Συνέχεια απ’ το προηγούμενο
6. «Πλήρης Οικονομική Ιδιοσυντήρηση». Κατά τη διάρκεια της λενινιστικής-σταλινικής περιόδου οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση (1917-1953) η αρχή της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης (= «Chosrastschot» = «Wirtschaftliche Rechnungsfuehrung») χρησιμοποιούνταν ως μέθοδος καταγραφής, ελέγχου και σύγκρισης των αποτελεσμάτων της παραγωγής των σοσιαλιστικών κρατικών επιχειρήσεων, παίρνοντας υπόψη την περιορισμένη μα ακόμα υπαρκτή και διαρκώς περιοριζόμενη δράση του νόμου της Αξίας (δεν ρύθμιζε την παραγωγή ούτε ήταν ρυθμιστής των κρατικών τιμών). Η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση ήταν πάντα υποταγμένη στις απαιτήσεις του νόμου της σχεδιομετρικής αναλογικής ανάπτυξης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας, την εκπλήρωση του κρατικού Πλάνου της οικονομίας και τη συγκεντρωτική καθοδήγηση των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων εκ μέρους του σοσιαλιστικού κράτους, οι σχέσεις των οποίων δεν χαρακτηρίζονταν από ανταγωνισμό, όπως συμβαίνει στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής.
Οι σοσιαλιστικές κρατικές επιχειρήσεις δεν ήταν ανεξάρτητοι παραγωγοί και πολύ περισσότερο δεν αποτελούσαν αυτόνομους, ξεχωριστούς και μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς, δεν συνδέονταν μεταξύ τους διαμέσου της Αγοράς όπως στον καπιταλισμό αλλά με το κεντρικό Πλάνο και το γενικό σχεδιασμό της οικονομίας. Οι μεταξύ τους σχέσεις στηρίζονταν στον κεντρικό σχεδιασμό στη βάση του νόμου της σχεδιομετρικής αναλογικής ανάπτυξης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας.
Με την αρχή της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης συνδέονταν, πέραν των άλλων, το πρόβλημα της Αποδοτικότητας (= «Rentabilitaet») των επιχειρήσεων, Αποδοτικότητα που δεν περιορίζονταν στις μεμονωμένες επιχειρήσεις ή στις επιχειρήσεις ξεχωριστών κλάδων παραγωγής αλλά συνδέονταν και αφορούσε πρώτα και κύρια την Αποδοτικότητα ολόκληρης της οικονομίας, που είχε και την πρωταρχική σημασία. Ο βαθμός Αποδοτικότητας ορίζονταν, σ’ εκείνη την περίοδο, ως ποσοστιαία σχέση του συνολικού καθαρού εισοδήματος προς τα συνολικά έξοδα παραγωγής των πραγματοποιούμενων προϊόντων, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με το ποσοστό Κέρδους στον καπιταλισμό, αφού στην τότε σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν δρούσαν πλέον ο νόμος του μέσου ποσοστού Κέρδους και της καπιταλιστικής Τιμής Παραγωγής.
Η οικονομική αυτή κατάσταση άλλαξε ριζικά μετά το ΄53 με την επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης. Έτσι απ’ τα σαρωτικά καταστροφικά κύματα των απανωτών καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων της αντεπαναστατικής περιόδου 1953-1965 που έπληξαν την οικονομία της τότε Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν δυνατό να εξαιρεθεί, να μείνει απ’ έξω και ανέπαφη η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση: αυτή από απλή μέθοδος καταγραφής των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων μετατράπηκε σε «πλήρη Οικονομική Ιδιοσυντήρηση» (απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΣΕ της 29ης Σεπτέμβρη 1965) ή αλλιώς σε «αντικειμενική οικονομική Κατηγορία» δηλ. το «σύστημα της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης κάνει κάθε επιχείρηση να ενδιαφέρεται για την πραγματοποίηση ενός μεγαλύτερου Κέρδους» (L.Gatowski, 1962) με τη χρησιμοποίηση των μηχανισμών της λεγόμενης «σοσιαλιστικής (διάβαζε: καπιταλιστικής) Αγοράς»: «χωρίς τη χρησιμοποίηση των μηχανισμών της σοσιαλιστικής Αγοράς… είναι αδύνατο να εξασφαλιστεί η λειτουργία των επιχειρήσεων στη βάση της πλήρους Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (B.Rakitski, 1965)
Σχολιάζοντας τις αντεπαναστατικές εξελίξεις στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης οι διάφοροι αντιδραστικοί αστοί οικονομολόγοι και αναλυτές, ιδιαίτερα τη λεγόμενη «πλήρη Οικονομική Ιδιοσυντήρηση», απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια διαφήμισαν τις αστικές οικονομικές απόψεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών ως «επανάσταση (διάβαζε: αντεπανάσταση) στη σκέψη της Σοβιετικής Ένωσης», ενώ το πέρασμα της οικονομίας της στη νέα, «πλήρη Οικονομική Ιδιοσυντήρηση» και τη χρησιμοποίηση απ’ αυτή των κατηγοριών Χρήμα, Τιμή, Έξοδα, Κέρδος, Αποδοτικότητα, τα παρουσίασαν ως ομολογία, ότι η σοσιαλιστική σχεδιασμένη οικονομία δεν μπορεί τάχα: α) να λειτουργήσει στη δική της βάση, και β) είναι «υποχρεωμένη» να χρησιμοποιήσει εργαλεία της καπιταλιστικής οικονομίας της Αγοράς και επιπλέον η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση δεν είναι τίποτε το νέο αλλά αποτελεί μια συγκαλυμμένη μορφή της καπιταλιστικής οικονομίας του Κέρδους (Grover W. Ensley, 1957), αλλά και αργότερα: «the “revolution” in Soviet Economics» (A.J. Sherman 1969, κλπ., κλπ.) – ισχυρισμοί ολωσδιόλου αβάσιμοι, αφού ως τότε και για μια ολόκληρη 35ετία (1917-1953) η σοσιαλιστική-κομμουνιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχε λειτουργήσει πάνω στις δικές της βάσεις.
Αρχικά οι διάφοροι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι επέκριναν, σε θεωρητικό επίπεδο, την ως τότε ισχύουσα μαρξιστική άποψη που εννοούσε και εφάρμοζε την Οικονομική Ιδιοσυντήρηση ως μέθοδο καταγραφής των αποτελεσμάτων της παραγωγής των σοσιαλιστικών κρατικών επιχειρήσεων και έβλεπε σ’ αυτή μόνο ένα στοιχείο οικονομικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα διατύπωναν την άποψη ότι η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση είναι αντικειμενική οικονομική κατηγορία του σοσιαλισμού.
Όλοι οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι ομολογούν, μεταξύ των οποίων και ο ανατολικο-γερμανός Karl-Heinz Jonuscheit, ότι ο δρόμος για την αλλαγή-απόρριψη της μαρξιστικής άποψης για την Οικονομική Ιδιοσυντήρηση ανοίχτηκε μετά την επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης: «στα πλαίσια της πάλης ενάντια στο δογματισμό και την κατά γράμμα προσήλωση στα κείμενα άρχισε κατά την προετοιμασία και αξιολόγηση του ΧΧ συνεδρίου του ΚΚΣΕ να διαγράφεται μια ορισμένη αλλαγή των αντιλήψεων για την Οικονομική Ιδιοσυντήρηση» (Karl-Heinz Jonuscheit, 1966).
Έτσι ένας απ’ τους πρώτους οικονομολόγους που διατύπωσε την άποψη, μόλις λίγους μήνες μετά το 20ο Συνέδριο (Φλεβάρης 1956), τον Αύγουστο το ΄56, ότι η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση είναι οικονομική κατηγορία και ότι το κράτος για την πρακτική της εφαρμογή πρέπει να πάρει σειρά μέτρα για το πέρασμα των κρατικών σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στην Ιδιοοικονομικότητα, τον εξοπλισμό με δικά τους κεφάλαια, αυτόνομους ισολογισμούς κλπ., ήταν ο σοβιετικός Pereslegin, με στόχο να γίνουν οι επιχειρήσεις ένα είδος «αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών»: «κάθε κρατική επιχείρηση που λειτουργεί στη βάση της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης μετατρέπεται σ’ ένα είδος «αυτόνομου» εμπορευματοπαραγωγού» (W. Pereslegin, 1956).
Σχετικά μ’ αυτό ο ανατολικο-γερμανός Κ.Η Jonuscheit δικαιολογημένα σημειώνει τόσο σε σχέση με τη λειτουργία των κρατικών σοσιαλιστικών επιχειρήσεων τη σταλινική περίοδο όσο και σχετικά με το νέο τρόπο λειτουργίας τους στη βάση της «πλήρους Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» που οδήγησε αναπόφευχτα σ΄ ένα «είδος αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών» : «για πρώτη φορά, σ’ αντίθεση με το Στάλιν, γίνεται λόγος, ότι κάθε κρατική επιχείρηση που λειτουργεί στη βάση της Οικονομικής Ιδιοσηντήρησης είναι ένα είδος αυτόνομου εμπορευματοπαραγωγού, και ότι η Αποδοτικότητα αποτελεί έναν από τους πιο σπουδαίους δείκτες του οικονομικά αποδοτικού αποτελέσματος (Karl-Heinz Jonuscheit, 1966).
Επίσης οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι μας πληροφορούν για τις παραπέρα εξελίξεις σε θεωρητικό επίπεδο: «μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της θεωρίας της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης άσκησε η επιστημονική σύνοδος του 1958 της Ένωσης Ανωτάτων Σχολών στα ζητήματα της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (P.G.Saostrowzew /G.G.Bogomasow /A.N.Malafejew1972).
Στα μετέπειτα χρόνια δημοσιεύθηκαν πολλά άρθρα και εκδόθηκαν αρκετά βιβλία στα οποία οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι έκθεσαν τις αντιμαρξιστικές τους απόψεις για την Οικονομική Ιδιοσυντήρηση (W.M.Gotlober 1958, Sch.Turezki 1958, S.Tatur 1961 και 1971, Malyschew/W.Sobol 1961, W.P.Telnow 1968, P.F.Gushewin 1968, P.G.Bunitsch 1969, A.D.Smirnow 1969, κλπ.).
Η σύνοδος του ΄58 των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων διαπίστωσε ότι μια απ’ τις πολλές αιτίες που η θεωρία της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης δεν «αναπτύχθηκε», κατ’ αυτούς, επαρκώς (εννοώντας προφανώς την ενσωμάτωση-υιοθέτηση του μηχανισμού της Αγοράς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη μαρξιστική θεωρία) ήταν ότι «οι Εμπορευματο-Χρηματικές Σχέσεις εξακολουθούσαν ακόμα να μην αναγνωρίζονται ως οργανικό στοιχείο των σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων» (P.G.Saostrowzew /G.G.Bogomasow /A.N.Malafejew,1972) και ότι αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει μόνο όταν «θα αναγνωρίζονταν απεριόριστα οι εμορευματο-χρηματικές σχέσεις» και ο νόμος της Αξίας. Οι ίδιοι συγγραφείς μας πληροφορούν ακόμα ότι ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄50 – αρχές της δεκαετίας του ΄60, «οι Εμπορευματο-Χρηματικές Σχέσεις και ο νόμος της Αξίας υποτιμούνταν».
Αργότερα η οικονομολόγος Spiridonowa, εκπροσωπώντας τη ρεβιζιονιστική άποψη ότι η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση έπρεπε να συνδεθεί στενά με τις Εμπορευματο-Χρηματικές Σχέσεις και το νόμο της Αξίας (N.S.Spiridonowa 1961), πρότεινε όλες οι κρατικές επιχειρήσεις της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης να περάσουν στην «πλήρη Οικονομική Ιδιοσυντήρηση» - όπως και έγινε σ’ εκείνη την περίοδο – διαδικασία που ολοκληρώθηκε με τις καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις του ΄65-66.
Είναι γνωστό ότι για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία οι κατηγορίες της εμπορευματικής παραγωγής δεν θεωρούνται σύμφυτες στο σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα αυτές έχουν παραληφθεί απ’ τον καπιταλισμό, διατηρούνται όμως ακόμα ως υπολείμματα του παλιού συστήματος, κάτι που ομολογεί και ο γνωστός ρεβιζιονιστής οικονομολόγος L.Leontjew : «παλιότερα όπως είναι γνωστό ήταν διαδεδομένη η αντίληψη, ότι οι Εμπορευματο-Χρηματικές Σχέσεις ήταν ένα είδος υπολειμμάτων του καπιταλισμού στη σοσιαλιστική οικονομία, «υπολείμματα» του παλιού τρόπου παραγωγής. Στη βάση μιας επιστημονικής ανάλυσης της σοσιαλιστικής πραγματικότητας τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα των περισσότερων σοσιαλιστικών χωρών απέρριψαν εδώ και καιρό τέτοιεςαπόψεις» (L.Leontjew 1970) δηλ. απορρίφθηκαν κατά τη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο. Επιτιθέμενος δε σε απόψεις που υποτιμούσαν το νόμο της Αξίας, ισχυρίστηκε, προβάλλοντας τις αντιμαρξιστικές απόψεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών: «η πρακτική συνέπεια μιας τέτοιας υποτίμησης σημαίνει γενικά παράβλεψη της Τιμής, των Εξόδων, των Χρηματικών κατηγοριών και της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης. Η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση μετατρέπεται από έναν αποφασιστικό παράγοντα για τη λειτουργία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος σε ένα τυπικό στοιχείο, το οποίο έχει μόνο ενδιαφέρον από τη σκοπιά της τεχνικής του Πλάνου και της Λογιστικής. Οι κατηγορίες της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης σ’ αυτή την περίπτωση θεωρούνται μόνο ως υπολογιστικό εργαλείο και τους αφαιρείται το οικονομικό περιεχόμενο» (L.Leontjew 1970).
Ήδη πολύ πριν την πιο ολοκληρωμένη καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομική μεταρρύθμιση του ΄65, αλλά και αργότερα, οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι αποκάλυπταν ότι με το πέρασμα των κρατικών σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στο νέο σύστημα της λεγόμενης «πλήρους Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» είχαν ως βασικούς στόχους:
α) τη μετατροπή των κρατικών σοσιαλιστικών επιχειρήσεων σ΄ ένα «είδος αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών» (W.Pereslegin 1956, K.H. Jonuscheit 1966, κλπ.),
β) την επίτευξη και μεγιστοποίηση του Κέρδους των επιχειρήσεων, που θα αποτελεί πλέον και το «πιο γενικό κριτήριο ολόκληρης της επιχειρηματικής δραστηριότητας» (L.Leontjew 1964): «υπό τους όρους της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης, το συνολικό ποσό των οικονομικών μοχλών επηρεάζει μακροπρόθεσμα την επιχείρηση μέσω … του Κέρδους» (B.Sukharewski 1965). «Το σύστημα της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης κάνει κάθε επιχείρηση να ενδιαφέρεται για την πραγματοποίηση ένος μεγαλύτερου Κέρδους» (L.Gatowski 1962). Από δω και πέρα «η απόκτηση του Κέρδους αποτελεί το βασικότερο γνώρισμα, τον πυρήνα της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (K.H. Jonuscheit 1966),
γ) τη χρησιμοποίηση προς επίτευξη και των δυο (δηλ. τη δημιουργία επιχειρήσεων «αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών» και τη μεγιστοποίηση του Κέρδους) του μηχανισμού της λεγόμενης «σοσιαλιστικής (διάβαζε: καπιταλιστικής) Αγοράς»: «χωρίς τη χρησιμοποίηση των μηχανισμών της σοσιαλιστικής Αγοράς… είναι αδύνατο να εξασφαλιστεί η λειτουργία των επιχειρήσεων βάσει της πλήρους Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (B.Rakitski 1965): «ο μηχανισμός της αγοράς διαδραματίζει έναν ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική παραγωγή» (L. Konnik 1966): «πρέπει να προσφεύγουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα στο μηχανισμό της Αγοράς» (G.Kosiachenko 1962),
δ) την εξασφάλιση μεγαλύτερης αυτονομίας των επιχειρήσεων εμπορευματοπαραγωγών: «η Οικονομική Ιδιοσυντήρηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση του γεγονότος, ότι οι αυτονομημένες οικονομικές μονάδες στο σοσιαλισμό είναι σχεδιασμένοι-σοσιαλιστικοί εμπορευματοπαραγωγοί» (Karl-Heinz Jonuscheit, 1966).
Και δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί θεωρητικά και να εφαρμοστεί στην πράξη αυτή η καπιταλιστική μεταρρύθμιση «όσο διατηρούνταν η άποψη, ότι το βασικό μέρος των προϊόντων της κρατικής βιομηχανίας δεν είναι πλέον εμπορεύματα (και επομένως οι επιχειρήσεις δεν ήταν εμπορευματοπαραγωγοί» (Karl-Heinz Jonuscheit, 1966).
Όλοι, βέβαια, οι οικονομολόγοι συμφωνούσαν ότι η καπιταλιστική οικονομική μεταρρύθμιση, που «άρχισε να εφαρμόζεται το 1966 αποτέλεσε την έναρξη μιας νέας φάσης στην ανάπτυξη της θεωρίας και πρακτικής της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» και ότι «η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ (1965) ασχολήθηκε λεπτομερώς με τα συμπεράσματα από τις συζητήσεις πριν την οικονομική μεταρρύθμιση και διαπίστωσε, ότι οι επιχειρήσεις που εργάζονται στη βάση της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης πρέπει να τους παραχωρηθεί μεγαλύτερη αυτονομία και το υλικό τους κίνητρο πρέπει να δυναμώσει» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N. Malafejew,1972) και ότι «η πλήρης Οικονομική Ιδιοσυντήρηση των επιχειρήσεων», σε σχέση με την προηγούμενη σταλινική περίοδο, στηρίζεται τώρα στις αρχές «του Κέρδους και της οικονομικής Αποδοτικότητας» απ’ τις οποίες καθοδηγούνται στην «οικονομική τους δραστηριότητα όλες οι κρατικές επιχειρήσεις» (M.Sakow, 1965)
Είναι αναγκαίο και αξίζει ιδιαίτερης υπογράμμισης για την καλύτερη κατανόηση της καπιταλιστικής πορείας της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου, ότι η εφαρμογή του καπιταλιστικού μέτρου περάσματος και λειτουργίας των κρατικών σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στη βάση της νέας, «πλήρους Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» πραγματοποιήτε σε μια περίοδο που ήδη στην τότε οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης κυριαρχούσαν πλήρως οι Εμπορευματο-Χρηματικές Σχέσεις, τα Μέσα Παραγωγής είχαν μετατραπεί σε εμπορεύματα και η σφαίρα δράσης του νόμου της Αξίας είχε επεκταθεί σ’ ολόκληρη την οικονομία και ρύθμιζε την παραγωγή, ενώ η εμπορευματική παραγωγή είχε αποκτήσει πλέον καθολικό χαρακτήρα.
«Οι αυτονομημένες οικονομικές μονάδες στο σοσιαλισμό είναι εμπορευματοπαραγωγοί … Όταν όλες οι σοσιαλιστικές επιχειρήσεις είναι εμπορευματοπαραγωγοί, όταν κατά συνέπεια τα προϊόντα τους είναι εμπορεύματα, τότε πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεκτικά ο νόμος της Αξίας και οι κατηγορίες της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας όπως Χρήμα, Τιμή, Έξοδα, Κέρδος ή Αποδοτικότητα, Πίστωση, Τόκος όχι μόνο η μορφή τους, αλλά και το περιεχόμενο, δηλ. παίρνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του νόμου της Αξίας να γίνει εκμετάλλευσή τους σ’ ολόκληρη τη Σχεδιοποίηση και Διεύθυνση» (Karl-Heinz Jonuscheit, 1966).
Απ’ τα παραπάνω γίνεται φανερό πως και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι παραδέχονται-ομολογούν ότι η εφαρμογή της καπιταλιστικής μεταρρύθμισης περάσματος και λειτουργίας των σοσιαλιστικών κρατικών επιχειρήσεων στη βάση της νέας «πλήρους Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» οδήγησε και δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει αναπόφευχτα στη μετατροπή τους σε ανεξάρτητους μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς – αυτό αποτελούσε εξάλλου τον πρωταρχικό και βασικό σκοπό αυτής της μεταρρύθμισης των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών – που πλέον λειτουργούν με κριτήριο την αποκόμιση του μέγιστου δυνατού Κέρδους δηλ. του καπιταλιστικού Κέρδους.
7. «Πλήρης αυτοτέλεια των επιχειρήσεων». Ένας απ’ τους κεντρικούς στόχους της καπιταλιστικής οικονομικής μεταρρύθμισης του ΄65 (Σεπτέμβρης-Οχτώβρης) ήταν η διεύρυνση των οικονομικών δικαιωμάτων και η επέκταση της αυτοτέλειας των κρατικών επιχειρήσεων της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης – επιχειρήσεις που πλέον αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε και παραδέχονται και οι ίδιοι οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές, «αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς»: «οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στη βάση της Οικονομικής Ιδιοσυντήρησης πρέπει να αποκτήσουν περισσότερη αυτοτέλεια και το οικονομικό τους ενδιαφέρουν πρέπει να δυναμώσει» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N. Malafejew,1972): «οι αποφάσεις της ολομέλειας του Σεπτέμβρη διευρύνουν ενεργά την οικονομική αυτοτέλεια των επιχειρήσεων» (L.Leontjew, 1965).
Η εφαρμογή αυτής της καπιταλιστικής μεταρρύθμισης προώθησε και κατοχύρωσε στην πράξη την πλήρη αυτοτέλεια των κρατικών επιχειρήσεων ως «αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών» στην οποία πρωτοστάτησαν στρατιές ρεβιζιονιστών οικονομολόγων (G.S.Lisitschkin, 1966, B.Rakitski 1966, κλπ., κλπ.).
Συγκεντρωτισμός – Αποκέντρωση: παρά τις αντίθετες παραπλανητικές διαβεβαιώσεις των ρεβιζιονιστών οικονομολόγων, η οικονομική αυτοτέλεια των επιχειρήσεων προκάλεσε σοβαρότατο πρόβλημα στο συγκεντρωτισμό της οικονομίας της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Η «πλήρης οικονομική αυτοτέλεια» των κρατικών επιχειρήσεων οδήγησαν αναπόφευκτα σε αντικατάσταση του Συγκεντρωτισμού με την Αποκέντρωση, οδήγησε σε μία εκτεταμένη και πλήρη οικονομική Αποκέντρωση και σ’ επέκταση του μηχανισμού της Αγοράς σ’ ολόκληρη την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της μπρεζνιεφικής περιόδου.
Οικονομική Αυτοτέλεια – Πλάνο: ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε ήταν ότι η διευρυμένη και πλήρης Αυτοτέλεια των κρατικών επιχειρήσεων έπληξε καίρια το κεντρικό Πλάνο. Η Αυτοτέλεια δεν ήταν απλά εδαφικού-γεωγραφικού χαρακτήρα, αλλά πρώτα και κύρια οικονομικού χαρακτήρα που στην περίπτωση της καπιταλιστικής μεταρρύθμισης του ’65-66 εκφράστηκε με τη δραστική μείωση των υποχρεωτικών για τις επιχειρήσεις δεικτών του κεντρικού Πλάνου, οι οποίοι από 40-50 που ήταν πριν την τελευταία μεταρρύθμιση περιορίστηκαν σε 8-9, μα κι’ αυτοί είχαν μόνο κατευθυντήριο χαρακτήρα: «ταυτόχρονα κρίθηκε αναγκαίο ένα σύστημα αποτελούμενο από 8-9 κατευθυντήριους δείκτες» (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N. Malafejew,1972).
Επιχειρήσεις αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί – σχέσεις Ιδιοκτησίας: η μετατροπή (και η ύπαρξη πλέον) των κρατικών επιχειρήσεων σε αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν αφήνει άθικτες μα απεναντίας θίγει άμεσα και τις σχέσεις Ιδιοκτησίας, αφού η επιχείρηση απόκτησε «το δικαίωμα της κατοχής και της διάθεσης της ευρισκόμενης στη λειτουργική της διοίκησης περιουσίας» («Verordnung ueber den sozialistischen staatlichen Produktionsbetrieb», 4/10/1965).
Γι’ αυτό το ζήτημα οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι διατύπωσαν, σ’ εκείνη την περίοδο, την παρακάτω θέση: «η κοινωνική Ιδιοκτησία εμπεριέχει στοιχεία σχετικής αυτονομίας», τα οποία απορρέουν-εκφράζονται στην αυτονόμηση των επιχειρήσεων ως μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών (P.G.Saostrowzew/G.G.Bogomasow/A.N. Malafejew,1972).
Τέλος, η αυτοτέλεια των επιχειρήσεων δεν σχετίζεται μόνο άμεσα με το κεντρικό Πλάνο – που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδήγησε σε κατάργησή του μα και σε κατάργηση της Σχεδιοποίησης γενικότερα άλλα και με την αναπόφευκτη επανεμφάνιση του Ανταγωνισμού και την αλλαγή του σκοπού της παραγωγής της τότε εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης, έχοντας πλέον το Κέρδος ως κριτήριο της Αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και ως σκοπό της παραγωγής γενικά.
8. Επανεμφάνιση του Ανταγωνισμού. Με το πρόβλημα της Αυτοτέλειας των επιχειρήσεων συνδέεται άμεσα η επανεμφάνιση-επανεισαγωγή της καπιταλιστικής αρχής του Ανταγωνισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης.
Η μετατροπή των κρατικών επιχειρήσεων στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης σε αυτόνομους, ξεχωριστούς και μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς που λειτουργούν πλέον με τα γνωστά ιδιωτικο-οικονομικά καπιταλιστικά κριτήρια Κέρδος-Αποδοτικότητα οδήγησε αναπόφευκτα στην επανεμφάνιση του Ανταγωνισμού στην οικονομία της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου.
Την ύπαρξη του Ανταγωνισμού στην εμπορευματική οικονομία δεν αμφισβητούν ούτε οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι που παραδέχονται-ομολογούν όπως ο W.A.Bader ότι η πιο σπουδαία κινητήρια δύναμη και πηγή της οικονομικής ανάπτυξης είναι ο Ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων-εμπορευματοπαραγωγών για τη μεγιστοποίηση του Κέρδους (W.A.Bader 1966), ο οποίος επιπλέον ομολογεί ότι ο νόμος της Αξίας ήταν ρυθμιστής της λεγόμενης «σοσιαλιστικής» οικονομίας εκείνης της περιόδου. Ο B.Rakitskι, που πάντα υπεράσπιζε την «πλήρη αυτοτέλεια των επιχειρήσεων», σημειώνει: «αναγνωρίζοντας όμως τη σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε αναπόφευκτα και την αντικειμενική αναγκαιότητα του Ανταγωνισμού μεταξύ των σοσιαλιστικών παραγωγών» (B.Rakitskι 1966), ενώ ο A.Birman, που κι’ αυτός παραδέχεται την ύπαρξη του μηχανισμού του Ανταγωνισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της μπρεζνιεφικής περιόδου, προτείνει: «μάλιστα απαιτούνται τέτοιοι οικονομικοί όροι που ν’ αφήνουν στην επιχείρηση μόνο δυο δρόμους ανοιχτούς: ή να εργάζεται καλά ή να κλείσει» (A.Μ. Birman, 1967).
Σειρά ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι διαπιστώνουν την ύπαρξη και λειτουργία του νόμου του Ανταγωνισμού τόσο εσωκλαδικά όσο και μεταξύ των κλάδων.
Η δημαγωγική αμφισβήτηση ύπαρξης Ανταγωνισμού στην εμπορευματική οικονομία της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου από ορισμένους χρουστσοφικούς ρεβιζιονιστές δεν έχει απολύτως καμιά βάση, γιατί, πέραν της ομολογίας σειράς οικονομολόγων, η αναπόφευκτη επανεμφάνιση του Ανταγωνισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης απορρέει:
πρώτο, από τη γενίκευση, στη μετά το ΄53 περίοδο, της εμπορευματικής παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης,
δεύτερο, απ’ την μετατροπή των κρατικών επιχειρήσεων σε μεμονωμένους, ξεχωριστούς εμπορευματοπαραγωγούς που πλέον λειτουργούσαν με τα γνωστά ιδιωτικο-οικονομικά καπιταλιστικά κριτήρια Κέρδος-Αποδοτικότητα και τη μεγιστοποίηση του Κέρδους, επιχειρήσεις που μεταξύ τους συνδέονταν πλέον με την Αγορά-Ανταγωνισμό, όπως και οι επιχειρήσεις του παραδοσιακού καπιταλισμού των δυτικών χωρών,
τρίτο, απ’ την υιοθέτηση-καθιέρωση και μεταφορά της καπιταλιστικής Τιμής Παραγωγής (έξοδα παραγωγής + μέσο Κέρδος) στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, η λειτουργία της οποίας προϋποθέτει εντελώς απαραίτητα την ύπαρξη και δράση του νόμου του Ανταγωνισμού για τη διαμόρφωση του μέσου ποσοστού Κέρδους, Ανταγωνισμός που συνέβαλλε στις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων και στη δημιουργία μεγάλων βιομηχανικών ενώσεων και συγκροτημάτων επιχειρήσεων με τη μορφή των τραστ και καρτέλ.
Ο Λένιν, ως γνωστόν, όριζε τον Ανταγωνισμό στην καπιταλιστική οικονομία ως σχέση μεταξύ μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών που παράγουν για την Αγορά και επιπλέον χαρακτήριζε το νόμο του Ανταγωνισμού σαν έναν ειδικό νόμο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ακριβώς τον ειδικό αυτό νόμο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής επανεισήγαγαν οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές με τις καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις τους, ειδικότερα με τη μετατροπή των κρατικών επιχειρήσεων σε μεμονωμένους αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς, στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης.
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου