Ο σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός γράφει την ιστορία του προσωπικού του φίλου Θανάση Ροδόπουλου, ο οποίος, αν και συμμετείχε στο εκτελεστικό απόσπασμα του Νίκου Μπελογιάννη, αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκτέλεση του «ανθρώπου με το γαρίφαλο».
Γείτονας των νεανικών μου χρόνων σε μια γειτονιά της Αθήνας και φίλος μιας ζωής, ο Θανάσης Ροδόπουλος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία την εποχή που βρισκόταν σε εξέλιξη η υπόθεση Μπελογιάννη. Η δίκη, η καταδίκη, η εκτέλεση. Υπηρετούσε σε ένα στρατόπεδο πεζικού στην Αγία Παρασκευή, βορειοανατολικά της Αθήνας.
Μια νύχτα, γύρω στις 3.00, ο λοχαγός ξύπνησε καμιά 20αριά στρατιώτες, τους είπε να ντυθούν με πλήρη εξάρτυση και να πάρουν τα τουφέκια τους. Ανάμεσά τους και ο Θανάσης. Τους έβαλε σε ένα φορτηγό και έφυγαν από το στρατόπεδο διανύοντας μια σχετικά σύντομη διαδρομή. Έφτασαν σε ένα σημείο όπου ο Θανάσης, κοιτάζοντας από το φορτηγό, είδε ότι ήταν ένα ελεύθερο πεδίο, αλλά στο βάθος διακρινόταν η μάντρα του μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας, της «Σωτηρίας», και κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Βγήκαν όλοι οι στρατιώτες και ο λοχαγός, ο Θανάσης όμως έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο λοχαγός κατευθύνθηκε προς το φορτηγό, εμφανίστηκε στο άνοιγμα του καμιονιού και του είπε: «Έλα έξω. Τι κάθεσαι εκεί;». Και ο Θανάσης ήρεμα του απάντησε: «Δεν θα βγω, κύριε λοχαγέ». «Τι είπες;» του λέει. «Δεν θα βγω από το καμιόνι, κύριε λοχαγέ». Πηδάει πάνω στο φορτηγό ο λοχαγός, τραβάει το περίστροφο από τη θήκη του, το τείνει στο πρόσωπο του Θανάση και του λέει: «Ροδόπουλε, ξέρεις τι μπορώ να σου κάνω σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο αυτήν τη στιγμή;». «Το γνωρίζω, κύριε λοχαγέ, κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ από το καμιόνι δεν βγαίνω». Έπειτα από λίγο, κάποια δευτερόλεπτα δηλαδή, ο λοχαγός ξανάβαλε το περίστροφο στη θήκη, πήδηξε από το καμιόνι και απομακρύνθηκε. Γύρισαν στο στρατόπεδο, κάποια στιγμή.
Ο φόβος και το ήθος
Αυτή την ιστορία μου την αφηγήθηκε ο Θανάσης δυο τρεις μέρες μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Πρόσθεσε όμως ότι αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει και αποφάσισε να παραμείνει στο καμιόνι δεν ήταν η εκτέλεση, αλλά το βλέμμα. Φοβόταν να δει τον Μπελογιάννη και φοβόταν μήπως τον δει ο Μπελογιάννης. Γιατί; Επειδή όταν ήταν μικρός, στο σπίτι του στο χωριό, στα Βραχναίικα, έξω από την Πάτρα, η οικογένειά του –κομμουνιστική οικογένεια– έκρυβε τον Μπελογιάννη που τότε ήταν παράνομος καθοδηγητής της περιοχής. Και τον θυμόταν πολύ καλά ο Θανάσης, γιατί πιτσιρικάς ο ίδιος τότε, ο Μπελογιάννης, έπαιζε μαζί του, μιλούσε, κουβέντιαζε, τον κοίταζε… Και αυτό το βλέμμα ήταν που σταμάτησε τον Θανάση και δεν πήρε μέρος στην εκτέλεση.
Οταν επέστρεψαν στο στρατόπεδο, ο Θανάσης περίμενε τις συνέπειες. Να τον καλέσει ο διοικητής, να γίνει ανάκριση, να τον παραπέμψουν στο στρατοδικείο… Και είδε ότι κανείς δεν τον ενόχλησε, κανείς δεν του είπε τίποτε και υποψιάστηκε ότι ο λοχαγός το αποσιώπησε, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε κι έτσι δεν είχε καμιά συνέπεια. Καμιά ανάκριση, καμιά κλήση για απολογία κ.ο.κ. Οπότε συνέχισε τη θητεία του κανονικά, μέχρι που απολύθηκε. Ύστερα από περίπου δυο εβδομάδες, ο ραδιοφωνικός σταθμός στα βραχέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, μιλώντας για την εκτέλεση του Μπελογιάννη ανέφερε ότι υπήρχαν και στρατιώτες που αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στην εκτέλεση.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Documento» (25-26 Μαρτίου 2017)
Γείτονας των νεανικών μου χρόνων σε μια γειτονιά της Αθήνας και φίλος μιας ζωής, ο Θανάσης Ροδόπουλος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία την εποχή που βρισκόταν σε εξέλιξη η υπόθεση Μπελογιάννη. Η δίκη, η καταδίκη, η εκτέλεση. Υπηρετούσε σε ένα στρατόπεδο πεζικού στην Αγία Παρασκευή, βορειοανατολικά της Αθήνας.
Μια νύχτα, γύρω στις 3.00, ο λοχαγός ξύπνησε καμιά 20αριά στρατιώτες, τους είπε να ντυθούν με πλήρη εξάρτυση και να πάρουν τα τουφέκια τους. Ανάμεσά τους και ο Θανάσης. Τους έβαλε σε ένα φορτηγό και έφυγαν από το στρατόπεδο διανύοντας μια σχετικά σύντομη διαδρομή. Έφτασαν σε ένα σημείο όπου ο Θανάσης, κοιτάζοντας από το φορτηγό, είδε ότι ήταν ένα ελεύθερο πεδίο, αλλά στο βάθος διακρινόταν η μάντρα του μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας, της «Σωτηρίας», και κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Βγήκαν όλοι οι στρατιώτες και ο λοχαγός, ο Θανάσης όμως έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο λοχαγός κατευθύνθηκε προς το φορτηγό, εμφανίστηκε στο άνοιγμα του καμιονιού και του είπε: «Έλα έξω. Τι κάθεσαι εκεί;». Και ο Θανάσης ήρεμα του απάντησε: «Δεν θα βγω, κύριε λοχαγέ». «Τι είπες;» του λέει. «Δεν θα βγω από το καμιόνι, κύριε λοχαγέ». Πηδάει πάνω στο φορτηγό ο λοχαγός, τραβάει το περίστροφο από τη θήκη του, το τείνει στο πρόσωπο του Θανάση και του λέει: «Ροδόπουλε, ξέρεις τι μπορώ να σου κάνω σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο αυτήν τη στιγμή;». «Το γνωρίζω, κύριε λοχαγέ, κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ από το καμιόνι δεν βγαίνω». Έπειτα από λίγο, κάποια δευτερόλεπτα δηλαδή, ο λοχαγός ξανάβαλε το περίστροφο στη θήκη, πήδηξε από το καμιόνι και απομακρύνθηκε. Γύρισαν στο στρατόπεδο, κάποια στιγμή.
Ο φόβος και το ήθος
Αυτή την ιστορία μου την αφηγήθηκε ο Θανάσης δυο τρεις μέρες μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Πρόσθεσε όμως ότι αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει και αποφάσισε να παραμείνει στο καμιόνι δεν ήταν η εκτέλεση, αλλά το βλέμμα. Φοβόταν να δει τον Μπελογιάννη και φοβόταν μήπως τον δει ο Μπελογιάννης. Γιατί; Επειδή όταν ήταν μικρός, στο σπίτι του στο χωριό, στα Βραχναίικα, έξω από την Πάτρα, η οικογένειά του –κομμουνιστική οικογένεια– έκρυβε τον Μπελογιάννη που τότε ήταν παράνομος καθοδηγητής της περιοχής. Και τον θυμόταν πολύ καλά ο Θανάσης, γιατί πιτσιρικάς ο ίδιος τότε, ο Μπελογιάννης, έπαιζε μαζί του, μιλούσε, κουβέντιαζε, τον κοίταζε… Και αυτό το βλέμμα ήταν που σταμάτησε τον Θανάση και δεν πήρε μέρος στην εκτέλεση.
Οταν επέστρεψαν στο στρατόπεδο, ο Θανάσης περίμενε τις συνέπειες. Να τον καλέσει ο διοικητής, να γίνει ανάκριση, να τον παραπέμψουν στο στρατοδικείο… Και είδε ότι κανείς δεν τον ενόχλησε, κανείς δεν του είπε τίποτε και υποψιάστηκε ότι ο λοχαγός το αποσιώπησε, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε κι έτσι δεν είχε καμιά συνέπεια. Καμιά ανάκριση, καμιά κλήση για απολογία κ.ο.κ. Οπότε συνέχισε τη θητεία του κανονικά, μέχρι που απολύθηκε. Ύστερα από περίπου δυο εβδομάδες, ο ραδιοφωνικός σταθμός στα βραχέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, μιλώντας για την εκτέλεση του Μπελογιάννη ανέφερε ότι υπήρχαν και στρατιώτες που αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στην εκτέλεση.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Documento» (25-26 Μαρτίου 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου