Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

D.N.Pritt: Η ΔΙΚΗ ΖΗΝΟΒΙΕΦ (1936)

Η ΔΙΚΗ ΖΗΝΟΒΙΕΦ (1936)
Denis Nowell Prit (22.9.1887-23.5.1972)
Διαπρεπής άγγλος νομικός και βουλευτής 1935-1950
Η δίκη των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Γιεβντοκίμοφ, Μπακάγιεφ και δώδεκα άλλων ατόμων για συμμετοχή σε τρομοκρατική συνωμοσία εναντίον της κυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης που πραγματοποιήθηκε προς το τέλος Αυγούστου του 1936 στη Μόσχα και που κατέληξε στην καταδίκη σε θάνατο και στην εκτέλεση όλων των κατηγορούμενων, έχει προκαλέσει κύματα κριτικής στη Μεγάλη Βρεττανία. Κάποια από αυτή την κριτική ήταν ανοιχτά ανήθικη και εν πολοίς βασίστηκε στην ανυπόστατη παραδοχή ότι οι Σοβιετικές αρχές ήταν ένοχες για κάθε είδους κατάχρηση αλλά, στο μεγαλύτερό της μέρος ήταν καλόπιστη. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι μερικές εκτιμήσεις είχαν να κάνουν, εν μέρει ή εξ’ ολοκλήρου, είτε με ανακρίβειες ή παρανοήσεις πάνω στις αναφορές που έφτασαν στη χώρα μας. Πραγματικά, όσο περισσότερο μελετώ τα διαθέσιμα υλικά, έχοντας το προνόμιο της νομικής μου κατάρτισης και της παρουσίας μου στην ακροαματική διαδικασία, και τα συγκρίνω με τις πολύ περιληπτικές αναφορές που ήταν το μόνο που είχαν υπόψη τους οι περισσότεροι επικριτές όταν έγραψαν τις πρώτες τους κριτικές, τόσο πιο πολύ επιείκεια αισθάνομαι απέναντι ακόμα και σ’ αυτούς που τα συμπεράσματά τους ήταν, κατά τη γνώμη μου, τα περισσότερο αβάσιμα. Φυσικά, η κριτική δεν προέρχεται καθόλου μόνο από εκείνους τους παρατηρητές για τους οποίους είναι σωστό να πούμε πως οτιδήποτε ανέφεραν ή προφήτεψαν για τη Σοβιετική Ένωση διαψεύστηκε. Στους κριτικούς περιλαμβάνονται τόσο εφημερίδες όσο και άτομα που φημίζοταν για την αντικειμενικότητά τους. Θα πρέπει, βέβαια, να γίνει ξεκάθαρο απ’ την αρχή ότι οι κριτικοί που αρνούνται να πιστέψουν πώς θα μπορούσε να ήταν δυνατόν ο Ζηνόβιεφ ή ο Κάμενεφ να συνωμοτήσουν για να δολοφονήσουν τον Κίροφ, τον Στάλιν, τον Βοροσίλοφ και άλλους, ακόμα και όταν οι ίδιοι το παραδέχτηκαν, βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη λογική δυσκολία. Διότι, αν απορρίψουν ολόκληρο το σκεπτικό της Εισαγγελίας ως μια «σκευωρία», προκύπτει αναπόφευκτα το συμπέρασμα ότι ο Στάλιν και σημαντικός αριθμός άλλων αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένων των δικαστών και του Εισαγγελέα, ήταν οι ίδιοι ένοχοι μιας βρώμικης συνωμοσίας με στόχο την δικαστική δολοφονία των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και αρκετών άλλων. Εννοείται πως οι λιγότερο ειλικρινείς κριτικοί θα χαρούν να υιοθετήσουν αυτή την θεωρία. Σε κάθε περίπτωση θα προτιμήσουν να αμαυρώσουν τους ηγέτες μιας σοσιαλιστικής χώρας παρά τους ανθρώπους που ομολογούν ότι επιχείρησαν να δολοφονήσουν αυτούς τους ηγέτες. Αλλά για κάποιους από εμάς με μνήμη, αυτή η ξαφνική στοργή και ο θαυμασμός για τον Ζηνόβιεφ και την «Παλιά Φρουρά» είναι λίγο κωμική.
Περνώντας τώρα στις κριτικές, είναι σημαντικό να απαντηθούν πλήρως και αντικειμενικά ανεξάρτητα απ’ την προέλευσή τους. Δεν ζούμε μόνο σε μια εποχή στην οποία η μια χώρα μετά την άλλη κινδυνεύει από οικονομική κατάρρευση ή τη φασιστική βαρβαρότητα ή και απ’ τα δύο. Αλλά απ’ την άποψη του στενού και άμεσου πολιτικού συμφέροντος, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ειρήνη και την πρόοδο να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση, και ιδιαίτερα καμία τεχνητή παρεξήγηση, μεταξύ της ΕΣΣΔ και των Δυτικών δημοκρατιών. Καθώς είχα το προνόμιο να μελετήσω τις σοβιετικές νομικές διαδικασίες αρκετά λεπτομερώς τα τελευταία χρόνια και να παρακολουθήσω την προαναφερόμενη δίκη, θα ήθελα ν’ απαντήσω με όση το δυνατόν μεγαλύτερη συντομία και σαφήνεια τις κύριες κριτικές που έχουν διατυπωθεί στη Μεγάλη Βρετανία.
Ίσως η πιο γενική και σημαντική κριτική που έχει εκφραστεί είναι πως δεν μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που ομολόγησαν ανοιχτά και πλήρως εγκλήματα τέτοιας βαρύτητας. Μαζί μ’ αυτή την κριτική έρχεται και η υπόθεση ότι οι ομολογίες θα πρέπει να αποσπάστηκαν με τη βοήθεια μεθόδων «τρίτου βαθμού» ή άλλων απαράδεκτων τρόπων. Θα συζητήσω αυτά τα δύο σημεία, λίγο-πολύ, μαζί ξεκινώντας απ’ το πιο γενικό.
Οι κριτικοί φαίνεται να αποδέχονται, σχεδόν ως απόδειξη, ότι πρέπει να υπάρχει κάτι το μή αυθεντικό σχετικά με την διαδικασία της δίκης, το γεγονός, δηλαδή, ότι οι κατηγορούμενοι (με λίγες εξαιρέσεις που θα συζητήσω πιο κάτω) δήλωσαν ένοχοι και παραδέχτηκαν τα εγκλήματά τους πλήρως και με ειλικρίνεια. Μολονότι είναι δύσκολο για κάποιον να κατανοήσει τη λογική αυτού του ισχυρισμού, θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η φαινομενική ταπεινότητα και προθυμία των ομολογιών προκαλεί εντύπωση σε κάποιον που είναι πιο εξοικειωμένος με την αγγλική δικονομία. Τούτο, νομίζω, εξηγείται επαρκώς αν ληφθούν υπόψη οι πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο εθνών στο ύφος και στους τρόπους συμπεριφοράς. Αν ζητούσαμε από έναν μορφωμένο Γάλλο, έναν μορφωμένο Άγγλο και έναν μορφωμένο Γερμανό να περιγράψει με τον δικό του τρόπο οποιαδήποτε απλή έννοια ή οποιοδήποτε σύνολο γεγονότων – με όση συντομία ή λεπτομέρεια κρίνει ο ίδιος ότι χρειάζεται – οι τρείς απαντήσεις θα ήταν πολύ διαφορετικές σε έκταση, μορφή, ύφος, ακόμα και σε περιεχόμενο. Η πιο σημαντική άποψη την οποία θέλω να αναλύσω πολύ καλά, άσχετα αν παραδέχομαι ότι έχει λογική ισχύ, είναι ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες οι ομολογίες ενοχής καθ’ εαυτές δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά ή ότι κάτι είναι κατασκευασμένο στην όλη ΔΙΩΞΗ. Τώρα, θα πρέπει βέβαια να παραδεχθούμε ότι σ’ όλες τις χώρες, ακόμα και σ’ εκείνες στις οποίες υπάρχει μεγάλη επάρκεια από πλήρως ικανούς και πολύ έξυπνους δικηγόρους υπεράσπισης, οι υπόδικοι μερικές φορές δηλώνουν ένοχοι όταν διαπιστώσουν ότι τα στοιχεία εναντίον τους είναι συντριπτικά. Οι φίλοι μου στην ΕΣΣΔ μου λένε ότι τούτο είναι περισσότερο συνηθισμένο στην χώρα τους παρά σε άλλες και δεν σχολιάζουν με καθόλου κολακευτικά λόγια τα δικαστικά συστήματα τα οποία επιτρέπουν στους κατηγορουμένους να καταναλώνουν πολύτιμο χρόνο και ενέργεια σ’ ελιγμούς και τακτικές υπεράσπισης ενώ είναι προφανώς ένοχοι. Και θα πρέπει να πώ, προς επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού, ότι σε συζητήσεις μου με κρατούμενους σε σοβιετικές φυλακές που περίμεναν δίκη με σοβαρές κατηγορίες εντυπωσιάστηκα συχνά με την ετοιμότητα με την οποία μου δήλωσαν, παρουσία δεσμοφυλάκων, ότι είναι ένοχοι και ότι δεν μπορούν να έχουν παράπονο αν τιμωρηθούν. Και, φυσικά, ακούμε συχνά, ακόμα και στην Αγγλία, για κατηγορούμενους που τους συγχαίρουν επειδή δήλωσαν ένοχοι και που έχουν περισσότερο επιεική μεταχείριση διότι δεν ανάλωσαν χρόνο προβάλλοντας μια ανούσια υπεράσπιση. Η σοβιετική δικονομία, όπως και η αγγλική, δίνει στον κατηγορούμενο πολλές ευκαιρίες να δεί ποιά είναι τα δυνατά σημεία της εισαγγελικής κατηγορίας αν και τα δύο δικονομικά συστήματα διαφέρουν κάπως όσον αφορά την προανακριτική διαδικασία. Στην Αγγλία και στις χώρες στις οποίες το δικαστικό σύστημα προέρχεται απ’ το αγγλικό, το αποδεικτικό υλικό μιας οποιασδήποτε σημασίας υπόθεσης προβάρεται, κατά κάποιον τρόπο, σε προκαταρκτική ανοιχτή ακρόαση ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πριν τη παραπομπή της υπόθεσης σε κανονική δίκη. Σε πολλές, όμως, χώρες, συμπεριλαμβανομένου και της ΕΣΣΔ και, νομίζω, σε κάθε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα με ...πρακτική , δεν υπάρχει ανοιχτή ακροαματική διαδικασία πριν την κανονική δίκη αλλά το αποδεικτικό υλικό ετοιμάζεται στη διάρκεια προκαταρκτικής ανάκρισης η οποία γενικά περιλαμβάνει μια ενδελεχή εξέταση του κατηγορουμένου. Απ’ την πορεία αυτής της ανάκρισης, και ιδιαίτερα απ’ τη μελέτη των φακέλων με τα πρακτικά και του κατηγορητηρίου που έχει το δικαίωμα να δεί μετά το τέλος της προκαταρκτικής ανάκρισης, ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του έχει την πλήρη δυνατότητα να αξιολογήσει την ισχύ των εισαγγελικών επιχειρημάτων. Και τα δύο δικονομικά συστήματα έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους και απ’ την σκοπιά της προοπτικής του κατηγορουμένου για αθώωση και απ’ την σκοπιά της διαχείρισης της δικαιοσύνης για το δημόσιο συμφέρον. Οι γνώμες διίστανται όσον αφορά τις αρετές του κάθε συστήματος και μια λεπτομερής έκθεση αυτού του ζητήματος θα διαρκούσε πολύ, ωστόσο ένας υπεύθυνος κριτικός θα αποφύγει να υποθέσει ότι θα πρέπει να υπάρχουν σοβαρά ελαττώματα σε κάθε δικαστική διαδικασία που δεν ακολουθεί το αγγλικό δικονομικό σύστημα το οποίο έχει μάθει, εξ’ απαλών ονύχων, να σέβεται με την ίδια τυφλή αφοσίωση που ο πατέρας του ή παππούς του είχαν στην αποδοτικότητα του βρετανικού ναυτικού. Φυσικά, απ’ τα παραπάνω δεν συμπεραίνω ότι οι επικριτές της παρούσας δίκης διαμαρτύρονται, κατ’ αρχάς, ότι δεν είναι ορθή η επιλογή των σοβιετικών δικαστηρίων να υιοθετήσουν κατά βάση το δικονομικό σύστημα των άλλων χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης αντί του αγγλικού – ενδεχομένως πολλοί απ’ αυτούς να μην γνωρίζουν τίποτα για αυτά τα δύο συστήματα ή για τις διαφορές μεταξύ τους – αλλά για τους σκοπούς της συζήτησής μας, είναι αρκετό να πούμε ότι και τα δύο συστήματα προσφέρουν στον κατηγορούμενο όλες τις ευκαιρίες να διαπιστώσει το βάσιμο της κατηγορίας εναντίον του και ν’ αποφασίσει εάν θα δηλώσει ένοχος ή όχι.
Αν, τότε, θεωρήσουμε φυσιολογικό, είτε στην ΕΣΣΔ είτε οπουδήποτε αλλού, για κατηγορουμένους, που ξέρουν οι ίδιοι ότι είναι ένοχοι, να εξετάσουν το ενδεχόμενο να παραδεχτούν την ενοχή τους – και σε κάποιες περιπτώσεις να το κάνουν αν δούν ότι ο εισαγγελέας μπορεί να το αποδείξει καθαρά σ’ αντίθετη περίπτωση – και προχωρήσουμε, υπό το φώς αυτού του γεγονότος, στην εξέταση της παρούσας υπόθεσης, θα καταλήξουμε σ’ αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι αν μελετήσει κανείς το υλικό που αναδείχθηκε απ’ το ίδιο το κατηγορητήριο, τις ερωτήσεις που υπέβαλε ο Βισίνσκι (ο δημόσιος κατήγορος) στους κατηγορουμένους και τις απαντήσεις τους, τις παρατεταμένες και χωρίς διακοπή ομιλίες που έδωσαν οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατά την εξέτασή τους απ’ τον Βισίνσκι και τις ακόμα περισσότερο τις έντονες διαφωνίες του ενός κατηγορούμενου με τον άλλο όταν κάποιο σημείο της υπόθεσης πραγματεύοταν εξαντλητικά κατά την διάρκεια της αυτής της εξέτασης (η οποία διάρκεσε τρείς απ’ τις πέντε μέρες της ακροαματικής διαδικασίας), τότε θα σχηματίσει την άποψη (σκοπίμως χρησιμοποιώ αυτόν τον ευφημισμό για λόγους που θ’ αναφέρω αμέσως) ότι τα διαθέσιμα στοιχεία εις βάρος καθενός απ’ τους κατηγορουμένους – και σ’ αυτά τα στοιχεία συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με την πρακτική κάθε Ευρωπαϊκής νομικής αρχής, και οι καταθέσεις των άλλων κατηγορουμένων – ήταν στοιχεία πραγματικής ισχύος και ουσίας. Όταν χρησιμοποιώ την μετριοπαθή έκφραση «κάποιος θα σχηματίσει την άποψη» το κάνω γιατί, όταν επιχειρούμε να κριτικάρουμε ή να καταλάβουμε την υπόθεση γενικά ή την πραγματική ισχύ των στοιχείων του κατηγορητηρίου ειδικά, είναι ζωτικής σημασίας να έχουμε υπόψη μας ότι αφού όλοι οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ένοχοι σ’ όλες τις κατηγορίες (με επιφυλάξεις μόνο απ’ την μεριά του Σμιρνόφ και Χόλτζμαν) δεν υπήρχε καμιά ανάγκη ούτε για την εισαγγελία ν’ αποκαλύψει σ’ ανοιχτή δίκη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ώστε να στηρίξει όλη την υπόθεση, ούτε για το δικαστήριο να εξετάσει και να ζυγίσει τα στοιχεία για ν’ αποφασίσει για την ενοχή τους. Ό, τι έγινε και επιχειρήθηκε ήταν να εκτεθούν σ’ ανοιχτή δίκη τα γεγονότα και τα στοιχεία μέχρι εκείνο το σημείο που θα επέτρεπε στους δικαστές ν’ αποφασίσουν τον ακριβή βαθμό νομικής ενοχής των δύο ανδρών και προκειμένου ν’ αποφασίσουν για την ηθική ενοχή και των δεκαέξι κατηγορούμενων ώστε να καταλήξουν εύλογα στην ποινή. Όταν ένας κριτικός, απ’ τον οποίο έχουμε το δικαίωμα ν’ αναμένουμε και σαφήνεια στις κρίσεις του και δικαιοσύνη στην κριτική του, λέει στους αναγνώστες του ότι η δίκη δεν ήταν καθόλου πειστική και ότι τα στοιχεία αποτελούνταν μόνο από ομολογίες, καταλαβαίνουμε πόσο εύκολο είναι για τους λιγότερο πληροφορημένους κριτικούς, αλλά και για τους χιλιάδες αναγνώστες οι οποίοι δικαιολογημένα στρέφονται προς τους κριτικούς για κάποια καθοδήγηση ώστε να τα βγάλουν τα συμπεράσματά τους, να σχηματίσουν την γνώμη ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη για την κατηγορία. Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της δίκης δεν χρειαζόταν να παρουσιαστούν όλες οι διαθέσιμες αποδείξεις. Κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να φανταστεί ότι η σοβιετική κυβέρνηση, όσον αφορά το ζήτημα ν’ απαντήσει πειστικά στην κριτική απ’ το εξωτερικό, θα προτιμούσε όλοι ή οι περισσότεροι κατηγορούμενοι να μην δηλώσουν ένοχοι και ν’ αρνηθούν την κατηγορία. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα αναδεικνύονταν και θα γινόταν αντιληπτή η πλήρη ισχύς της κατηγορίας. Η ακροαματική διαδικασία θα διαρκούσε, βέβαια, περισσότερο και οι κριτικές θα ήταν, ίσως, συντομότερες. Σχετικά με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν είναι εύκολο να δώσουμε σύντομα μια ιδέα για τα ζητήματα που αποδεικνύουν την ενοχή των κατηγορουμένων, και βέβαια, δεν είναι δυνατόν ακόμα και να γνωρίζουμε (εκτός απ’ το τρόπο που εκτέθηκαν στο κατηγορητήριο) τι επιπλέον λεπτομέρειες υπήρχαν καταγεγραμμένες και δεν παρουσιάστηκαν καθόλου. Αλλά θα ήταν χρήσιμο ν’ αναφέρουμε ένα-δύο παραδείγματα για το είδος των αποδεικτικών στοιχείων που εμφανίστηκαν.
συνεχίζεται







Δεν υπάρχουν σχόλια: