβιζιονιστών και τον προσανατολισμό της οικονομίας της Σοβ. Ένωσης προς τον καπιταλισμό μα πρώτ’ απ’ όλα ειδικότερα την πραγματικότητα της μετά το ΄53 περιόδου δηλ. όταν τα μέσα παραγωγής που την εποχή του ΣΤΑΛΙΝ είχαν χάσει τον εμπορευματικό τους χαρακτήρα, τώρα είναι εμπορεύματα. Ο δε καθηγητής F.B. Koscheljow μας διδάσκει: «με κάθε δικαίωμα μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι στο σοσιαλισμό τα μέσα παραγωγής είναι εμπορεύματα» (F.B. Koscheljow, Μάης ΄56), εννοώντας προφανώς με την έννοια «σοσιαλισμό» τον παλινορθωμένο καπιταλισμό, γιατί μόνο στον καπιταλισμό τα μέσα παραγωγής είναι εμπορεύματα και όχι στο σοσιαλισμο-κομμουνισμό.
Αφού, λοιπόν, τα μέσα παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου είχαν ήδη μετατραπεί σε εμπορεύματα – σύμφωνα και με τις παραπάνω δικές τους ομολογίες – οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι συζητούσαν πλέον και μάλιστα απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια για το μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών τους: «η υπάρχουσα διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής χρειάζεται ουσιαστικά ν’ αλλάξει, ώστε το επίπεδο τιμών γι’ αυτά να πλησιάσει την αξία τους» και «για την πράξη πολύ σπουδαίο είναι το ζήτημα αν οι τιμές για τα μέσα παραγωγής θα πλησιάσουν την αξία τους» (M. Bor, 1957), ενώ άλλος ισχυρίζεται ότι «η διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής πρέπει οπωσδήποτε ν’ αλλάξει» (S.G. Strumilin, 1957)
2. Επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεών. Πολύ πριν την επίσημη διατύπωση στο 22ο Συνέδριο(1961) της θέσης-πρότασης για επέκταση και εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχαν προηγηθεί συζητήσεις αλλά και η πρακτική εφαρμογή αυτού του καπιταλιστικού μέτρου ήταν ένα πραγματικό γεγονός.
Ο ρεβιζιονιστής οικονομολόγος S.W. Atlas σε διάλεξή του τονίζει, ότι «όπως είναι γνωστό, στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού» ο Ι. Στάλιν έδωσε την προοπτική ενός σταδιακού περιορισμού της σφαίρας των εμπορευματικών και χρηματικών-σχέσεων προς όφελος της ανάπτυξης της ανταλλαγής προϊόντων… αυτή η προοπτική δεν επιβεβαιώθηκε από την πράξη της κομμουνιστικής οικοδόμησης, δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντα της οικοδόμησης του κομμουνισμού. Στην ΕΣΣΔ οι εμπορευματικές και χρηματικές-σχέσεις δεν μειώθηκαν, αλλά αντίθετα, τα τελευταία χρόνια σημείωσαν μια παραπέρα και πολύ σημαντική ανάπτυξη» (S.W.Atlas, Μάης 1959).
Ασφαλώς και επιβεβαιώθηκε απ’ την πράξη της κομμουνιστικής οικοδόμησης ο περιορισμός των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων, επειδή αυτό ως το 1953 αποτελούσε όχι μόνο αντικειμενική πραγματικότητα στην σοσιαλιστικη-κομμουνιστική οικονομία της Σοβ. Ένωσης αλλά επιπλέον είναι και το μόνο μέτρο που ανταποκρίνονταν-ανταποκρίνεται πλέρια στα καθήκοντα της οικοδόμησης του κομμουνισμού. Το ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις τα «τελευταία χρόνια» δηλ. τη χρουτσο-μπρεζνιεφική περίοδο είχαν σημειώσει «πολύ σημαντική ανάπτυξη», αυτό είναι ένα πραγματικό γεγονός που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, όμως η ανάπτυξη αυτή είναι ακριβώς εκείνη που συνέβαλλε στη μεγάλη διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής στην οικονομία της Σοβ. Ένωσης και την ολοκληρωμένη εμφάνιση σ’ αυτή της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής.
Ένας άλλος ο L.A. Leontjew παραδέχεται ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις όχι μόνο υπήρχαν και επεκτείνονταν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης εκείνης της περιόδου, αλλά θα παραμείνουν και στην κομμουνιστική αταξική κοινωνία και ότι «το Σχέδιο όχι μόνο δεν αποκλείει την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής, αλλά αντίθετα την προϋποθέτει» (L.A. Leontjew 1966).
Αλλά και ο I.I. Kusminow, αφού επικρίνει το Στάλιν γι’ αυτό το ζήτημα, παραδέχεται-υποστηρίζει ότι « η εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό συνδέεται με τη νέα ουσία της οικονομίας, το προτσές της διαρκούς δυναμικής ανάπτυξής της. Η άρνηση της εμπορευματικής παραγωγής και των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό είναι θεωρητικά αβάσιμη και επιζήμια» στην πράξη (I.I. Kusminow, 1971), θεωρώντας την επέκταση-ανάπτυξη και των δυο απαραίτητη για την οικοδόμηση της «σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας» του δηλ. για την προώθηση του προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβ. Ένωση, πράγμα που επιβεβαιώθηκε απ΄ την μετέπειτα πορεία της.
Άλλοι οικονομολόγοι μας πληροφορούν και παραδέχονται: «πριν την έναρξη της οικονομικής μεταρρύθμισης η οικονομική επιστήμη πέτυχε να ξεπεράσει ορισμένες απαρχαιωμένες θέσεις και δόγματα στα ζητήματα της εκμετάλλευσης των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων» και να ξεπεραστεί η «λαθεμένη άποψη», ότι «τα μέσα παραγωγής, ως προς την ουσία τους, δεν είναι εμπορεύματα, αλλά έχουν μόνο εμπορευματικό περίβλημα, η οποία έπρεπε να εγκαταλειφθεί» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972).
Όλων βέβαια των οικονομολόγων είχε προηγηθεί ο αρχιπροδότης κλόουν Νικήτα Χρουστσόφ που με το απύθμενο και προκλητικό θράσος του αποστάτη διακήρυττε απ’ το βήμα της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΣΕ (Δεκέμβρης 1957) ότι με την επέκταση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων θα οικοδομούνταν τάχα αργότερα ο κομμουνισμός, ενώ γνώριζε ότι η επέκταση και ανάπτυξή τους οδηγούν, όπως και έγινε, κατευθείαν στον καπιταλισμό: «μπορούμε να πούμε: βαδίζουμε προς τον κομμουνισμό και ταυτόχρονα αναπτύσσουμε τις εμπορευματικές σχέσεις. Δεν έρχεται σε αντίθεση το ένα με το άλλο; Όχι, δεν αντιφάσκουν» (Ν.Σ. Χρουστσόφ, 1957).
Στην περίπτωση και των δυο αυτών μέτρων, οι σοβιετικοί χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές δεν έχουν περιθώρια δημαγωγίας: ομολογούν ανοιχτά ότι εφαρμόστηκαν, μετά το ΄53, στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και άλλαξαν εντελώς την κατεύθυνσή της σε σχέση μ’ εκείνη της περιόδου του ΣΤΑΛΙΝ. Εκείνο που αποτελούσε δημαγωγία και πολιτική απάτη ήταν ο ισχυρισμός ότι παρουσίαζαν τις καπιταλιστικού χαρακτήρα αυτές μεταρρυθμίσεις ως «σοσιαλιστικές» και πως μ’ αυτές, παρά την αλλαγή κατεύθυνσης απ’ το σοσιαλισμό προς τον καπιταλισμό, η οικονομία της Σοβ. Ένωσης θα έφτανε τάχα στον κομμουνισμό, ενώ έφτασε, όπως όλοι σήμερα γνωρίζουν, στην καπιταλιστική καταστροφή – μια πορεία αναπόφευκτη που είχαν προβλέψει οι επαναστάτες μαρξιστές δηλ. οι λενινιστές-σταλινιστές, που δικαιώθηκαν ιστορικά.
Είναι φανερό, πως πρώτο, η εφαρμογή των δυο παραπάνω μέτρων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχε ως στόχο και κινήθηκε στην κατεύθυνση της οριστικής, στην πορεία, εξάλειψης των σοσιαλιστικων-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και την αντικατάστασή τους με καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (ήδη με τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε εμπορεύματα εμφανίζεται στη σοβιετική οικονομία και το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) και δεύτερο, βρίσκονταν σε πλήρη ρήξη με τις απόψεις των κλασικών για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικης-κομμουνιστικής κοινωνίας, γιατί είναι γνωστό ότι οι θεμελιωτές του μαρξισμού Marx-Engels εκπροσωπούσαν στα έργα τους («Das Kapital», «Kritik des Gothauer Programms», «Anti-Duehring», κλπ.) την ακριβώς αντίθετη άποψη: ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει πλέον θέση για την εμπορευματική παραγωγή και για τις εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις (=Ware-Geld-Beziehungen), εννοώντας προφανώς την μετά την οικοδόμηση της οικονομικής του βάσης περίοδο και φυσικά την ολοκληρωμένη κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Θεωρούσαν τις εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις «υπόλειμμα» του παλιού καπιταλιστικού συστήματος που πρέπει να ξεπεραστεί: «με την κατοχή των μέσων παραγωγής από την κοινωνία εξαλείφεται η εμπορευματική παραγωγή και η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στους παραγωγούς. Η αναρχία της κοινωνικής παραγωγής αντικαθίσταται από τη συνειδητή και σχεδιασμένη οργάνωση» (ΕNGELS). Το ίδιο υπογραμμίζει και ο ΛΕΝΙΝ σε διάφορα έργα του, που κι αυτός θεωρεί εντελώς απαραίτητη και αναγκαία την εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού: «ότι αφορά το σοσιαλισμό, αυτός συνίσταται ως γνωστόν στην εξάλειψη της εμπορευματικής οικονομίας» (ΛΕΝΙΝ). Και αλλού: «το κρατικό προϊόν, το προϊόν του σοσιαλιστικού εργοστασίου, που ανταλλάσσεται με αγροτικά είδη διατροφής, δεν είναι εμπόρευμα με την έννοια της πολιτικής οικονομίας, πάντως δεν είναι μόνο εμπόρευμα, δεν είναι πια εμπόρευμα, παύει να είναι εμπόρευμα» (ΛΕΝΙΝ). Αλλά και οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι αποδέχονται-επιβεβαιώνουν: «το ασυμβίβαστο του σοσιαλισμού με τις εμπορευματικές σχέσεις είχαν υποδείξει στην εποχή τους ο Karl Marx και ο Friedrich Engels, και πάνω σ’ αυτό έγραψαν οι προπαγανδιστές των ιδεών των κλασικών του μαρξισμού P. Lafargue, A. Bebel και G. Plechanow. Ο Β.Ι. Λένιν σε μια σειρά εργασίες του, ακόμα και σ’ εκείνες που είχε γράψει μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, επανειλημμένα τόνισε, ότι στο σοσιαλισμό εκλείπει η αναγκαιότητα των εμπορευματικών σχέσεων» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972), ενώ ένας άλλος γράφει: «πράγματι ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν, ότι στο σοσιαλισμό δε θα υπάρχει θέση για την εμπορευματική παραγωγή και για τις εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις» (I.I.Kusminow, 1971).
Στην αγροτική οικονομία τα πρώτα μέτρα αποκέντρωσης και επέκτασης των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων πάρθηκαν και άρχισαν αμέσως να εφαρμόζονται, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από τον Αύγουστο του 1953, ενώ το 1958 ακολούθησε η διάλυση των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών (η συγκρότηση και ύπαρξή τους απέβλεπε στον περιορισμό των εμπορευματικο-χρηματικών-σχέσεων και στο πλησίασμα των δυο μορφών (κρατικής-συνεταιριστικής) σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και τη συγχώνευσή τους σε ενιαία κομμουνιστική ιδιοκτησία) και τα μέσα παραγωγής πουλήθηκαν στους συνεταιρισμούς, μ’ αποτέλεσμα α) τη διεύρυνση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων και β) τη μόνιμη απομάκρυνση της συνεταιριστικής από την κρατική ιδιοκτησία.
3. Οι σημαντικότερες ρεβιζιονιστικές συζητήσεις για την προώθηση των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης (1953-1965)
Το ότι μετά την επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης πραγματοποιήθηκε αντεπαναστατική στροφή και ολοκληρωτική ρήξη με την προηγούμενη επαναστατική πολιτική στη Σοβιετική Ένωση, και μάλιστα σ’ όλα τα επίπεδα, δεν το αμφισβητούν ούτε η διεθνής αντίδραση μα ούτε και οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές: «μια στροφή έφεραν μόλις τα χρόνια της δεκαετίας του ΄50 μετά το 20ο Συνέδριο» (W.Brus, 1961, κλπ.).
Η στροφή-ρήξη σημειώθηκε σε δυο επίπεδα: α) θεωρητικό και β) πρακτικό. Σε θεωρητικό επίπεδο σημειώθηκε πλήρης εγκατάλειψη του μαρξισμού γενικότερα αλλά και ειδικότερα στα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, ενώ σε πρακτικό επίπεδο πραγματοποιήθηκε διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και στροφή προς τον καπιταλισμό, ενώ με την εφαρμογή των καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων εγκαινιάστηκε η σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού που κατέληξε στην οριστική κατάργηση των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και την πλήρη καπιταλιστική παλινόρθωση στα τέλη της δεκαετίας του ΄60..
Παράλληλα με την προώθηση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής ένωσης εκ μέρους του ρεβιζιονιστικού ΚΚΣΕ οργανώνονται και «επιστημονικές» ημερίδες οικονομολόγων για να δικαιολογηθούν τα καπιταλιστικά μέτρα θεωρητικά, προβάλλοντάς τα μάλιστα, ότι «προωθούν την οικοδόμηση του κομμουνισμού», με πρώτα ζητήματα την επέκταση και πλήρη εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων και την επέκταση της δράσης του νόμου της Αξίας.
Στο διάστημα 1953-1965 οι καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις πότε προηγούνται και πότε έπονται των ρεβιζιονιστικών συζητήσεων για σειρά οικονομικά ζητήματα. Οι σημαντικότερες συζητήσεις αυτής της χρονικής περιόδου ήταν οι συζητήσεις για την εμπορευματική παραγωγή και τη δράση του νόμου της Αξίας, αλλά και για το σχηματισμό των τιμών και τις διάφορες καπιταλιστικές κατηγορίες όπως «κέρδος», «τιμή παραγωγής», «τόκος», «πρόσοδος», κλπ. Άρχισαν το Μάη του ΄56 με την ευκαιρία της νέας έκδοσηςτου εγχειριδίου της «Πολιτικής Οικονομίας», συνεχίστηκαν από το περιοδικό «VoprosyEconomiki» και από τις ημερίδες του «InstitutEconomiki» της Ακαδημίας Επιστημών το Δεκέμβρη 1956 και το Μάη («ZakonStoimostiijegoispolsowaniewnarodnomchosiajstweSSSR» επιμέλεια- σύνταξη J.Kronrod, Μόσχα 1959, σελίδες 514), Σεπτέμβρη και Δεκέμβρη 1957, σε μια επιστημονική σύνοδο της έδρας της πολιτικής οικονομίας του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας το Γενάρη του 1958 («ZakonStoimosti i jegorol’ prisocialismie», επιμέλεια-σύνταξη Ν.A.Cagolow, Μόσχα 1959, γερμανικά: «DasWertgesetzunsseineRolleimSozialismus», Βερολίνο (DDR) 1960, σελίδες 286) και σε μια ημερίδα του τμήματος κοινωνικών επιστημών της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνη του 1958 και μια επιστημονική σύνοδο, το 1958, για τα ζητήματα της οικονομικής Ιδιοσυντήρησης («Chozrascot»).
Το 1957 σε μια συζήτηση στο περιοδικό «VoprosyEconomiki» για το σχηματισμό των τιμών οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι υιοθέτησαν το ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της Αξίας στη διαμόρφωση των τιμών και επομένως την «αναγκαιότητα να πλησιάσουν οι τιμές στην αξία της παραγωγής τόσο του τμήματος I όσο και του τμήματος II» (W.Manewitsch 1975), άποψη που είχε ήδη υποστηρίξει ο Kronrod το Δεκέμβρη του ΄56.
Ακολουθεί το Σεπτέμβρη (25-26) του 1962 σε συνεδρίαση του λεγόμενου «Επιστημονικού Συμβουλίου για την οικονομική Ιδιοσυντήρηση και την υλική παρότρυνση της παραγωγής» συζήτηση για τις προτάσεις J.G. Liberman, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Χαρκόβου, με βάση το πασίγνωστο άρθρο με τίτλο «Plan – Gewinn – Prämie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962,γερμανικά : «PressederSowjetunion» 22/9/1962) που διάρκεσε ως τον Οκτώβρη του 1964. Στο άρθρο του ο Liberman υιοθετεί-προτείνει το κέρδος σαν καθοριστικό, βασικό και μοναδικό κριτήριο για την αξιολόγηση της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης και ορίζει την αποδοτικότηταως ποσοστιαία σχέση του κέρδους προς το παραγωγικό φόντο (Rentabilität = Gewinn/Produktionsfonds), ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζεται πως το κέρδος «του» δεν έχει τάχα «καμία σχέση» με το καπιταλιστικό κέρδος, ότι «η ουσία τέτοιων κατηγοριών όπως κέρδος, τιμή, χρήμα είναι σε μας εντελώς άλλη» δηλ. είναι τάχα εντελώς διαφορετικές από εκείνες του καπιταλισμού, και πως μάλιστα «αυτές υπηρετούν με επιτυχία την οικοδόμηση του κομμουνισμού» και πως τέλος το προτεινόμενο απ’ αυτόν σύστημα έχει τάχα ως αφετηρία: «ότι είναι χρήσιμο για την κοινωνία, πρέπει να είναι χρήσιμο και για κάθε επιχείρηση» – ιδεολόγημα-χρουστσοφική απάτη που επαναλάμβανε μόνιμα σε άρθρα του αλλά και για τις αποφάσεις που αφορούσαν την τελευταία και πιο ολοκληρωμένη καπιταλιστική οικονομική μεταρρύθμιση (Σεπτέμβρης 1965) στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης: «με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Σεπτέμβρη της ΚΕ του ΚΚΣΕ πραγματοποιήθηκε στην πράξη μια απ’ τις πιο σπουδαίες Αρχές της σοσιαλιστικής οικονομίας. Αυτή έχει ως εξής: ότι ωφελεί την κοινωνία, πρέπει να είναι και προς όφελος της κάθε επιχείρησης και του κάθε απασχολούμενου» (J.G.Liberman, «Πράβδα» 21 Νοέμβρη 1965), δημαγωγική απατηλή ρήση που είχε γίνει σημαία όλων των αντεπαναστατών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών εκείνης της περιόδου (A.W.Batschurin 1973, κλπ. κλπ.).
Μερικές σύντομες παρατηρήσεις που αποκαλύπτουν και καταδεικνύουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των προτάσεων Liberman:
α. Για πρώτη φορά υιοθετήθηκε επίσημα η καπιταλιστική κατηγορία του «κέρδους» – κεντρική οικονομική κατηγορία του καπιταλιστικού συστήματος – παρόλο που αυτή εφαρμόζονταν ήδη στην πρακτική λειτουργία των επιχειρήσεων, και μεταφέρθηκε απ’ την καπιταλιστική οικονομία στην τότε οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Ως γνωστό στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία δεν υπάρχει η οικονομική κατηγορία του «κέρδους», επειδή είναι ξένη προς αυτή την οικονομία, γιατί το κέρδος ως οικονομική κατηγορία εκφράζει αποκλειστικά σχέσεις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, που σ’ αυτή δεν υπάρχουν πλέον αφού έχουν ήδη καταργηθεί. Στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία υπάρχει μόνο το καθαρό εισόδημα της επιχείρησης.
β. Ως εκείνη την περίοδο η αποδοτικότητα (=Rentabilität) ορίζονταν ως ποσοστιαία σχέση του καθαρού εισοδήματος προς τα συνολικά έξοδα παραγωγής των πραγματοποιούμενων προϊόντων (καθαρό εισόδημα / έξοδα παραγωγής της επιχείρησης), ο Liberman αντίθετα ορίζει την αποδοτικότητα ως ποσοστιαία σχέση του κέρδους προς το σύνολο των παραγωγικών φόντων (=επενδυμένα πάγια και κυκλοφοριακά κεφάλαια), που δεν είναι άλλο απ’ το ποσοστό κέρδους (=Profitrate) που υπάρχει στην καπιταλιστική οικονομία για το προκαταβαλλόμενο ή δαπανηθέν συνολικό κεφάλαιο. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μεταφορά της οικονομικής κατηγορίας «Profitrate» του καπιταλιστικού συστήματος στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Ως γνωστόν το ποσοστό κέρδους (=Profitrate) συγκαλύπτει την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
γ. Είναι εξόφθαλμο, ότι η πρόταση του Liberman για την αποδοτικότητα και το κέρδος: πρώτο βρίσκεται επιπλέον σε πλήρη αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το κέρδος αποτελεί το κύριο τμήμα του δημιουργημένου απ’ την υπερεργασία των εργατών υπερπροϊόντος, επειδή στην περίπτωση της άποψης-πρότασης του Liberman το κέρδος δεν δημιουργείται μόνο από την εργασία των εργατών αλλά και απ’ τα παραγωγικά φόντα (ή αλλιώς απ’ τα επενδυμένα πάγια και κυκλοφοριακά κεφάλαια), δεύτερο, στο σπουδαίο ζήτημα του σχηματισμού των τιμών, η άποψή του συνδέεται με τη σύμφυτη στο καπιταλιστικό σύστημα «τιμή παραγωγής» δηλ. με τη μεταφορά αυτής της καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης (αποτέλεσε και τη μεθοδολογική βάση για τον υπολογισμό των τιμών σ’ αυτή).
δ. Οι προτάσεις Liberman ανήγαγαν το καπιταλιστικό κέρδος στο κύριο, βασικό κριτήριο αξιολόγησηςτης οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων και κάθε οικονομικής μονάδας τηςοικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης.
ε. Όλες οι καπιταλιστικές προτάσεις είχαν ως αφετηρία και βάση την πλήρη εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας στη λειτουργία της σοβιετικής οικονομίας, επέτρεψαν την πλήρη διεύρυνση των οικονομικών δικαιωμάτων και την αυτοτέλεια των επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα οι προτάσεις αυτές μεταφέρθηκαν σ’ ολόκληρη την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, και έτσι το κέρδος, μια καπιταλιστική κατηγορία, μετατράπηκε σε ρυθμιστή της κοινωνικής παραγωγής.
στ. Η προταθείσα αυτοτέλεια των επιχειρήσεων με την ταυτόχρονη δραστική μείωση των δεσμευτικών για την επιχείρηση δεικτών του κεντρικού Πλάνου και η ανάληψη απ’ την επιχείρηση της επεξεργασίας των πλάνων των πιο σπουδαίων δεικτών, όπως της παραγωγικότητας εργασίας , του αριθμού των απασχολημένων, του μισθού, τη μείωση των εξόδων παραγωγής, τη συσσώρευση μα ακόμα και τον καθορισμό του μεγέθους και την κατεύθυνση των επενδύσεων οδήγησαν αναπόφευκτα στην εξασθένηση, ουσιαστικά στην κατάργηση του κεντρικού Πλάνου. Έτσι οι επενδύσεις δεν καθορίζονταν πλέον από τις απαιτήσεις της αποδοτικότητας και τις ανάγκες του συνόλου της οικονομίας, αλλά μόνο από τις δυνατότητες αποκόμισης κέρδους των μεμονωμένων επιχειρήσεων. Από αυτό εξαρτήθηκε σε τελευταία ανάλυση ο όγκος παραγωγής, ο αριθμός των απασχολημένων στις επιχειρήσεις, το ύψος των μισθών, κλπ.
Οι επιχειρήσεις ήταν εκείνες που επεξεργάζονταν όλους τους δείκτες και μάλιστα στην κατεύθυνση της εξασφάλισης του μέγιστου κέρδους.
Οι καπιταλιστικές προτάσεις Liberman όχι μόνο αρνούνταν τη σπουδαιότητα του κεντρικού Πλάνου για την επιχείρηση, απεναντίας αποσκοπούσαν στην κατάργησή του, παρά τις αντίθετες ρεβιζιονιστικές «διαβεβαιώσεις».
ζ. Η μεταφορά των διαφόρων οικονομικών καπιταλιστικών κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν υπηρέτησαν ούτε ήταν ποτέ δυνατό να «υπηρετήσουν» και μάλιστα «με επιτυχία την οικοδόμηση του κομμουνισμού», όπως ψευδόμενος ισχυρίζονταν ο Liberman, αντίθετα υπηρέτησαν την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
η. Τέλος, ακόμα και η φαινομενικά ορθή ρήση του Liberman «ότι είναι χρήσιμο για την κοινωνία, πρέπει να είναι χρήσιμο και για κάθε επιχείρηση» αποτελεί χοντροειδή παραποίηση της πραγματικότητας, τη στιγμή που οι προτάσεις του και οι καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχαν στο κέντρο τους ακριβώς το αντίθετο: την επιχείρηση και όχι την κοινωνία. Επομένως η παραπάνω ρήση του Liberman είναι απλά αντιστροφή της αντιδραστικής φιλελεύθερης αστικής ρήσης: «ότι είναι χρήσιμο για την επιχείρηση, πρέπει να είναι χρήσιμο και για την κοινωνία» ή αλλιώς: «ότι ωφελεί το άτομο, ωφελεί σε τελευταία ανάλυση ολόκληρη την κοινωνία» – γνωστό σύνθημα του αστικού ατομικισμού και φιλελευθερισμού, η διαβόητη «εναρμόνιση των ατομικών συμφερόντων με το συμφέρον του συνόλου-κοινωνίας».
Οι καπιταλιστικές προτάσεις Liberman εφαρμόστηκαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και αποτέλεσαν τη βάση και της τελευταίας καπιταλιστικής μεταρρύθμισης του Σεπτέμβρη 1965. Ο πρώην διάσημος μαρξιστής και διεθνώς γνωστός οικονομολόγος, μετέπειτα ρεβιζιονιστής Άγγλος MauriceDobb, απ’ τους ελάχιστους πολύ καλούς γνώστες των τεκταινόμενων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης σε άρθρο του με τίτλο «Οικονομικές αλλαγές στις σοσιαλιστικές χώρες» γραμμένο το 1965 (αλλά πριν την Ολομέλεια του Σεπτέμβρη) μας πληροφορεί ότι οι προτάσεις που περιέχονταν στο περίφημο-κακόφημο άρθρο του καθηγητή J.Liberman με τίτλο «Plan – Gewinn – Prämie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962) εφαρμόστηκαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και μετά δυο χρόνια πειράματα, το 1964, άνοιξε νέα συζήτηση με άρθρο του V.Trapeznikow με τίτλο «για την ευέλικτη οικονομική διαχείριση των επιχειρήσεων» («Πράβδα», 17 Αυγούστου 1964) που επικροτούσε τις καπιταλιστικού χαρακτήρα προτάσεις Liberman και επιπλέον ο ίδιος πρότεινε «την αντικατάσταση των διοικητικών μεθόδων διεύθυνσης με οικονομικές μέθοδες και την εισαγωγή ενός συστήματος κινήτρων ανάλογων των προτάσεων Liberman». Αργότερα το 1965 η «Πράβδα» πληροφορεί ότι πραγματοποιήθηκε μια ακόμα γενική σύσκεψη των οικονομολόγων που στήριξαν τις προτάσεις Liberman, η εφαρμογή των οποίων επεκτάθηκε στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας (Μ.Dobb 1965).
Επιπλέον στο Σοβιετικό τύπο συζητήθηκαν ζητήματα διαμόρφωσης και σχηματισμού των τιμών («VoprosyEconomiki» 1957, Kronrod, Batschurin, κλπ.) και όλες οι καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες («κέρδος», «αποδοτικότητα», «τιμή παραγωγής», «τόκος», «πρόσοδος», κλπ.), τις οποίες επανεισήγαγαν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές, με τις καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, στην οικονομία της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Στα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν οι καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Όλες οι παραπάνω «επιστημονικές» συζητήσεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών οικονομολόγων χαρακτηρίζονταν από:
Πρώτο, εγκατάλειψη και πλήρη απομάκρυνση από το μαρξισμό στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και γενικά στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας με την υιοθέτηση της άποψης για διεύρυνση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας αλλά και ως ρυθμιστή της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης.
Δεύτερο, το άνοιγμα του δρόμου για την υιοθέτηση σειράς αντεπιστημονικών απολογητικών θεωριών της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας όπως η υποκειμενική θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» (=Grenznutzentheorie) των W.S.Jevons /L.Walras/C.Menger /E.v.Böhm-Bawerk /L.v.Wiese απ’ τους σοβιετικούς οικονομολόγους (Kantorowitsch, Nowoshilow, Fedorenko, Nemtschinow, Kotow, κλπ.), που την εμφάνιζαν να συμβιβάζεται ή να «συμπληρώνει» τη θεωρία της Αξίας του Μαρξ, προσπάθεια καθόλου πρωτότυπη και γνωστή απ’ το ρώσο W.K.Dmitrew στο έργο του “EconomitscheskijeOtscherkin”, Petersburg1904, (W.K.Dmitrew: Essaiseconomiques, Paris1904 και1968) με το χαρακτηριστικό υπότιτλο: «Δοκιμή μιας οργανικής σύνθεσης της εργασιακής θεωρίας της Αξίας με τη θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» (ο Dmitrew αναφέρεται στην εργασιακή θεωρία της Αξίας του Ricardo), η «συνάρτηση Παραγωγής των Cobb-Douglas» (= «Cobb-Douglas-Funktion»): Ch.W.Cobb/P.H.Douglas 1928 και Douglas 1934 (υιοθέτηση-προβολή από τους: J.Suchotin, 1966, A.I.Notkin, 1970, I.W.Kotow, 1972, E.E.Batizi 1973, H.Waschkak, 1974, κλπ.),– γεγονός που αναφέρουν και παραδέχονται και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι (Brus,1974, P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew,1972). («Συνάρτηση» που στηρίζεται στις γνωστές αντεπιστημονικές θεωρίες των «συντελεστών Παραγωγής» («εργασία», «κεφάλαιο», «έδαφος»), (συγκαλύπτει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και αρνείται ότι μόνο η εργατική δύναμη δημιουργεί Αξία και Υπεραξία) και της «Οριακής Παραγωγικότητας» (J.B.Clark, κλπ.), χυδαίου-απολογητικού χαρακτήρα αστικές θεωρίες, με τις οποίες οι αστοί οικονομολόγοι πασχίζουν να «αποδείξουν», ότι η Αξία δεν δημιουργείται μόνο από την εργασία αλλά και απ’ τους άλλους συντελεστές Παραγωγής και πρώτα απ’ όλα από το κεφάλαιο και άρα δεν υπάρχει εκμετάλλευση στον καπιταλισμό και με τη δεύτερη, τη θεωρία της «Οριακής Παραγωγικότητας» (=Grenzproduktivitätstheorie), δικαιολογείται η καπιταλιστική κατανομή του εισοδήματος). Ο πολωνός ρεβιζιονιστής οικονομολόγος Brus σημειώνει χαρακτηριστικά: «στην οικονομική θεωρία ανθίζει ανεμπόδιστα ο μαθηματικός φορμαλισμός, πότε-πότε στηριζόμενος σε υποθέσεις, οι οποίες ρητώς αντιφάσκουν στις βασικές αντιλήψεις της μαρξιστικής οικονομίας, όπως στην περίπτωση της γνωστής συνάρτησης Παραγωγής των Cobb-Douglas» (W.Brus, 1974). Και ακριβώς αυτό εννοούσαν δηλ. τη «συμπλήρωση»-υποκατάσταση της επιστημονικής μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας με αντεπιστημονικές αστικές οικονομικές θεωρίες οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι όταν ισχυρίζονταν: «μια στροφή στην ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας στην ΕΣΣΔ προκάλεσε το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972). Και ακριβώς η υιοθέτηση αντιδραστικών θεωριών της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας ήταν η υποσχόμενη και πολυδιαφημισμένη απ’ τους ρεβιζιονιστές «δημιουργική ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού μετά το 20ο συνέδριο»: «το 20ο συνέδριο, που καταδίκασε την προσωπολατρία του Στάλιν, άνοιξε πλατιά το χώρο για τη δημιουργική ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού» (Μ. Atlas/ L.Kadyschew/ M. Makarowa/ G. Sorokin/ P.Figurow, 1962).
Τρίτο, τη μεταφορά-επανεισαγωγή καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών στη σοσιαλιστική οικονομία: καπιταλιστικό κέρδος, τιμή παραγωγής, μέσο ποσοστό κέρδους, τόκος, πρόσοδος, αλλά και των υπερεργασία-υπερπροϊόν-υπεραξία (Kronrod, Κulikow, Liwschiz, κλπ.) – υπερπροϊον που ο μεν Liwschiz(1957) δέχεται-ομολογεί ότι ήδη υπήρχε στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωση, ενώ ο Kronrod προχωρεί παραπέρα δεχόμενος επιπλέον ότι σ’ εκείνη την περίοδο (1957) υπήρχε ακόμα και υπεραξία στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης – καθώς επίσης και των κατηγοριών αναγκαίο προϊον-υπερπροϊον: «το παραγόμενο στη σοσιαλιστική κοινωνία προϊόν θα πρέπει να διαιρείται σε δυο μέρη: το αναγκαίο προϊόν και το υπερπροϊόν» (M.Kolganow1959, Liwschiz1957) και: «σήμερα η πλειοψηφία των σοβιετικών οικονομολόγων, σε σχέση με την περίοδο των δεκαετιών ΄20-΄50 αναγνωρίζει, ότι οι κατηγορίες αναγκαίο προϊόν και υπερπροϊόν υπάρχει και στο σοσιαλισμό» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew1972) Κι’ αυτό σε πλήρη αντίθεση όχι μόνο με τις μαρξιστικές απόψεις του Ιωσήφ Στάλιν, τις οποίες οι ρεβιζιονιστές απορρίπτουν (ο Στάλιν απέρριπτε «τέτοιες έννοιες σαν την «αναγκαία» και «πρόσθετη» εργασία, το «αναγκαίο» και «πρόσθετο» προϊόν, τον «αναγκαίο» και «πρόσθετο» χρόνο») αλλά και μ’ εκείνες του ίδιου του Μαρξ: «η κατάργηση της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής θα επιτρέψει τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας στηνα ν α γ κ α ί αεργασία. Μόνο που η αναγκαία εργασία θα επεκτείνονταν αν όλοι οι άλλοι όροι μέναν ίδιοι. Από τη μια μεριά, επειδή οι όροι ζωής του εργάτη θα είναι πλουσιότεροι και οι απαιτήσεις του από τη ζωή μεγαλύτερες. Από την άλλη, επειδή στον αναγκαίο χρόνο θα συγκαταλέγονταν ένα μέρος της σημερινής υπερεργασίας, και συγκεκριμένα η εργασία που είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός εφεδρικού και συσσωρευτικού αποθέματος της κοινωνίας» (ΜΑΡΞ). Επιπλέον οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές ισχυρίζονται ότι τάχα μια «δογματική αντίληψη της θέσης του Μαρξ, ότι «η κατάργηση της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής επιτρέπει τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαία εργασία» δεν επέτρεψε την επεξεργασία της κατηγορίας αναγκαίο προϊόν» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972).
Άλλοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι ξόδεψαν αρκετή φαιά ουσία, επινοώντας «σοσιαλιστικά» ονόματα για τις παραπάνω καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες με σκοπό να συγκαλύψουν-καμουφλάρουν το καπιταλιστικό τους περιεχόμενο.
Πέρα απ’ τις θεωρητικές συζητήσεις, την περίοδο1953-1965 πάρθηκαν-εφαρμόστηκαν ευθύς εξαρχής απ’ το ρεβιζιονιστικό πλέον ΚΚΣΕ στην τότε σοσιαλιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης τα εξής εν συντομία καπιταλιστικά μέτρα-μεταρρυθμίσεις που το σύνολό τους οδήγησαν αναπόφευχτα στη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού, την κατάργηση των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, και την πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κάποια απ’ τα οποία ήδη προαναφέρθηκαν:
1. Επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων: «στην αγροτική οικονομία εφαρμόστηκαν μεταρρυθμίσεις (Αύγουστος 1953: αποφάσεις του Ανωτάτου Σοβιέτ, το Σεπτέμβρη: βασικό πρόγραμμα της ΚΕ του ΚΚΣΕ), οι οποίες κατάργησαν σταθερά τον υπερσυγκεντρωτισμό και επέκτειναν τον τομέα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων» (W. Brus, 1961). «Στα ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ μετά το 1953 υποδεικνύεται, ότι είναι αναγκαία η εκμετάλλευση των εμπορευματικών σχέσεων για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας» («σύγκρινε εισηγήσεις Ν.Σ.Χρουστσοφ στα χρόνια 1953 ως 1960, ιδιαίτερα η εισήγηση στην Ολομέλεια του Δεκέμβρη 1958 καθώς και τις ανάλογες αποφάσεις στις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ») (G.Koslow, 1961).
2. Αγορά-πώληση των Μέσων Παραγωγής δηλ. μετατροπή τους σε εμπορεύματα.
3. Διάλυση των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών το 1958 και πέρασμα-πισωγύρισμα σε μια κατώτερη μορφή ιδιοκτησίας.
4. Το 1957 με τη διάλυση των ειδικών υπουργείων που διηύθυναν τη βιομηχανία και την αντικατάστασή τους με περιφερειακά Όργανα, γνωστά με το όνομα Σοβναρκχόζ, πραγματοποιήθηκε περιφερειακή Αποκέντρωση, τα οποία από 102(1957) περιορίστηκαν σε 47 περιφερειακά Συμβούλια το 1962, μέτρο που αποσκοπούσε στην παραπέρα διεύρυνση της αυτοτέλειας των επιχειρήσεων και την απεξάρτησή τους απ’ το κεντρικό Πλάνο.
5. Πλήρης διεύρυνση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας, του ρυθμιστικού ρόλου του νόμου της Αξίας στο σχηματισμό των τιμών των εμπορευμάτων τόσο του τμήματος I όσο του τμήματος II, περιλαμβάνοντας και τα μέσα παραγωγής (που είναι πλέον εμπορεύματα και πρέπει να έχουν τιμή), αναγνωρίστηκε η δράση του νόμου της Αξίας σ’ ολόκληρη την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσησ ως το σημείο να γίνει ρυθμιστής της παραγωγής, όπως συμβαίνει στην καπιταλιστική οικονομία.
6. Μεταρρύθμιση τιμών και υιοθέτηση-εισαγωγή της καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας«τιμή παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης
7. Μεταφορά-εισαγωγή στη σοσιαλιστική οικονομία των καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών: κέρδος, τόκος, πρόσοδος, κλπ. προπαντός του κέρδους ως κριτήριο της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και σκοπό της παραγωγής της οικονομίας (την ύπαρξη αυτών των κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αναγνωρίζουν και ομολογούν όλοι οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, Paskow 1966, κλπ.).
8. Σταδιακό πέρασμα των επιχειρήσεων στο σύστημα της πλήρους οικονομικής Ιδιοσυντήρησης, που σημαίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, διεύρυνση της οικονομικής αυτοτέλειας, αυτοδιοίκηση και αυτοχρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
9. Αποκορύφωμα αλλά και ολοκλήρωση των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων υπήρξε η μεταρρύθμιση του 1965 με Απόφαση της Ολομέλειας του Σεπτέμβρη και δημοσίευση των υλικών στις 4 Οκτώβρη του 1965, που σύμφωνα με τον καθηγητή Liberman «η ουσία των νέων αποφάσεων συνίσταται στο ότι το κέρδος χρησιμοποιείται σήμερα σαν το πιο γενικό κριτήριο μέτρησης της ποιοτικής αποδοτικότητας της εργασίας των επιχειρήσεων και ως πηγή κινήτρου επιτυχούς παραγωγής» (Liberman, στο: «SowjetunionHeute», 4/1965). Και επιπλέον «το κέρδος πρέπει να είναι η πηγή για το σχηματισμό του φόντου των επιχειρήσεων, για τη χρηματοδότηση δικών τους επενδύσεων και για την αύξηση των κυκλοφοριακών μέσων και των άλλων δαπανών των επιχειρήσεων», αναφέρεται στο δημοσιευμένο (4.10.1965) κείμενο της Απόφασης με τίτλο «Για την τελειοποίηση του Πλάνου και το δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυνσης της βιομηχανικής παραγωγής». Η «μεταρρύθμιση κινείται προς την κατεύθυνση της αποφασιστικής ενίσχυσης των οικονομικών μεθόδων διεύθυνσης στη θέση των διοικητικών, την αύξηση του ρόλου της Αγοράς στην οικονομία, των οικονομικώνκινήτρων των επιχειρήσεων και των μελών τους» (Α.I.Paschkow, 1967).
Επειδή το κείμενο της απόφασης της Ολομέλειας του Σεπτέμβρη 1965 με τον παραπάνω τίτλο είναι πολυσέλιδο ας αναφερθούν σύντομα ορισμένα μόνο σημεία αυτής της καταστροφικής καπιταλιστικής μεταρρύθμισης της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης απ’ το ίδιο το κείμενο και κάποια άλλα από ένα άρθρο του Βιτάλι Ελιστράτωφ του πρακτορείου «Νόβοστι» δημοσιευμένο στην «Αυγή» (7/3/1967, σελ.4), γραμμένο δυο χρόνια μετά, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Επιτυχείς προσπάθειες για την Αποκέντρωση και την καθιέρωση του κινήτρου του Κέρδους»:
1. Κεντρικό στόχο της μεταρρύθμισης αποτέλεσε η πλήρης ανύψωση του ρόλου της επιχείρησης με την παροχή σ’ αυτή ακόμα μεγαλύτερης οικονομικής αυτοτέλειας και πρωτοβουλίας.
2. Καθιερώθηκε το κίνητρο του κέρδους ως «το πιο γενικό κριτήριο μέτρησης της ποιοτικής αποδοτικότητας της εργασίας των επιχειρήσεων και ως πηγή κινήτρου επιτυχούς παραγωγής» (Liberman), αλλά και της οικονομίας γενικότερα.
3. Πριν τη μεταρρύθμιση βασικός δείκτης της επιτυχούς εργασίας των επιχειρήσεων ήταν ο όγκος της συνολικής παραγωγής (=«Bruttoproduktion»), μετά απ’ αυτή βασικός δείκτης θα είναι η παραγωγή που πραγματοποιήθηκε (=«realizacija») δηλ. πουλήθηκε (=«Absatzvolumen»).
4. Η επιχείρηση από τώρα και στο εξής καθορίζει μόνη της, πόσα και τι προϊόντα θα παράγει και γι’ αυτό θα πρέπει να παίρνει υπόψη της τη ζήτηση και τις απαιτήσεις της Αγοράς δηλ. η λεγόμενη «πραγματική» Ιδιοσυντήρηση έγινε πλέον βάση της δραστηριότητας της κάθεεπιχείρησης.
5. Πριν τη μεταρρύθμιση οι ανώτερες οικονομικές Υπηρεσίες καθόριζαν για την επιχείρηση περίπου 30-40 υποχρεωτικούς δείκτες με βάση τους οποίους αξιολογούνταν η εργασία των επιχειρήσεων. Μετά από αυτή, ο αριθμός των δεικτών που καθορίζονταν από το κέντρο μειώθηκε δραστικά στους 7-8, ουσιαστικά μόνο σε δυο που χαρακτήριζαν την οικονομική της δραστηριότητα: α. όγκος πουλημένης παραγωγής, β. κέρδος – απαλλάσσοντας έτσι με αυτά τα μέτρα, όπως ισχυρίζονταν, την επιχείρηση απ΄ την «ασφυχτική κηδεμονία του κέντρου» δηλ. του κεντρικού Πλάνου, μ’ αποτέλεσμα τώρα «η επιχείρηση να έχει το δικαίωμα της κατοχής, της χρήσης και της διάθεσης της ευρισκόμενης στη λειτουργική της διοίκησης περιούσιας» (“Verordnung überdensozialistischenstaatlichenProduktionsbetrieb”, 4/10/1965).
6. Οι διευθυντές των επιχειρήσεων απόκτησαν όχι μόνο πολύ ευρύτερες δικαιοδοσίες αλλά όλες τις δικαιοδοσίες μεταξύ των οποίων τις δυο σημαντικότερες: α. «ο διευθυντής της επιχείρησης δρα στο όνομά της, διαθέτει την περιουσία και τα μέσα της επιχείρησης», και β. «προσλαμβάνει και απολύει εργαζόμενους» της επιχείρησης (“Verordnung überdensozialistischenstaatlichenProduktionsbetrieb”, 4/10/1965).
7. Τέλος ας σημειωθεί ότι η πλήρης αυτοτέλεια των επιχειρήσεων οδήγησε αναπόφευκτα σε οικονομική Αποκέντρωση δηλ. ουσιαστικά στην κατάργηση του κεντρικού Πλάνου – και όχι στην «τελειοποίηση του Πλάνου» όπως δημαγωγικά διατείνονταν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές εξαπατώντας τους εργαζόμενους – σε εισαγωγή του Ανταγωνισμού και ενίσχυση της λειτουργίας τους με τα γνωστά ιδιωτικο-οικονομικά καπιταλιστικά κριτήρια κέρδους-αποδοτικότητας, μ’ αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης να μετατραπούν σε μεμονωμένες-χωριστές επιχειρήσεις, τους διαβόητους «σοσιαλιστικούς εμπορευματοπαραγωγούς» (Α.W.Batschurin 1973, κλπ.) ή αλλιώς «σχεδιασμένη σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή» (Liberman), «εμπορευματικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής» (A.J.Paschkow1962), κλπ., κλπ..
Αν όταν πραγματοποιήθηκε το αντεπαναστατικό 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, απ’ την πρώτη στιγμή αλλά και αργότερα, αυτό χαιρετίστηκε με ικανοποίηση απ’ τη διεθνή αντίδραση ως συνέδριο «επαναστατικής περιόδου»: «το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ το Φλεβάρη του 56, εγκαινίασε μια επαναστατική περίοδο του ιδεολογικού και κοινωνικο-πολιτικού «λιωσίματος των πάγων». Η πάλη κατά της προσωπολατρίας και του σταλινικού δογματισμού στην ΕΣΣΔ απελευθέρωσε ισχυρές αντιπολιτευτικές δυνάμεις κυρίως στις Λαϊκές Δημοκρατίες» (άρθρο του P.Ch. Ludz στο «ModerneWelt» 4/1960, σελ.353), τώρα, οι καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις των Μπρέζνιεφ-Κοσύγκιν(Σεπτέμβρη 1965) έγιναν δεκτές με δικαιολογημένες θριαμβολογίες απ’ τους αντιμαρξιστές-αντικομμουνιστές ιδεολόγους της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού και προπαγανδίστηκαν ως «οικονομική επανάσταση» μεταξύ των οποίων και ο αμερικανός σοβιετολόγος MarshallI. Goldmann που σε άρθρο με το χαρακτηριστικό τίτλο «οικονομική επανάσταση στη Σοβ. Ένωση» το 1967 έγραφε: «στις παραμονές των 50χρόνων της κομμουνιστικής επανάστασης οι ρώσοι βαδίζουν έναν άλλο δρόμο, εκείνον της οικονομικής επανάστασης» (MarshallI. Goldmann: «EconomicRevolutionintheSovietUnion» στο: “ForeignAffairs”, Vol. 45, No.2-1967, p. 319) δηλ. το δρόμο της οικονομικής αντεπανάστασης: το δρόμο του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Αλλά και ο ίδιος ο Liberman αναφέρει ότι οι αστικές εφημερίδες και σχολιαστές τους ειρωνεύονταν για την έννοια «σοσιαλιστικό κέρδος», όπως η ελβετική «TribunedeLausanne» που «βλέπει στις μεταρρυθμίσεις μας μια «πραγματική επανάσταση» γιατί χρησιμοποιείται η «μισητή έννοια του κέρδους», ενώ άλλες όπως η γαλλική «Nation» ισχυρίζεται, ότι «δεν πρόκειται για επιστροφή της ΕΣΣΔ στον καπιταλισμό, επειδή το σοσιαλιστικό κράτος παραμένει κύριος των μέσων παραγωγής» και η δυτικογερμανική «DieWelt» διαπιστώνει ότι «οι μεταρρυθμίσεις στη διεύθυνση της βιομηχανίας και στη σχεδιοποίηση «δεν σημαίνουν επιστροφή στις καπιταλιστικές μορφές της οικονομίας»» για να ανακράξει «θριαμβευτικά» ο χρουστσοφικός ρεβιζιονιστής καθηγητής: «ακριβώς αυτό είναι»(!!!) και να ισχυριστεί ότι οι «σοβιετικοί αναγνώστες… μπορεί μόνο να γελούν» μ΄ αυτά που γράφονται (J.G.Liberman: «Plan, direkteBeziehungenundRentabilität», «Πράβδα» 21/11/1965, γερμανικά: «PdSU/Industrie» 141–1965).
Όμως σήμερα όλοι γνωρίζουν ότι το διεθνές προλεταριάτο και οι λαοί όλων των χωρών πλήρωσαν πολύ ακριβά την προδοτική πολιτική της παλινόρθωσης του καπιταλισμού για την οποία επαίρεται ο Liberman και ακόμα πολύ ακριβότερατην πλήρωσε ο σοβιετικός λαός που όχι μόνο δεν γέλασε τις επόμενες δεκαετίες αλλά καταστράφηκε κυριολεκτικά φτάνοντας ως τη διάλυση και της ίδιας της καπιταλιστικής Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, όταν υποτίθεται, κατά τους διαφόρους Liberman, αυτή θα έφτανε τάχα στον κομμουνισμό.
4. Ο νόμος της Αξίας – βάση του σχηματισμού των τιμών των εμπορευμάτων των τμημάτων I και II αλλά και ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης
Το ζήτημα της εμπορευματικής παραγωγής και εκείνο της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία αποτελούν δυο απ’ τα πιο βασικά και θεμελιώδη – μα και απ’ τα πιο σύνθετα και περίπλοκα – προβλήματα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του κομμουνισμού, πάνω στα οποία διαχωρίζονται οι μαρξιστικές απ’ τις διάφορες αστικo-ρεβιζιονιστικές απόψεις τόσο σε θεωρητικό μα προπαντός σε πρακτικό-πολιτικό επίπεδο, επειδή απ’ αυτά εξαρτάται η κίνηση μιας σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας προς την κατεύθυνση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας δηλ. την πλήρη εξάλειψη των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και της δράσης του νόμου της Αξίας ή αντίθετα προς την κατεύθυνση του καπιταλισμού δηλ. τη διακοπή της παραπέρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, την εξάλειψη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και τη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού όπως συνέβηκε στη Σοβιετική Ένωση – παλινόρθωση που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του΄60.
Για τη μαρξιστική οικονομική θεωρία η εμπορευματική παραγωγή και η δράση του νόμου της Αξίας είναι μεν αντικειμενικά υπαρκτά μετά την κατάληψη της εξουσίας απ’ το προλεταριάτο, για ορισμένο χρονικό διάστημα, όμως θεωρούνται «υπολείμματα» κληρονομημένα απ’ τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής – που αποτελεί την τελευταία και ανώτατη μορφή εμπορευματικής παραγωγής: «ο καπιταλισμός είναι η εμπορευματική παραγωγή σε ανώτατο στάδιο εξέλιξης, όπου η ίδια η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα» (ΛΕΝΙΝ) – και τα οποία περιορίζονται συνεχώς στο βαθμό που προχωρεί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, γεγονός που ομολογούν-επιβεβαιώνουν και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι:. «το βασικό περιεχόμενο των σταλινικών ιδεών για τα ζητήματα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό συνίσταται στα παρακάτω: η σοσιαλιστική παραγωγή ως προς το χαρακτήρα της δεν είναι εμπορευματική παραγωγή, και οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις είναι κληρονομιά του καπιταλισμού… η σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής περιορίζεται στα αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης, ενώ τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, αλλά έχουν μόνο περίβλημα εμπορεύματος» (P.G.Saostrowzew /G.G.Bogomasow/ A.N.Malafejew, 1972). Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί πως τόσο η εμπορευματική παραγωγή όσο και ο νόμος της Αξίας έχουν ιστορικά παροδικό χαρακτήρα και πρέπει ως «υπολείμματα» του καπιταλισμού να εξαλειφθούν πλήρως στην οικονομία της ολοκληρωμένης αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας (σύμφωνα με τους κλασικούς Μαρξ-Ενγκελς-Λένιν-Στάλιν, η αταξική κομμουνιστική κοινωνία είναι, όπως προαναφέρθηκε, ασυμβίβαστη με την ύπαρξη εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων αλλά και την εμπορευματική παραγωγή γενικότερα και τη δράση του νόμου της Αξίας). Και η αντίπαλη ρεβιζιονιστική πλευρά το επιβεβαιώνει, στην περίπτωση του Στάλιν, σημειώνοντας πως το συμπέρασμα του ήταν: «ότι η εμπορευματική κυκλοφορία είναι ασυμβίβαστη με το σκοπό του περάσματος απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew, 1972).
Η ιστορική πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση της περιόδου των Λένιν-Στάλιν επιβεβαίωσε πλέρια την ορθότητα της μαρξιστικής άποψης σύμφωνα με την οποία στο βαθμό που προχωρά η οικοδόμηση δηλ. επεκτείνεται ο σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας, η εμπορευματική παραγωγή και η σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας περιορίζονταν συνεχώς με στόχο την πλήρη εξάλειψη, όταν θα δημιουργούνταν οι απαραίτητοι αντικειμενικοί όροι στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία με τη δημιουργία της παλλαϊκής κομμουνιστικής ιδιοκτησίας των ολοκληρωμένων κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Έτσι στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού με τη δημιουργία των δυο μορφών σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής ιδιοκτησίας (κρατική-συνεταιριστική) και ως το 1953 η εμπορευματική παραγωγή είχε σημαντικά περιοριστεί στο βαθμό που όχι μόνο η εργατική δύναμη αλλά ούτε και τα μέσα παραγωγής ήταν πλέον εμπορεύματα, ενώ ο νόμος της Αξίας προσδιόριζε μόνο (αφού το τμήμα Ι = μέσα παραγωγής δεν ήταν εμπορεύματα και επομένως δεν είχαν τιμές) το σχηματισμό των τιμών των προϊόντων-εμπορευμάτων του τμήματος ΙΙ (καταναλωτικά μέσα = είδη κατανάλωσης), επιπλέον, και το σημαντικότερο,ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής της παραγωγής, όπως στην καπιταλιστική οικονομία.
Μετά το 1953 αλλάζει ριζικά η κατεύθυνση ανάπτυξης της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης: διακόπτεται η παραπέρα οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και η οικονομία της κινείται πλέον προς τον καπιταλισμό.
Όπως έχει αναφερθεί οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές απέρριψαν-εγκατέλειψαν, αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, πρώτα-πρώτα, μεταξύ άλλων, δυο απ’ τις βασικότερες θέσεις της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας που αφορούν τη θέση και το ρόλο: α) της εμπορευματικής παραγωγής και β) του νόμου της Αξίας, δηλ. την παροδική τους ύπαρξη-διατήρησηστο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Η σύντομη αυτή αναφορά στο ζήτημα της εμπορευματικής παραγωγής, από πρώτη ματιά «άσχετη» με το θέμα, είναι όμως αναγκαία και εντελώς απαραίτητη για την κατανόηση των παρακάτω, επειδή η εμπορευματική παραγωγή συνδέεται άμεσα και στενά με την ύπαρξη και τη δράση του νόμου της Αξίας: ο νόμος της Αξίας είναι νόμος της εμπορευματικής παραγωγής.
Ας δοθεί τώρα ο λόγος σ’ έναν απ’ τους πρωτοστατήσαντες στις καπιταλιστικού χαρακτήρα αποφάσεις-μέτρα-μεταρρυθμίσεις, το ρεβιζιονιστή οικονομολόγο A. Paschkow, ο οποίος δίνει εν συντομία την κατεύθυνση των προς εφαρμογή, εκείνη την περίοδο, μέτρων αφού πρώτα δεν αμφισβητεί αλλά αντίθετα ομολογεί ότι αυτές οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις ήταν αντίθετες με τις μαρξιστικές απόψεις των Μαρξ- Ένγκελς αλλά και του Λένιν, που όλοι τους υποστήριζαν «ότι με την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής εξαφανίζονται και ο εμπορευματικός χαρακτήρας της παραγωγής, η αξία, το χρήμα και όλες οι άλλες οι συνδεόμενες με αυτές κατηγορίες», ενώ αυτός σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις τους σημείωνε «ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να αντεπεξέλθει χωρίς εμπορευματική παραγωγή και χωρίς την Αγορά ιδιαίτερου είδους, χωρίς το νόμο της Αξίας και χωρίς μια σειρά άλλες οικονομικές κατηγορίες που απορρέουν από αυτά» για να συνεχίσει: «στις μακρόχρονες και οξείες συζητήσεις των δεκαετιών ΄50-΄60 για την εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της Αξίας στο σοσιαλισμό καταδείχθηκε, ότι η σοσιαλιστική παραγωγή και η οικοδόμηση του κομμουνισμού δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς Αγορά, χωρίς εμπορευματική παραγωγή, χωρίς το νόμο της Αξίας. Ταυτόχρονα καταδείχθηκε, ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις, η Αγορά, Αξία, Χρήμα, Τιμή, Κέρδος και οι άλλες οι συνδεόμενες με το νόμο της Αξίας οικονομικές κατηγορίες στο σοσιαλισμό έχουν ένα άλλο κοινωνικό περιεχόμενο απ’ ότι στον καπιταλισμό. Αυτές δεν είναι τα επιζήμια υπολείμματα μιας παλιάς κοινωνίας, αλλά είναι σύμφυτες στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, παίζουν ένα σπουδαίο ρόλο, τον οποίο διατηρούν καθόλη τη διάρκεια ολόκληρης της πρώτης φάσης της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας» (Α. Paschkow, 1966).
Οι συζητήσεις των δεκαετιών ΄50-΄60 κάθε άλλο παρά «κατέδειξαν» πως «η σοσιαλιστική παραγωγή και η οικοδόμηση του κομμουνισμού δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς Αγορά, χωρίς εμπορευματική παραγωγή χωρίς το νόμο της Αξίας». Εντελώς αντίθετα: κατέδειξαν την πλήρη εγκατάλειψη, σε θεωρητικό επίπεδο της μαρξιστικής θεωρίας στα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού εκ μέρους των προδοτών ηγετών του ΚΚΣΕ αλλά και συνάμα σε πρακτικό επίπεδο τη διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και την έναρξη του πισωδρομικού προτσές – με την επέκταση της Αγοράς, της εμπορευματικής παραγωγής και της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας – στον καπιταλισμό.
Επίσης, ήταν και είναι γνωστό – αποδείχθηκε και από την καταστροφική πορεία στα επόμενα χρόνια της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό – ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις, η Αγορά κλπ. δεν «είναι σύμφυτες στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα», αλλά αντίθετα είναι σύμφυτες στην καπιταλιστική οικονομία και αποτελούν υπολείμματά της στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό των πρώτων δεκαετιών που στην πορεία της οικοδόμησης πρέπει να εξαλειφθούν.
Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του ΚΚΣΕ, πέραν της ολόπλευρης επέκτασης των εμπορευματικών σχέσεων γενικά και της αγορα-πωλησίας των μέσων Παραγωγής δηλ. τη μετατροπή τους σε εμπορεύματα, επέκτειναν και τη σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας. Αυτά τα καπιταλιστικού χαρακτήρα μέτρα δικαιολογημένα αξιολογήθηκαν απ’ τους αντικομμουνιστές ιδεολόγους ως «επαναστατικού χαρακτήρα οικονομικοπολιτικά μέτρα» (W.Eggers, «OsteuropaWirtschaft», 1/1960) δηλ. ως αντεπαναστατικά καπιταλιστικά μέτρα στην υπηρεσία εφαρμογής της αντιδραστικής πολιτικής της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση εκ μέρους του αστικο-ρεβιζιονιστικού ΚΚΣΕ.
Η επέκταση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αφορά δυο πολύ σημαντικά ζητήματα: 1) νόμος της Αξίας ως βάση για το σχηματισμό των τιμών, και 2) νόμος της Αξίας ως ρυθμιστής της παραγωγής.
α. Ο νόμος της Αξίας βάση σχηματισμού των Τιμών. Ο G.Koslow παραδέχεται-ομολογεί ότι στη μετά το 1953 περίοδο στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης «ο νόμος της Αξίας δεν δρα μόνο στο προτσές της παραγωγής, αλλά και στο προτσές της κυκλοφορίας, ιδιαίτερα στον τομέα του σχηματισμού των τιμών» (G.Koslow, 1961). Κι’ αυτό δεν αφορά μόνο τις τιμές των ειδών κατανάλωσης, αλλά και τα μέσα Παραγωγής, αφού αυτά πλέον, μετά το 1953, πωλούνται-αγοράζονται στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσηςή αλλιώς: ο νόμος της Αξίας έχει ρυθμιστικό πλέον ρόλο στην διαμόρφωση των τιμών και των δυο τμημάτων Ι (=μέσα Παραγωγής), ΙΙ (=μέσα-είδη κατανάλωσης) και επιπλέον όλοι οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι διαπίστωναν νωρίς-νωρίς την «αναγκαιότητα οι τιμές να πλησιάσουν στην αξία της παραγωγής τόσο του τμήματος Ι όσο και του τμήματος ΙΙ» (W.Manewitsch, 1957), και πως «στο σοσιαλισμό ο σχεδιασμός των τιμών βασίζεται στην αναγνώριση του νόμου της Αξίας» (A.I.Paschkow), ενώ ο Α.Batschurin σημείωνε το 1958: «ως γνωστόν οι οικονομολόγοι μας για πολύν καιρό απέκλειαν γενικά την παραγωγή μέσων παραγωγής απ’ τις εμπορευματικές σχέσεις και απ’ τη σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας» (Α.Βatschurin 1958). Ο J.Kronrod που και αυτός παραδέχονταν τη «δράση του νόμου της Αξίας στον τομέα του σχηματισμού των τιμών για τα μέσα παραγωγής», γράφει πως η ρύθμιση των τιμών μέσω του νόμου της Αξίας δεν αποκλείει οι τιμές τους να «αποκλίνουν από την Αξία» (J.Kronrod 1957).
Όλοι οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι παραδέχονταν από τότε τη δράση του νόμου της Αξίας στον τομέα σχηματισμού των τιμών – πλην των ειδών κατανάλωσης – και στα μέσα Παραγωγής.
Πριν τη διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού με την επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης δηλ. ως το 1953, η σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας, όσον αφορά στο σχηματισμό των τιμών, περιορίζονταν μόνο στα είδη-εμπορεύματα κατανάλωσης και δεν περιλάμβανε-επεκτείνονταν στα μέσα Παραγωγής, αφού αυτά σ’ εκείνη την περίοδο δεν ήταν εμπορεύματα και επομένως δεν είχαν τιμή. Όμως και στην περίπτωση των ειδών κατανάλωσης ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής των κρατικών τιμών αλλά μόνο ένας απ’ τους παράγοντες που επιδρούσαν σ΄ αυτές. Κι αυτό το επιβεβαίωναν-ομολογούσαν και οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές. Αναφερόμενοι στις απόψεις του Στάλιν, ορθά σημειώνουν: «ο Ι.Β.Στάλιν αρνούνταν το ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της Αξίας στο σχηματισμό των τιμών για τα μέσα παραγωγής» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew, 1972).
Το καπιταλιστικό μέτρο καθορισμού τιμών, ανεξάρτητα απ’ τον τύπο σχηματισμού τους, και για τα μέσα Παραγωγής αποτελεί ένα απ’ τα σπουδαιότερα μέτρα στην κατεύθυνση της γενίκευσης της εμπορευματικής παραγωγής στην οικονομία της Σπβιετικής Ένωσης, αλλά και επιπλέον μέτρο ολοκλήρωσης της καπιταλιστικής λειτουργίας αυτής της εμπορευματικής οικονομίας.
β. Ο νόμος της Αξίας ρυθμιστής της Παραγωγής στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Η λεγόμενη «πλήρης και καλύτερη εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας» (A.I.Paschkow, 1974) στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε επέκταση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας ως το σημείο που έγινε ρυθμιστής της παραγωγής δηλ. καθόριζε πλέον την κατανομή των μέσων Παραγωγής και της Εργασίας στους διάφορους κλάδους της οικονομίας, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό.
Διάφοροι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, όπως έχει παραδεχθεί-αναφέρει ο A.IPaschkow, διαπίστωναν ότι στη λεγόμενη «σοσιαλιστική» εμπορευματική οικονομία – ήδη απ’ το Δεκέμβρη του ΄56 οι ρεβιζιονιστές διατύπωσαν την αντιμαρξιστική θέση ότι «η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική παραγωγή» που βέβαια σ’ εκείνη την περίοδο αποτελούσε αντικειμενική πραγματικότητα, μόνο που δεν ήταν πλέον «σοσιαλιστική» – της τότε Σοβιετικής Ένωσης ο νόμος της Αξίας είναι «βασικός ρυθμιστής της ανάπτυξης ολόκληρης της οικονομίας και καθορίζει την κατανομή των μέσων παραγωγής και της εργασίας στους κλάδους της κοινωνικής παραγωγής» ( A.I.Paschkow, 1968), αλλά και άλλος αναφέρει ότι οι W.A.Bader, W.B.Rakitski, Ι.Ν. Busdalow, κλπ. διαπίστωναν ότι «ρυθμιστής της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι ο νόμος της Αξίας»( Ι.Ι.Kusminow 1971), Ο οικονομολόγος G.S.Lisitschki που κι αυτόςδιαπίστωνε ότι ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο νόμος της Αξίας με τη μορφή της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» γράφει σχετικά: «η τιμή Παραγωγής καθιστά δυνατή μια μεγαλύτερη κινητικότητα στην κίνηση των μέσων παραγωγής. Στην πραγματικότητα, όταν οι τιμές αγοράς αποκλίνουν από την τιμή παραγωγής τότε τα κοινωνικά μέσα πρέπει να οδηγηθούν στην κατεύθυνση που επιθυμεί ο καταναλωτής, δηλ. η γενική, μυστική και η ίδια επιλογή στην αγορά επιτυγχάνεται με τη βοήθεια του ρουβλίου» (G.S.Lisitschki, 1966), εννοώντας την επιδίωξη ενός όσο το δυνατό μεγαλύτερου ποσοστού Κέρδους.
Ο G.S.Lisitschki, πέραν του βιβλίου «Πλάνο και Αγορά» (Μόσχα 1966), σε διάφορα άρθρα του στην «Iswestija» (26/2/1966, 27/2/1966), κλπ. διαπίστωνε-ομολογούσε ότι ο νόμος της Αξίας ήταν ο ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ.
Επίσης, εκτός των παραπάνω, και ένας άλλος οικονομολόγος διαπίστωνε ότι ο νόμος της Αξίας ήταν ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης όταν γράφει: «ως ρυθμιστής για την κατανομή της Εργασίας και των μέσων Παραγωγής σε καθορισμένες αναλογίες γίνεται εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας μέσω ενός συστήματος σχεδιασμένων τιμών» (J.W.Kotow 1979) αλλά και την ύπαρξη σε αυτή της «τιμής Παραγωγής»: «η τιμή Παραγωγής που παίρνει υπόψη της την εντατικότητα Εργασίας είναι η νομοτελειακή μορφή έκφρασης του νόμου της Αξίας στο σοσιαλισμό» (J.W.Kotow 1979), που επιπλέον δε δίστασε να ισχυριστεί: «ότι θα ήταν ένα μεγάλο λάθος να απορριφθεί η ανάλυση της κατηγορίας Χρησιμότητα και οριακή Χρησιμότητα μόνο επειδή αυτές αποτελούν τη βάση της αντιμαρξιστικής θεωρίας της Οριακής Χρησιμότητας» (J.W.Kotow 1979)
Την παραπάνω σωστή διαπίστωση-ομολογία του G.S.Lisitschki αμφισβήτησαν, προφανώς για δημαγωγικούς λόγους και συγκάλυψης του προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Σοβιετική Ένωσης, οι M. Atlas/I.Zlobin/R.Winokur/L.Kadyschew / I.Lewitanus που με άρθρο τους στην «Iswestija» (18/3/1966) με τίτλο «Τι ρυθμίζει την παραγωγή;» ισχυρίζονται ότι την παραγωγή στην εμπορευματική οικονομία της τότε Σοβιετικής Ένωσης δεν τη ρύθμιζε τάχα ο νόμος της Αξίας άλλα το κεντρικό Πλάνο, ισχυρισμός που δεν είχε καμία σχέση με την οικονομική πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης εκείνης της περιόδου, αφού όπως θα καταδειχθεί παρακάτω το κεντρικό Πλάνο είχε ουσιαστικά καταργηθεί με την οικονομική αυτοτέλεια των επιχειρήσεων, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, τη δραστική μείωση των υποχρεωτικών δεικτών και το λεγόμενο «σοσιαλιστικό μηχανισμό της Αγοράς» (A.I.Paschkow, 1967).
Τη σωστή διαπίστωση-ομολογία του G.S.Lisitschki υπεράσπισαν οι L.Leontjew («Iswestija» 22/3/1966) και ο Kronrod («Iswestija» 25/3/1966).
Όσον αφορά τον εντελώς αβάσιμο, ψευδή και εξόφθαλμα δημαγωγικό ισχυρισμό των παραπάνω ρεβιζιονιστών οικονομολόγων (M. Atlas /I.Zlobin /R.Winokur/ L.Kadyschew/ I.Lewitanus),απολογητών της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση (επεδίωκαν τη συγκάλυψη του πισωδρομικού προτσές), ότι τάχα ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ, πρέπει να παρατηρηθεί:
Πρώτο, πως αν είχε έστω και κάποια βάση ο ισχυρισμός τους αυτός, τότε σε τι συνίστατο όχι απλά και μόνο η ολόπλευρη επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας μα ακόμα χειρότερα, η «πληρέστατη εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας στη σοσιαλιστική οικονομική πρακτική» (B. Sucharewski, 1963), όπως διατυπώνεται απ’ τους ίδιους, αν όχι στο να καταστεί ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης; – ένα ερώτημα που δεν μπόρεσαν ποτέ να απαντήσουν οι παραπάνω και όποιοι άλλοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, μα ούτε και σήμερα μπορεί να απαντηθεί διαφορετικά.
Δεύτερο, η καθιέρωση στην τελευταία σημαντική και πιο ολοκληρωμένη καπιταλιστική μεταρρύθμιση στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, εκείνη των Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1965, του όγκου των πωλήσεων (=«Absatzvolumen» =«abgesetzteProduktion»), όπως προαναφέρθηκε, ως βασικού δείκτη για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων – αντί του συνολικού όγκου της παραγωγής (=«Bruttoproduktion» = «walowajaprodukzija») – δείχνει ότι ο νόμος της Αξίας και η Αγορά ήταν εκείνα που ρύθμιζαν την παραγωγή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, αφού ο όγκος των πωλήσεων εξαρτάται, ως γνωστόν, απ’ τις διακυμάνσεις της Αγοράς, πράγμα που παραδέχεται και ο σοβιετικός ρεβιζιονιστής Βιτάλι Ελιστράτωφ όταν γράφει: «τώρα η επιχείρηση καθορίζει μόνη της, πόσα και τι προϊόντα θα παράγει, και για το σκοπό αυτό είναι αναγκασμένη να παίρνει με προσοχή υπόψη της τη ζήτηση και τις απαιτήσεις της Αγοράς» και ακόμα πως «θα σταματήσει την παραγωγή της αν πάψει να τα πληρώνει ο πελάτης» («Αυγή» 7/3/1967, σελ.4). Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι ο παλιός σπουδαίος βασικός δείκτης «walowajaprodukzija», που εγκαταλείφθηκε, είχε συγκεντρώσει το πρωτοφανές μένος των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων – μένος που πήρε γελοίες και κωμικές διαστάσεις – με πιο «εξέχουσα» περίπτωση εκείνη του O.K.Antonow που σχεδόν όλα τα κεφάλαια του βιβλίου του «DljawsjechIdljasibja» (Μόσχα 1965) επιγράφονται: «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στη νέα τεχνική», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στη νέα ποιότητα της παραγωγής», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ως καταστροφέας του πλούτου του λαού», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ως κυνήγι αριθμών», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στην οικονομική Ιδιοσυντήρηση», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στα συμφέροντα των σοβιετικών καταναλωτών», κλπ.
Τρίτο, η κατανομή των επενδύσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αυτής της περιόδου γινόταν στη βάση του λεγόμενου «ποσοτικού συντελεστή των επενδύσεων κεφαλαίων» δηλ. του μέσου ποσοστού Κέρδους,
Τέταρτο, η επιλογή-υιοθέτηση και μεταφορά-εισαγωγή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης μιας τόσο σπουδαίας καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας, όπως η «τιμή Παραγωγής»(=έξοδα παραγωγής+μέσο ποσοστό Κέρδους), που αποτελεί «παραλλαγμένη μορφή της Αξίας» (Μαρξ), επιβεβαιώνει ότι ο νόμος της Αξίας ήταν ο βασικός ρυθμιστής της παραγωγής στη βάση του οποίου πραγματοποιούνταν η κατανομή της Εργασίας και των μέσων Παραγωγής μεταξύ των διαφόρων κλάδων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δηλ. μέσω της «τιμής παραγωγής» στη βάση του νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους, που είχε εμφανιστεί και δρούσε σ’ αυτή.
Την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού ως το 1953 ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής της παραγωγής. Η κατανομή της Εργασίας και των μέσων Παραγωγής στους διάφορους κλάδους της λαϊκής οικονομίας δεν γίνονταν όπως στην καπιταλιστική οικονομία στη βάση του νόμου της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» και του μέσου ποσοστού Κέρδους (νόμοι που είχαν εξαλειφθεί στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό), αλλά στη βάση του νόμου της σχεδιομετρικής αναλογικής ανάπτυξης της οικονομίας ή όπως έγραφε ο Μαρξ για τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία: «στη βάση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής… η κοινωνία κατανέμει την εργατική Δύναμη και τα μέσα Παραγωγής στους διάφορους κλάδους της Παραγωγής (Μαρξ). Ας σημειωθεί, ακόμα μια φορά, πωςη εμπορευματική παραγωγή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν είχε καθολική εξάπλωση (όπως στην καπιταλιστική οικονομία των δυτικών χωρών αλλά και σ’ εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1953, στην οποία είχε γενικευθεί η εμπορευματική παραγωγή), ήταν πολύ περιορισμένη (μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη δεν ήταν εμπορεύματα, αλλά και η γη, εργοστάσια, κλπ. δεν ήταν αντικείμενα αγορα-πωλησίας) και αφορούσε μόνο τα είδη-εμπορεύματα κατανάλωσης, ενώ και ησφαίρα δράσης του Νόμου της Αξίας ήταν περιορισμένη, περιορίζονταν ουσιαστικά στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας (κυρίως εμπορεύματα-είδη κατανάλωσης).
5. Μεταφορά και εισαγωγή της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης.
Το πρόβλημα της διαμόρφωσης-σχηματισμού των Τιμών που συνδέεται με τον οικονομικό υπολογισμό, τον υπολογισμό του εισοδήματος, την παραγωγή και κατανάλωση, με τη διανομή και αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, κλπ. αλλά και με το μεγάλης σημασίας ζήτημα της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας προς την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας ή την πισωδρόμηση προς τον καπιταλισμό είναι ένα απ΄ τα πλέον σημαντικά, δύσκολα και εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα. Βρίσκονταν πάντα από παλιά στο κέντρο της προσοχής του επαναστατικού κόμματος των Μπολσεβίκων μ’ επικεφαλής το Στάλιν, επειδή: «στο πρόβλημα των τιμών διασταυρώνονται όλα τα βασικά, συνεπώς και πολιτικά προβλήματα του Σοβιετικού κράτους. Τα ζητήματα του καθορισμού των σωστών αμοιβαίων σχέσεων της αγροτιάς και της εργατικής τάξης, τα ζητήματα της εξασφάλισης της αλληλοσυνδεόμενης και αλληλοκαθοριζόμενης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας, … τα ζητήματα της εξασφάλισης του πραγματικού μισθού εργασίας, … όλα αυτά στηρίζονται στο πρόβλημα των τιμών» («Αποφάσεις της Ολομέλειας του Φλεβάρη 1927, της ΚΕ του ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ»).
Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της σπουδαιότητας για τους παραπάνω λόγους είναι φανερό και εντελώς αυτονόητο ότι απ’ τα πρώτα καπιταλιστικού χαρακτήρα μέτρα που πήραν οι ρεβιζιονιστές ηγέτες Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ, του αστικού πλέον ΚΚΣΕ, ήταν οι απανωτές μεταρρυθμίσεις Τιμών, εντελώς απαραίτητες, πέραν των άλλων, προπαντός από τότε που εφάρμοσαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης το καπιταλιστικό μέτρο της αγορα-πωλησίας των μέσων Παραγωγής δηλ. τη μετατροπή τους σε εμπορεύματα – μέτρο που σηματοδότησε άμεσα και ευθύς εξαρχής την αλλαγή κατεύθυνσης της ανάπτυξης της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό και την έναρξη της σταδιακής καπιταλιστικής παλινόρθωσης που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄60.
Αφού, λοιπόν, τα μέσα Παραγωγής είχαν ήδη μετατραπεί σε εμπορεύματα και η ισχύς-δράση του νόμου της Αξίας είχε επεκταθεί σ’ όλους τους τομείς της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης –σημειώθηκε έτσι πλήρης ρήξη στη θεωρία και την πράξη, απομάκρυνση απ’ τη μαρξιστική θεωρία και την πρακτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού της εποχής του Στάλιν – οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι συζητούσαν πλέον απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, για το νέο μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών των μέσων Παραγωγής: «η υπάρχουσα διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής χρειάζεται ουσιαστικά ν’ αλλάξει, ώστε το επίπεδο τιμών γι’ αυτά να πλησιάσει την αξία τους» και «για την πράξη πολύ σπουδαίο είναι το ζήτημα αν οι τιμές για τα μέσα παραγωγής θα πλησιάσουν την αξία τους» (M. Bor, 1957), ενώ άλλος ισχυρίζεται ότι «η διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής πρέπει οπωσδήποτε ν’ αλλάξει» (S.G. Strumilin, 1957).
Οι κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις τιμών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης στο χρονικό διάστημα 1953-1965 συνοδεύτηκαν και από συχνές συζητήσεις μεταξύ των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων για τον τρόπο σχηματισμού των Τιμών, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε προηγηθεί των συζητήσεων η υιοθέτηση και εφαρμογή στην οικονομία της του νέου τρόπου σχηματισμού των τιμών: ακριβέστερα είχε μεταφερθεί και εφαρμόζονταν ήδη στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης η καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής», όπως πληροφορούν-ομολογούν οι διάφοροι σοβιετικοί οικονομολόγοι. Οι L.A.Waag-S.W.Atlas (1958) διαπιστώνουν-ομολογούν ότι στα μετά το 1953 χρόνια στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης υπήρχε τόσο η καπιταλιστική κατηγορία της «τιμής Παραγωγής»: «στην πρακτική μας υπάρχει η σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής» (S.W. Atlas, 1958), μα ακόμα και το μέσο ποσοστό Κέρδους: «πράγματι υπάρχει στην πράξη ήδη από καιρό ένα τέτοιο σχεδιασμένο μέσο ποσοστό Κέρδους» (S.W.Atlas, 1958). «Οι αρχές της τιμής Παραγωγής και του μέσου ποσοστού Κέρδους, οι οποίες στην πραγματικότητα δρουν στην πράξη, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ώστε να αποκαλύψουν όλες τις δυνατότητες της ενδοεπιχειρησιακής σοσιαλιστικής συσσώρευσης» (S.W.Atlas 1958). Επιπλέον: «οι ασχολούμενοι πρακτικά με το πλάνο ενεργούν ήδη με την κατηγορία της τιμής Παραγωγής» (L.A.Waag, 1958). Συνεχίζοντας λέει ότι «αυτή η μέθοδος με συγκαλυμμένη μορφή εφαρμόζεται στην πράξη παντού» στην οικονομία, για να καταλήξει-δηλώσει σχετικά με την «τιμή Παραγωγής»: «δεν επιτρέπεται να σκεφτόμαστε, ότι αυτή είναι μια ειδική κατηγορία του καπιταλισμού» !!!
Κατά τις συζητήσεις προτάθηκαν 4 βασικοί, πλην των μικτών τύπων Tιμών, τύποι-τρόποι σχηματισμού των τιμών:
α. «τιμή άριστου Πλάνου» (= «PreisdesoptimalenPlanes») με πιο γνωστούς εκπροσώπους τους L.V.Kantorowitsch, N.P.Fedorenko, W.W.Nowoschilow, W.S.Njemtschinow, κλπ.. Ο τρόπος αυτός σχηματισμού των τιμών έχει ως αφετηρία τους στόχους του Optimalplan, ενός Πλάνου στο σημείο Optimum (=άριστο σημείο). Τις τιμές αυτές ονόμασαν «PreisederoptimalenPlanung», τη δε μέθοδο «αντικειμενικό καθορισμένο υπολογισμό» (= «Objektiwnoobuslowlennajaozenka»). Η λεγόμενη «τιμή του άριστου Πλάνου» είναι στην πραγματικότητα μια τιμή χωρίς Αξία, μια τιμή που δεν βασίζεται στη θεωρία της Αξίας-Εργασίας αλλά στην υποκειμενική θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας. Πρόκειται για ανοιχτή εγκατάλειψη της μαρξιστικής θεωρίας της Αξίας-Εργασίας και σαφή διολίσθηση προς τη θεωρία των «συντελεστών παραγωγής» και την υποκειμενική θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» - γνωστές αντιδραστικές αντεπιστημονικές θεωρίες της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας.
β. τιμή Αξίας (= «CenanaStoimostumurovne») με κύριους εκπροσώπους τους S.G.Strumilin, J.Α.Kronrod, κλπ.
γ. τιμή Κόστους ή τιμή μέσης Αξίας (= «gemittelteWert» = «usrednennjaStoimost») με εκπροσώπους τους D.D.Kontraschew, A.W.Batschurin, κλπ.
δ. τιμή Παραγωγής (= «Produktionspreis» = «FondbezogenerPreis» = «Cenaproizvodstva»)με εκπροσώπους τους S.W..Atlas, J.S.Malyschew, L.A.Waag, V.A.Sobol, V.D.Belkin, M.W.Kolganow, κλπ.
Απ’ τους παραπάνω τύπους τιμών οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές επέλεξαν-υιοθέτησαν και μετέφεραν-εισήγαγαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης την καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» που αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄60 πήρε επίσημο χαρακτήρα, ιδιαίτεραμετά την τελευταία καπιταλιστική μεταρρύθμιση του ΄65, όπως παραδέχονται οι ίδιοι: «στην ΕΣΣΔ έχουν εισαχθεί, με τη βιομηχανική μεταρρύθμιση 1966/67, fondbezogene τιμές» (K.Ambree/H.Man/Fr.Matho, 1977) δηλ. τιμές συνδεδεμένες-σχετιζόμενες με τα συνολικά πάγια και κυκλοφοριακά Φόντα (=κεφάλαια) ή αλλιώς «σοσιαλιστικές» (=καπιταλιστικές) τιμές Παραγωγής». Η «τιμή «τύπου Παραγωγής» και ο «μικτός τύπος τιμών» αρχίζουν να διαδίδονται στη δεκαετία του ΄60» (Στ.Μπαμπανάσης, 1991), αλλά και ο τροτσκίζων ρεβιζιονιστής Ch. Bettelheim σημειώνει ότι «το σύστημα τιμών που εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση είναι εμπνευσμένο από το σύστημα των τιμών παραγωγής» (Ch.Bettelheim 1967).
Έτσι και με την επίσημη πλέον ομολογία εισαγωγής της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής», δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο σχηματισμός τιμών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης γίνονταν από τότε στη βάση της «τιμής Παραγωγής», στην οποία οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι έδωσαν, παραπλανητικά, και διάφορα «σοσιαλιστικά» ονόματα, όπως «σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής», «FondbezogenePreistyp», κλπ. με σκοπό τη συγκάλυψη του καπιταλιστικού της χαρακτήρα. Ας σημειωθεί επιπλέον πως και η αντίληψη του προγραμματικού άρθρου του Liberman «Plan-Gewinn-Praemie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962) κατέληγε-οδηγούσε, σχετικά με το ζήτημα του σχηματισμού των τιμών, στην αποδοχή της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» ως μεθοδολογικής βάσης για το σχηματισμό των τιμών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Οι όποιες προς τα πίσω δηλ. προς τον καπιταλισμό ποιοτικές αλλαγές σημειώνονταν πάντα με επιμέλεια απ’ τους αντιδραστικούς αστούς ιδεολόγους: «το σύστημα τιμών έχει υποστεί αξιοσημείωτη ιδεολογική μεταβολή» (K.P.Hensel 1967).
Ο Kolganow σημείωνε ήδη από παλιότερα: «η τιμή Παραγωγής προσφέρει ένα σίγουρο κριτήριο για το σχεδιασμό των τιμών, μια σταθερή βάση για την οικονομική Ιδιοσυντήρηση» (M.W.Kolganow 1958).
Από νωρίς σειρά οικονομολόγοι είχαν ταχθεί υπέρ του σχηματισμού των τιμών στη βάση της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής», πρωτοστατούντων των Malischew, L.A.Waag και S.W.Atlas, ο οποίος διαπίστωνε-ομολογούσε ήδη απ’ το 1958 ότι στην τότε οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης υπήρχε στην πράξη η καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» ή αλλιώς: «στην πρακτική μας υπάρχει η σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής» (S.W.Atlas, 1958).
Ο ισχυρισμός του S.W.Atlas, κλπ. ότι η «τιμή Παραγωγής» στο «σοσιαλισμό είναι νέας ποιότητας και ο μηχανισμός της είναι αρχειακά διαφορετικός από ότι στον καπιταλισμό» και πως τάχα «τέτοιες κατηγορίες όπως Κέδρος και τιμή Παραγωγής» αποκτούν «μια νέα ποιότητα», αλλά και εκείνος του A.J.Paschkow ότι η πρόταση για την εφαρμογή της «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης του S.W.Atlas δεν έχει τάχα σχέση με την καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» είναι εντελώς αβάσιμοι και ολωσδιόλου αυθαίρετοι, αλλά και επιπλέον παραπλανητικού χαρακτήρα, προορισμένοι για εξαπάτηση των κομμουνιστών και της εργατικής τάξης.
Ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» δεν αλλάζουν με τη μεταφορά της απ’ την καπιταλιστική οικονομία και την επανεισαγωγή της στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αλλά ούτε και με τη μετονομασία της σε «σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής»: η «τιμή Παραγωγής» ήταν και παραμένει για τη μαρξιστική οικονομική θεωρία μια ειδική κατηγορία της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής: για την «ανταλλαγή σε τιμές παραγωγής είναι αναγκαίο ένα καθορισμένο ύψος καπιταλιστικής ανάπτυξης» (Μαρξ). Αντίθετα μάλιστα: εκείνο που άλλαξε με την εφαρμογή της ήταν ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης: από σοσιαλιστική-κομμουνιστική έγινε, όπως έδειξε και η μετέπειτα ιστορική πορεία, πλέρια καπιταλιστική.
Ως γνωστόν ο Μαρξ ανέλυσε στο «Κεφάλαιο» τη χαρακτηριστική για την καπιταλιστική οικονομία και σύμφυτη σ’ αυτή κατηγορία της «τιμής Παραγωγής»: «οι τιμές, που προκύπτουν από το γεγονός, ότι παίρνεται ο μέσος όρος των διαφόρων ποσοστών κέρδους των διαφόρων σφαιρών παραγωγής και αυτός ο μέσος όρος προστίθεται στις τιμές των διαφόρων σφαιρών παραγωγής είναι οιτ ι μ έ ςΠ α ρ α γ ω γ ή ς, … η τιμή Παραγωγής του εμπορεύματος είναι ίση με την τιμή κόστους του εμπορεύματος συν το κέρδος, που προστίθεται σ’ αυτήν σε ποσοστά, σε αντιστοιχία με το γενικό ποσοστό κέρδους, ή είναι ίση με την τιμή κόστους του εμπορεύματος συν το μέσο ποσοστό κέρδους» (Μαρξ). «Ητ ι μ ήΠ α ρ α γ ω γ ή ςτου εμπορεύματος» αναπτύχθηκε, σύμφωνα με το Μαρξ, «σαν μια παραλλαγμένη μορφή της Αξίας» (Μαρξ).
Επιπλέον ο Μαρξ έχει καταδείξει ότι η μετατροπή της Αξίας των εμπορευμάτων σε «τιμές Παραγωγής» απορρέει από την ουσία και το σκοπό της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής – ουσία και σκοπός που είναι διαμετρικά αντίθετα μ’ εκείνα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού: «στην καπιταλιστική παραγωγή πρόκειται … για το αν το κεφαλαίο που προκαταβλήθηκε στην παραγωγή, θα αποδώσει την ίδια Υπεραξία ή το ίδιο Κέρδος, που αποδίδει κάθε άλλο κεφάλαιο του ίδιου μεγέθους ή κάθε άλλο κεφάλαιο prorata (=αντίστοιχα) με το μέγεθός του, αδιάφορο σε ποιόν κλάδο παραγωγής έχει χρησιμοποιηθεί» (Μαρξ)
Η υιοθέτηση και μεταφορά της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην μετά το 1953 περίοδο σήμαινε ότι η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης εγκατέλειπε οριστικά το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό δρόμο και έμπαινε στο δρόμο του καπιταλισμού και ταυτόχρονα καταδείκνυε ότι ακριβώς αυτή η επιλογή ήταν η πλέον κατάλληλη για την ολοκλήρωση της καπιταλιστικής λειτουργίας της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Εν συντομία για τη μεταφορά της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης:
Πρώτο, ακριβώς η επιλογή εκ μέρους της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας του ΚΚΣΕ της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» και η μεταφορά της, μετά το 1953, στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν εκείνη που σηματοδότησε, μεταξύ άλλων, τη διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και συνάμα την έναρξη του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού σ’ αυτή τη χώρα.
Δεύτερο, η πρακτική της εφαρμογή στην οικονομία οδήγησε αναπόφευχτα στη εμφάνιση του νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, επειδή η ύπαρξη και δράση της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» συνδέεται άμεσα και στενά με την ύπαρξη και δράση του καπιταλιστικού νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους και δεν είναι νοητή χωρίς αυτόν, αφού η ίδια η καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» συγκροτείται, ως γνωστόν, απ’ το κόστος παραγωγής και το μέσο ποσοστό Κέρδους αλλά και γιατί η λειτουργία της έχει ως εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη και δράση του καπιταλιστικού νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους: «η τιμή Παραγωγής συμπεριλαμβάνει το μέσο Κέρδος» (Μαρξ). Επομένως στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης η κατανομή των μέσων Παραγωγής και της Εργασίας στους διάφορους κλάδους γίνονταν πλέον στη βάση του μέσου ποσοστού Κέρδους και κατά συνέπεια ο νόμος της Αξίας είχε καταστεί ρυθμιστήςτης παραγωγής μέσω της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής», όπως ακριβώς γίνονταν-γίνεται και στην περίπτωση της οικονομίας του παραδοσιακού καπιταλισμού των δυτικών χωρών. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για επανεμφάνιση στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης τόσο του καπιταλιστικού νόμου της «τιμής Παραγωγής» όσο και του νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους της καπιταλιστικής οικονομίας.
Τρίτο, η ύπαρξη της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δείχνει καθαρά ότι ο τρόπος λειτουργίας της εμπορευματικής οικονομίας αυτής της χώρας ταυτίζεται πλήρως, είναι ακριβώς ο ίδιος, με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας του παραδοσιακού καπιταλισμού, ύπαρξη που σημάδευε καθημερινά στο κέντρο την καρδιά του «σοβιετικού» προλεταριάτου – που δεν ήταν πλέον εργατική τάξη αφού είχε χάσει, μετά το ΄53, την πολιτική της εξουσία και επομένως τον έλεγχο στα μέσα παραγωγής– γιατί συνδέεται και εκφράζει πάντα σχέσεις εκμετάλλευσης που αναπαράγονταν από τότε μόνιμα και συνεχώς στις μετέπειτα δεκαετίες.
Τέταρτο, η ύπαρξη και δράση των νόμων της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» και εκείνου του μέσου ποσοστού Κέρδους στην οικονομία της Σοβιετικής ΄Ένωσης: α) συγκάλυπτε το γεγονός ότι η ζωντανή εργασία είναι αποκλειστικά και μόνο η πηγή του Κέρδους, β) δημιουργούσε την απατηλή εντύπωση ότι η πραγματοποίηση αποτελεί τάχα πηγή της Αξίας, κι αυτά επειδή η «τιμή Παραγωγής» συνδέεται-σχετίζεται με ολόκληρο το διαθέσιμο κεφάλαιο. Αναλύοντας στην περίπτωση του καπιταλισμού, το προτσές της σχέσης ποσοστού Κέρδους-Υπεραξίας, αλλά και το προτσές της μετατροπής της Αξίας σε «τιμή Παραγωγής», δηλ. την ανακατανομή της Υπεραξίας μεταξύ τω κλάδων της οικονομίας ο Μαρξ έχει επισημάνει για μεν το πρώτο: «επειδή στο ποσοστό Κέρδους η Υπεραξία υπολογίζεται σε σχέση με όλο το κεφάλαιο και σ’ αυτό αναφέρεται σαν μέτρο της, η ίδια η υπεραξία εμφανίζεται ότι ξεπήδησε από το συνολικό κεφάλαιο, και μάλιστα εξίσου από όλα του τα μέρη, έτσι, που η οργανική διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο σβήνει στην έννοια του Κέρδους» (Μαρξ), για δε το δεύτερό, ότι είναι ακριβώς αυτό το προτσές που «κρύβει τώρα πέρα για πέρα την πραγματική φύση και την προέλευση του Κέρδους, όχι μόνο για τον καπιταλιστή, που έχει ειδικό συμφέρον να αυταπατάται άλλα επίσης και για τον εργάτη. Με τη μετατροπή των Αξιών σε τιμές Παραγωγής κρύβεται από τα μάτια η ίδια η βάση του καθορισμού της Αξίας» (Μαρξ).
συνεχίζεται
Η αντισταλινική ηγεσία του «Κ»ΚΕ – σταθερά και με συνέπεια στον αντεπαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό δρόμο του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού και η ταυτόχρονη (!) «θριαμβευτική» της «επιστροφή στον Ιωσήφ Στάλιν…» ελέω μεγαλοαστικού «Βήματος» .
Στη συνέντευξη τύπου (9/10/2008) του σοσιαλδημοκρατικού «Κ»ΚΕ ανακοινώθηκε ότι «στις 19 του μήνα θα δημοσιευτούν οι Θέσεις του δεύτερου θέματος του Συνεδρίου, για το Σοσιαλισμό» («Ρ» 10/10/2008) δηλ. θα δοθεί στη δημοσιότητα το «Κείμενο για το Σοσιαλισμό»(Απρίλης 2008) που ως τώρα διακινείται ακόμα μόνο εσωκομματικά.
Όμως ένα μήνα πριν τη δημοσίευση, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ φρόντισε η ίδια, απ’ ότι φαίνεται, να διαρρεύσει το «Κείμενο» στον αστικό τύπο και συγκεκριμένα στο «Βήμα», με τη ρητή δέσμευση η εφημερίδα να το πλασάρει στην εργατική τάξη και το λαό ως επαναστατικό «κείμενο», πράγμα που έπραξε ο δημοσιογράφος Λ. Σταυρόπουλος σε εκτεταμένο άρθρο του στις 8 Σεπτέμβρη, προβάλλοντας-παρουσιάζοντάς το με τον παραπλανητικό και ελκυστικό, για πολιτικά αφελείς αγωνιστές, τίτλο: «Επιστροφή στον Ιωσήφ Στάλιν…» («Βήμα», 8/9/2008). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπήρξε καμιά αντίδραση στο άρθρο του «Βήματος» εκ μέρους των κατά τ’ άλλα λαλίστατων δημοσιογραφίσκων του «Ριζοσπάστη», αλλά και της αντισταλινικής ηγεσίας.
Το ολωσδιόλου αντιμαρξιστικό αυτό «κείμενο», παρά την όχι τυχαία διαφήμισή του απ’ τη μεγαλοαστική εφημερίδα, καθόλου δεν αποτελεί «επιστροφή στον Ιωσήφ Στάλιν…», απεναντίας, από πλευράς περιεχομένου, στα ζητήματα του σοσιαλισμου-κομμουνισμού και της οικοδόμησής του, κινείται σταθερά και με συνέπεια στο αστικό σοσιαλδημοκρατικό έδαφος του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, επειδή, ανάμεσα στ’ άλλα, εξακολουθεί να διατηρεί-υπερασπίζει τη γνωστή βασική αντιμαρξιστική θέση του διεθνούς χρουτσοφικού ρεβιζιονισμού, ότι και μετά το ΄53-΄56 ως το 1989-1991 οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες ή αλλιώς συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν «τις εξελίξεις 1989-1991 ως νίκη της αντεπανάστασης, ως ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ως κοινωνική οπισθοδρόμηση» («Κείμενο», σελ. 8). Μια αντιμαρξιστική και ολωσδιόλου αστήρικτη θέση που βασίζεται στο γνωστό χρουστσοφικό μύθο, συμφωνα με τον οποίο «συνεχίστηκε» τάχα η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και μετά το 1953-56, κι’ αυτό όχι μόνο χωρίς Διχτατορία του Προλεταριάτου και επαναστατικό κόμμα, άλλα και στη βάση της «επέκτασης και πλήρους εκμετάλλευσης των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων», της μετατροπής «των μέσων παραγωγής σε εμπορεύματα» και της «επέκτασης της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας» - μια θέση-μύθος που δεν έχει καμία σχέση με την, μετά το ΄53, ιστορική πραγματικότητα της σοβιετικής οικονομίας και διαψεύστηκε παταγωδώς απ’ την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό (1953-1990) και τη διάλυσή της (1991), όπως θα φανεί απ’ την παρακάτω ανάλυση της εξέλιξης της Σοβιετικής Ένωσης απ’ το ΄53 και ύστερα, σε πολιτικό, ιδεολογικό και οικονομικό επίπεδο.
Σ’ αντίθεση με τα παμπάλαια, γερασμένα και πλήρως χρεοκοπημένα αντιμαρξιστικά αυτά μυθεύματα των αντικομμουνιστών προδοτών σοσιαλδημοκρατών ηγετών του «Κ»ΚΕ, για τους επαναστάτες μαρξιστές δηλ. τους λενινιστές-σταλινιστές, η νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση σημειώθηκε, μετά το θάνατο-δολοφονία του ΣΤΑΛΙΝ, αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, με την ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου απ’ την αποστάτρια προδοτική σοσιαλδημοκρατική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ.
Το «κείμενο» της αντισταλινικής-αντιζαχαριαδικής σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας του «Κ»ΚΕ δεν συνιστά μαρξιστική ανάλυση της ιστορικής περιόδου 1917-1990 της Σοβιετικής Ένωσης, αντίθετα αποτελεί μια αναφορά σ’ αυτή από αστικο-ρεβιζιονιστική χρουστσοφική σκοπιά. Περιορίζεται σε μια απατηλή και εντελώς επιφανειακού χαρακτήρα ψευτο“κριτική” της περιόδου 1953-1990 με πρωταρχική επιδίωξη τον ιδεολογικο-πολιτικό αποπροσανατολισμό του εργατικου-κομμουνιστικού κινήματος και τη συγκαλυμμένη ενσωμάτωση-εγκλωβισμό του στο αστικό αντεπαναστατικό ρεύμα του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (= παραλλαγή της αστικής ιδεολογίας) – προορίζεται για εξαπάτηση των εντός και εκτός «Κ»ΚΕ κομμουνιστών.
Το σύνολο της τωρινής ψευτο“κριτικής” της ηγεσίας του «Κ»ΚΕ, που δεν είναι καθόλου νέα και άγνωστη, έχει ως στόχους τη διάσωση, διατήρηση και υπεράσπιση:
πρώτο, της αντιμαρξιστικής κεντρικής θέσης του διεθνούς χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού ότι στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε τάχα και οικοδομούνταν, και μετά το ΄53-΄56, σοσιαλισμός, χωρίς επαναστατικό Κομμουνιστικό κόμμα και Διχτατορία του Προλεταριάτου, δηλ. ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 (1989-91) – εκτίμηση-θέση που συγκροτεί συνάμα και μια αστικο-ρεβιζιονιστική αντίληψη του σοσιαλισμου-κομμουνισμού, επειδή προπαγανδίζει ως «σοσιαλισμό» το λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ, δηλ. τον παλινορθωμένο καπιταλισμό εκείνης της περιόδου – παρόλο που σ’ αυτή, απ’ το ΄53 και μετά, είχαν αρχίσει να εξαλείφονται οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής και να αντικαθίστανται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, πισωδρομικό προτσές που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 με την πλήρη εμφάνιση-διαμόρφωση στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ενός κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ιδιαίτερου τύπου,
δεύτερο, διάσωση, διατήρηση και υπεράσπιση όλων των αντιμαρξιστικών απόψεων, όπως αυτές διατυπώθηκαν στα 20ο–21ο–22ο κλπ. συνέδρια που αφορούσαν: 1. ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, 2. ζητήματα προλεταριακής επανάστασης, 3. Διχτατορία του Προλεταριάτου-«παλλαϊκό κράτος», 4. κομμουνιστικό κόμμα-«κόμμα όλου του λαού», 5. «ειρηνική συνύπαρξη», 6. ιμπεριαλισμός-αναπόφευκτο πολέμων.
τρίτο, προπαγάνδιση στην εργατική τάξη και στο λαό του, μετά το ΄53, παλινορθωμένου καπιταλισμού ως «υπαρκτού σοσιαλισμού»,
τέταρτο, διάσωση, διατήρηση και υπεράσπιση του αντεπαναστατικού χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού γενικά.
Στο σημείωμα αυτό επιχειρείται, σ’ αντιπαράθεση με το χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό και όλα τ’ άλλα οπορτουνιστικά ρεύματα, να καταδειχθεί-τεκμηριωθεί η διακοπή, απ΄ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και η έναρξη του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωση του καπιταλισμού σ’ αυτή – αποτελεί απ’ τα κεντρικότερα ζητήματα της αντιπαράθεσης μεταξύ των επαναστατών μαρξιστών και των σοσιαλδημοκρατών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών για πάνω από μισό αιώνα, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 ως τα σήμερα, επειδή αυτό, ως γνωστόν, συνδέεται άμεσα με το πιο σπουδαίο ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος: εκείνο του ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ.
Η ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου – απαρχή της κατεδάφισης-εξάλειψης του σοσιαλισμού και έναρξη της σταδιακής παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση
Η όξυνση της ταξικής πάλης, μετά το θάνατο-δολοφονία του ΣΤΑΛΙΝ, κορυφώνεται με ήττα των επαναστατικών δυνάμεων στο ΚΚΣΕ. Κατέληξε σε νίκη και επικράτηση της ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης με εκπρόσωπο-ηγέτη την αποστάτρια προδοτική σοσιαλδημοκρατική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ. η οποία ανέτρεψε τη Διχτατορία του Προλεταριάτου, προετοίμασε το κακόφημο 20ο ρεβιζιονιστικό συνέδριο (Φλεβάρης 1956) που ψήφισε-υιοθέτησε ως γραμμή τις γνωστές αντιμαρξιστικές σοσιαλδημοκρατικές θέσεις που εκφράζουν-έκφρασαν και επικύρωσαν επίσημα και ανοιχτά πλέον τη νίκη των αντεπαναστατικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ένωση – αντεπαναστατικές απόψεις που συνάμα επιβεβαιώνουν και την ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, και δείχνουν επιπλέον ότι η οικονομία αυτής της χώρας μπήκε σε τροχιά κατεδάφισης-εξάλειψης του σοσιαλισμου-κομμουνισμού και παλινόρθωσης του καπιταλισμού με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα στις μετέπειτα δεκαετίες ως τη διάλυση και της ίδιας της καπιταλιστικής Σοβιετικής Ένωσης επί Γκορμπατσόφ.
Όμως, παρά τη νίκη και επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης, την ανατροπή της Διχτατορία του Προλεταριάτου και την απουσία επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος της εργατικής τάξης, και παρά την εφαρμογή, μετά το ΄53, καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού, οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές (μαζί τους και η ηγεσία του «Κ»ΚΕ) και άλλα αντιμαρξιστικά ρεύματα, αρνούνται, ακόμα και σήμερα, να παραδεχθούν ότι στη Σοβιετική Ένωση μετά το ΄53 δηλ. την περίοδο των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ είχε παλινορθωθεί ο καπιταλισμός και ισχυρίζονται ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού «συνεχίστηκε» και μετά το ΄53 και μόλις το 1989-90 εξαλείφθηκε – θέση που είναι σε πλήρη ρήξη-αντίθεση με την αντικειμενική πραγματικότητα της οικονομίας εκείνης της περιόδου στη Σοβ. Ένωση και φυσικά δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το μαρξισμό, απλά επιδιώκει να συγκαλύψει το πισωδρομικό προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και να παρουσιάσει το διαβόητο «υπαρκτό σοσιαλισμό», που δεν ήταν παρά υπαρκτός καπιταλισμός, ως «σοσιαλισμό».
Στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μόνο οι επαναστάτες μαρξιστές δηλ. οι λενινιστές-σταλινιστές ήταν εκείνοι που πρώτοι έθεσαν ζήτημα παλινόρθωσης του καπιταλισμού μετά την επικράτηση, αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης, αποκάλυψαν και ξεσκέπασαν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων της περιόδου των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ-Γκόρμπατσοφ – επαναστατική στάση που τους έφερε σε μόνιμη, σκληρή και οξύτατη πολιτικο-ιδεολογική αντιπαράθεση σε διεθνές αλλά και σε τοπικό επίπεδο με τους προδότες χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές στα θέματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και εξακολουθεί να τους κρατά στην ίδια θέση, ακόμα και σήμερα, γιατί όπως δείχνει το αντιμαρξιστικό «κείμενο της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας για το Σοσιαλισμό» (Απρίλης 2008), αυτοί εμμένουν σταθερά στις ίδιες αστικο-ρεβιζιονιστικές θέσεις, όπως αυτές διατυπώθηκαν απ’ τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές εδώ και πάνω από μισό αιώνα απ’ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, παρόλο που αυτές διαψεύστηκαν από την αντεπαναστατική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης ως το 1989-90. Αντίθετα οι μαρξιστικές θέσεις και αναλύσεις των λενινιστών-σταλινιστών επιβεβαιώθηκαν και δικαιώθηκαν ιστορικά.
Πέρα απ’ το κεντρικό και πολύ σπουδαίο ζήτημα της χρονικής έναρξης του πισωδρομικού προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης (για τους επαναστάτες μαρξιστές μετά το 1953 – για το διεθνή χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό και την ηγεσία του «Κ»ΚΕ το 1989-1991), η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση δεν άρχισε απ’ τη σφαίρα της οικονομικής βάσης, όπως υπονοούν στο «κείμενό» τους οι αντισταλινικοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες (αντιμαρξιστική προσέγγιση για την περίοδο Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ) αλλά εντελώς αντίθετα: άρχισε απ΄ τη σφαίρα του εποικοδομήματος δηλ. απ’ την πολιτική εξουσία με την ανατροπή, μετά το 1953, της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, που άνοιξε το δρόμο στις αντιμαρξιστικές αποφάσεις του 20ο συνεδρίου και στην μετέπειτα εφαρμογή στον τομέα της οικονομίας καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων.
Την ίδια ρεβιζιονιστική άποψη εκπροσωπεί και η Νίνα Αντρέγιεβα: « οι παραμορφώσεις του σοσιαλισμού άρχισαν πρώτα από τη σφαίρα της οικονομίας» (ΚΟΜΕΠ, 1/1998, σελ. 84) και πως τάχα αργότερα «σταδιακά παρακμάζει το πολιτικό εποικοδόμημα της κοινωνίας», ότι «το κράτος σταδιακά έχανε τη λειτουργία του οργανωτή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης», ότι τάχα «στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 το προλεταριακό κράτος μεταμορφώθηκε σε “παλλαϊκό κράτος”» (σελ.92). Αυτό, όμως, που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 δεν ήταν η «μεταμόρφωση» του προλεταριακού κράτους σε «παλλαϊκό κράτος» – γιατί το προλεταριακό κράτος, όσο υπάρχει, δε «μεταμορφώνεται» σε οτιδήποτε άλλο, αυτό μελλοντικά απονεκρώνεται όταν ωριμάζουν οι συνθήκες – αυτό που τότε συνέβηκε είναι ότι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές παραδέχτηκαν πλέον ανοιχτά ότι στη Σοβ. Ένωση δεν υπήρχε πια Διχτατορία του Προλεταριάτου (ήδη αυτή είχε ανατραπεί πριν το 20ο Συνέδριο, Φλεβάρης 1956) και ότι είχε αντικατασταθεί απ’ το λεγόμενο «κράτος όλου του λαού» δηλ. τη διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας. Και αφού δεν υπήρχε οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές υποχρεώθηκαν, μετά από τόσα χρόνια, να εγκαταλείψουν και σε θεωρητικό επίπεδο την έννοια «Διχτατορία του Προλεταριάτου» και να την αντικαταστήσουν με την αστική έννοια «κράτος όλου του λαού».
Είναι φανερό, πως, όπως είναι εντελώς αδύνατη η κατάργηση της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε μια χώρα και η εφαρμογή επαναστατικών σοσιαλιστικών οικονομικών μέτρων για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού χωρίς να προηγηθεί η νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση, δηλ. να ανατραπεί η διχτατορία της αστικής τάξης και να καταλάβει την πολιτική εξουσία η εργατική τάξη, εγκαθιδρύοντας, μετά τη συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής, τη Διχτατορία του Προλεταριάτου, άλλο τόσο είναι αδύνατη και η εφαρμογή καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων όσο υπάρχει η Διχτατορία του Προλεταριάτου (ακριβώς γι’ αυτό δεν είχαμε τέτοιο φαινόμενο την εποχή των ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ στη Σοβ. Ένωση). Επομένως πρώτη και εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των, μετά το ΄53, καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της Σοβ. Ένωσης ήταν η νίκη της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης και η ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου.
ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. Το πισωδρομικό προτσές στη Σοβιετική Ένωση άρχισε απ΄ τη σφαίρα του εποικοδομήματος δηλ. απ’ το επίπεδο της πολιτικής εξουσίας με την νίκη και κυριαρχία του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού στο ΚΚΣΕ και την πραξικοπηματική ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου απ’ την προδοτική σοσιαλδημοκρατική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ. – ανατροπή που οδήγησε σε απώλεια της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης.
Στη Σοβιετική Ένωση, μετά το ΄53-΄56, δεν υπήρχε πια ούτε Κομμουνιστικό Κόμμα ούτε Διχτατορία του Προλεταριάτου και επομένως χωρίς αυτά δεν υπήρχε σ’ αυτή μα ούτε μπορούσε να υπάρξει Σοσιαλισμός:
Α. ΚΚΣΕ: απ’ το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης στο αντεπαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό «κόμμα ολόκληρου του λαού». Στη Σοβ. Ένωση δεν υπήρχε πια επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, επειδή: α) το κομμουνιστικό κόμμα άλλαξε χαρακτήρα με τη νέα σοσιαλδημοκρατική γραμμή του 20ου συνεδρίου απ’ την οποία πλέον καθοδηγείται (ζητήματα επανάστασης-σοσιαλισμού) και έτσι από επαναστατικό που ήταν, μετατράπηκε σ’ ένα αστικό σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμμα, στη δράση του (και σε κανένα επίπεδο) δεν καθοδηγούνταν πλέον απ’ τον επαναστατικό μαρξισμό δηλ. το λενινισμό-σταλινισμό, αλλά απ’ το αντεπαναστατικό ρεύμα του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, β) οι ίδιοι οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές (και ο διεθνής χρουστσοφικός ρεβιζιονισμός) αναγκάζονται να παραδεχθούν (και μάλιστα μόλις 5 χρόνια αργότερα) στο 22ο συνέδριο (1961) ότι το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα έχει αντικατασταθεί από το λεγόμενο «κόμμα όλου του λαού»: «το μαρξιστικό-λενινιστικό μας κόμμα, που γεννήθηκε σαν κόμμα της εργατικής τάξης, έγινε το κόμμα ολόκληρου του λαού» («Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ», σελ. 250, Αθήνα 1961).
Όμως οι κομμουνιστές γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν κόμματα «υπεράνω τάξεων» δηλ. κόμματα «ολόκληρου του λαού» αλλά μόνο κόμματα συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων. Επομένως, το τότε σοβιετικό κόμμα που «γεννήθηκε» μεν «σαν κόμμα της εργατικής τάξης» δεν ήταν πλέον κόμμα της εργατικής τάξης: είχε ήδη μετατραπεί σε κόμμα της νέας, υπό διαμόρφωση-συγκρότηση, αστικής τάξης της σοβιετικής κοινωνίας.
Β. Απ’ τη Διχτατορία του Προλεταριάτου στο «παλλαϊκό κράτος» δηλ. στη διχτατορία της νέας αστικής τάξης. Στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε πια Διχτατορία του Προλεταριάτου γιατί: α) αυτή είχε ήδη ανατραπεί την περίοδο ΄53-΄56 απ’ τη ρεβιζιονιστική ομάδα των Χρουστσοφ-Μικογιαν-Μπρεζνιεφ-Σουσλοφ, κλπ. – ανατροπή που αποτέλεσε την πρώτη μα και εντελώς αναγκαία προϋπόθεση για τη σύγκληση του αντεπαναστατικού ρεβιζιονιστικού σοσιαλδημοκρατικού 20ου συνεδρίου (Φλεβάρης 1956) αλλά και την έναρξη της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβ. Ένωση, β) αυτή αντικαταστάθηκε, όπως παραδέχτηκαν-ομολόγησαν και οι ίδιοι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές, απ’ το διαβόητο «κράτος όλου του λαού» ή αλλιώς στην περίοδο αυτή σημειώνεται «το πρόβλημα της ανάπτυξης του κράτους της δικτατορίας της εργατικής τάξης σε παλλαϊκό κράτος» και ότι το «παλλαϊκό κράτος είναι το καινούριο στάδιο στην εξέλιξη του σοσιαλιστικού κράτους» («Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ», σελ. 205, Αθήνα 1961). Αργότερα η αντικατάσταση της Διχτατορίας του Προλεταριάτου απ’ το «κράτος όλου του λαού» κατοχυρώθηκε και στο νέο Σύνταγμα. Στο άρθρο 1 του «Σοβιετικού» Συντάγματος της Μπρεζνιεφικής περιόδου (1977) αναφέρεται: «η Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών είναι σοσιαλιστικό παλλαϊκό κράτος» («Το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ», σελ. 42, 1977).
Για το μαρξισμό «κράτος όλου του λαού» δεν υπάρχει (γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κράτος υπεράνω τάξεων) και αφού το νέο κράτος των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών δεν είναι κράτος (όπως παραδέχονται-διαβεβαιώνουν ακόμα και οι ίδιοι) της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι – στην ιστορική εποχή της σύγκρουσης καπιταλισμού-σοσιαλισμού – κράτος της νέας «σοβιετικής» μπουρζουαζίας.
Ορθότατα σημειώνει ο διάσημος άγγλος μαρξιστής George Thomson: «ο μαρξισμός διδάσκει, ότι η μόνη εναλλακτική λύση στη Διχτατορία του Προλεταριάτου στη σύγχρονη κοινωνία είναι η διχτατορία της μπουρζουαζίας. Ακριβώς αυτό είναι στην πραγματικότητα το «κράτος όλου του λαού» του Χρουστσόφ… το «κράτος όλου του λαού» είναι στην πραγματικότητα μια διχτατορία της μπουρζουαζίας» (G.Thomson, 1971).
Η παραπάνω άποψη των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών, δεν έχει καμιά σχέση με το μαρξισμό γιατί η Διχτατορία του Προλεταριάτου πρώτο, δεν μετατρέπεται σ’ οτιδήποτε άλλο κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και δεύτερο, παραμένει ως την οικοδόμηση της ολοκληρωμένης κομμουνιστικής κοινωνίας: «ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στη άλλη. Και σ’ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η ε π α ν α σ τ α τ ι κ ή δ ι χ τ α τ ο ρ ί α τ ο υ π ρ ο λ ε τ α ρ ι ά τ ο υ» (ΜΑΡΞ). Αργότερα όταν υπάρξουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις το κράτος απονεκρώνεται.
Η ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου και η αντικατάστασή της απ’ το διαβόητο «κράτος όλου του λαού» σημαίνει, ότι η εργατική τάξη στη Σοβιετική Ένωση έχασε οριστικά την πολιτική της εξουσία προς όφελος της νέας μπουρζουαζίας, που τα ταξικά της συμφέροντα εκφράζονταν-εκπροσωπούνταν απ’ το νέο αστικό κράτος δηλ. το «παλλαϊκό κράτος».
Οι αντεπαναστατικές απόψεις των 20ου-22ου, κλπ. συνεδρίων που βρίσκονται σε ανοιχτή ρήξη με το μαρξισμό, εκφράζουν πρώτο, την πλήρη εγκατάλειψή του σ’ όλα γενικά τα ζητήματα, και δεύτερο, την απώλεια της εξουσίας της εργατικής τάξης, ειδικότερα η εφαρμογή αυτών των απόψεων στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, σήμαινε: 1) διακοπή υποχρεωτικά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, 2) οριστική εγκατάλειψη του δρόμου του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και συνάμα 3) έναρξη του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Σε μια χώρα που δεν υπάρχουν πλέον ούτε επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα ούτε Διχτατορία του Προλεταριάτου δεν μπορεί να συνεχιστεί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Επομένως η παραπέρα οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβ. Ένωση κατέστη όχι μόνο αδύνατη αλλά και συνάμα διακόπηκε οριστικά, ενώ η χώρα μπήκε επιπλέον στον αντεπαναστατικό δρόμο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, βαδίζοντας έτσι οριστικά και αμετάκλητα το δρόμο της τότε Τιτοϊκής καπιταλιστικής Γιουγκοσλαβίας (γι’ αυτό βαφτίστηκε απ’ την ομάδα των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ η Γιουγκοσλαβία «σοσιαλιστική» χώρα) - παλινόρθωση που επιβεβαιώθηκε απ’ τη μετά το ΄53 ιστορική πορεία της Σοβ. Ένωσης της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ και τη διάλυσή της επί Γκορμπατσόφ.
Απ’ τα παραπάνω γίνεται φανερό και βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι σε πολιτικό επίπεδο στη Σοβιετική Ένωση της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ δεν υπήρχε ούτε κομμουνιστικό κόμμα ούτε Διχτατορία του Προλεταριάτου – πράγμα που ομολογούν, όπως διαπιστώθηκε, και οι ίδιοι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές. Και είναι πασίγνωστο, σύμφωνα με το μαρξισμό, ότι σε μια χώρα που δεν υπάρχει Διχτατορία του Προλεταριάτου, δηλ. δεν υπάρχει εξουσία της εργατικής τάξης, η χώρα αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοσιαλιστική. Επομένως σε πολιτικό επίπεδο στη Σοβιετική Ένωση, όπου, μετά το 1953-1956, δεν υπήρχε Διχτατορία του Προλεταριάτου και δεν ήταν δυνατό - ακριβώς γι’ αυτό – να υπάρχει μα ούτε υπήρχε σοσιαλισμός.
Το εκεί κράτος – σύμφωνα και με τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές – δεν ήταν πλέον Διχτατορία του Προλεταριάτου, αλλά είχε αντικατασταθεί από το «κράτος όλου του λαού», που δεν ήταν παρά διχτατορία της νέας «σοβιετικής» μπουρζουαζίας. Το καθεστώς της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ (1953-1990) ήταν ένα αντιδραστικό αστικό μονοκομματικό πολιτικό, φασιστικού τύπου, καθεστώς, στο οποίο απαγορεύονταν η ύπαρξη και δράση επαναστατικών κομμουνιστικών λενινιστικών-σταλινικών Κομμάτων και Οργανώσεων, ένα καθεστώς που είχε κάψει a la Χίτλερ και πολτοποιήσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες τόμων, αν όχι εκατομμύρια, διαφόρων έργων του μεγάλου επαναστάτη κομμουνιστή ηγέτη και κλασικού του μαρξισμού ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, που διέκοψε και απαγόρεψε την έκδοση οποιουδήποτε έργου του για περίπου 40 ολόκληρα χρόνια δηλ. καθόλη τη διάρκεια της κυριαρχίας του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (1953-1990), απαγόρεψε την αναφορά στους 4 κλασικούς ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ-ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ και επέβαλλε φασιστική λογοκρισία ακόμα και στις επανεκδόσεις έργων όλων των επαναστατών στα σημεία που αναφέρονταν το όνομα του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, μεταξύ των οποίων και σ’ εκείνα του μεγάλου κομμουνιστή ηγέτη και πιστού μαθητή του Στάλιν, Georgi Dimitroff (φασιστική λογοκρισία στα έργα του είχε επιβληθεί και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην πατρίδα του τη Βουλγαρία απ’ τη φασιστική κλίκα του Ζίβκοφ). Σχεδόν σ΄ όλα τα έργα του Dimitroff έχει απαλειφθεί το όνομα του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, αλλά και ολόκληρα κομμάτια και προπαντός στα έργα του «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ» και η «Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ». Ας αναφερθεί με την ευκαιρία μόνο ένα σημείο: «είμαι πραγματικά ένας ε ν θ ο υ σ ι ώ δ η ς ο π α δ ό ς κ α ι θ α υ μ α σ τ ή ς τ ο υ σ ο β ι ε τ ο ρ ο ύ σ ι κ ο υ Κ ο μ μ ο υ ν ι σ τ ι κ ο ύ Κ ό μ μ α τ ο ς, γιατί αυτό το κόμμα κυβερνάει τη πιο μεγάλη χώρα του κόσμου, το ένα έκτο της γης, και με επικεφαλής το Μεγάλο μας ηγέτη Σ τ ά λ ι ν, οικοδομεί τόσο ηρωϊκά και με επιτυχία το σοσιαλισμό» (G.Dimitroff: «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ», σελ. 57, Μόσχα 1942), ενώ στις μετά το 1956 ανατολικογερμανικές εκδόσεις διαβάζουμε: σημεία «είμαι πραγματικά ένας ε ν θ ο υ σ ι ώ δ η ς ο π α δ ό ς κ α ι θ α υ μ α σ τ ή ς τ ο υ σ ο β ι ε τ ι κ ο ύ Κ ο μ μ ο υ ν ι σ τ ι κ ο ύ Κ ό μ μ α τ ο ς, γιατί αυτό το κόμμα κυβερνάει τη πιο μεγάλη χώρα του κόσμου, το ένα έκτο της γης, και οικοδομεί τόσο ηρωϊκά και με επιτυχία το σοσιαλισμό» (G.Dimitroff: «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ, σελ. 72, Βερολίνο(DDR) 1972 και 1978).
Η προδοτική φασιστική κλίκα των Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ για να εξαφανίσει από προσώπου γης το όνομα του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ δεν απαγόρεψε μόνο τα βιβλία του αλλά γκρέμισε και όλα τα αγάλματα και ότι θύμιζε το όνομά του (ονόματα δρόμων, πλατιών, πόλεων, κλπ.) φτάνοντας ως το πρωτοφανές αίσχος να μετονομάσει το παγκόσμιο Σύμβολο της μεγάλης Αντιφασιστικής ΝΙΚΗΣ των λαών – το ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ – σε Βολγογκράντ (για να ικανοποιήσει και χαροποιήσει τους ανά τον κόσμο χιτλερικούς ναζιφασίστες), μια τόσο επαίσχυντη και προκλητική πράξη που δεν τόλμησαν ούτε οι γάλλοι ιμπεριαλιστές που διατηρούν ακόμα και σήμερα τη στάση «ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ» στο μετρό του Παρισιού.
Η εργατική τάξη στη χρουστσο-μπρεζνιεφο-γκορμπατσοφική Σοβιετική Ένωση γνώρισε άγρια καταπίεση και εκμετάλλευση και οι επαναστάτες άγριες φασιστικές διώξεις, μαζί τους και οι επαναστάτες κομμουνιστές αντάρτες των ΕΛΑΣ-ΔΣΕ με τις συλλήψεις, φυλακίσεις, τις φασιστικές Δίκες (Φλεβάρη 1956) των χρουστσοφικών σε βάρος των γενναίων και ακατάβλητων ηρωϊκων ανταρτών του ΔΣΕ, τις πολύχρονες εξορίες πολλών δεκάδων κομμουνιστών στη Σιβηρία με πρώτο το μεγάλο κομμουνιστή ηγέτη Αρχηγό του ΚΚΕ ΝΙΚΟ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ που η αποστάτρια σοσιαλδημοκρατική κλίκα των ΜΠΡΕΖΝΙΕΦ-ΦΛΩΡΑΚΗ δολοφόνησε στη Σιβηρία τον Αύγουστο του ΄73 μετά από 17 χρόνια εξορία, αλλά και τον εγκλεισμό αγωνιστών, για πολιτικούς λόγους, σε ψυχιατρεία, όπως το αντισυνταγματάρχη του ΔΣΕ Κώστα Κυργιάννη-Λακαρέα, πολιτικού επιτρόπου της 159 επίλεκτης ταξιαρχίας του Σουλίου, επειδή δεν δέχονταν να αποκηρύξει την επαναστατική γραμμή των ΣΤΑΛΙΝ-ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ.
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. Στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες μετά την πραξικοπηματική ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου και τη νίκη της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης – νίκη που επισφραγίστηκε ανοιχτά και επίσημα με το 20ο αντεπαναστατικό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) –κυρίαρχη ιδεολογία δεν ήταν πλέον ο επαναστατικός μαρξισμός δηλ. λενινισμός-σταλινισμός αλλά το αντεπαναστατικό ρεύμα του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (= παραλλαγή της αστικής ιδεολογίας).
Ο επαναστατικός μαρξισμός όχι μόνο έπαψε να είναι κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά αντίθετα: πρώτο, τέθηκε αμέσως υπό διαρκή διωγμό με απαρχή την πολτοποίηση αλλά και τη φασιστική απαγόρευση των έργων του Στάλιν, και δεύτερο, δέχτηκε σφοδρότατη επίθεση στις επαναστατικές του Αρχές με πρόσχημα τη διαβόητη «πάλη κατά της προσωπολατρίας» και του «δογματισμού», στα πλαίσια της νέας γραμμής της αποσταλινοποίησης-απομαρξιστικοποίησης. Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι η έννοια της «π ρ ο σ ω π ο λ α τ ρ ί α ς» των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών είναι: α) αντιεπιστημονική, β) αστική, γ) επιφανειακή, δ) αντιμαρξιστική και τέλος στ) συνιστά ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας. Ακόμη και διάφοροι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές θεωρούν την «προσωπολατρία» ιδεαλιστική αντίληψη, ανάμεσα στους οποίους ο αυστριακός Theodor Prager, ο οποίος απαντώντας στον ανατολικογερμανό ρεβιζιονιστή Otto Reinhold κατά τη διάρκεια συζήτησης (Σεπτέμβρης 1967) για τα 100 χρόνια του «κεφαλαίου» του Μαρξ είχε πει: «τη θεωρώ μια πέρα για πέρα ιδεαλιστική αντίληψη»!
Στα πρώτα, μετά το ΄53-56, χρόνια της μεγάλης αντεπαναστατικής ρεβιζιονιστικής στροφής, οι χρουστσο-μπρεζνιεφικοί ρεβιζιονιστές υποκατέστησαν, εμμέσως πλην σαφώς, το διαλεκτικό-ιστορικό υλισμό με ιδεαλιστικές αντιλήψεις και αστικές θεωρίες με πρόσχημα τη «συμπλήρωση» και τη «δημιουργική ανάπτυξη» του μαρξισμού «στις νέες συνθήκες».
Αν στην εποχή του μπερνσταϊνικο-καουτσκικού ρεβιζιονισμού κυριαρχούσε το αντιδραστικό σύνθημα «επιστροφή στον Καντ», στην εποχή της κυριαρχίας του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού κυριάρχησαν τα αντιδραστικά συνθήματα «επιστροφή στο νέο Μαρξ» («αλλοτρίωση», «άνθρωπος», κλπ.) και «επιστροφή στο Χέγκελ». Σ΄ αυτή την περίοδο – πέρα απ’ την πλήρη αναθεώρηση του μαρξισμού – απορρίφθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι μαρξιστικές εκτιμήσεις της εποχής του ΣΤΑΛΙΝ για το χαρακτήρα της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας και το Hegel, επιπλέον αποκαταστάθηκαν και άρχισαν να προπαγανδίζονται οι πιο αντιδραστικές πλευρές-απόψεις της φιλοσοφίας του (όπως «το γερμανικό πνεύμα ενσαρκώνει την απόλυτη αλήθεια και την ελευθερία», εθνικισμό, κλπ.) που προωθήθηκαν-διαδόθηκαν, εκτός των άλλων, απ’ την ελεγχόμενη απ’ τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές «Hegelgesellschaft» με πρόεδρο το Wilhelm Raimund Beyer.
Έτσι αμέσως μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) σοβιετικοί ρεβιζιονιστές θεωρητικοί P.A. Piontkowski (Αύγουστος 1956), J.Ch. Ljabitsch («Kommunist», Ιούλης 1956), P.N. Galansa (Σεπτέμβρης 1956), κλπ. αφού μας πληροφορούν ότι «στη σοβιετική φιλοσοφική βιβλιογραφία κατά την περίοδο της προσωπολατρίας του Στάλιν, η διατύπωση, η φιλοσοφία των Καντ, Φίχτε και Χέγκελ αποτελεί «μια αριστοκρατική αντίδραση στη γαλλική αστική επανάσταση και το γαλλικό υλισμό» είχε το χαρακτήρα μιας αναμφισβήτητης θέσης», καταλήγουν: «η εκτίμηση της φιλοσοφίας του Χέγκελ σαν αριστοκρατική αντίδραση δεν ανταποκρίνεται λοιπόν στην πραγματικότητα» (P.Α. Piontkowski 1956), ενώ λίγα χρόνια αργότερα και μετά το ΧΧΙΙ Συνέδριο (1961), το 1962: «αντίθετα με τα γεγονότα, αντίθετα με το πραγματικό περιεχόμενο της χεγκελιανής φιλοσοφίας, σ’ αντίθεση με την εκτίμησή της απ’ τους θεμελιωτές του μαρξισμού, αυτή χαρακτηρίστηκε από το Στάλιν σαν «αριστοκρατική αντίδραση στη γαλλική επανάσταση και στο γαλλικό υλισμό»» (Mitin, 1962).
Η σοσιαλδημοκρατική ρεβιζιονιστική περίοδος χαρακτηρίζονταν, ως γνωστόν, από την κ α ν τ ι α ν ο π ο ί η σ η του μαρξισμού (με σύνθημα «πίσω στο Καντ») ως κυρίαρχο ρεύμα, ενώ η περίοδος του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού (απ’ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ’50) χαρακτηρίζεται κυρίως απ’ τη χ ε γ κ ε λ ι α ν ο π ο ί η σ η του μαρξισμού σ’ όλες τις ρεβιζιονιστικές χώρες (μετά το ’56) – χεγκελιανοποίηση που βρήκε την επίσημη έκφρασή της στην «Internationale Hegelgesellschaft» που ελέγχονταν απ’ τους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές και εκφράστηκε, ανάμεσα στ’ άλλα, σε μια προγραμματικού χαρακτήρα επιγραμματική φράση-θέση (μ’ αφορμή τα 125 χρόνια από το θάνατο του Χέγκελ) του τότε προέδρου της W.R.Beyer, ο οποίος, αφού στο έργο του Χέγκελ είχε ήδη απ’ το 1964 «ανακαλύψει»(!) όχι μόνο «πολιτικές προοδευτικές απόψεις» αλλά και «μερικά χαρακτηριστικά υλισμού» (=γελοία αντιδραστική επινόηση) διακήρυσσε: «η πάλη μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού διεξάγεται σήμερα στο σημαντικό της μέρος στο «έδαφος του Χέγκελ», όπως αποδεικνύουν όλα τα διεθνή για το Χέγκελ συνέδρια»(!), και όχι στο έδαφος του υλισμού του ΜΑΡΞ, δηλ. άρνηση και «ξεπέρασμα»-εξάλειψη της αντίθεσης ι δ ε α λ ι σ μ ο ύ – υ λ ι σ μ ο ύ και παραποίηση του μαρξισμού στην κατεύθυνση του αντικειμενικού ιδεαλισμού του Χέγκελ, μετατροπή του μαρξισμού σε μια a la Hegel ιδεαλιστική διδασκαλία. Όταν αργότερα (τέλη Αυγούστου 1974) πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα (Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ) το οργανωμένο απ’ τη «Hegelgesselschaft», 10ο «Διεθνές Συνέδριο για το Χέγκελ» με θέμα «Η διαλεκτική του Χέγκελ», το περιεχόμενο των απόψεων που εκεί αναπτύχθηκε έδωσε δικαιολογημένα την αφορμή σε αστό συμμετέχοντα στο συνέδριο (M. Haller) να γράψει: «φωτίζοντας το μαρξισμό ιδεαλιστικά» και να μιλήσει για «νέο φως στο πρόβλημα της διαλεκτικής στο Χέγκελ και στο Μαρξ»!!!
Η χεγκελιανοποίηση του μαρξισμού και η αποκατάσταση της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του Χέγκελ πήγαινε χέρι-χέρι και υπηρετούσε την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες (εσωτερική καταπίεση-εξωτερικές επεμβάσεις και φιλοπόλεμη πολιτική), ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα της νέας αστικής τάξης στη Σοβιετική Ένωση, αφού ο Χέγκελ, ως γνωστόν, στην εποχή του συμφιλίωνε τις ταξικές αντιθέσεις μεταξύ φεουδαρχών-μπουρζουαζίας προς όφελος των ταξικών συμφερόντων των Πρώσων φεουδαρχών – σήμερα τις συμφιλιώνει προς όφελος του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού.
Έτσι η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ με τη στραμμένη στο παρελθόν διαλεκτική της, που στην εποχή της δικαιολόγησε την ταξική κυριαρχία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και της υποταγμένης σ’ αυτή μπουρζουαζίας, έρχεται τώρα να υπηρετήσει τη νέα σοβιετική μπουρζουαζία, γίνεται «η φιλοσοφική ευλογία στο δεσποτισμό, το αστυνομικό κράτος, τη λογοκρισία» στο εσωτερικό των ρεβιζιονιστικών χωρών και στην εξωτερική πολιτική σηκώνει ψηλά τη σημαία του εθνικισμού-σοβινισμού, του πολέμου και των στρατιωτικών επεμβάσεων σ’ άλλες χώρες, ενώ στις καπιταλιστές χώρες υπηρετεί τη συμφιλίωση των ανταγωνιστικών αντιθέσεων μεταξύ μπουρζουαζίας-προλεταριάτου, και κατά συνέπεια την υποταγή των συμφερόντων του σε κείνα της αντιδραστικής αστικής τάξης.
Αν ο Κ. Κάουτσκι ισχυρίζονταν ότι «ο διαλεκτικός υλισμός είναι μόνο μια μέθοδος που μπορεί να συνδεθεί με κάθε κοσμοθεωρία που να φέρει το όνομα ρεαλισμός ή μονισμός, θετικισμός ή αισθησιαρχία, εμπειρισμός ή εμπειριοκριτικισμός» (K. Kautsky, 1927) και ο M. Adler, ότι «αν πρέπει να απορρίψουμε τη σύνδεση του μαρξισμού ως θεωρία της κοινωνίας με κάποια κοσμοθεωρία, ειδικά εκείνη με το φιλοσοφικό υλισμό...» (M. Adler1922), οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές σύνδεσαν το μαρξισμό, ακριβέστερα τον υποκατέστησαν, με ολόκληρη στρατιά φιλοσοφικών ιδεαλιστικών ρευμάτων.
Στη καπιταλιστική Σοβιετική Ένωση της χρουστσο-μπρεζνιεφο-γκορμπατσοφικής περιόδου αλλά και σ’ όλες τις ρεβιζιονιστικές χώρες του παλινορθωμένου καπιταλισμού αναβίωσαν ο θρησκευτικός σκοταδισμός και ο ανορθολογισμός. Στον τομέα της φιλοσοφίας, μετά το ΄56, άνθισαν σχεδόν όλα τα αντιδραστικά αστικά ιδεαλιστικά φιλοσοφικά ρεύματα απ’ τον πραγματισμό, υπαρξισμό, στρουκτουραλισμό, φροϋδισμό, νεοθετικισμό, οντολογία, φαινομενολογία, φιλοσοφική ανθρωπολογία, κλπ. φθάνοντας ως το όπιο της θρησκείας αλλά και τα υπεραντιδραστικά ρεύματα του νιτσεϊσμού και του γερμανικού ρομαντισμού,.
Αυτά δεν τα αμφισβητούν ούτε οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές. Ο πολωνός οικονομολόγος W. Brus σημειώνει το 1974 σχετικά: «Η μετά τον Στάλιν περίοδος έφερε, στον τομέα της ιδεολογίας μια στροφή προς τον πραγματισμό...» (W. Brus, 1975), ενώ ακόμα και ο αμετανόητος δυτικογερμανός χρουστσοφικός ρεβιζιονιστής θεωρητικός του «D»KP Robert Steigerwald ομολογεί το 1989, έστω και «κατόπιν εορτής», ότι στη Σοβιετική Ένωση «ορισμένοι φιλόσοφοι αυτομόλησαν προς την πλευρά των Heidegger, Popper, Gadamer (ορισμένοι μάλιστα προς το Nietzsche!) ή άλλοι περιόριζαν τη θεωρία σε κοινωνιολογική και θετικιστική ανάλυση γεγονότων» (R. Steigerwald,1991).
Η σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβ, Ένωση και η ολοκλήρωσή της στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 με την εφαρμογή των πιο ολοκληρωμένων ως τότε καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων του ΄65 (μεταρρύθμιση Μπρέζνιεφ-Κοσσύγκιν Οκτώβρης 1965) και οι αναπόφευκτες αλλαγές στις κοινωνικο-ταξικές σχέσεις δηλ. η νέα αυτή πραγματικότητα προκάλεσε – παράλληλα με τη διατήρηση της δημαγωγικής αναφοράς των ρεβιζιονιστών στο «μαρξισμό» τους – πέρα απ’ την άνθιση στις ρεβιζιονιστικές-καπιταλιστικές χώρες όλων σχεδόν των αντιδραστικών φιλοσοφικών ιδεαλιστικών ρευμάτων, το ανοιχτό πέρασμα ακόμα και στις πιο ακραίες αντιδραστικές φιλοσοφικές απόψεις και αντιλήψεις με την αποκατάστασή τους καταρχήν, την υιοθέτησή τους στη συνέχεια και τέλος την προπαγάνδισή τους με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις αντιδραστικές φεουδαρχικές απόψεις του γερμανικού ρομαντισμού που γοητεύονται απ’ το μεσαίωνα και την επιστροφή σ’ αυτόν (τους πρώσους ρομαντικούς ο Ενγκελς τους αποκαλούσε «θεωρητικούς της φεουδαρχίας») αλλά και τις υπεραντιδραστικές απόψεις του Friedrich Nietzsche (είδωλο των Μουσολίνι-Χίτλερ) αλλά και του νιτσεϊσμού (Spengler, Heidegger,κλπ.) που και τα δύο αυτά ρεύματα συνέβαλλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση των ναζιστικών απόψεων της χιτλερικής Γερμανίας και αξιοποιήθηκαν στο μέγιστο δυνατό βαθμό από τους ναζι-φασίστες. Έτσι σ΄ αυτή την περίπτωση το χρουστσο-μπρεζνιεφικό ρεβιζιονιστικό ρεύμα εγκατέλειψε καταρχήν: 1) το μαρξισμό, 2) τη μαρξιστική εκτίμηση αυτών των αντιδραστικών αντιλήψεων, αλλά έπραξε ακόμα και κάτι χειρότερο: 3) εγκατέλειψε επιπλέον την αντιφασιστική σκοπιά και τις αντιφασιστικές θέσεις, 4) ανέλαβε την προπαγάνδιση αυτών των υπεραντιδραστικών απόψεων, εμφανίζοντάς τες ως «δημοκρατικές» 5) μπόλιασε ιδεολογικά το εργατικό κίνημα όχι μόνο με αστικές «δημοκρατικές» απόψεις αλλά και με ανοιχτά εθνικιστικές και φασιστικές.
Μάλιστα οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές μαζί με τους Ulbricht-Honneker έφτασαν στο σημείο, αρχές της δεκαετίας του ΄60, να επιτρέψουν το άνοιγμα των Αρχείων του Nietzsche στη Weimar(DDR) σε δυο ιταλούς ομοϊδεάτες τους (M.Montinari-G.Colli) για να προετοιμάσουν μια «αποναζιστικοποιημένη» έκδοση των έργων του, που εκδόθηκαν αργότερα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. Είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί ευθύς εξαρχής, πως πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, ότι οι παρακάτω απόψεις και θέσεις, παρά την όποια αντιφατικότητα και ασάφεια, των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων – με εξαίρεση του δημαγωγικού τους σκέλους για δήθεν οικοδόμηση του σοσιαλισμου-κομμουνισμού – απ’ τη μια επιτίθενται και απορρίπτουν τις μαρξιστικές απόψεις του ΣΤΑΛΙΝ σχετικά με τα ζητήματα της οικοδόμησης του κομμουνισμού, ενώ ταυτόχρονα απ’ την άλλη δίνουν τον αστικό προσανατολισμό αλλά και την εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων για να κινηθεί η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων ρεβιζιονιστικών χωρών σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση δηλ. αποτελούν έμμεση-άμεση ομολογία του καπιταλιστικού χαρακτήρα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων σ’ αυτές τις χώρες, αντανακλούν τα τεκταινόμενα στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομίας δηλ. την πορεία του πισωδρομικού προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. (η παράθεση αυτών των αντιμαρξιστικών απόψεων-θέσεων δεν γίνεται για να υποκατασταθεί η ανάλυση του προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα, ως άμεση-έμμεση ομολογία-επιβεβαίωση και απ’ την αντίπαλη ρεβιζιονιστική πλευρά αυτής της αντεπαναστατικής πορείας της Σοβ. Ένωσης).
Ως τις αρχές του 1953 η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης κινούνταν στην κατεύθυνση της παραπέρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και βρίσκονταν σε μια φάση ανάπτυξης στην οποία: α. τα μέσα παραγωγής δεν ήταν εμπορεύματα δηλ. δεν πουλιούνται-αγοράζονται μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων, αλλά κατανέμονταν κεντρικά στη βάση του Σχεδίου ανάλογα με τις ανάγκες ανάπτυξης της οικονομίας, β. η εργατική δύναμη δεν ήταν εμπόρευμα, αφού η εργατική τάξη κατείχε και έλεγχε τα μέσα παραγωγής συλλογικά ως τάξη μέσω του κράτους της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, γ. ο νόμος της Αξίας είχε περιορισμένη δράση και δεν ρύθμιζε πλέον την παραγωγή, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό, δ. Οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις (=Ware-Geld-Beziehungen) περιορίζονταν συνεχώς στην κατεύθυνση της πλήρους εξάλειψής τους στην ολοκληρωμένη κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Αλλά ας δοθούν οι σύμφωνες με τα διδάγματα των κλασικών μαρξιστικές απόψεις του ΣΤΑΛΙΝ που συνάμα γενίκευαν-έκφραζαν και την ως τότε πείρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και δια γραφίδος ρεβιζιονιστών σοβιετικών οικονομολόγων: «το βασικό περιεχόμενο των σταλινικών ιδεών για τα ζητήματα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό συνίσταται στα παρακάτω: η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι, ως προς το χαρακτήρα της, εμπορευματική παραγωγή, και οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις είναι μια κληρονομιά του καπιταλισμού… η σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής περιορίζεται στα αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης, ενώ τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα αλλά έχουν μόνο εμπορευματικό περίβλημα. Ο νόμος της Αξίας δεν συμμετέχει στη ρύθμιση της παραγωγής. Η σφαίρα δράσης εκτείνεται κυρίως στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στην ανταλλαγή εμπορευμάτων μέσω αγοράς και πώλησης, κυρίως στην ανταλλαγή εμπορευμάτων ατομικής κατανάλωσης… Ο Ι.Β. Στάλιν αρνούνταν το ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της Αξίας στη διαμόρφωση των τιμών για τα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων και των πρώτων υλών της αγροτικής οικονομίας. Ξεκινώντας απ’ τις παραπάνω απόψεις για τη θέση και το ρόλο των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η εμπορευματική κυκλοφορία είναι ασυμβίβαστη με το σκοπό του περάσματος απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972).
Τα παραπάνω δεν ήταν μόνο ιδέες του Στάλιν δηλ. θεωρία, αλλά αποτελούσαν συνάμα και τη ζωντανή πραγματικότητα εκείνης της εποχής: εφαρμόζονταν στην πράξη στην τότε οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, επιβεβαιώνοντας έτσι πλέρια την ορθότητα των απόψεων των κλασικών του μαρξισμού ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ-ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ σχετικά με τα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και έδιναν το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της επαναστατικής πορείας προς τον κομμουνισμό – μια πορεία και περιεχόμενο που βρίσκονταν πάντα σε πλήρη αντιπαράθεση με το περιεχόμενο του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος (οικονομικοί νόμοι και μηχανισμοί λειτουργίας του).
Μετά το θρίαμβο και τη νίκη της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης και την πλήρη απομάκρυνσή του, στο θεωρητικό επίπεδο, απ’ το μαρξισμό, το αστικό πλέον ΚΚΣΕ, ένα σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμμα, πρωτοστατεί, καθοδηγεί και εφαρμόζει στη σοσιαλιστική οικονομία της Σοβ. Ένωσης σειρά, καπιταλιστικού χαρακτήρα, οικονομικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη σταδιακή εξάλειψη του σοσιαλισμού και την πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού, τις οποίες, βέβαια, παρουσίαζε-προπαγάνδισε ως μεταρρυθμίσεις που τάχα θα οδηγούσαν τη Σοβ. Ένωση, και μάλιστα στη δεκαετία του ΄80, στον «κομμουνισμό» (σήμερα όλοι γνωρίζουν ότι αντί γι’ αυτό, στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, αυτές οδήγησαν ακόμα και στη διάλυση της καπιταλιστικής Σοβ. Ένωσης), κι αυτά λέγονταν την ίδια στιγμή που και τα δυο πρώτα μέτρα που εφαρμόστηκαν, απ’ τις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, στον τομέα της βιομηχανίας της ως τότε σοσιαλιστικης-κομμουνιστικής οικονομίας δηλ. η αγορα-πωλησία των μέσων παραγωγής (ως τότε τα μέσα παραγωγής δεν ήταν εμπορεύματα) και η «επέκταση και εκμετάλλευση των εμπορευματικο-χρηματικών-σχέσεων» οδηγούσαν κατευθείαν στον καπιταλισμό (είναι γνωστό ότι ως τότε οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις περιορίζονταν συνεχώς στην κατεύθυνση της πλήρους εξάλειψής τους στην ολοκληρωμένη κομμουνιστική κοινωνία).
Νωρίτερα, όμως, ήδη από τον Αύγουστο του 1953, στην αγροτική οικονομία πάρθηκε απόφαση για την επέκταση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται αμέσως την ίδια χρονιά: «στην αγροτική οικονομία εφαρμόστηκαν μεταρρυθμίσεις (Αύγουστος 1953: αποφάσεις του Ανωτάτου Σοβιέτ, το Σεπτέμβρη: βασικό πρόγραμμα της ΚΕ του ΚΚΣΕ), οι οποίες κατάργησαν σταθερά τον υπερσυγκεντρωτισμό και επέκτειναν τον τομέα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων» (W. Brus, 1961).
Η εφαρμογή και των δυο αυτών μέτρων στη βιομηχανία της σοσιαλιστικής οικονομίας: 1. η αγορά-πώληση των μέσων παραγωγής δηλ. η μετατροπή τους σε εμπορεύματα, 2. η επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων (αντί του συνεχούς περιορισμού) ή όπως αργότερα διατυπώθηκε με σαφήνεια στο αντεπαναστατικό Πρόγραμμα του 22ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ: «για την κομμουνιστική οικοδόμηση πρέπει να γίνει πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων…» («Programm und Statut der Kommunistischen Partei der Sowjetunion“, Berlin (DDR) 1961, σελ. 85), σε θεωρητικό επίπεδο συνιστούν πλήρη απομάκρυνση απ’ το μαρξισμό στα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμου-κομμουνισμού και σε πρακτικό επίπεδο σημαίνουν: α. οριστική διακοπή και εγκατάλειψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και ταυτόχρονα, β. έναρξη (στον οικονομικό τομέα, γιατί στον πολιτικό είχε ήδη προηγηθεί με την ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου) του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση. Πέραν της επίσημης αναφοράς στο 22ο Συνέδριο (1961), ο ρεβιζιονιστής οικονομολόγος G.Koslow (αλλά και άλλοι) μας πληροφορεί ότι η απόφαση για εφαρμογή του δεύτερου καπιταλιστικού μέτρου χρονολογείται ήδη απ’ τα πρώτα, μετά το ΄53, χρόνια: «στα ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ μετά το 1953 υποδεικνύεται, ότι είναι αναγκαία η εκμετάλλευση των εμπορευματικών σχέσεων για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας» («σύγκρινε εισηγήσεις Ν.Σ.Χρουστσοφ στα χρόνια 1953 ως 1960, ιδιαίτερα η εισήγηση στην Ολομέλεια του Δεκέμβρη 1958 καθώς και τις ανάλογες αποφάσεις στις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ») (G.Koslow, 1961).
1. Μέσα παραγωγής εμπορεύματα. Τα μέσα παραγωγής στην οικονομία της Σοβ. Ένωσης είχαν, μετά το ΄53, μετατραπεί σε εμπορεύματα, πράγμα που δεν αμφισβητούν ούτε οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές. Ο οικονομολόγος Kusminow παραδέχεται-ομολογεί ότι στη σοβιετική οικονομία της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ «τα μεγάλα μέσα παραγωγής, που παράγονται απ’ τις κρατικές επιχειρήσεις… είναι εμπορεύματα» (I.I. Kusminow, 1971), ενώ σ’ άλλο σημείο επέκρινε και απέρριψε τη μαρξιστική άποψη του ΣΤΑΛΙΝ που ταυτόχρονα αποτελούσε και σωστή διαπίστωση για τη σοσιαλιστική οικονομία της Σοβ. Ένωσης ως το ΄53, «ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις στο σοσιαλισμό περιορίζονται μόνο στα αντικείμενα προσωπικής ανάγκης και τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα». Χαρακτήριζε αυτή τη διαπίστωση απλά «επιστημονική υπόθεση», ενώ αυτή ήταν η ζωντανή αντικειμενική πραγματικότητα στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης του ΣΤΑΛΙΝ. Ισχυρίστηκε ακόμα, ότι η αντίληψη «τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα και δεν υπόκειται στη δράση του νόμου της Αξίας δεν επέζησε» (I.I. Kusminow, 1971). Ασφαλώς και δεν ήταν δυνατόν να επιζήσει, μετά την επικράτηση του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού, ούτε ως μαρξιστική θεωρία αλλά ούτε προπαντός ως ζωντανή πραγματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης με την επιλογή του δρόμου της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και την εφαρμογή του καπιταλιστικού μέτρου αγορα-πωλησίας των μέσων παραγωγής.
Παρόλο που η πρακτική εφαρμογή του καπιταλιστικού μέτρου της αγορα-πωλησίας των μέσων παραγωγής προηγήθηκε των θεωρητικών συζητήσεων μεταξύ των σοβιετικών οικονομολόγων, αξίζει και είναι σημαντικό να γίνει πλατύτερα γνωστό ότι ήδη το Μάη του ΄56 στην ημερίδα του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας, ο καθηγητής A.W. Batschurin, αφού πρώτα τραγούδησε το γνωστό «μελωδικό» μπουρζουάδικο άσμα της «προσωπολατρίας», αμφισβήτησε ευθέως την ορθότητα της διαπίστωσης του ΣΤΑΛΙΝ ότι «τα μέσα παραγωγής στο σοσιαλισμό δεν είναι εμπορεύματα» (έτσι ήταν ως το 1953) και διατύπωσε την αντιμαρξιστική άποψη-πρόταση ότι «τα μέσα παραγωγής στο σοσιαλισμό είναι εμπορεύματα» (A.W. Batschurin, Μάης ΄56), εκφράζοντας προφανώς τη γενικότερη αντιμαρξιστική κατεύθυνση των ρεβιζιονιστών και τον προσανατολισμό της οικονομίας της Σοβ. Ένωσης προς τον καπιταλισμό μα πρώτ’ απ’ όλα ειδικότερα την πραγματικότητα της μετά το ΄53 περιόδου δηλ. όταν τα μέσα παραγωγής που την εποχή του ΣΤΑΛΙΝ είχαν χάσει τον εμπορευματικό τους χαρακτήρα, τώρα είναι εμπορεύματα. Ο δε καθηγητής F.B. Koscheljow μας διδάσκει: «με κάθε δικαίωμα μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι στο σοσιαλισμό τα μέσα παραγωγής είναι εμπορεύματα» (F.B. Koscheljow, Μάης ΄56), εννοώντας προφανώς με την έννοια «σοσιαλισμό» τον παλινορθωμένο καπιταλισμό, γιατί μόνο στον καπιταλισμό τα μέσα παραγωγής είναι εμπορεύματα και όχι στο σοσιαλισμο-κομμουνισμό.
Αφού, λοιπόν, τα μέσα παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου είχαν ήδη μετατραπεί σε εμπορεύματα – σύμφωνα και με τις παραπάνω δικές τους ομολογίες – οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι συζητούσαν πλέον και μάλιστα απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια για το μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών τους: «η υπάρχουσα διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής χρειάζεται ουσιαστικά ν’ αλλάξει, ώστε το επίπεδο τιμών γι’ αυτά να πλησιάσει την αξία τους» και «για την πράξη πολύ σπουδαίο είναι το ζήτημα αν οι τιμές για τα μέσα παραγωγής θα πλησιάσουν την αξία τους» (M. Bor, 1957), ενώ άλλος ισχυρίζεται ότι «η διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής πρέπει οπωσδήποτε ν’ αλλάξει» (S.G. Strumilin, 1957)
2. Επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεών. Πολύ πριν την επίσημη διατύπωση στο 22ο Συνέδριο(1961) της θέσης-πρότασης για επέκταση και εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχαν προηγηθεί συζητήσεις αλλά και η πρακτική εφαρμογή αυτού του καπιταλιστικού μέτρου ήταν ένα πραγματικό γεγονός.
Ο ρεβιζιονιστής οικονομολόγος S.W. Atlas σε διάλεξή του τονίζει, ότι «όπως είναι γνωστό, στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού» ο Ι. Στάλιν έδωσε την προοπτική ενός σταδιακού περιορισμού της σφαίρας των εμπορευματικών και χρηματικών-σχέσεων προς όφελος της ανάπτυξης της ανταλλαγής προϊόντων… αυτή η προοπτική δεν επιβεβαιώθηκε από την πράξη της κομμουνιστικής οικοδόμησης, δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντα της οικοδόμησης του κομμουνισμού. Στην ΕΣΣΔ οι εμπορευματικές και χρηματικές-σχέσεις δεν μειώθηκαν, αλλά αντίθετα, τα τελευταία χρόνια σημείωσαν μια παραπέρα και πολύ σημαντική ανάπτυξη» (S.W.Atlas, Μάης 1959).
Ασφαλώς και επιβεβαιώθηκε απ’ την πράξη της κομμουνιστικής οικοδόμησης ο περιορισμός των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων, επειδή αυτό ως το 1953 αποτελούσε όχι μόνο αντικειμενική πραγματικότητα στην σοσιαλιστικη-κομμουνιστική οικονομία της Σοβ. Ένωσης αλλά επιπλέον είναι και το μόνο μέτρο που ανταποκρίνονταν-ανταποκρίνεται πλέρια στα καθήκοντα της οικοδόμησης του κομμουνισμού. Το ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις τα «τελευταία χρόνια» δηλ. τη χρουτσο-μπρεζνιεφική περίοδο είχαν σημειώσει «πολύ σημαντική ανάπτυξη», αυτό είναι ένα πραγματικό γεγονός που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, όμως η ανάπτυξη αυτή είναι ακριβώς εκείνη που συνέβαλλε στη μεγάλη διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής στην οικονομία της Σοβ. Ένωσης και την ολοκληρωμένη εμφάνιση σ’ αυτή της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής.
Ένας άλλος ο L.A. Leontjew παραδέχεται ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις όχι μόνο υπήρχαν και επεκτείνονταν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης εκείνης της περιόδου, αλλά θα παραμείνουν και στην κομμουνιστική αταξική κοινωνία και ότι «το Σχέδιο όχι μόνο δεν αποκλείει την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής, αλλά αντίθετα την προϋποθέτει» (L.A. Leontjew 1966).
Αλλά και ο I.I. Kusminow, αφού επικρίνει το Στάλιν γι’ αυτό το ζήτημα, παραδέχεται-υποστηρίζει ότι « η εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό συνδέεται με τη νέα ουσία της οικονομίας, το προτσές της διαρκούς δυναμικής ανάπτυξής της. Η άρνηση της εμπορευματικής παραγωγής και των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό είναι θεωρητικά αβάσιμη και επιζήμια» στην πράξη (I.I. Kusminow, 1971), θεωρώντας την επέκταση-ανάπτυξη και των δυο απαραίτητη για την οικοδόμηση της «σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας» του δηλ. για την προώθηση του προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβ. Ένωση, πράγμα που επιβεβαιώθηκε απ΄ την μετέπειτα πορεία της.
Άλλοι οικονομολόγοι μας πληροφορούν και παραδέχονται: «πριν την έναρξη της οικονομικής μεταρρύθμισης η οικονομική επιστήμη πέτυχε να ξεπεράσει ορισμένες απαρχαιωμένες θέσεις και δόγματα στα ζητήματα της εκμετάλλευσης των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων» και να ξεπεραστεί η «λαθεμένη άποψη», ότι «τα μέσα παραγωγής, ως προς την ουσία τους, δεν είναι εμπορεύματα, αλλά έχουν μόνο εμπορευματικό περίβλημα, η οποία έπρεπε να εγκαταλειφθεί» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972).
Όλων βέβαια των οικονομολόγων είχε προηγηθεί ο αρχιπροδότης κλόουν Νικήτα Χρουστσόφ που με το απύθμενο και προκλητικό θράσος του αποστάτη διακήρυττε απ’ το βήμα της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΣΕ (Δεκέμβρης 1957) ότι με την επέκταση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων θα οικοδομούνταν τάχα αργότερα ο κομμουνισμός, ενώ γνώριζε ότι η επέκταση και ανάπτυξή τους οδηγούν, όπως και έγινε, κατευθείαν στον καπιταλισμό: «μπορούμε να πούμε: βαδίζουμε προς τον κομμουνισμό και ταυτόχρονα αναπτύσσουμε τις εμπορευματικές σχέσεις. Δεν έρχεται σε αντίθεση το ένα με το άλλο; Όχι, δεν αντιφάσκουν» (Ν.Σ. Χρουστσόφ, 1957).
Στην περίπτωση και των δυο αυτών μέτρων, οι σοβιετικοί χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές δεν έχουν περιθώρια δημαγωγίας: ομολογούν ανοιχτά ότι εφαρμόστηκαν, μετά το ΄53, στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και άλλαξαν εντελώς την κατεύθυνσή της σε σχέση μ’ εκείνη της περιόδου του ΣΤΑΛΙΝ. Εκείνο που αποτελούσε δημαγωγία και πολιτική απάτη ήταν ο ισχυρισμός ότι παρουσίαζαν τις καπιταλιστικού χαρακτήρα αυτές μεταρρυθμίσεις ως «σοσιαλιστικές» και πως μ’ αυτές, παρά την αλλαγή κατεύθυνσης απ’ το σοσιαλισμό προς τον καπιταλισμό, η οικονομία της Σοβ. Ένωσης θα έφτανε τάχα στον κομμουνισμό, ενώ έφτασε, όπως όλοι σήμερα γνωρίζουν, στην καπιταλιστική καταστροφή – μια πορεία αναπόφευκτη που είχαν προβλέψει οι επαναστάτες μαρξιστές δηλ. οι λενινιστές-σταλινιστές, που δικαιώθηκαν ιστορικά.
Είναι φανερό, πως πρώτο, η εφαρμογή των δυο παραπάνω μέτρων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχε ως στόχο και κινήθηκε στην κατεύθυνση της οριστικής, στην πορεία, εξάλειψης των σοσιαλιστικων-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και την αντικατάστασή τους με καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (ήδη με τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε εμπορεύματα εμφανίζεται στη σοβιετική οικονομία και το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) και δεύτερο, βρίσκονταν σε πλήρη ρήξη με τις απόψεις των κλασικών για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικης-κομμουνιστικής κοινωνίας, γιατί είναι γνωστό ότι οι θεμελιωτές του μαρξισμού Marx-Engels εκπροσωπούσαν στα έργα τους («Das Kapital», «Kritik des Gothauer Programms», «Anti-Duehring», κλπ.) την ακριβώς αντίθετη άποψη: ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει πλέον θέση για την εμπορευματική παραγωγή και για τις εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις (=Ware-Geld-Beziehungen), εννοώντας προφανώς την μετά την οικοδόμηση της οικονομικής του βάσης περίοδο και φυσικά την ολοκληρωμένη κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Θεωρούσαν τις εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις «υπόλειμμα» του παλιού καπιταλιστικού συστήματος που πρέπει να ξεπεραστεί: «με την κατοχή των μέσων παραγωγής από την κοινωνία εξαλείφεται η εμπορευματική παραγωγή και η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στους παραγωγούς. Η αναρχία της κοινωνικής παραγωγής αντικαθίσταται από τη συνειδητή και σχεδιασμένη οργάνωση» (ΕNGELS). Το ίδιο υπογραμμίζει και ο ΛΕΝΙΝ σε διάφορα έργα του, που κι αυτός θεωρεί εντελώς απαραίτητη και αναγκαία την εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού: «ότι αφορά το σοσιαλισμό, αυτός συνίσταται ως γνωστόν στην εξάλειψη της εμπορευματικής οικονομίας» (ΛΕΝΙΝ). Και αλλού: «το κρατικό προϊόν, το προϊόν του σοσιαλιστικού εργοστασίου, που ανταλλάσσεται με αγροτικά είδη διατροφής, δεν είναι εμπόρευμα με την έννοια της πολιτικής οικονομίας, πάντως δεν είναι μόνο εμπόρευμα, δεν είναι πια εμπόρευμα, παύει να είναι εμπόρευμα» (ΛΕΝΙΝ). Αλλά και οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι αποδέχονται-επιβεβαιώνουν: «το ασυμβίβαστο του σοσιαλισμού με τις εμπορευματικές σχέσεις είχαν υποδείξει στην εποχή τους ο Karl Marx και ο Friedrich Engels, και πάνω σ’ αυτό έγραψαν οι προπαγανδιστές των ιδεών των κλασικών του μαρξισμού P. Lafargue, A. Bebel και G. Plechanow. Ο Β.Ι. Λένιν σε μια σειρά εργασίες του, ακόμα και σ’ εκείνες που είχε γράψει μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, επανειλημμένα τόνισε, ότι στο σοσιαλισμό εκλείπει η αναγκαιότητα των εμπορευματικών σχέσεων» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972), ενώ ένας άλλος γράφει: «πράγματι ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν, ότι στο σοσιαλισμό δε θα υπάρχει θέση για την εμπορευματική παραγωγή και για τις εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις» (I.I.Kusminow, 1971).
Στην αγροτική οικονομία τα πρώτα μέτρα αποκέντρωσης και επέκτασης των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων πάρθηκαν και άρχισαν αμέσως να εφαρμόζονται, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από τον Αύγουστο του 1953, ενώ το 1958 ακολούθησε η διάλυση των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών (η συγκρότηση και ύπαρξή τους απέβλεπε στον περιορισμό των εμπορευματικο-χρηματικών-σχέσεων και στο πλησίασμα των δυο μορφών (κρατικής-συνεταιριστικής) σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και τη συγχώνευσή τους σε ενιαία κομμουνιστική ιδιοκτησία) και τα μέσα παραγωγής πουλήθηκαν στους συνεταιρισμούς, μ’ αποτέλεσμα α) τη διεύρυνση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων και β) τη μόνιμη απομάκρυνση της συνεταιριστικής από την κρατική ιδιοκτησία.
3. Οι σημαντικότερες ρεβιζιονιστικές συζητήσεις για την προώθηση των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης (1953-1965)
Το ότι μετά την επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης πραγματοποιήθηκε αντεπαναστατική στροφή και ολοκληρωτική ρήξη με την προηγούμενη επαναστατική πολιτική στη Σοβιετική Ένωση, και μάλιστα σ’ όλα τα επίπεδα, δεν το αμφισβητούν ούτε η διεθνής αντίδραση μα ούτε και οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές: «μια στροφή έφεραν μόλις τα χρόνια της δεκαετίας του ΄50 μετά το 20ο Συνέδριο» (W.Brus, 1961, κλπ.).
Η στροφή-ρήξη σημειώθηκε σε δυο επίπεδα: α) θεωρητικό και β) πρακτικό. Σε θεωρητικό επίπεδο σημειώθηκε πλήρης εγκατάλειψη του μαρξισμού γενικότερα αλλά και ειδικότερα στα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, ενώ σε πρακτικό επίπεδο πραγματοποιήθηκε διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και στροφή προς τον καπιταλισμό, ενώ με την εφαρμογή των καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικών μεταρρυθμίσεων εγκαινιάστηκε η σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού που κατέληξε στην οριστική κατάργηση των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και την πλήρη καπιταλιστική παλινόρθωση στα τέλη της δεκαετίας του ΄60..
Παράλληλα με την προώθηση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην οικονομία της Σοβιετικής ένωσης εκ μέρους του ρεβιζιονιστικού ΚΚΣΕ οργανώνονται και «επιστημονικές» ημερίδες οικονομολόγων για να δικαιολογηθούν τα καπιταλιστικά μέτρα θεωρητικά, προβάλλοντάς τα μάλιστα, ότι «προωθούν την οικοδόμηση του κομμουνισμού», με πρώτα ζητήματα την επέκταση και πλήρη εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων και την επέκταση της δράσης του νόμου της Αξίας.
Στο διάστημα 1953-1965 οι καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις πότε προηγούνται και πότε έπονται των ρεβιζιονιστικών συζητήσεων για σειρά οικονομικά ζητήματα. Οι σημαντικότερες συζητήσεις αυτής της χρονικής περιόδου ήταν οι συζητήσεις για την εμπορευματική παραγωγή και τη δράση του νόμου της Αξίας, αλλά και για το σχηματισμό των τιμών και τις διάφορες καπιταλιστικές κατηγορίες όπως «κέρδος», «τιμή παραγωγής», «τόκος», «πρόσοδος», κλπ. Άρχισαν το Μάη του ΄56 με την ευκαιρία της νέας έκδοσηςτου εγχειριδίου της «Πολιτικής Οικονομίας», συνεχίστηκαν από το περιοδικό «VoprosyEconomiki» και από τις ημερίδες του «InstitutEconomiki» της Ακαδημίας Επιστημών το Δεκέμβρη 1956 και το Μάη («ZakonStoimostiijegoispolsowaniewnarodnomchosiajstweSSSR» επιμέλεια- σύνταξη J.Kronrod, Μόσχα 1959, σελίδες 514), Σεπτέμβρη και Δεκέμβρη 1957, σε μια επιστημονική σύνοδο της έδρας της πολιτικής οικονομίας του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας το Γενάρη του 1958 («ZakonStoimosti i jegorol’ prisocialismie», επιμέλεια-σύνταξη Ν.A.Cagolow, Μόσχα 1959, γερμανικά: «DasWertgesetzunsseineRolleimSozialismus», Βερολίνο (DDR) 1960, σελίδες 286) και σε μια ημερίδα του τμήματος κοινωνικών επιστημών της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνη του 1958 και μια επιστημονική σύνοδο, το 1958, για τα ζητήματα της οικονομικής Ιδιοσυντήρησης («Chozrascot»).
Το 1957 σε μια συζήτηση στο περιοδικό «VoprosyEconomiki» για το σχηματισμό των τιμών οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι υιοθέτησαν το ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της Αξίας στη διαμόρφωση των τιμών και επομένως την «αναγκαιότητα να πλησιάσουν οι τιμές στην αξία της παραγωγής τόσο του τμήματος I όσο και του τμήματος II» (W.Manewitsch 1975), άποψη που είχε ήδη υποστηρίξει ο Kronrod το Δεκέμβρη του ΄56.
Ακολουθεί το Σεπτέμβρη (25-26) του 1962 σε συνεδρίαση του λεγόμενου «Επιστημονικού Συμβουλίου για την οικονομική Ιδιοσυντήρηση και την υλική παρότρυνση της παραγωγής» συζήτηση για τις προτάσεις J.G. Liberman, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Χαρκόβου, με βάση το πασίγνωστο άρθρο με τίτλο «Plan – Gewinn – Prämie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962,γερμανικά : «PressederSowjetunion» 22/9/1962) που διάρκεσε ως τον Οκτώβρη του 1964. Στο άρθρο του ο Liberman υιοθετεί-προτείνει το κέρδος σαν καθοριστικό, βασικό και μοναδικό κριτήριο για την αξιολόγηση της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης και ορίζει την αποδοτικότηταως ποσοστιαία σχέση του κέρδους προς το παραγωγικό φόντο (Rentabilität = Gewinn/Produktionsfonds), ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζεται πως το κέρδος «του» δεν έχει τάχα «καμία σχέση» με το καπιταλιστικό κέρδος, ότι «η ουσία τέτοιων κατηγοριών όπως κέρδος, τιμή, χρήμα είναι σε μας εντελώς άλλη» δηλ. είναι τάχα εντελώς διαφορετικές από εκείνες του καπιταλισμού, και πως μάλιστα «αυτές υπηρετούν με επιτυχία την οικοδόμηση του κομμουνισμού» και πως τέλος το προτεινόμενο απ’ αυτόν σύστημα έχει τάχα ως αφετηρία: «ότι είναι χρήσιμο για την κοινωνία, πρέπει να είναι χρήσιμο και για κάθε επιχείρηση» – ιδεολόγημα-χρουστσοφική απάτη που επαναλάμβανε μόνιμα σε άρθρα του αλλά και για τις αποφάσεις που αφορούσαν την τελευταία και πιο ολοκληρωμένη καπιταλιστική οικονομική μεταρρύθμιση (Σεπτέμβρης 1965) στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης: «με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Σεπτέμβρη της ΚΕ του ΚΚΣΕ πραγματοποιήθηκε στην πράξη μια απ’ τις πιο σπουδαίες Αρχές της σοσιαλιστικής οικονομίας. Αυτή έχει ως εξής: ότι ωφελεί την κοινωνία, πρέπει να είναι και προς όφελος της κάθε επιχείρησης και του κάθε απασχολούμενου» (J.G.Liberman, «Πράβδα» 21 Νοέμβρη 1965), δημαγωγική απατηλή ρήση που είχε γίνει σημαία όλων των αντεπαναστατών χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών εκείνης της περιόδου (A.W.Batschurin 1973, κλπ. κλπ.).
Μερικές σύντομες παρατηρήσεις που αποκαλύπτουν και καταδεικνύουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των προτάσεων Liberman:
α. Για πρώτη φορά υιοθετήθηκε επίσημα η καπιταλιστική κατηγορία του «κέρδους» – κεντρική οικονομική κατηγορία του καπιταλιστικού συστήματος – παρόλο που αυτή εφαρμόζονταν ήδη στην πρακτική λειτουργία των επιχειρήσεων, και μεταφέρθηκε απ’ την καπιταλιστική οικονομία στην τότε οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Ως γνωστό στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία δεν υπάρχει η οικονομική κατηγορία του «κέρδους», επειδή είναι ξένη προς αυτή την οικονομία, γιατί το κέρδος ως οικονομική κατηγορία εκφράζει αποκλειστικά σχέσεις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, που σ’ αυτή δεν υπάρχουν πλέον αφού έχουν ήδη καταργηθεί. Στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία υπάρχει μόνο το καθαρό εισόδημα της επιχείρησης.
β. Ως εκείνη την περίοδο η αποδοτικότητα (=Rentabilität) ορίζονταν ως ποσοστιαία σχέση του καθαρού εισοδήματος προς τα συνολικά έξοδα παραγωγής των πραγματοποιούμενων προϊόντων (καθαρό εισόδημα / έξοδα παραγωγής της επιχείρησης), ο Liberman αντίθετα ορίζει την αποδοτικότητα ως ποσοστιαία σχέση του κέρδους προς το σύνολο των παραγωγικών φόντων (=επενδυμένα πάγια και κυκλοφοριακά κεφάλαια), που δεν είναι άλλο απ’ το ποσοστό κέρδους (=Profitrate) που υπάρχει στην καπιταλιστική οικονομία για το προκαταβαλλόμενο ή δαπανηθέν συνολικό κεφάλαιο. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μεταφορά της οικονομικής κατηγορίας «Profitrate» του καπιταλιστικού συστήματος στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Ως γνωστόν το ποσοστό κέρδους (=Profitrate) συγκαλύπτει την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
γ. Είναι εξόφθαλμο, ότι η πρόταση του Liberman για την αποδοτικότητα και το κέρδος: πρώτο βρίσκεται επιπλέον σε πλήρη αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το κέρδος αποτελεί το κύριο τμήμα του δημιουργημένου απ’ την υπερεργασία των εργατών υπερπροϊόντος, επειδή στην περίπτωση της άποψης-πρότασης του Liberman το κέρδος δεν δημιουργείται μόνο από την εργασία των εργατών αλλά και απ’ τα παραγωγικά φόντα (ή αλλιώς απ’ τα επενδυμένα πάγια και κυκλοφοριακά κεφάλαια), δεύτερο, στο σπουδαίο ζήτημα του σχηματισμού των τιμών, η άποψή του συνδέεται με τη σύμφυτη στο καπιταλιστικό σύστημα «τιμή παραγωγής» δηλ. με τη μεταφορά αυτής της καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης (αποτέλεσε και τη μεθοδολογική βάση για τον υπολογισμό των τιμών σ’ αυτή).
δ. Οι προτάσεις Liberman ανήγαγαν το καπιταλιστικό κέρδος στο κύριο, βασικό κριτήριο αξιολόγησηςτης οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων και κάθε οικονομικής μονάδας τηςοικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης.
ε. Όλες οι καπιταλιστικές προτάσεις είχαν ως αφετηρία και βάση την πλήρη εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας στη λειτουργία της σοβιετικής οικονομίας, επέτρεψαν την πλήρη διεύρυνση των οικονομικών δικαιωμάτων και την αυτοτέλεια των επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα οι προτάσεις αυτές μεταφέρθηκαν σ’ ολόκληρη την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, και έτσι το κέρδος, μια καπιταλιστική κατηγορία, μετατράπηκε σε ρυθμιστή της κοινωνικής παραγωγής.
στ. Η προταθείσα αυτοτέλεια των επιχειρήσεων με την ταυτόχρονη δραστική μείωση των δεσμευτικών για την επιχείρηση δεικτών του κεντρικού Πλάνου και η ανάληψη απ’ την επιχείρηση της επεξεργασίας των πλάνων των πιο σπουδαίων δεικτών, όπως της παραγωγικότητας εργασίας , του αριθμού των απασχολημένων, του μισθού, τη μείωση των εξόδων παραγωγής, τη συσσώρευση μα ακόμα και τον καθορισμό του μεγέθους και την κατεύθυνση των επενδύσεων οδήγησαν αναπόφευκτα στην εξασθένηση, ουσιαστικά στην κατάργηση του κεντρικού Πλάνου. Έτσι οι επενδύσεις δεν καθορίζονταν πλέον από τις απαιτήσεις της αποδοτικότητας και τις ανάγκες του συνόλου της οικονομίας, αλλά μόνο από τις δυνατότητες αποκόμισης κέρδους των μεμονωμένων επιχειρήσεων. Από αυτό εξαρτήθηκε σε τελευταία ανάλυση ο όγκος παραγωγής, ο αριθμός των απασχολημένων στις επιχειρήσεις, το ύψος των μισθών, κλπ.
Οι επιχειρήσεις ήταν εκείνες που επεξεργάζονταν όλους τους δείκτες και μάλιστα στην κατεύθυνση της εξασφάλισης του μέγιστου κέρδους.
Οι καπιταλιστικές προτάσεις Liberman όχι μόνο αρνούνταν τη σπουδαιότητα του κεντρικού Πλάνου για την επιχείρηση, απεναντίας αποσκοπούσαν στην κατάργησή του, παρά τις αντίθετες ρεβιζιονιστικές «διαβεβαιώσεις».
ζ. Η μεταφορά των διαφόρων οικονομικών καπιταλιστικών κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν υπηρέτησαν ούτε ήταν ποτέ δυνατό να «υπηρετήσουν» και μάλιστα «με επιτυχία την οικοδόμηση του κομμουνισμού», όπως ψευδόμενος ισχυρίζονταν ο Liberman, αντίθετα υπηρέτησαν την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
η. Τέλος, ακόμα και η φαινομενικά ορθή ρήση του Liberman «ότι είναι χρήσιμο για την κοινωνία, πρέπει να είναι χρήσιμο και για κάθε επιχείρηση» αποτελεί χοντροειδή παραποίηση της πραγματικότητας, τη στιγμή που οι προτάσεις του και οι καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχαν στο κέντρο τους ακριβώς το αντίθετο: την επιχείρηση και όχι την κοινωνία. Επομένως η παραπάνω ρήση του Liberman είναι απλά αντιστροφή της αντιδραστικής φιλελεύθερης αστικής ρήσης: «ότι είναι χρήσιμο για την επιχείρηση, πρέπει να είναι χρήσιμο και για την κοινωνία» ή αλλιώς: «ότι ωφελεί το άτομο, ωφελεί σε τελευταία ανάλυση ολόκληρη την κοινωνία» – γνωστό σύνθημα του αστικού ατομικισμού και φιλελευθερισμού, η διαβόητη «εναρμόνιση των ατομικών συμφερόντων με το συμφέρον του συνόλου-κοινωνίας».
Οι καπιταλιστικές προτάσεις Liberman εφαρμόστηκαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και αποτέλεσαν τη βάση και της τελευταίας καπιταλιστικής μεταρρύθμισης του Σεπτέμβρη 1965. Ο πρώην διάσημος μαρξιστής και διεθνώς γνωστός οικονομολόγος, μετέπειτα ρεβιζιονιστής Άγγλος MauriceDobb, απ’ τους ελάχιστους πολύ καλούς γνώστες των τεκταινόμενων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης σε άρθρο του με τίτλο «Οικονομικές αλλαγές στις σοσιαλιστικές χώρες» γραμμένο το 1965 (αλλά πριν την Ολομέλεια του Σεπτέμβρη) μας πληροφορεί ότι οι προτάσεις που περιέχονταν στο περίφημο-κακόφημο άρθρο του καθηγητή J.Liberman με τίτλο «Plan – Gewinn – Prämie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962) εφαρμόστηκαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και μετά δυο χρόνια πειράματα, το 1964, άνοιξε νέα συζήτηση με άρθρο του V.Trapeznikow με τίτλο «για την ευέλικτη οικονομική διαχείριση των επιχειρήσεων» («Πράβδα», 17 Αυγούστου 1964) που επικροτούσε τις καπιταλιστικού χαρακτήρα προτάσεις Liberman και επιπλέον ο ίδιος πρότεινε «την αντικατάσταση των διοικητικών μεθόδων διεύθυνσης με οικονομικές μέθοδες και την εισαγωγή ενός συστήματος κινήτρων ανάλογων των προτάσεων Liberman». Αργότερα το 1965 η «Πράβδα» πληροφορεί ότι πραγματοποιήθηκε μια ακόμα γενική σύσκεψη των οικονομολόγων που στήριξαν τις προτάσεις Liberman, η εφαρμογή των οποίων επεκτάθηκε στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας (Μ.Dobb 1965).
Επιπλέον στο Σοβιετικό τύπο συζητήθηκαν ζητήματα διαμόρφωσης και σχηματισμού των τιμών («VoprosyEconomiki» 1957, Kronrod, Batschurin, κλπ.) και όλες οι καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες («κέρδος», «αποδοτικότητα», «τιμή παραγωγής», «τόκος», «πρόσοδος», κλπ.), τις οποίες επανεισήγαγαν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές, με τις καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, στην οικονομία της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Στα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν οι καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Όλες οι παραπάνω «επιστημονικές» συζητήσεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών οικονομολόγων χαρακτηρίζονταν από:
Πρώτο, εγκατάλειψη και πλήρη απομάκρυνση από το μαρξισμό στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και γενικά στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας με την υιοθέτηση της άποψης για διεύρυνση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας αλλά και ως ρυθμιστή της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης.
Δεύτερο, το άνοιγμα του δρόμου για την υιοθέτηση σειράς αντεπιστημονικών απολογητικών θεωριών της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας όπως η υποκειμενική θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» (=Grenznutzentheorie) των W.S.Jevons /L.Walras/C.Menger /E.v.Böhm-Bawerk /L.v.Wiese απ’ τους σοβιετικούς οικονομολόγους (Kantorowitsch, Nowoshilow, Fedorenko, Nemtschinow, Kotow, κλπ.), που την εμφάνιζαν να συμβιβάζεται ή να «συμπληρώνει» τη θεωρία της Αξίας του Μαρξ, προσπάθεια καθόλου πρωτότυπη και γνωστή απ’ το ρώσο W.K.Dmitrew στο έργο του “EconomitscheskijeOtscherkin”, Petersburg1904, (W.K.Dmitrew: Essaiseconomiques, Paris1904 και1968) με το χαρακτηριστικό υπότιτλο: «Δοκιμή μιας οργανικής σύνθεσης της εργασιακής θεωρίας της Αξίας με τη θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» (ο Dmitrew αναφέρεται στην εργασιακή θεωρία της Αξίας του Ricardo), η «συνάρτηση Παραγωγής των Cobb-Douglas» (= «Cobb-Douglas-Funktion»): Ch.W.Cobb/P.H.Douglas 1928 και Douglas 1934 (υιοθέτηση-προβολή από τους: J.Suchotin, 1966, A.I.Notkin, 1970, I.W.Kotow, 1972, E.E.Batizi 1973, H.Waschkak, 1974, κλπ.),– γεγονός που αναφέρουν και παραδέχονται και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι (Brus,1974, P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew,1972). («Συνάρτηση» που στηρίζεται στις γνωστές αντεπιστημονικές θεωρίες των «συντελεστών Παραγωγής» («εργασία», «κεφάλαιο», «έδαφος»), (συγκαλύπτει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και αρνείται ότι μόνο η εργατική δύναμη δημιουργεί Αξία και Υπεραξία) και της «Οριακής Παραγωγικότητας» (J.B.Clark, κλπ.), χυδαίου-απολογητικού χαρακτήρα αστικές θεωρίες, με τις οποίες οι αστοί οικονομολόγοι πασχίζουν να «αποδείξουν», ότι η Αξία δεν δημιουργείται μόνο από την εργασία αλλά και απ’ τους άλλους συντελεστές Παραγωγής και πρώτα απ’ όλα από το κεφάλαιο και άρα δεν υπάρχει εκμετάλλευση στον καπιταλισμό και με τη δεύτερη, τη θεωρία της «Οριακής Παραγωγικότητας» (=Grenzproduktivitätstheorie), δικαιολογείται η καπιταλιστική κατανομή του εισοδήματος). Ο πολωνός ρεβιζιονιστής οικονομολόγος Brus σημειώνει χαρακτηριστικά: «στην οικονομική θεωρία ανθίζει ανεμπόδιστα ο μαθηματικός φορμαλισμός, πότε-πότε στηριζόμενος σε υποθέσεις, οι οποίες ρητώς αντιφάσκουν στις βασικές αντιλήψεις της μαρξιστικής οικονομίας, όπως στην περίπτωση της γνωστής συνάρτησης Παραγωγής των Cobb-Douglas» (W.Brus, 1974). Και ακριβώς αυτό εννοούσαν δηλ. τη «συμπλήρωση»-υποκατάσταση της επιστημονικής μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας με αντεπιστημονικές αστικές οικονομικές θεωρίες οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι όταν ισχυρίζονταν: «μια στροφή στην ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας στην ΕΣΣΔ προκάλεσε το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972). Και ακριβώς η υιοθέτηση αντιδραστικών θεωριών της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας ήταν η υποσχόμενη και πολυδιαφημισμένη απ’ τους ρεβιζιονιστές «δημιουργική ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού μετά το 20ο συνέδριο»: «το 20ο συνέδριο, που καταδίκασε την προσωπολατρία του Στάλιν, άνοιξε πλατιά το χώρο για τη δημιουργική ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού» (Μ. Atlas/ L.Kadyschew/ M. Makarowa/ G. Sorokin/ P.Figurow, 1962).
Τρίτο, τη μεταφορά-επανεισαγωγή καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών στη σοσιαλιστική οικονομία: καπιταλιστικό κέρδος, τιμή παραγωγής, μέσο ποσοστό κέρδους, τόκος, πρόσοδος, αλλά και των υπερεργασία-υπερπροϊόν-υπεραξία (Kronrod, Κulikow, Liwschiz, κλπ.) – υπερπροϊον που ο μεν Liwschiz(1957) δέχεται-ομολογεί ότι ήδη υπήρχε στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωση, ενώ ο Kronrod προχωρεί παραπέρα δεχόμενος επιπλέον ότι σ’ εκείνη την περίοδο (1957) υπήρχε ακόμα και υπεραξία στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης – καθώς επίσης και των κατηγοριών αναγκαίο προϊον-υπερπροϊον: «το παραγόμενο στη σοσιαλιστική κοινωνία προϊόν θα πρέπει να διαιρείται σε δυο μέρη: το αναγκαίο προϊόν και το υπερπροϊόν» (M.Kolganow1959, Liwschiz1957) και: «σήμερα η πλειοψηφία των σοβιετικών οικονομολόγων, σε σχέση με την περίοδο των δεκαετιών ΄20-΄50 αναγνωρίζει, ότι οι κατηγορίες αναγκαίο προϊόν και υπερπροϊόν υπάρχει και στο σοσιαλισμό» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew1972) Κι’ αυτό σε πλήρη αντίθεση όχι μόνο με τις μαρξιστικές απόψεις του Ιωσήφ Στάλιν, τις οποίες οι ρεβιζιονιστές απορρίπτουν (ο Στάλιν απέρριπτε «τέτοιες έννοιες σαν την «αναγκαία» και «πρόσθετη» εργασία, το «αναγκαίο» και «πρόσθετο» προϊόν, τον «αναγκαίο» και «πρόσθετο» χρόνο») αλλά και μ’ εκείνες του ίδιου του Μαρξ: «η κατάργηση της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής θα επιτρέψει τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας στηνα ν α γ κ α ί αεργασία. Μόνο που η αναγκαία εργασία θα επεκτείνονταν αν όλοι οι άλλοι όροι μέναν ίδιοι. Από τη μια μεριά, επειδή οι όροι ζωής του εργάτη θα είναι πλουσιότεροι και οι απαιτήσεις του από τη ζωή μεγαλύτερες. Από την άλλη, επειδή στον αναγκαίο χρόνο θα συγκαταλέγονταν ένα μέρος της σημερινής υπερεργασίας, και συγκεκριμένα η εργασία που είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός εφεδρικού και συσσωρευτικού αποθέματος της κοινωνίας» (ΜΑΡΞ). Επιπλέον οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές ισχυρίζονται ότι τάχα μια «δογματική αντίληψη της θέσης του Μαρξ, ότι «η κατάργηση της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής επιτρέπει τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαία εργασία» δεν επέτρεψε την επεξεργασία της κατηγορίας αναγκαίο προϊόν» (P.G. Saostrowzew / G.G. Bogomasow / A.N. Malafejew, 1972).
Άλλοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι ξόδεψαν αρκετή φαιά ουσία, επινοώντας «σοσιαλιστικά» ονόματα για τις παραπάνω καπιταλιστικές οικονομικές κατηγορίες με σκοπό να συγκαλύψουν-καμουφλάρουν το καπιταλιστικό τους περιεχόμενο.
Πέρα απ’ τις θεωρητικές συζητήσεις, την περίοδο1953-1965 πάρθηκαν-εφαρμόστηκαν ευθύς εξαρχής απ’ το ρεβιζιονιστικό πλέον ΚΚΣΕ στην τότε σοσιαλιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης τα εξής εν συντομία καπιταλιστικά μέτρα-μεταρρυθμίσεις που το σύνολό τους οδήγησαν αναπόφευχτα στη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού, την κατάργηση των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, και την πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κάποια απ’ τα οποία ήδη προαναφέρθηκαν:
1. Επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων: «στην αγροτική οικονομία εφαρμόστηκαν μεταρρυθμίσεις (Αύγουστος 1953: αποφάσεις του Ανωτάτου Σοβιέτ, το Σεπτέμβρη: βασικό πρόγραμμα της ΚΕ του ΚΚΣΕ), οι οποίες κατάργησαν σταθερά τον υπερσυγκεντρωτισμό και επέκτειναν τον τομέα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων» (W. Brus, 1961). «Στα ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ μετά το 1953 υποδεικνύεται, ότι είναι αναγκαία η εκμετάλλευση των εμπορευματικών σχέσεων για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας» («σύγκρινε εισηγήσεις Ν.Σ.Χρουστσοφ στα χρόνια 1953 ως 1960, ιδιαίτερα η εισήγηση στην Ολομέλεια του Δεκέμβρη 1958 καθώς και τις ανάλογες αποφάσεις στις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ») (G.Koslow, 1961).
2. Αγορά-πώληση των Μέσων Παραγωγής δηλ. μετατροπή τους σε εμπορεύματα.
3. Διάλυση των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών το 1958 και πέρασμα-πισωγύρισμα σε μια κατώτερη μορφή ιδιοκτησίας.
4. Το 1957 με τη διάλυση των ειδικών υπουργείων που διηύθυναν τη βιομηχανία και την αντικατάστασή τους με περιφερειακά Όργανα, γνωστά με το όνομα Σοβναρκχόζ, πραγματοποιήθηκε περιφερειακή Αποκέντρωση, τα οποία από 102(1957) περιορίστηκαν σε 47 περιφερειακά Συμβούλια το 1962, μέτρο που αποσκοπούσε στην παραπέρα διεύρυνση της αυτοτέλειας των επιχειρήσεων και την απεξάρτησή τους απ’ το κεντρικό Πλάνο.
5. Πλήρης διεύρυνση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας, του ρυθμιστικού ρόλου του νόμου της Αξίας στο σχηματισμό των τιμών των εμπορευμάτων τόσο του τμήματος I όσο του τμήματος II, περιλαμβάνοντας και τα μέσα παραγωγής (που είναι πλέον εμπορεύματα και πρέπει να έχουν τιμή), αναγνωρίστηκε η δράση του νόμου της Αξίας σ’ ολόκληρη την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσησ ως το σημείο να γίνει ρυθμιστής της παραγωγής, όπως συμβαίνει στην καπιταλιστική οικονομία.
6. Μεταρρύθμιση τιμών και υιοθέτηση-εισαγωγή της καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας«τιμή παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης
7. Μεταφορά-εισαγωγή στη σοσιαλιστική οικονομία των καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών: κέρδος, τόκος, πρόσοδος, κλπ. προπαντός του κέρδους ως κριτήριο της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και σκοπό της παραγωγής της οικονομίας (την ύπαρξη αυτών των κατηγοριών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αναγνωρίζουν και ομολογούν όλοι οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, Paskow 1966, κλπ.).
8. Σταδιακό πέρασμα των επιχειρήσεων στο σύστημα της πλήρους οικονομικής Ιδιοσυντήρησης, που σημαίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, διεύρυνση της οικονομικής αυτοτέλειας, αυτοδιοίκηση και αυτοχρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
9. Αποκορύφωμα αλλά και ολοκλήρωση των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων υπήρξε η μεταρρύθμιση του 1965 με Απόφαση της Ολομέλειας του Σεπτέμβρη και δημοσίευση των υλικών στις 4 Οκτώβρη του 1965, που σύμφωνα με τον καθηγητή Liberman «η ουσία των νέων αποφάσεων συνίσταται στο ότι το κέρδος χρησιμοποιείται σήμερα σαν το πιο γενικό κριτήριο μέτρησης της ποιοτικής αποδοτικότητας της εργασίας των επιχειρήσεων και ως πηγή κινήτρου επιτυχούς παραγωγής» (Liberman, στο: «SowjetunionHeute», 4/1965). Και επιπλέον «το κέρδος πρέπει να είναι η πηγή για το σχηματισμό του φόντου των επιχειρήσεων, για τη χρηματοδότηση δικών τους επενδύσεων και για την αύξηση των κυκλοφοριακών μέσων και των άλλων δαπανών των επιχειρήσεων», αναφέρεται στο δημοσιευμένο (4.10.1965) κείμενο της Απόφασης με τίτλο «Για την τελειοποίηση του Πλάνου και το δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυνσης της βιομηχανικής παραγωγής». Η «μεταρρύθμιση κινείται προς την κατεύθυνση της αποφασιστικής ενίσχυσης των οικονομικών μεθόδων διεύθυνσης στη θέση των διοικητικών, την αύξηση του ρόλου της Αγοράς στην οικονομία, των οικονομικώνκινήτρων των επιχειρήσεων και των μελών τους» (Α.I.Paschkow, 1967).
Επειδή το κείμενο της απόφασης της Ολομέλειας του Σεπτέμβρη 1965 με τον παραπάνω τίτλο είναι πολυσέλιδο ας αναφερθούν σύντομα ορισμένα μόνο σημεία αυτής της καταστροφικής καπιταλιστικής μεταρρύθμισης της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης απ’ το ίδιο το κείμενο και κάποια άλλα από ένα άρθρο του Βιτάλι Ελιστράτωφ του πρακτορείου «Νόβοστι» δημοσιευμένο στην «Αυγή» (7/3/1967, σελ.4), γραμμένο δυο χρόνια μετά, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Επιτυχείς προσπάθειες για την Αποκέντρωση και την καθιέρωση του κινήτρου του Κέρδους»:
1. Κεντρικό στόχο της μεταρρύθμισης αποτέλεσε η πλήρης ανύψωση του ρόλου της επιχείρησης με την παροχή σ’ αυτή ακόμα μεγαλύτερης οικονομικής αυτοτέλειας και πρωτοβουλίας.
2. Καθιερώθηκε το κίνητρο του κέρδους ως «το πιο γενικό κριτήριο μέτρησης της ποιοτικής αποδοτικότητας της εργασίας των επιχειρήσεων και ως πηγή κινήτρου επιτυχούς παραγωγής» (Liberman), αλλά και της οικονομίας γενικότερα.
3. Πριν τη μεταρρύθμιση βασικός δείκτης της επιτυχούς εργασίας των επιχειρήσεων ήταν ο όγκος της συνολικής παραγωγής (=«Bruttoproduktion»), μετά απ’ αυτή βασικός δείκτης θα είναι η παραγωγή που πραγματοποιήθηκε (=«realizacija») δηλ. πουλήθηκε (=«Absatzvolumen»).
4. Η επιχείρηση από τώρα και στο εξής καθορίζει μόνη της, πόσα και τι προϊόντα θα παράγει και γι’ αυτό θα πρέπει να παίρνει υπόψη της τη ζήτηση και τις απαιτήσεις της Αγοράς δηλ. η λεγόμενη «πραγματική» Ιδιοσυντήρηση έγινε πλέον βάση της δραστηριότητας της κάθεεπιχείρησης.
5. Πριν τη μεταρρύθμιση οι ανώτερες οικονομικές Υπηρεσίες καθόριζαν για την επιχείρηση περίπου 30-40 υποχρεωτικούς δείκτες με βάση τους οποίους αξιολογούνταν η εργασία των επιχειρήσεων. Μετά από αυτή, ο αριθμός των δεικτών που καθορίζονταν από το κέντρο μειώθηκε δραστικά στους 7-8, ουσιαστικά μόνο σε δυο που χαρακτήριζαν την οικονομική της δραστηριότητα: α. όγκος πουλημένης παραγωγής, β. κέρδος – απαλλάσσοντας έτσι με αυτά τα μέτρα, όπως ισχυρίζονταν, την επιχείρηση απ΄ την «ασφυχτική κηδεμονία του κέντρου» δηλ. του κεντρικού Πλάνου, μ’ αποτέλεσμα τώρα «η επιχείρηση να έχει το δικαίωμα της κατοχής, της χρήσης και της διάθεσης της ευρισκόμενης στη λειτουργική της διοίκησης περιούσιας» (“Verordnung überdensozialistischenstaatlichenProduktionsbetrieb”, 4/10/1965).
6. Οι διευθυντές των επιχειρήσεων απόκτησαν όχι μόνο πολύ ευρύτερες δικαιοδοσίες αλλά όλες τις δικαιοδοσίες μεταξύ των οποίων τις δυο σημαντικότερες: α. «ο διευθυντής της επιχείρησης δρα στο όνομά της, διαθέτει την περιουσία και τα μέσα της επιχείρησης», και β. «προσλαμβάνει και απολύει εργαζόμενους» της επιχείρησης (“Verordnung überdensozialistischenstaatlichenProduktionsbetrieb”, 4/10/1965).
7. Τέλος ας σημειωθεί ότι η πλήρης αυτοτέλεια των επιχειρήσεων οδήγησε αναπόφευκτα σε οικονομική Αποκέντρωση δηλ. ουσιαστικά στην κατάργηση του κεντρικού Πλάνου – και όχι στην «τελειοποίηση του Πλάνου» όπως δημαγωγικά διατείνονταν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές εξαπατώντας τους εργαζόμενους – σε εισαγωγή του Ανταγωνισμού και ενίσχυση της λειτουργίας τους με τα γνωστά ιδιωτικο-οικονομικά καπιταλιστικά κριτήρια κέρδους-αποδοτικότητας, μ’ αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης να μετατραπούν σε μεμονωμένες-χωριστές επιχειρήσεις, τους διαβόητους «σοσιαλιστικούς εμπορευματοπαραγωγούς» (Α.W.Batschurin 1973, κλπ.) ή αλλιώς «σχεδιασμένη σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή» (Liberman), «εμπορευματικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής» (A.J.Paschkow1962), κλπ., κλπ..
Αν όταν πραγματοποιήθηκε το αντεπαναστατικό 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, απ’ την πρώτη στιγμή αλλά και αργότερα, αυτό χαιρετίστηκε με ικανοποίηση απ’ τη διεθνή αντίδραση ως συνέδριο «επαναστατικής περιόδου»: «το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ το Φλεβάρη του 56, εγκαινίασε μια επαναστατική περίοδο του ιδεολογικού και κοινωνικο-πολιτικού «λιωσίματος των πάγων». Η πάλη κατά της προσωπολατρίας και του σταλινικού δογματισμού στην ΕΣΣΔ απελευθέρωσε ισχυρές αντιπολιτευτικές δυνάμεις κυρίως στις Λαϊκές Δημοκρατίες» (άρθρο του P.Ch. Ludz στο «ModerneWelt» 4/1960, σελ.353), τώρα, οι καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις των Μπρέζνιεφ-Κοσύγκιν(Σεπτέμβρη 1965) έγιναν δεκτές με δικαιολογημένες θριαμβολογίες απ’ τους αντιμαρξιστές-αντικομμουνιστές ιδεολόγους της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού και προπαγανδίστηκαν ως «οικονομική επανάσταση» μεταξύ των οποίων και ο αμερικανός σοβιετολόγος MarshallI. Goldmann που σε άρθρο με το χαρακτηριστικό τίτλο «οικονομική επανάσταση στη Σοβ. Ένωση» το 1967 έγραφε: «στις παραμονές των 50χρόνων της κομμουνιστικής επανάστασης οι ρώσοι βαδίζουν έναν άλλο δρόμο, εκείνον της οικονομικής επανάστασης» (MarshallI. Goldmann: «EconomicRevolutionintheSovietUnion» στο: “ForeignAffairs”, Vol. 45, No.2-1967, p. 319) δηλ. το δρόμο της οικονομικής αντεπανάστασης: το δρόμο του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Αλλά και ο ίδιος ο Liberman αναφέρει ότι οι αστικές εφημερίδες και σχολιαστές τους ειρωνεύονταν για την έννοια «σοσιαλιστικό κέρδος», όπως η ελβετική «TribunedeLausanne» που «βλέπει στις μεταρρυθμίσεις μας μια «πραγματική επανάσταση» γιατί χρησιμοποιείται η «μισητή έννοια του κέρδους», ενώ άλλες όπως η γαλλική «Nation» ισχυρίζεται, ότι «δεν πρόκειται για επιστροφή της ΕΣΣΔ στον καπιταλισμό, επειδή το σοσιαλιστικό κράτος παραμένει κύριος των μέσων παραγωγής» και η δυτικογερμανική «DieWelt» διαπιστώνει ότι «οι μεταρρυθμίσεις στη διεύθυνση της βιομηχανίας και στη σχεδιοποίηση «δεν σημαίνουν επιστροφή στις καπιταλιστικές μορφές της οικονομίας»» για να ανακράξει «θριαμβευτικά» ο χρουστσοφικός ρεβιζιονιστής καθηγητής: «ακριβώς αυτό είναι»(!!!) και να ισχυριστεί ότι οι «σοβιετικοί αναγνώστες… μπορεί μόνο να γελούν» μ΄ αυτά που γράφονται (J.G.Liberman: «Plan, direkteBeziehungenundRentabilität», «Πράβδα» 21/11/1965, γερμανικά: «PdSU/Industrie» 141–1965).
Όμως σήμερα όλοι γνωρίζουν ότι το διεθνές προλεταριάτο και οι λαοί όλων των χωρών πλήρωσαν πολύ ακριβά την προδοτική πολιτική της παλινόρθωσης του καπιταλισμού για την οποία επαίρεται ο Liberman και ακόμα πολύ ακριβότερατην πλήρωσε ο σοβιετικός λαός που όχι μόνο δεν γέλασε τις επόμενες δεκαετίες αλλά καταστράφηκε κυριολεκτικά φτάνοντας ως τη διάλυση και της ίδιας της καπιταλιστικής Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, όταν υποτίθεται, κατά τους διαφόρους Liberman, αυτή θα έφτανε τάχα στον κομμουνισμό.
4. Ο νόμος της Αξίας – βάση του σχηματισμού των τιμών των εμπορευμάτων των τμημάτων I και II αλλά και ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης
Το ζήτημα της εμπορευματικής παραγωγής και εκείνο της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία αποτελούν δυο απ’ τα πιο βασικά και θεμελιώδη – μα και απ’ τα πιο σύνθετα και περίπλοκα – προβλήματα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του κομμουνισμού, πάνω στα οποία διαχωρίζονται οι μαρξιστικές απ’ τις διάφορες αστικo-ρεβιζιονιστικές απόψεις τόσο σε θεωρητικό μα προπαντός σε πρακτικό-πολιτικό επίπεδο, επειδή απ’ αυτά εξαρτάται η κίνηση μιας σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας προς την κατεύθυνση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας δηλ. την πλήρη εξάλειψη των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και της δράσης του νόμου της Αξίας ή αντίθετα προς την κατεύθυνση του καπιταλισμού δηλ. τη διακοπή της παραπέρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, την εξάλειψη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και τη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού όπως συνέβηκε στη Σοβιετική Ένωση – παλινόρθωση που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του΄60.
Για τη μαρξιστική οικονομική θεωρία η εμπορευματική παραγωγή και η δράση του νόμου της Αξίας είναι μεν αντικειμενικά υπαρκτά μετά την κατάληψη της εξουσίας απ’ το προλεταριάτο, για ορισμένο χρονικό διάστημα, όμως θεωρούνται «υπολείμματα» κληρονομημένα απ’ τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής – που αποτελεί την τελευταία και ανώτατη μορφή εμπορευματικής παραγωγής: «ο καπιταλισμός είναι η εμπορευματική παραγωγή σε ανώτατο στάδιο εξέλιξης, όπου η ίδια η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα» (ΛΕΝΙΝ) – και τα οποία περιορίζονται συνεχώς στο βαθμό που προχωρεί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, γεγονός που ομολογούν-επιβεβαιώνουν και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι:. «το βασικό περιεχόμενο των σταλινικών ιδεών για τα ζητήματα των εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων στο σοσιαλισμό συνίσταται στα παρακάτω: η σοσιαλιστική παραγωγή ως προς το χαρακτήρα της δεν είναι εμπορευματική παραγωγή, και οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις είναι κληρονομιά του καπιταλισμού… η σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής περιορίζεται στα αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης, ενώ τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, αλλά έχουν μόνο περίβλημα εμπορεύματος» (P.G.Saostrowzew /G.G.Bogomasow/ A.N.Malafejew, 1972). Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί πως τόσο η εμπορευματική παραγωγή όσο και ο νόμος της Αξίας έχουν ιστορικά παροδικό χαρακτήρα και πρέπει ως «υπολείμματα» του καπιταλισμού να εξαλειφθούν πλήρως στην οικονομία της ολοκληρωμένης αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας (σύμφωνα με τους κλασικούς Μαρξ-Ενγκελς-Λένιν-Στάλιν, η αταξική κομμουνιστική κοινωνία είναι, όπως προαναφέρθηκε, ασυμβίβαστη με την ύπαρξη εμπορευματο-χρηματικών-σχέσεων αλλά και την εμπορευματική παραγωγή γενικότερα και τη δράση του νόμου της Αξίας). Και η αντίπαλη ρεβιζιονιστική πλευρά το επιβεβαιώνει, στην περίπτωση του Στάλιν, σημειώνοντας πως το συμπέρασμα του ήταν: «ότι η εμπορευματική κυκλοφορία είναι ασυμβίβαστη με το σκοπό του περάσματος απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew, 1972).
Η ιστορική πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση της περιόδου των Λένιν-Στάλιν επιβεβαίωσε πλέρια την ορθότητα της μαρξιστικής άποψης σύμφωνα με την οποία στο βαθμό που προχωρά η οικοδόμηση δηλ. επεκτείνεται ο σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας, η εμπορευματική παραγωγή και η σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας περιορίζονταν συνεχώς με στόχο την πλήρη εξάλειψη, όταν θα δημιουργούνταν οι απαραίτητοι αντικειμενικοί όροι στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία με τη δημιουργία της παλλαϊκής κομμουνιστικής ιδιοκτησίας των ολοκληρωμένων κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Έτσι στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού με τη δημιουργία των δυο μορφών σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής ιδιοκτησίας (κρατική-συνεταιριστική) και ως το 1953 η εμπορευματική παραγωγή είχε σημαντικά περιοριστεί στο βαθμό που όχι μόνο η εργατική δύναμη αλλά ούτε και τα μέσα παραγωγής ήταν πλέον εμπορεύματα, ενώ ο νόμος της Αξίας προσδιόριζε μόνο (αφού το τμήμα Ι = μέσα παραγωγής δεν ήταν εμπορεύματα και επομένως δεν είχαν τιμές) το σχηματισμό των τιμών των προϊόντων-εμπορευμάτων του τμήματος ΙΙ (καταναλωτικά μέσα = είδη κατανάλωσης), επιπλέον, και το σημαντικότερο,ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής της παραγωγής, όπως στην καπιταλιστική οικονομία.
Μετά το 1953 αλλάζει ριζικά η κατεύθυνση ανάπτυξης της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης: διακόπτεται η παραπέρα οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και η οικονομία της κινείται πλέον προς τον καπιταλισμό.
Όπως έχει αναφερθεί οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές απέρριψαν-εγκατέλειψαν, αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄50, πρώτα-πρώτα, μεταξύ άλλων, δυο απ’ τις βασικότερες θέσεις της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας που αφορούν τη θέση και το ρόλο: α) της εμπορευματικής παραγωγής και β) του νόμου της Αξίας, δηλ. την παροδική τους ύπαρξη-διατήρησηστο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Η σύντομη αυτή αναφορά στο ζήτημα της εμπορευματικής παραγωγής, από πρώτη ματιά «άσχετη» με το θέμα, είναι όμως αναγκαία και εντελώς απαραίτητη για την κατανόηση των παρακάτω, επειδή η εμπορευματική παραγωγή συνδέεται άμεσα και στενά με την ύπαρξη και τη δράση του νόμου της Αξίας: ο νόμος της Αξίας είναι νόμος της εμπορευματικής παραγωγής.
Ας δοθεί τώρα ο λόγος σ’ έναν απ’ τους πρωτοστατήσαντες στις καπιταλιστικού χαρακτήρα αποφάσεις-μέτρα-μεταρρυθμίσεις, το ρεβιζιονιστή οικονομολόγο A. Paschkow, ο οποίος δίνει εν συντομία την κατεύθυνση των προς εφαρμογή, εκείνη την περίοδο, μέτρων αφού πρώτα δεν αμφισβητεί αλλά αντίθετα ομολογεί ότι αυτές οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις ήταν αντίθετες με τις μαρξιστικές απόψεις των Μαρξ- Ένγκελς αλλά και του Λένιν, που όλοι τους υποστήριζαν «ότι με την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής εξαφανίζονται και ο εμπορευματικός χαρακτήρας της παραγωγής, η αξία, το χρήμα και όλες οι άλλες οι συνδεόμενες με αυτές κατηγορίες», ενώ αυτός σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις τους σημείωνε «ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να αντεπεξέλθει χωρίς εμπορευματική παραγωγή και χωρίς την Αγορά ιδιαίτερου είδους, χωρίς το νόμο της Αξίας και χωρίς μια σειρά άλλες οικονομικές κατηγορίες που απορρέουν από αυτά» για να συνεχίσει: «στις μακρόχρονες και οξείες συζητήσεις των δεκαετιών ΄50-΄60 για την εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της Αξίας στο σοσιαλισμό καταδείχθηκε, ότι η σοσιαλιστική παραγωγή και η οικοδόμηση του κομμουνισμού δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς Αγορά, χωρίς εμπορευματική παραγωγή, χωρίς το νόμο της Αξίας. Ταυτόχρονα καταδείχθηκε, ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις, η Αγορά, Αξία, Χρήμα, Τιμή, Κέρδος και οι άλλες οι συνδεόμενες με το νόμο της Αξίας οικονομικές κατηγορίες στο σοσιαλισμό έχουν ένα άλλο κοινωνικό περιεχόμενο απ’ ότι στον καπιταλισμό. Αυτές δεν είναι τα επιζήμια υπολείμματα μιας παλιάς κοινωνίας, αλλά είναι σύμφυτες στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, παίζουν ένα σπουδαίο ρόλο, τον οποίο διατηρούν καθόλη τη διάρκεια ολόκληρης της πρώτης φάσης της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας» (Α. Paschkow, 1966).
Οι συζητήσεις των δεκαετιών ΄50-΄60 κάθε άλλο παρά «κατέδειξαν» πως «η σοσιαλιστική παραγωγή και η οικοδόμηση του κομμουνισμού δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς Αγορά, χωρίς εμπορευματική παραγωγή χωρίς το νόμο της Αξίας». Εντελώς αντίθετα: κατέδειξαν την πλήρη εγκατάλειψη, σε θεωρητικό επίπεδο της μαρξιστικής θεωρίας στα ζητήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού εκ μέρους των προδοτών ηγετών του ΚΚΣΕ αλλά και συνάμα σε πρακτικό επίπεδο τη διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και την έναρξη του πισωδρομικού προτσές – με την επέκταση της Αγοράς, της εμπορευματικής παραγωγής και της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας – στον καπιταλισμό.
Επίσης, ήταν και είναι γνωστό – αποδείχθηκε και από την καταστροφική πορεία στα επόμενα χρόνια της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό – ότι οι εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις, η Αγορά κλπ. δεν «είναι σύμφυτες στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα», αλλά αντίθετα είναι σύμφυτες στην καπιταλιστική οικονομία και αποτελούν υπολείμματά της στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό των πρώτων δεκαετιών που στην πορεία της οικοδόμησης πρέπει να εξαλειφθούν.
Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του ΚΚΣΕ, πέραν της ολόπλευρης επέκτασης των εμπορευματικών σχέσεων γενικά και της αγορα-πωλησίας των μέσων Παραγωγής δηλ. τη μετατροπή τους σε εμπορεύματα, επέκτειναν και τη σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας. Αυτά τα καπιταλιστικού χαρακτήρα μέτρα δικαιολογημένα αξιολογήθηκαν απ’ τους αντικομμουνιστές ιδεολόγους ως «επαναστατικού χαρακτήρα οικονομικοπολιτικά μέτρα» (W.Eggers, «OsteuropaWirtschaft», 1/1960) δηλ. ως αντεπαναστατικά καπιταλιστικά μέτρα στην υπηρεσία εφαρμογής της αντιδραστικής πολιτικής της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση εκ μέρους του αστικο-ρεβιζιονιστικού ΚΚΣΕ.
Η επέκταση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αφορά δυο πολύ σημαντικά ζητήματα: 1) νόμος της Αξίας ως βάση για το σχηματισμό των τιμών, και 2) νόμος της Αξίας ως ρυθμιστής της παραγωγής.
α. Ο νόμος της Αξίας βάση σχηματισμού των Τιμών. Ο G.Koslow παραδέχεται-ομολογεί ότι στη μετά το 1953 περίοδο στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης «ο νόμος της Αξίας δεν δρα μόνο στο προτσές της παραγωγής, αλλά και στο προτσές της κυκλοφορίας, ιδιαίτερα στον τομέα του σχηματισμού των τιμών» (G.Koslow, 1961). Κι’ αυτό δεν αφορά μόνο τις τιμές των ειδών κατανάλωσης, αλλά και τα μέσα Παραγωγής, αφού αυτά πλέον, μετά το 1953, πωλούνται-αγοράζονται στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσηςή αλλιώς: ο νόμος της Αξίας έχει ρυθμιστικό πλέον ρόλο στην διαμόρφωση των τιμών και των δυο τμημάτων Ι (=μέσα Παραγωγής), ΙΙ (=μέσα-είδη κατανάλωσης) και επιπλέον όλοι οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι διαπίστωναν νωρίς-νωρίς την «αναγκαιότητα οι τιμές να πλησιάσουν στην αξία της παραγωγής τόσο του τμήματος Ι όσο και του τμήματος ΙΙ» (W.Manewitsch, 1957), και πως «στο σοσιαλισμό ο σχεδιασμός των τιμών βασίζεται στην αναγνώριση του νόμου της Αξίας» (A.I.Paschkow), ενώ ο Α.Batschurin σημείωνε το 1958: «ως γνωστόν οι οικονομολόγοι μας για πολύν καιρό απέκλειαν γενικά την παραγωγή μέσων παραγωγής απ’ τις εμπορευματικές σχέσεις και απ’ τη σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας» (Α.Βatschurin 1958). Ο J.Kronrod που και αυτός παραδέχονταν τη «δράση του νόμου της Αξίας στον τομέα του σχηματισμού των τιμών για τα μέσα παραγωγής», γράφει πως η ρύθμιση των τιμών μέσω του νόμου της Αξίας δεν αποκλείει οι τιμές τους να «αποκλίνουν από την Αξία» (J.Kronrod 1957).
Όλοι οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι παραδέχονταν από τότε τη δράση του νόμου της Αξίας στον τομέα σχηματισμού των τιμών – πλην των ειδών κατανάλωσης – και στα μέσα Παραγωγής.
Πριν τη διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού με την επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης δηλ. ως το 1953, η σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας, όσον αφορά στο σχηματισμό των τιμών, περιορίζονταν μόνο στα είδη-εμπορεύματα κατανάλωσης και δεν περιλάμβανε-επεκτείνονταν στα μέσα Παραγωγής, αφού αυτά σ’ εκείνη την περίοδο δεν ήταν εμπορεύματα και επομένως δεν είχαν τιμή. Όμως και στην περίπτωση των ειδών κατανάλωσης ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής των κρατικών τιμών αλλά μόνο ένας απ’ τους παράγοντες που επιδρούσαν σ΄ αυτές. Κι αυτό το επιβεβαίωναν-ομολογούσαν και οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές. Αναφερόμενοι στις απόψεις του Στάλιν, ορθά σημειώνουν: «ο Ι.Β.Στάλιν αρνούνταν το ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της Αξίας στο σχηματισμό των τιμών για τα μέσα παραγωγής» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N.Malafejew, 1972).
Το καπιταλιστικό μέτρο καθορισμού τιμών, ανεξάρτητα απ’ τον τύπο σχηματισμού τους, και για τα μέσα Παραγωγής αποτελεί ένα απ’ τα σπουδαιότερα μέτρα στην κατεύθυνση της γενίκευσης της εμπορευματικής παραγωγής στην οικονομία της Σπβιετικής Ένωσης, αλλά και επιπλέον μέτρο ολοκλήρωσης της καπιταλιστικής λειτουργίας αυτής της εμπορευματικής οικονομίας.
β. Ο νόμος της Αξίας ρυθμιστής της Παραγωγής στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Η λεγόμενη «πλήρης και καλύτερη εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας» (A.I.Paschkow, 1974) στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε επέκταση της σφαίρας δράσης του νόμου της Αξίας ως το σημείο που έγινε ρυθμιστής της παραγωγής δηλ. καθόριζε πλέον την κατανομή των μέσων Παραγωγής και της Εργασίας στους διάφορους κλάδους της οικονομίας, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό.
Διάφοροι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, όπως έχει παραδεχθεί-αναφέρει ο A.IPaschkow, διαπίστωναν ότι στη λεγόμενη «σοσιαλιστική» εμπορευματική οικονομία – ήδη απ’ το Δεκέμβρη του ΄56 οι ρεβιζιονιστές διατύπωσαν την αντιμαρξιστική θέση ότι «η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική παραγωγή» που βέβαια σ’ εκείνη την περίοδο αποτελούσε αντικειμενική πραγματικότητα, μόνο που δεν ήταν πλέον «σοσιαλιστική» – της τότε Σοβιετικής Ένωσης ο νόμος της Αξίας είναι «βασικός ρυθμιστής της ανάπτυξης ολόκληρης της οικονομίας και καθορίζει την κατανομή των μέσων παραγωγής και της εργασίας στους κλάδους της κοινωνικής παραγωγής» ( A.I.Paschkow, 1968), αλλά και άλλος αναφέρει ότι οι W.A.Bader, W.B.Rakitski, Ι.Ν. Busdalow, κλπ. διαπίστωναν ότι «ρυθμιστής της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι ο νόμος της Αξίας»( Ι.Ι.Kusminow 1971), Ο οικονομολόγος G.S.Lisitschki που κι αυτόςδιαπίστωνε ότι ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο νόμος της Αξίας με τη μορφή της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» γράφει σχετικά: «η τιμή Παραγωγής καθιστά δυνατή μια μεγαλύτερη κινητικότητα στην κίνηση των μέσων παραγωγής. Στην πραγματικότητα, όταν οι τιμές αγοράς αποκλίνουν από την τιμή παραγωγής τότε τα κοινωνικά μέσα πρέπει να οδηγηθούν στην κατεύθυνση που επιθυμεί ο καταναλωτής, δηλ. η γενική, μυστική και η ίδια επιλογή στην αγορά επιτυγχάνεται με τη βοήθεια του ρουβλίου» (G.S.Lisitschki, 1966), εννοώντας την επιδίωξη ενός όσο το δυνατό μεγαλύτερου ποσοστού Κέρδους.
Ο G.S.Lisitschki, πέραν του βιβλίου «Πλάνο και Αγορά» (Μόσχα 1966), σε διάφορα άρθρα του στην «Iswestija» (26/2/1966, 27/2/1966), κλπ. διαπίστωνε-ομολογούσε ότι ο νόμος της Αξίας ήταν ο ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ.
Επίσης, εκτός των παραπάνω, και ένας άλλος οικονομολόγος διαπίστωνε ότι ο νόμος της Αξίας ήταν ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης όταν γράφει: «ως ρυθμιστής για την κατανομή της Εργασίας και των μέσων Παραγωγής σε καθορισμένες αναλογίες γίνεται εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας μέσω ενός συστήματος σχεδιασμένων τιμών» (J.W.Kotow 1979) αλλά και την ύπαρξη σε αυτή της «τιμής Παραγωγής»: «η τιμή Παραγωγής που παίρνει υπόψη της την εντατικότητα Εργασίας είναι η νομοτελειακή μορφή έκφρασης του νόμου της Αξίας στο σοσιαλισμό» (J.W.Kotow 1979), που επιπλέον δε δίστασε να ισχυριστεί: «ότι θα ήταν ένα μεγάλο λάθος να απορριφθεί η ανάλυση της κατηγορίας Χρησιμότητα και οριακή Χρησιμότητα μόνο επειδή αυτές αποτελούν τη βάση της αντιμαρξιστικής θεωρίας της Οριακής Χρησιμότητας» (J.W.Kotow 1979)
Την παραπάνω σωστή διαπίστωση-ομολογία του G.S.Lisitschki αμφισβήτησαν, προφανώς για δημαγωγικούς λόγους και συγκάλυψης του προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Σοβιετική Ένωσης, οι M. Atlas/I.Zlobin/R.Winokur/L.Kadyschew / I.Lewitanus που με άρθρο τους στην «Iswestija» (18/3/1966) με τίτλο «Τι ρυθμίζει την παραγωγή;» ισχυρίζονται ότι την παραγωγή στην εμπορευματική οικονομία της τότε Σοβιετικής Ένωσης δεν τη ρύθμιζε τάχα ο νόμος της Αξίας άλλα το κεντρικό Πλάνο, ισχυρισμός που δεν είχε καμία σχέση με την οικονομική πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης εκείνης της περιόδου, αφού όπως θα καταδειχθεί παρακάτω το κεντρικό Πλάνο είχε ουσιαστικά καταργηθεί με την οικονομική αυτοτέλεια των επιχειρήσεων, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, τη δραστική μείωση των υποχρεωτικών δεικτών και το λεγόμενο «σοσιαλιστικό μηχανισμό της Αγοράς» (A.I.Paschkow, 1967).
Τη σωστή διαπίστωση-ομολογία του G.S.Lisitschki υπεράσπισαν οι L.Leontjew («Iswestija» 22/3/1966) και ο Kronrod («Iswestija» 25/3/1966).
Όσον αφορά τον εντελώς αβάσιμο, ψευδή και εξόφθαλμα δημαγωγικό ισχυρισμό των παραπάνω ρεβιζιονιστών οικονομολόγων (M. Atlas /I.Zlobin /R.Winokur/ L.Kadyschew/ I.Lewitanus),απολογητών της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση (επεδίωκαν τη συγκάλυψη του πισωδρομικού προτσές), ότι τάχα ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ, πρέπει να παρατηρηθεί:
Πρώτο, πως αν είχε έστω και κάποια βάση ο ισχυρισμός τους αυτός, τότε σε τι συνίστατο όχι απλά και μόνο η ολόπλευρη επέκταση και πλήρης εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας μα ακόμα χειρότερα, η «πληρέστατη εκμετάλλευση του νόμου της Αξίας στη σοσιαλιστική οικονομική πρακτική» (B. Sucharewski, 1963), όπως διατυπώνεται απ’ τους ίδιους, αν όχι στο να καταστεί ρυθμιστής της παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης; – ένα ερώτημα που δεν μπόρεσαν ποτέ να απαντήσουν οι παραπάνω και όποιοι άλλοι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, μα ούτε και σήμερα μπορεί να απαντηθεί διαφορετικά.
Δεύτερο, η καθιέρωση στην τελευταία σημαντική και πιο ολοκληρωμένη καπιταλιστική μεταρρύθμιση στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, εκείνη των Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1965, του όγκου των πωλήσεων (=«Absatzvolumen» =«abgesetzteProduktion»), όπως προαναφέρθηκε, ως βασικού δείκτη για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων – αντί του συνολικού όγκου της παραγωγής (=«Bruttoproduktion» = «walowajaprodukzija») – δείχνει ότι ο νόμος της Αξίας και η Αγορά ήταν εκείνα που ρύθμιζαν την παραγωγή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, αφού ο όγκος των πωλήσεων εξαρτάται, ως γνωστόν, απ’ τις διακυμάνσεις της Αγοράς, πράγμα που παραδέχεται και ο σοβιετικός ρεβιζιονιστής Βιτάλι Ελιστράτωφ όταν γράφει: «τώρα η επιχείρηση καθορίζει μόνη της, πόσα και τι προϊόντα θα παράγει, και για το σκοπό αυτό είναι αναγκασμένη να παίρνει με προσοχή υπόψη της τη ζήτηση και τις απαιτήσεις της Αγοράς» και ακόμα πως «θα σταματήσει την παραγωγή της αν πάψει να τα πληρώνει ο πελάτης» («Αυγή» 7/3/1967, σελ.4). Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι ο παλιός σπουδαίος βασικός δείκτης «walowajaprodukzija», που εγκαταλείφθηκε, είχε συγκεντρώσει το πρωτοφανές μένος των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων – μένος που πήρε γελοίες και κωμικές διαστάσεις – με πιο «εξέχουσα» περίπτωση εκείνη του O.K.Antonow που σχεδόν όλα τα κεφάλαια του βιβλίου του «DljawsjechIdljasibja» (Μόσχα 1965) επιγράφονται: «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στη νέα τεχνική», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στη νέα ποιότητα της παραγωγής», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ως καταστροφέας του πλούτου του λαού», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ως κυνήγι αριθμών», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στην οικονομική Ιδιοσυντήρηση», «ο συνολικός όγκος της παραγωγής ενάντια στα συμφέροντα των σοβιετικών καταναλωτών», κλπ.
Τρίτο, η κατανομή των επενδύσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αυτής της περιόδου γινόταν στη βάση του λεγόμενου «ποσοτικού συντελεστή των επενδύσεων κεφαλαίων» δηλ. του μέσου ποσοστού Κέρδους,
Τέταρτο, η επιλογή-υιοθέτηση και μεταφορά-εισαγωγή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης μιας τόσο σπουδαίας καπιταλιστικής οικονομικής κατηγορίας, όπως η «τιμή Παραγωγής»(=έξοδα παραγωγής+μέσο ποσοστό Κέρδους), που αποτελεί «παραλλαγμένη μορφή της Αξίας» (Μαρξ), επιβεβαιώνει ότι ο νόμος της Αξίας ήταν ο βασικός ρυθμιστής της παραγωγής στη βάση του οποίου πραγματοποιούνταν η κατανομή της Εργασίας και των μέσων Παραγωγής μεταξύ των διαφόρων κλάδων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δηλ. μέσω της «τιμής παραγωγής» στη βάση του νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους, που είχε εμφανιστεί και δρούσε σ’ αυτή.
Την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού ως το 1953 ο νόμος της Αξίας δεν ήταν ρυθμιστής της παραγωγής. Η κατανομή της Εργασίας και των μέσων Παραγωγής στους διάφορους κλάδους της λαϊκής οικονομίας δεν γίνονταν όπως στην καπιταλιστική οικονομία στη βάση του νόμου της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» και του μέσου ποσοστού Κέρδους (νόμοι που είχαν εξαλειφθεί στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό), αλλά στη βάση του νόμου της σχεδιομετρικής αναλογικής ανάπτυξης της οικονομίας ή όπως έγραφε ο Μαρξ για τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία: «στη βάση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής… η κοινωνία κατανέμει την εργατική Δύναμη και τα μέσα Παραγωγής στους διάφορους κλάδους της Παραγωγής (Μαρξ). Ας σημειωθεί, ακόμα μια φορά, πωςη εμπορευματική παραγωγή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν είχε καθολική εξάπλωση (όπως στην καπιταλιστική οικονομία των δυτικών χωρών αλλά και σ’ εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1953, στην οποία είχε γενικευθεί η εμπορευματική παραγωγή), ήταν πολύ περιορισμένη (μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη δεν ήταν εμπορεύματα, αλλά και η γη, εργοστάσια, κλπ. δεν ήταν αντικείμενα αγορα-πωλησίας) και αφορούσε μόνο τα είδη-εμπορεύματα κατανάλωσης, ενώ και ησφαίρα δράσης του Νόμου της Αξίας ήταν περιορισμένη, περιορίζονταν ουσιαστικά στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας (κυρίως εμπορεύματα-είδη κατανάλωσης).
5. Μεταφορά και εισαγωγή της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης.
Το πρόβλημα της διαμόρφωσης-σχηματισμού των Τιμών που συνδέεται με τον οικονομικό υπολογισμό, τον υπολογισμό του εισοδήματος, την παραγωγή και κατανάλωση, με τη διανομή και αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, κλπ. αλλά και με το μεγάλης σημασίας ζήτημα της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας προς την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας ή την πισωδρόμηση προς τον καπιταλισμό είναι ένα απ΄ τα πλέον σημαντικά, δύσκολα και εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα. Βρίσκονταν πάντα από παλιά στο κέντρο της προσοχής του επαναστατικού κόμματος των Μπολσεβίκων μ’ επικεφαλής το Στάλιν, επειδή: «στο πρόβλημα των τιμών διασταυρώνονται όλα τα βασικά, συνεπώς και πολιτικά προβλήματα του Σοβιετικού κράτους. Τα ζητήματα του καθορισμού των σωστών αμοιβαίων σχέσεων της αγροτιάς και της εργατικής τάξης, τα ζητήματα της εξασφάλισης της αλληλοσυνδεόμενης και αλληλοκαθοριζόμενης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας, … τα ζητήματα της εξασφάλισης του πραγματικού μισθού εργασίας, … όλα αυτά στηρίζονται στο πρόβλημα των τιμών» («Αποφάσεις της Ολομέλειας του Φλεβάρη 1927, της ΚΕ του ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ»).
Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της σπουδαιότητας για τους παραπάνω λόγους είναι φανερό και εντελώς αυτονόητο ότι απ’ τα πρώτα καπιταλιστικού χαρακτήρα μέτρα που πήραν οι ρεβιζιονιστές ηγέτες Χρουστσοφ-Μπρέζνιεφ, του αστικού πλέον ΚΚΣΕ, ήταν οι απανωτές μεταρρυθμίσεις Τιμών, εντελώς απαραίτητες, πέραν των άλλων, προπαντός από τότε που εφάρμοσαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης το καπιταλιστικό μέτρο της αγορα-πωλησίας των μέσων Παραγωγής δηλ. τη μετατροπή τους σε εμπορεύματα – μέτρο που σηματοδότησε άμεσα και ευθύς εξαρχής την αλλαγή κατεύθυνσης της ανάπτυξης της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης προς τον καπιταλισμό και την έναρξη της σταδιακής καπιταλιστικής παλινόρθωσης που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄60.
Αφού, λοιπόν, τα μέσα Παραγωγής είχαν ήδη μετατραπεί σε εμπορεύματα και η ισχύς-δράση του νόμου της Αξίας είχε επεκταθεί σ’ όλους τους τομείς της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης –σημειώθηκε έτσι πλήρης ρήξη στη θεωρία και την πράξη, απομάκρυνση απ’ τη μαρξιστική θεωρία και την πρακτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού της εποχής του Στάλιν – οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι συζητούσαν πλέον απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, για το νέο μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών των μέσων Παραγωγής: «η υπάρχουσα διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής χρειάζεται ουσιαστικά ν’ αλλάξει, ώστε το επίπεδο τιμών γι’ αυτά να πλησιάσει την αξία τους» και «για την πράξη πολύ σπουδαίο είναι το ζήτημα αν οι τιμές για τα μέσα παραγωγής θα πλησιάσουν την αξία τους» (M. Bor, 1957), ενώ άλλος ισχυρίζεται ότι «η διαμόρφωση τιμών για τα μέσα παραγωγής πρέπει οπωσδήποτε ν’ αλλάξει» (S.G. Strumilin, 1957).
Οι κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις τιμών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης στο χρονικό διάστημα 1953-1965 συνοδεύτηκαν και από συχνές συζητήσεις μεταξύ των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων για τον τρόπο σχηματισμού των Τιμών, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε προηγηθεί των συζητήσεων η υιοθέτηση και εφαρμογή στην οικονομία της του νέου τρόπου σχηματισμού των τιμών: ακριβέστερα είχε μεταφερθεί και εφαρμόζονταν ήδη στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης η καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής», όπως πληροφορούν-ομολογούν οι διάφοροι σοβιετικοί οικονομολόγοι. Οι L.A.Waag-S.W.Atlas (1958) διαπιστώνουν-ομολογούν ότι στα μετά το 1953 χρόνια στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης υπήρχε τόσο η καπιταλιστική κατηγορία της «τιμής Παραγωγής»: «στην πρακτική μας υπάρχει η σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής» (S.W. Atlas, 1958), μα ακόμα και το μέσο ποσοστό Κέρδους: «πράγματι υπάρχει στην πράξη ήδη από καιρό ένα τέτοιο σχεδιασμένο μέσο ποσοστό Κέρδους» (S.W.Atlas, 1958). «Οι αρχές της τιμής Παραγωγής και του μέσου ποσοστού Κέρδους, οι οποίες στην πραγματικότητα δρουν στην πράξη, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ώστε να αποκαλύψουν όλες τις δυνατότητες της ενδοεπιχειρησιακής σοσιαλιστικής συσσώρευσης» (S.W.Atlas 1958). Επιπλέον: «οι ασχολούμενοι πρακτικά με το πλάνο ενεργούν ήδη με την κατηγορία της τιμής Παραγωγής» (L.A.Waag, 1958). Συνεχίζοντας λέει ότι «αυτή η μέθοδος με συγκαλυμμένη μορφή εφαρμόζεται στην πράξη παντού» στην οικονομία, για να καταλήξει-δηλώσει σχετικά με την «τιμή Παραγωγής»: «δεν επιτρέπεται να σκεφτόμαστε, ότι αυτή είναι μια ειδική κατηγορία του καπιταλισμού» !!!
Κατά τις συζητήσεις προτάθηκαν 4 βασικοί, πλην των μικτών τύπων Tιμών, τύποι-τρόποι σχηματισμού των τιμών:
α. «τιμή άριστου Πλάνου» (= «PreisdesoptimalenPlanes») με πιο γνωστούς εκπροσώπους τους L.V.Kantorowitsch, N.P.Fedorenko, W.W.Nowoschilow, W.S.Njemtschinow, κλπ.. Ο τρόπος αυτός σχηματισμού των τιμών έχει ως αφετηρία τους στόχους του Optimalplan, ενός Πλάνου στο σημείο Optimum (=άριστο σημείο). Τις τιμές αυτές ονόμασαν «PreisederoptimalenPlanung», τη δε μέθοδο «αντικειμενικό καθορισμένο υπολογισμό» (= «Objektiwnoobuslowlennajaozenka»). Η λεγόμενη «τιμή του άριστου Πλάνου» είναι στην πραγματικότητα μια τιμή χωρίς Αξία, μια τιμή που δεν βασίζεται στη θεωρία της Αξίας-Εργασίας αλλά στην υποκειμενική θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας. Πρόκειται για ανοιχτή εγκατάλειψη της μαρξιστικής θεωρίας της Αξίας-Εργασίας και σαφή διολίσθηση προς τη θεωρία των «συντελεστών παραγωγής» και την υποκειμενική θεωρία της «Οριακής Χρησιμότητας» - γνωστές αντιδραστικές αντεπιστημονικές θεωρίες της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας.
β. τιμή Αξίας (= «CenanaStoimostumurovne») με κύριους εκπροσώπους τους S.G.Strumilin, J.Α.Kronrod, κλπ.
γ. τιμή Κόστους ή τιμή μέσης Αξίας (= «gemittelteWert» = «usrednennjaStoimost») με εκπροσώπους τους D.D.Kontraschew, A.W.Batschurin, κλπ.
δ. τιμή Παραγωγής (= «Produktionspreis» = «FondbezogenerPreis» = «Cenaproizvodstva»)με εκπροσώπους τους S.W..Atlas, J.S.Malyschew, L.A.Waag, V.A.Sobol, V.D.Belkin, M.W.Kolganow, κλπ.
Απ’ τους παραπάνω τύπους τιμών οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές επέλεξαν-υιοθέτησαν και μετέφεραν-εισήγαγαν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης την καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» που αρχές-μέσα της δεκαετίας του ΄60 πήρε επίσημο χαρακτήρα, ιδιαίτεραμετά την τελευταία καπιταλιστική μεταρρύθμιση του ΄65, όπως παραδέχονται οι ίδιοι: «στην ΕΣΣΔ έχουν εισαχθεί, με τη βιομηχανική μεταρρύθμιση 1966/67, fondbezogene τιμές» (K.Ambree/H.Man/Fr.Matho, 1977) δηλ. τιμές συνδεδεμένες-σχετιζόμενες με τα συνολικά πάγια και κυκλοφοριακά Φόντα (=κεφάλαια) ή αλλιώς «σοσιαλιστικές» (=καπιταλιστικές) τιμές Παραγωγής». Η «τιμή «τύπου Παραγωγής» και ο «μικτός τύπος τιμών» αρχίζουν να διαδίδονται στη δεκαετία του ΄60» (Στ.Μπαμπανάσης, 1991), αλλά και ο τροτσκίζων ρεβιζιονιστής Ch. Bettelheim σημειώνει ότι «το σύστημα τιμών που εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση είναι εμπνευσμένο από το σύστημα των τιμών παραγωγής» (Ch.Bettelheim 1967).
Έτσι και με την επίσημη πλέον ομολογία εισαγωγής της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής», δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο σχηματισμός τιμών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης γίνονταν από τότε στη βάση της «τιμής Παραγωγής», στην οποία οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι έδωσαν, παραπλανητικά, και διάφορα «σοσιαλιστικά» ονόματα, όπως «σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής», «FondbezogenePreistyp», κλπ. με σκοπό τη συγκάλυψη του καπιταλιστικού της χαρακτήρα. Ας σημειωθεί επιπλέον πως και η αντίληψη του προγραμματικού άρθρου του Liberman «Plan-Gewinn-Praemie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962) κατέληγε-οδηγούσε, σχετικά με το ζήτημα του σχηματισμού των τιμών, στην αποδοχή της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» ως μεθοδολογικής βάσης για το σχηματισμό των τιμών στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Οι όποιες προς τα πίσω δηλ. προς τον καπιταλισμό ποιοτικές αλλαγές σημειώνονταν πάντα με επιμέλεια απ’ τους αντιδραστικούς αστούς ιδεολόγους: «το σύστημα τιμών έχει υποστεί αξιοσημείωτη ιδεολογική μεταβολή» (K.P.Hensel 1967).
Ο Kolganow σημείωνε ήδη από παλιότερα: «η τιμή Παραγωγής προσφέρει ένα σίγουρο κριτήριο για το σχεδιασμό των τιμών, μια σταθερή βάση για την οικονομική Ιδιοσυντήρηση» (M.W.Kolganow 1958).
Από νωρίς σειρά οικονομολόγοι είχαν ταχθεί υπέρ του σχηματισμού των τιμών στη βάση της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής», πρωτοστατούντων των Malischew, L.A.Waag και S.W.Atlas, ο οποίος διαπίστωνε-ομολογούσε ήδη απ’ το 1958 ότι στην τότε οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης υπήρχε στην πράξη η καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» ή αλλιώς: «στην πρακτική μας υπάρχει η σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής» (S.W.Atlas, 1958).
Ο ισχυρισμός του S.W.Atlas, κλπ. ότι η «τιμή Παραγωγής» στο «σοσιαλισμό είναι νέας ποιότητας και ο μηχανισμός της είναι αρχειακά διαφορετικός από ότι στον καπιταλισμό» και πως τάχα «τέτοιες κατηγορίες όπως Κέδρος και τιμή Παραγωγής» αποκτούν «μια νέα ποιότητα», αλλά και εκείνος του A.J.Paschkow ότι η πρόταση για την εφαρμογή της «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης του S.W.Atlas δεν έχει τάχα σχέση με την καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» είναι εντελώς αβάσιμοι και ολωσδιόλου αυθαίρετοι, αλλά και επιπλέον παραπλανητικού χαρακτήρα, προορισμένοι για εξαπάτηση των κομμουνιστών και της εργατικής τάξης.
Ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» δεν αλλάζουν με τη μεταφορά της απ’ την καπιταλιστική οικονομία και την επανεισαγωγή της στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αλλά ούτε και με τη μετονομασία της σε «σοσιαλιστική τιμή Παραγωγής»: η «τιμή Παραγωγής» ήταν και παραμένει για τη μαρξιστική οικονομική θεωρία μια ειδική κατηγορία της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής: για την «ανταλλαγή σε τιμές παραγωγής είναι αναγκαίο ένα καθορισμένο ύψος καπιταλιστικής ανάπτυξης» (Μαρξ). Αντίθετα μάλιστα: εκείνο που άλλαξε με την εφαρμογή της ήταν ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης: από σοσιαλιστική-κομμουνιστική έγινε, όπως έδειξε και η μετέπειτα ιστορική πορεία, πλέρια καπιταλιστική.
Ως γνωστόν ο Μαρξ ανέλυσε στο «Κεφάλαιο» τη χαρακτηριστική για την καπιταλιστική οικονομία και σύμφυτη σ’ αυτή κατηγορία της «τιμής Παραγωγής»: «οι τιμές, που προκύπτουν από το γεγονός, ότι παίρνεται ο μέσος όρος των διαφόρων ποσοστών κέρδους των διαφόρων σφαιρών παραγωγής και αυτός ο μέσος όρος προστίθεται στις τιμές των διαφόρων σφαιρών παραγωγής είναι οιτ ι μ έ ςΠ α ρ α γ ω γ ή ς, … η τιμή Παραγωγής του εμπορεύματος είναι ίση με την τιμή κόστους του εμπορεύματος συν το κέρδος, που προστίθεται σ’ αυτήν σε ποσοστά, σε αντιστοιχία με το γενικό ποσοστό κέρδους, ή είναι ίση με την τιμή κόστους του εμπορεύματος συν το μέσο ποσοστό κέρδους» (Μαρξ). «Ητ ι μ ήΠ α ρ α γ ω γ ή ςτου εμπορεύματος» αναπτύχθηκε, σύμφωνα με το Μαρξ, «σαν μια παραλλαγμένη μορφή της Αξίας» (Μαρξ).
Επιπλέον ο Μαρξ έχει καταδείξει ότι η μετατροπή της Αξίας των εμπορευμάτων σε «τιμές Παραγωγής» απορρέει από την ουσία και το σκοπό της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής – ουσία και σκοπός που είναι διαμετρικά αντίθετα μ’ εκείνα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού: «στην καπιταλιστική παραγωγή πρόκειται … για το αν το κεφαλαίο που προκαταβλήθηκε στην παραγωγή, θα αποδώσει την ίδια Υπεραξία ή το ίδιο Κέρδος, που αποδίδει κάθε άλλο κεφάλαιο του ίδιου μεγέθους ή κάθε άλλο κεφάλαιο prorata (=αντίστοιχα) με το μέγεθός του, αδιάφορο σε ποιόν κλάδο παραγωγής έχει χρησιμοποιηθεί» (Μαρξ)
Η υιοθέτηση και μεταφορά της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην μετά το 1953 περίοδο σήμαινε ότι η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης εγκατέλειπε οριστικά το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό δρόμο και έμπαινε στο δρόμο του καπιταλισμού και ταυτόχρονα καταδείκνυε ότι ακριβώς αυτή η επιλογή ήταν η πλέον κατάλληλη για την ολοκλήρωση της καπιταλιστικής λειτουργίας της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Εν συντομία για τη μεταφορά της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης:
Πρώτο, ακριβώς η επιλογή εκ μέρους της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας του ΚΚΣΕ της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» και η μεταφορά της, μετά το 1953, στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν εκείνη που σηματοδότησε, μεταξύ άλλων, τη διακοπή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και συνάμα την έναρξη του πισωδρομικού προτσές της παλινόρθωσης του καπιταλισμού σ’ αυτή τη χώρα.
Δεύτερο, η πρακτική της εφαρμογή στην οικονομία οδήγησε αναπόφευχτα στη εμφάνιση του νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, επειδή η ύπαρξη και δράση της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» συνδέεται άμεσα και στενά με την ύπαρξη και δράση του καπιταλιστικού νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους και δεν είναι νοητή χωρίς αυτόν, αφού η ίδια η καπιταλιστική «τιμή Παραγωγής» συγκροτείται, ως γνωστόν, απ’ το κόστος παραγωγής και το μέσο ποσοστό Κέρδους αλλά και γιατί η λειτουργία της έχει ως εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη και δράση του καπιταλιστικού νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους: «η τιμή Παραγωγής συμπεριλαμβάνει το μέσο Κέρδος» (Μαρξ). Επομένως στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης η κατανομή των μέσων Παραγωγής και της Εργασίας στους διάφορους κλάδους γίνονταν πλέον στη βάση του μέσου ποσοστού Κέρδους και κατά συνέπεια ο νόμος της Αξίας είχε καταστεί ρυθμιστήςτης παραγωγής μέσω της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής», όπως ακριβώς γίνονταν-γίνεται και στην περίπτωση της οικονομίας του παραδοσιακού καπιταλισμού των δυτικών χωρών. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για επανεμφάνιση στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης τόσο του καπιταλιστικού νόμου της «τιμής Παραγωγής» όσο και του νόμου του μέσου ποσοστού Κέρδους της καπιταλιστικής οικονομίας.
Τρίτο, η ύπαρξη της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δείχνει καθαρά ότι ο τρόπος λειτουργίας της εμπορευματικής οικονομίας αυτής της χώρας ταυτίζεται πλήρως, είναι ακριβώς ο ίδιος, με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας του παραδοσιακού καπιταλισμού, ύπαρξη που σημάδευε καθημερινά στο κέντρο την καρδιά του «σοβιετικού» προλεταριάτου – που δεν ήταν πλέον εργατική τάξη αφού είχε χάσει, μετά το ΄53, την πολιτική της εξουσία και επομένως τον έλεγχο στα μέσα παραγωγής– γιατί συνδέεται και εκφράζει πάντα σχέσεις εκμετάλλευσης που αναπαράγονταν από τότε μόνιμα και συνεχώς στις μετέπειτα δεκαετίες.
Τέταρτο, η ύπαρξη και δράση των νόμων της καπιταλιστικής «τιμής Παραγωγής» και εκείνου του μέσου ποσοστού Κέρδους στην οικονομία της Σοβιετικής ΄Ένωσης: α) συγκάλυπτε το γεγονός ότι η ζωντανή εργασία είναι αποκλειστικά και μόνο η πηγή του Κέρδους, β) δημιουργούσε την απατηλή εντύπωση ότι η πραγματοποίηση αποτελεί τάχα πηγή της Αξίας, κι αυτά επειδή η «τιμή Παραγωγής» συνδέεται-σχετίζεται με ολόκληρο το διαθέσιμο κεφάλαιο. Αναλύοντας στην περίπτωση του καπιταλισμού, το προτσές της σχέσης ποσοστού Κέρδους-Υπεραξίας, αλλά και το προτσές της μετατροπής της Αξίας σε «τιμή Παραγωγής», δηλ. την ανακατανομή της Υπεραξίας μεταξύ τω κλάδων της οικονομίας ο Μαρξ έχει επισημάνει για μεν το πρώτο: «επειδή στο ποσοστό Κέρδους η Υπεραξία υπολογίζεται σε σχέση με όλο το κεφάλαιο και σ’ αυτό αναφέρεται σαν μέτρο της, η ίδια η υπεραξία εμφανίζεται ότι ξεπήδησε από το συνολικό κεφάλαιο, και μάλιστα εξίσου από όλα του τα μέρη, έτσι, που η οργανική διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο σβήνει στην έννοια του Κέρδους» (Μαρξ), για δε το δεύτερό, ότι είναι ακριβώς αυτό το προτσές που «κρύβει τώρα πέρα για πέρα την πραγματική φύση και την προέλευση του Κέρδους, όχι μόνο για τον καπιταλιστή, που έχει ειδικό συμφέρον να αυταπατάται άλλα επίσης και για τον εργάτη. Με τη μετατροπή των Αξιών σε τιμές Παραγωγής κρύβεται από τα μάτια η ίδια η βάση του καθορισμού της Αξίας» (Μαρξ).
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου