Πάρθηκε από τη μπροσούρα “Σοσιαλισμός του 21ου Αιώνα – Νέα Θεωρητικοποίηση Παλιών Αντι-Μαρξιστικών Ιδεών” (Έκδοση της ΚΙΝΗΣΗΣ για ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ του ΚΚΕ 1918-55, Ιούλιος 2010)
Εσπεράντζα Γκεβάρα
Στη Βενεζουέλα, όπως και σε μερικές άλλες χώρες της Λατινική Αμερικής, βιώνουμε μία αστικοδημοκρατική διαδικασία, με πατριωτικές κυβερνήσεις, που αυτοαποκαλούνται «αντι-ιμπεριαλιστικές», ιδιότητα που εκφράζεται αποκλειστικά μέσω του αντι-αμερικανισμού τους. Οι κομμουνιστές γνωρίζουμε ότι αυτές οι αστικοδημοκρατικές διαδικασίες δε ξεφεύγουν από τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά αντιλαμβανόμαστε, επίσης, ότι ιστορικά αυτές οι διαδικασίες μας επιτρέπουν να προσχωρήσουμε μέχρι ένα σημείο, να προετοιμάσουμε, να συγκεντρώσουμε και να οργανώσουμε τις δυνάμεις για τους μεγαλύτερους αγώνες, να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες συνθήκες που θα μας επιτρέψουν να οργανώσουμε την εργατική τάξη και τους συμμάχους της για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, να βαδίσουμε προς την πραγματική κοινωνική επανάσταση, την προλεταριακή επανάσταση.
Αυτές οι αστικοδημοκρατικές διαδικασίες ερμηνεύονται από τους οπορτουνιστές, τους ρεβιζιονιστές και τους εκπρόσωπους της γραφειοκρατίας της κυβέρνησης, ως «η Μετάβαση στο Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», ως σύνθεση των πιο σημαντικών επαναστάσεων που πραγματοποιήθηκαν παγκοσμίως, ως μια «σύγχρονη έκφραση» του δρόμου προς το «νέο σοσιαλισμό» που ανταποκρίνεται στη σημερινή ιστορική συγκυρία. Πρόκειται για θέσεις που υπερασπίζουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού μέσω του «ειρηνικού δρόμου», χωρίς συγκρούσεις μεταξύ των τάξεων, χωρίς να θίγουν τις βάσεις του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού συστήματος, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, και έτσι ισχυρίζονται ότι οικοδομούν νέες σχέσεις παραγωγής που προχωρούν «σιγά-σιγά», με ένα τρόπο «σταδιακό», πέρα από τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, ή από ότι έχει «ηγεμονικό» χαρακτήρα μέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις, δημιουργώντας, δηλαδή, ένα είδος ανταγωνισμού ενός «μοντέλου κοινωνικής παραγωγής», όπως το ορίζουν, και το αστικό πρότυπο, ή ακόμα, να δημιουργήσουν μια υβριδική οικονομία, προσπαθώντας να επιδείξουν με αυτό τον τρόπο το «δημοκρατικό» χαρακτήρα του Κράτους, στο οποίο θα συνυπάρχουν η εκμετάλλευση από την πλευρά της αστικής τάξης και η αυτοδιαχείριση των εργατών, περιμένοντας με αυτό τον τρόπο να εξευμενίσουν την καλή θέληση και το έλεος της φιλο-ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας, ενάντια στην εκμετάλλευση στην οποία επιβάλλει καθημερινά την εργατική τάξη.
Έτσι, οι οπορτουνιστές και οι ρεβιζιονιστές δεν αναγνωρίζουν την πάλη των τάξεων, αρνούνται ότι το ιστορικό υποκείμενο της επανάστασης είναι το προλεταριάτο, για να τοποθετήσουν στη θέση του τα λεγόμενα κοινωνικά κινήματα, τα οποία κατ’ αυτούς αντιπροσωπεύουν την λαϊκή δύναμη, και έτσι αποκηρύσσουν την οργάνωση της εργατικής τάξης, απορρίπτουν και αρνούνται να παραδεχτούν τον σημαντικό ρόλο των συνδικάτων και ακόμα περισσότερο, το ρόλο της ανώτερης οργάνωσης της εργατικής τάξης, το κόμμα των πρωτοπόρων εργατών. Η εργατική τάξη γι’ αυτούς υπάρχει μέσα στον πολιτικό τους λόγο προς τις μάζες για να δώσουν ένα στίγμα ριζοσπαστικής αριστεράς στο ρεβιζιονισμό τους, γιατί έτσι θα τους υπηρετεί η εργατική τάξη. Στις ομιλίες τους δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ισχυρισμό ότι οι βίαιες επαναστάσεις έχουν περάσει στην ιστορία και ότι έχουν δώσει τη θέση τους στις ειρηνικές επαναστάσεις που εγγυώνται ειρήνη μεταξύ των πολιτών και επιτυγχάνουν την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, κάνοντας την αστική τάξη να συμμορφωθεί με ορισμένους νόμους, δίνοντας ορισμένα προνόμια στην εργατική τάξη ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής της, αλλά χωρίς συγκρούσεις.
Οι εκπρόσωποι των θέσεων που περιγράψαμε παραπάνω αποτελούν μέρος της κρατικής γραφειοκρατίας, θεωρούν ότι οι εκλογικοί αγώνες αρκούν για να νικήσουν την αντίδραση, αλλά μια τέτοια αφέλεια, που είναι χαρακτηριστική των μικροαστών και του οπορτουνισμού, φανερώνεται στην ταλαντευόμενη στάση τους κατά τις δύσκολες συγκυρίες και στις εκλογικές αποτυχίες κατά την εξέλιξη του αγώνα, ενώ άλλοι που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές, αλλά δεν είναι τίποτα παραπάνω από ρεβιζιονιστικά απολιθώματα που έχουν καταληφθεί από παρεκκλίσεις και τεμπελιά που έχουν γεννηθεί από τις διευκολύνσεις που έχουν κατακτηθεί μέσα στη διαδρομή της ιστορίας, συνηθισμένοι να φυτοζωούν, έχουν επίσης βρει χώρο σε μέσα αυτή την αντίληψη της «συμμαχίας με την αστική τάξη για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και πορεία, χωρίς εμπόδια ή συγκρούσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, προς το σοσιαλισμό.»
Αυτές οι θέσεις στερούνται αντικειμενικότητας, είναι αντιεπιστημονικές, στερούνται της διαλεχτικής και υλιστικής αντίληψης της ιστορικής πραγματικότητας, δεν είναι καινούριες, δε γεννήθηκαν σήμερα υπό το φως αυτού του προτσές. Οι θεωρίες που διακηρύσσουν αυτά τα ρεύματα έχουν εμφανιστεί αιώνες πριν, από τους ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες (κυρίως τον Μπέρνσταϊν) και τους ρεβιζιονιστές της Δεύτερης Διεθνούς και ύστερα από άλλα ρεύματα επιζήμια για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Προβάλλουν προς τα έξω τον παράλογο ισχυρισμό ότι δημιουργούν μία νέα θεωρία για το σοσιαλισμό, αλλά οι κομμουνιστές γνωρίζουν ότι τέτοιες θεωρίες μπορούν να προέλθουν μόνο από οπορτουνιστικές, μικροαστικές τάσεις. Αυτές οι θέσεις αναλύθηκαν πολύ σωστά από θεωρητική σκοπιά και αποδομήθηκαν στην πράξη από το σύντροφο Λένιν, καταγγέλλοντας στο προλεταριάτο την αποπροσανατολιστική και παρεκκλίνουσα θεώρηση τους για την ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας και τα αποτελέσματα της.
Μπροστά σε αυτές τις ρεβιζιονιστικές, ρεφορμιστικές και μικροαστικές ιδέες οι οποίες κρύβουν το φόβο ότι η εργατική τάξη θα οργανωθεί σε ένα ισχυρό όργανο για να ανατρέψει τη σημερινή κατάσταση, οι μαρξιστές-λενινιστές πρέπει να είναι ανένδοτοι στην πάλη τους ενάντια σε αυτές τις τάσεις που η μόνη τους υπηρεσία είναι να προκαλούν σύγχυση, να αποδυναμώνουν και να καθυστερούν την πάλη του προλεταριάτου. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, σήμερα στη Βενεζουέλα, όπου διεξάγεται μια πολιτική και ιδεολογική πάλη και το Κόμμα μας προχωρά ακλόνητα στον προσανατολισμό και την κατεύθυνση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, της νεολαίας, των φοιτητών, των γυναικών, για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, με πλήρη επίγνωση ότι στο πλαίσιο αυτής της πατριωτικής κυβέρνησης, μπορούμε να προχωρήσουμε ως ένα συγκεκριμένο σημείο στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή, ως την κατάκτηση ορισμένων διεκδικήσεων, αλλά είναι ξεκάθαρο για εμάς ότι αυτό δεν είναι αρκετό, και για αυτό εργαζόμαστε αταλάντευτα σύμφωνα με τις αρχές μας, με μία καθαρή πολιτική γραμμή, με σωστή τακτική για την πραγματοποίηση του στρατηγικού μας στόχου, την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Το προλεταριάτο της Βενεζουέλας πρέπει να βάλει τη μειοψηφία κάτω από την πλειοψηφία, να επιβάλει τη θέληση του, τη θέληση της πλειοψηφίας που δεν είναι άλλη από την οικοδόμηση μιας δίκαιης κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, και αυτή καταχτιέται αφαιρώντας τα προνόμια από τη μειοψηφία (καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής), ξεπερνώντας την αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοποίησης του πλούτου που παράγεται από την εργατική δύναμη.
Προχωράμε χωρίς δισταγμό, εκμεταλλευόμενοι στο μέγιστο τις συνθήκες της αστικής δημοκρατίας, για να ανυψώσουμε το επίπεδο της οργάνωσης, της εκπαίδευσης και της μαχητικότητας του προλεταριάτου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Acero Revolucionario», κεντρικό όργανο του Μαρξιστικού-Λενινιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας, φύλλο 5, Μάης 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου