Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Η Μαρξιστική Θεωρία των Οικονομικών Κρίσεων

Στο παρόν άρθρο, έχουμε την πρόθεση να αναδείξουμε, από θεωρητικής κυρίως πλευράς, το βασικό πυρήνα της ανάλυσης του Μαρξ στο «Κεφάλαιο», για τη φύση των οικονομικών κρίσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παράλληλα με μια κριτική κάποιων εσφαλμένων θεωριών επί του θέματος, οι οποίες έχουν διατυπωθεί κατά το πρόσφατο ή και το απώτερο παρελθόν.
Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ δεν μας άφησε μια πλήρη θεωρία των οικονομικών κρίσεων του καπιταλισμού, αλλά αυτή μπορεί να συγκροτηθεί μέσω της μελέτης των τμημάτων εκείνων του «Κεφαλαίου», των Θεωριών για την Υπεραξία και των Βάσεων Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundisse) που πραγματεύονται την ανάλυση του προτσές της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Πέρα από τις μεμονωμένες αναφορές, η εσωτερική δομή της επιχειρηματολογίας του Μαρξ για τις κρίσεις αφορά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, η οποία προκύπτει, με τη σειρά της, από τις αντιθέσεις της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η βασική και καθοριστική αντίθεση δεν έγκειται στην αναπόφευκτη ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, μεταξύ παραγωγικής ικανότητας και αγοραστικής δυνατότητας, μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων, στη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Η βασική αντίθεση έγκειται στο ίδιο το κεφάλαιο και στη σχέση του με την εργατική δύναμη στη σφαίρα της παραγωγής. «Η αντίθεση, εκφρασμένη στην πιο γενική της μορφή, συνίσταται στο εξής: η καπιταλιστική παραγωγή περικλείει μια τάση προς την απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από την αξία και την υπεραξία που περιλαμβάνεται σε αυτή, ανεξάρτητα ακόμα και από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες αυτή λαμβάνει χώρα: μα ταυτόχρονα μια τέτοια παραγωγή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της υπάρχουσας κεφαλαιακής αξίας και την αξιοποίησή της στο μέγιστο βαθμό.[…] Η περιοδική υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου, η οποία είναι ένα μόνιμο μέσο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για να ανακόπτει τη μείωση του ποσοστού κέρδους και να επιταχύνει τη συσσώρευση της κεφαλαιακής αξίας διαμέσου του σχηματισμού νέου κεφαλαίου, διαταράσσει τις δεδομένες συνθήκες στις οποίες λαμβάνει χώρα το προτσές της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, και προκαλεί κατά συνέπεια ξαφνικές στασιμότητες και κρίσεις του προτσές της παραγωγής» (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 3ος Τόμος, Κεφ.15, παρ.2, Einaudi, 1975, σ. 350). «Το πραγματικό όριο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο»:είναι μια πλούσια σε σημασίες και δίκαια γνωστή φράση του Μαρξ, την οποία αναλύει και διαρθρώνει ως ακολούθως: «Το όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εκδηλώνεται με τα ακόλουθα γεγονότα: 1.Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, καθορίζοντας την πτώση του ποσοστού κέρδους, δημιουργεί έναν νόμο ο οποίος, σε μια ορισμένη στιγμή, αντιτίθεται ασυμφιλίωτα στην περαιτέρω ανάπτυξή της και που, επομένως, πρέπει συνεχώς να ξεπερνιέται διαμέσου μιας κρίσης. 2.Η επέκταση ή η μείωση της παραγωγής δεν αποφασίζεται βάσει της σχέσης μεταξύ παραγωγής και κοινωνικών αναγκών, των αναγκών μιας κοινωνικά αναπτυγμένης ανθρωπότητας, μα βάσει τη ιδιοποίησης απλήρωτης εργασίας και της σχέσης μεταξύ αυτής της απλήρωτης εργασίας και της υλοποιημένης εργασίας γενικά, ή, για να εκφραστούμε με τη γλώσσα των κεφαλαιοκρατών, βάσει του κέρδους και της σχέσης αυτού του κέρδους και του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου, δηλαδή βάσει του ποσοστού κέρδους» (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, ό.π., σ. 362). Είναι αυτή η ρίζα της κρίσης της σχετικής υπερπαραγωγής που κατά καιρούς πλήττει τον καπιταλισμό, και ο Μαρξ σχολιάζει ως ακολούθως: «Όταν λένε πως η υπερπαραγωγή είναι μόνο σχετική, αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό, αλλά όλος ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ακριβώς μόνον ένας σχετικός τρόπος παραγωγής. […] Η αντίφαση όμως που υπάρχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής συνίσταται ακριβώς στην τάση του προς την απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με τους ειδικούς όρους παραγωγής εντός των οποίων το κεφάλαιο κινείται και κάτω από τους οποίους μόνο μπορεί να κινείται. Δεν παράγονται υπερβολικά πολλά μέσα συντήρησης σε σχέση με τον υπάρχοντα πληθυσμό. Αντίθετα. Παράγονται πολύ λίγα, τόσα που δεν φτάνουν για να μπορεί να ζει η μάζα του πληθυσμού όπως πρέπει και ανθρώπινα. Δεν παράγονται πάρα πολλά μέσα παραγωγής, τόσα, όσα χρειάζονται για να απασχολείται το ικανό για εργασία μέρος του πληθυσμού. Αντίθετα. […] δεν παράγονται αρκετά μέσα παραγωγής, έτσι που να εργάζεται, κάτω από τους πιο παραγωγικούς όρους, όλος ο ικανός για εργασία πληθυσμός […] Περιοδικώς, όμως, παράγονται πάρα πολλά μέσα εργασίας και συντήρησης, τόσα που δεν μπορούν να τα βάλουν να λειτουργήσουν σαν μέσα εκμετάλλευσης των εργατών με ένα ορισμένο ποσοστό κέρδους.Παράγονται πάρα πολλά εμπορεύματα, τόσα που στις δεδομένες από την κεφαλαιοκρατική παραγωγή συνθήκες διανομής και κατανάλωσης δεν μπορούν να πουληθούν και να ξαναμετατραπούν σε νέο κεφάλαιο η περιεχόμενη σ’ αυτά αξία και η περιεχόμενη σ’ αυτήν υπεραξία, έτσι που να μπορεί να πραγματοποιηθεί το προτσές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής χωρίς διαρκώς επαναλαμβανόμενες εκρήξεις. Δεν παράγεται πάρα πολύς πλούτος. Παράγεται όμως περιοδικώς πάρα πολύς πλούτος με τις κεφαλαιοκρατικές μορφές, οι οποίες έχουν έναν αντιφατικό χαρακτήρα» (ό.π., σ.σ. 360-362). Δύο είναι οι κύριες θεωρίες για τη συσσώρευση εναλλακτικές προς εκείνη του Μαρξ. Η πρώτη είναι η θεωρία της υποκατανάλωσης, ενώ η δεύτερη διατυπώθηκε το 1913 από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της Η συσσώρευση του Κεφαλαίου (Εκδ. Einaudi, 1960). Η θεωρία της υποκατανάλωσης υποστηρίχτηκε κυρίως, πριν από το Μαρξ, από τον Σισμόντι και από το Μάλθους, και –στα χρόνια του Μαρξ- από άλλους οικονομολόγους, ακόμα και από μερικούς θετικά διακείμενους προς το σοσιαλισμό, όπως ο Rodbertus και ο Ντύρινγκ. Σε αυτόν ακριβώς τον τελευταίο αντιπαρατέθηκε επιτυχώς ο Φρ. Ένγκελς κατά τη δεκαετία του 1870, αναγνωρίζοντας πως η υποκατανάλωση είναι ένας προκαταρκτικός όρος των καπιταλιστικών κρίσεων αλλά όχι η εξήγησή τους. «Η υποκατανάλωση των μαζών, ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών σε ό,τι είναιαπαραίτητο για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή, δεν είναι καθόλου ένα νέο φαινόμενο. Αυτή υπάρχει από τότε που υπάρχουν εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες τάξεις. Υπήρχε υποκατανάλωση των μαζών ακόμα και σε ιστορικές περιόδους καρά τις οποίες, όπως, π.χ, στον 15ο αιώνα στην Αγγλία, η κατάσταση των μαζών ήταν ιδιαίτερα θετική.Αυτές ήταν απείχαν παρασάγγας από το να είναι σε θέση να μπορούν να καταναλώσουν όλο το ετήσιο προϊόν που παρήγαγαν. Επομένως, αν η υποκατανάλωση είναι ένα ιστορικό φαινόμενο μόνιμο εδώ και χιλιετίες, ενώ το γενικό φράξιμο των διεξόδων που ξεσπά στις κρίσεις κατόπιν υπερπαραγωγής μπορεί να ειδωθεί μόνο εδώ και 50 χρόνια, χρειάζεται όλη η κοινοτοπία της χυδαίας οικονομίας του κ. Ντύρινγκ για να εξηγείται η νέα σύγκρουση όχι ακόμα με το νέο φαινόμενο της υπερπαραγωγής, αλλά με την υποκατανάλωση που έχει ηλικία χιλιετίες. […] Η υποκατανάλωση των μαζών είναι μια αναγκαία συνθήκη όλων των κοινωνικών μορφών που βασίζονται στην εκμετάλλευση και επομένως και της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής: όμως, μόνο η καπιταλιστική μορφή της παραγωγής οδηγεί σε κρίσεις. Η υποκατανάλωση των μαζών είναι επομένως και αυτή ένας προκαταρκτικός όρος των κρίσεων και σε αυτές αντιπροσωπεύει ένα γεγονός γνωστό εδώ και καιρό: μα όσα λίγα αυτή μας λέει για τις αιτίες της σύγχρονης ύπαρξης των κρίσεων, τόσα λίγα μας λέει για τις αιτίες της απουσίας τους κατά το παρελθόν. (Φ. Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ, Εditori Riuniti, Ρώμη, 1971, σ. 306). Το 1897, ο Λένιν, στο πολύ σημαντικό νεανικό του έργο «Χαρακτηριστικά του Οικονομικού Ρομαντισμού» (Κεφ.1, παρ. 7, Η Κρίση), αποσαφήνιζε με τρόπο υποδειγματικό το ζήτημα από μαρξιστική σκοπιά: «Από την αντίληψη του Σισμόντι ότι η συσσώρευση (η αύξηση της παραγωγής γενικά) καθορίζεται από την κατανάλωση, και από την εσφαλμένη εξήγηση του συνολικού κοινωνικού προϊόντος (το οποίο περιορίζει στις αναλογίες του εισοδήματοςπου ανήκει σε εργάτες και καπιταλιστές αντίστοιχα) εκπορεύεται με τρόπο φυσικό και αναπόφευκτο η θέση ότι οι κρίσεις εξηγούνται μόνο με μια ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Ακόμα κι ο Rodbertus την υιοθετεί, δίνοντάς της ωστόσο μια διατύπωση ελαφρώς διαφορετική. Σύμφωνα με τον Rodbertus, οι κρίσεις οφείλονται στο γεγονός ότι με την αύξηση της παραγωγής ελαττώνεται το τμήμα εκείνο της παραγωγής που ανήκει στους εργάτες, κάτι που σημαίνει ότι και ο Rodbertus διαιρεί το συνολικό κοινωνικό προϊόν σε μισθό και «πρόσοδο» (σύμφωνα με την ορολογία του, η πρόσοδος είναι η υπεραξία, δηλαδή το σύνολο του κέρδους και της γαιοπροσόδου), υποπίπτοντας στο ίδιο λάθος που υπέπεσε και ο Α. Σμιθ. Η [μαρξιστική] επιστημονική ανάλυση της συσσώρευσης στην καπιταλιστική κοινωνία και η κεφαλαιοποίηση του έχει καταστρέψει τα θεμέλια αυτής της θεωρίας, αποδεικνύοντας ότι ακριβώς στις εποχές που προηγούνται των κρίσεων η κατανάλωση των εργατών αυξάνεται, ότι η ανεπαρκής κατανάλωση (που έπρεπε να εξηγεί τις κρίσεις) υπήρξε στα πλέον διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις είναι ένα χαρακτηριστικό μόνο ενός καθεστώτος: του καπιταλιστικού. Αυτή η θεωρία εξηγεί τις κρίσεις με μια άλλη αντίθεση, και ακριβώς με την αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής (που κατέστη κοινωνικός από τον καπιταλισμό ) και τον ατομικό, ιδιωτικό τρόπο ιδιοποίησης […]. Οι δύο θεωρίες για τις οποίες μιλήσαμε εξηγούν τις κρίσεις εντελώς διαφορετικά. Η πρώτη τις εξηγεί με την αντίθεση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης της εργατικής τάξης, η δεύτερη με την αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και του ιδιωτικού χαρακτήρα της ιδιοποίησης.Η πρώτη βλέπει, επομένως, τη ρίζα του φαινομένου έξω από την παραγωγή (εξού, για παράδειγμα, και οι επιθέσεις του Σισμόντι στους κλασικούς, τους οποίους επιπλήττει για άγνοια της κατανάλωσης, και για αποκλειστική ενασχόλησή τους με την παραγωγή): η δεύτερη βλέπει τη ρίζα του φαινομένου στις συνθήκες της παραγωγής. Με δυο λόγια: η πρώτη εξηγεί τις κρίσεις με την υποκατανάλωση (unterkonsumption), η δεύτερη με την αναρχία της παραγωγής. Εξάλλου, οι δύο θεωρίες, αν και εξηγούν τις κρίσεις με μια αντίθεση της ίδιας της δομής της οικονομίας, διαφέρουν ριζικά στον εντοπισμό αυτής της αντίθεσης. Μα, αναρωτιέται κανείς, η δεύτερη θεωρία αρνείται την ύπαρξη μιας αντίθεσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης; Φυσικά όχι. Αυτή αναγνωρίζει πλήρως ότι η υποκατανάλωση υπάρχει, μα την ανάγει στη δευτερεύουσα θέση που της ανήκει, αναφέροντάς την ως ένα γεγονός που έχει σχέση μόνο με έναν τομέα όλης της καπιταλιστικής παραγωγής (Λένιν, Άπαντα, 2ος τόμος, EdizioniRinascita, σ.σ. 155-56). Η αποσαφήνιση αυτή του Λένιν είναι ακόμα πιο σημαντική επειδή επιτρέπει να βάλουμε στην πραγματική του σημασίατο πολλάκις αναφερόμενο απόσπασμα του 3ου τόμου του Κεφαλαίου (τόσο παρερμηνευμένο, γιατί πάντοτε αναφέρεται ξεχωριστά από όλη την οικονομική ανάλυση του Μαρξ): «Τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων είναι πάντοτε η φτώχια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών που βρίσκεται σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις ωσάν το όριό της να αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας.»(Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 3ος τόμος, μ.2, Einaudi, 1975, σ. 667). Σύμφωνα με την ανάλυση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η συσσώρευση του κεφαλαίου θα ήταν αδύνατη σε ένα κλειστό καπιταλιστικό σύστημα, αποτελούμενο- σύμφωνα με την επιστημονική αφαίρεση του Μαρξ- μόνο από καπιταλιστές και μισθωτούς εργαζομένους. Η αξία της συνολικής κοινωνικής παραγωγής αποτελείται από το σταθερό κεφάλαιο, από το μεταβλητό κεφάλαιο και από την υπεραξία. Η αξία του σταθερού κεφαλαίουκαθίσταται εμπράγματο, στην αγορά, μέσω των εξόδων αναπλήρωσης στα οποία προβαίνουν οι καπιταλιστές, και η αξία του μεταβλητού κεφαλαίου μέσω των εξόδων στα οποία προβαίνουν οι εργαζόμενοι με τους μισθούς τους: όσον αφορά την υπεραξία, οι καπιταλιστές καθιστούν εμπράγματο ένα μέρος της μέσω των καταναλωτικών τους δαπανών και θα επιθυμούσαν να συσσωρεύσουν ένα άλλο. Όμως, σύμφωνα με τη Λούξεμποργκ- δεν υπάρχει «Ζήτηση» για το τμήμα της υπεραξίας αυτής, ούτε εκ μέρους των μισθωτών, ούτε εκ μέρους των ίδιων των καπιταλιστών. Η μόνη εναλλακτική λύση είναι να υπάρχουν αγοραστές έξω από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που να εκπροσωπούν το τμήμα εκείνο της Ζήτησης εντός αυτού. Αυτά τα «τρίτα πρόσωπα» βρίσκονται σε περιοχές του κόσμου που δεν έχουν ακόμα υποταχτεί στον καπιταλισμό. Μα, σύμφωνα πάντα με τη Λούξεμπουργκ, αφού σιγά- σιγά ο ιμπεριαλισμός επεκτείνει με αυξανόμενο τρόπο τον έλεγχό του σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές, η εξάλέιψη της μη καπιταλιστικής αγοράς θα επέφερε αναπόφευκτα μια ανεπίλυτη κρίση συσσώρευσης και θα οδηγούσε στην κατάρρευση του καπιταλισμού. Αυτός ο ισχυρισμός ακυρώνεται από το γεγονός ότι η Λούξεμπουργκ, σε αντίθεση με το Μαρξ, εννοεί τη συσσώρευση μόνο με όρους χρηματικούς, ενώ συσσώρευση σημαίνει διεύρυνση των εγκαταστάσεων παραγωγής και αύξηση της παραγωγικής ικανότητας μέσω επιπρόσθετων εργαλείων και μέσων παραγωγής, και αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο υπό τη μορφή εμπορευματικής αξίας και όχι χρηματικής αξίας. Όμως το κύριο λάθος της λουξεμπουργκιανής θεωρίας έγκειται στο γεγονός ότι, πραγματευόμενη τη διευρυμένη αναπαραγωγή, διατηρεί άρρητα την υπόθεση της απλής αναπαραγωγής. Κατά την άποψή της, η κατανάλωση των εργαζομένων δεν μπορεί να πραγματώσει, στην αγορά, κανένα τμήμα της υπεραξίας: το συνολικό ποσό του μεταβλητού κεφαλαίου, και επομένως η κατανάλωση των εργαζομένων, οφείλει να παραμένει πάντοτε σταθερό και αμετάβλητο, όπως συμβαίνει στην απλή αναπαραγωγή. Είναι, αντίθετα, χαρακτηριστικό της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δηλαδή της συσσώρευσης, οι αυξήσεις στο μεταβλητό κεφάλαιο: και όταν αυτό το επιπρόσθετο μεταβλητό κεφάλαιο δαπανάται, σε μορφή μισθού, από τους εργαζόμενους, το γεγονός αυτό δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καθιστά εμπράγματο, στην αγορά, το τμήμα εκείνο της υπεραξίας που έχει την υλική μορφή των καταναλωτικών αγαθών. Όπως παρατηρούσε ο Μπουχάριν, στην πολεμική του το 1925 εναντίον της Λούξεμπουργκ στο «Ο Ιμπεριαλισμός και η Συσσώρευση του Κεφαλαίου»(Laterza, 1972, σ.22) «από τη στιγμή που αποκλείεται η διευρυμένη αναπαραγωγή απ’ την αρχή της λογικής απόδειξης κάποιου πράγματος, καθίσταται φυσικά εύκολο να εξαφανίζεται και στο τελικό τμήμα της: πρόκειται μονάχα για απλή αναπαραγωγή ενός απλού σφάλματος λογικής». Γενικά, όλες οι θεωρίες που αναγιγνώσκουν τις κρίσεις του καπιταλισμού ως συνέπεια μιας ανισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, μεταξύ Προσφοράς και Ζήτησης, ισχυρίζονται ότι μπορούν να εξαλείψουν τις κρίσεις δρώντας επί των επιπτώσεών τους και μη λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά αίτια. Κλασικό παράδειγμα είναι ο κεϋνσιανισμός που θεωρητικοποιεί τη δυνατότητα ξεπεράσματος των κρίσεων (που οφείλονται, κατά τον Κεϋνς, στην έλλειψη πραγματικής ζήτησης) μέσω της κρατικής παρέμβασης στην αγορά ως στοιχείου συμπληρωματικού για την αποκατάσταση, με τη συναθροιστική ζήτηση, της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Μια διαφορετική, αλλά όχι λιγότερο εσφαλμένη, θεωρία των κρίσεων κυκλοφορεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην Ιταλία, αυτή της «γενικής κρίσης απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου», που διατυπώθηκε αρχικά σε διάφορα τεύχη του περιοδικού “Rapporti Sociali” και υιοθετήθηκε ακολούθως από τις CARC (Comitati di Appoggio alla Resistenza per il Comunismo- Επιτροπές Στήριξης της Αντίστασης-για τον Κομμουνισμό) και από το (n) PCI((nuovo) Partito Comunista Italiano- (νέο) Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα). Σύμφωνα με τη διαίρεση σε περιόδους που προτείνεται από τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει περάσει- κατά την περίοδο του ιμπεριαλισμού- δύο «γενικές κρίσεις απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου». Η πρώτη από το 1910 ως το 1945, με μια διάρκεια 35 ετών (σύμφωνα με τη ρητή παραδοχή των θεωρητικών του “Rapporti Sociali”, ο Λένιν δεν έκανε αναφορά σε αυτή και δεν τη μελέτησε, επειδή…δεν την είχε αντιληφθεί!). Αυτήν, ακολούθησε μια 30ετία επέκτασης και ανάπτυξης του καπιταλισμού, από το 1945 ως το 1975. Η δεύτερη «γενική κρίση απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου» ξεκίνησε μετά το 1975 και διαρκεί ακόμα, έχοντας ήδη μια ηλικία 34 ετών. Στο τεύχος 9/2003 του “Teoria & Prassi” είχαμε ήδη προβεί σε μια ενδελεχή έρευνα των παρερμηνειών και των σφαλμάτων τα οποία ακυρώνουν όλο το τεχνητά κατασκευασμένο θεωρητικό οικοδόμημα, επί του αντικειμένου, από το(n)PCI και τις CARC, και σε αυτό παραπέμπουμε τους αναγνώστες μας. Εν συντομία, εδώ επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για ένα σκέτο μύθο, βασισμένο στην πλήρη παρερμηνεία της ανάλυσης του Μαρξ στον 3ο τόμο, κεφ. 15, παρ. 2, του «Κεφαλαίου» (ό.π., σ.σ.352-363), εκεί όπου κάνει λόγο ακριβώς για «απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου». Όπως ρητά διακηρύττει ο ίδιος ο Μαρξ, αυτή είναι μια «υπόθεση τραβηγμένη στα άκρα» που γίνεται για τους σκοπούς της ανάλυσης («για να γίνει αντιληπτό τι πράγμα είναι αυτή η υπερπαραγωγή», ο Μαρξ γράφει, «αρκεί να την υποθέσουμε απόλυτη»), και υποδεικνύει ποιες θα ήταν οι συνέπειες αυτής της υποτιθέμενης και φανταστικής «απολυτότητας». Μα, συνεχίζοντας την ανάλυσή του, ξεκαθαρίζει πως, «στην πραγματικότητα» (“in der Wirklichkeit”), η πραγματική κίνηση του κεφαλαίου θα οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με τη θεωρία στην οποία εμείς ασκούμε κριτική, το κεφάλαιο, με το πέρασμα από τον ένα στον άλλο κύκλο του προτσές αξιοποίησης, τείνει σε μια προοδευτική μείωση του αριθμού των εργατών που αυτό απασχολεί, και επομένως, ισχυρίζονται, σε μια προοδευτική μείωση της υπεραξίας που αυτό μπορεί να αποσπά. Ο καπιταλισμός θα τελειώσει, μακροπρόθεσμα, ισχυρίζονται, εξαιτίας της εξάλειψης της ίδιας της μάζας της υπεραξίας από την οποία αυτός συντηρείται. «Στ’ αλήθεια δεν υπήρχε επιπρόσθετο κεφάλαιο για επένδυση κατά τα τελευταία 30 χρόνια;», αναρωτιόμασταν με εριστικό τόνο το 2003. «Στ’ αλήθεια η μάζα της υπεραξίας συνολικά που αποσπάται από τους καπιταλιστές από μια εργατική τάξη αυξανόμενη αριθμητικά σε πλανητικό επίπεδο έχει μειωθεί ή παραμένει ίση σε κάθε κύκλο;». Στις προαναφερθείσες σελίδες του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δεν αναφέρεται στο προτσές της αξιοποίησης του συνόλου των μεμονωμένων κεφαλαίων (επί του οποίου βασίζονται τα αριθμητικά παραδείγματα, οι πίνακες και οι μαθηματικοί υπολογισμοί των CARC), αλλά στο προτσές της αξιοποίησης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Κατά τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεμονωμένων καπιταλιστών, μερικοί εξ αυτών (εκείνοι που πρώτοι αξιοποιούν την τεχνολογική πρόοδο, τροποποιώντας την οργανική σύνθεση των κεφαλαίων τους), μπορούν επίσης να φτάσουν σε μια μείωση του απασχολούμενου από αυτούς αριθμού εργατών, με τη συνεπαγόμενη μείωση της υπεραξίας, που αναπληρώνεται από την εξασφάλιση, από αυτούς, ποσοτήτων υπερκερδών σε βάρος των άλλων καπιταλιστών. Μα σε επίπεδο συνολικού κοινωνικού προϊόντος δεν μπορεί να επέλθει μια απόλυτη μείωση του αριθμού των εργατών, που, στην πραγματικότητα καταρρίπτεται από τη συνεχή ποσοτική αύξηση της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Αυτά και άλλα σφάλματα λογικής και μεθοδολογίας από τους οπαδούς της «απόλυτης κρίσης», οδηγούν αναπόφευκτα σε μια αντίληψη περί «κατάρρευσης», διαφορετική, αλλά εξίσου μηχανιστική με εκείνη της Λούξεμπουργκ. Τα παράλογα πολιτικά συμπεράσματα αυτής της μυθολογίας περί «κρίσης εξαιτίας απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου» που ποτέ δεν υπήρξε τα έχουμε εξετάσει και καταγγείλει εδώ και καιρό. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, οι κυκλικές οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού αποτελούν συστατικό στοιχείο της γενικής κρίσης του. Όπως γράφαμε στο τ. 8/2003 του “Teoria & Prassi”, «Η γενική κρίση του καπιταλισμού αποτελεί ένα φαινόμενο αρκετά πιο ευρύ από την οικονομική κρίση, αφού πλήττει την ολότητα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος και αγκαλιάζει όλες τις πτυχές του ισχύοντος τρόπου παραγωγής: την οικονομία του, την ιδεολογία του, την κουλτούρα του, την ηθική του, τις στρατιωτικές του πτυχές, τη σχέση του με το περιβάλλον, κλπ. Με δυο λόγια είναι η κρίση της δομής και του εποικοδομήματος της αστικής τάξης πραγμάτων ως παγκόσμιου συστήματος.». Αρχίζοντας κατά τη διάρκεια του 1ου ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου Πολέμου (1914-18), το πρώτο της στάδιο αναπτύχθηκε σε έκταση και βάθος με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης (1917), τη θέσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου και την έναρξη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Ρωσία. Το δεύτερο στάδιο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού άρχισε με τη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (1945) και την απόσπαση νέων χωρών από την καπιταλιστική αγορά και το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Το τρίτο στάδιο, το οποίο ζούμε ως τώρα και το οποίο ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, περιέλαβε- από τη μια πλευρά- τη σοβαρή ήττα που υπέστη το διεθνές προλεταριάτο συνεπεία της ανόδου στην εξουσία του ρεβιζιονισμού στη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, με τη συνακόλουθη κατάρρευση στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μα- από την άλληπλευρά- είχε και την όλο και πιο σοβαρή επιδείνωση των αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού: όξυνση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής αστάθειας σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, παγκόσμια ύφεση, μόνιμοι επιθετικοί και ληστρικοί πόλεμοι, καταστροφή του περιβάλλοντος. Η γενική κρίση του καπιταλισμού θα επιλυθεί, όταν θα ωριμάσουν, στον τρέχοντα αιώνα, οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες για νέες προλεταριακές επαναστάσεις. Επαναλαμβάνουμε ότι «θα ξεπεραστεί οριστικά με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, σε παγκόσμια κλίμακα, με την τελική νίκη του προλεταριάτου και των λαών επί του ιμπεριαλισμού, που θα καταρρεύσει ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης και των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων των λαών». 

Teoria & Prassi, τ.20, Οκτώβρης 2009

Μετάφραση: πετρος  / indymedia

Δεν υπάρχουν σχόλια: