Η ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ
Αν οι κομμουνιστές δεν «φεύγουν» από κάπου που βρίσκονται οι εργάτες, σε συνθήκες σαν τις σημερινές, που η αποψίλωση συμμετοχής στα συνδικάτα κορυφώνεται, που το πρωτοβάθμιο σωματείο είναι «ζητούμενο», όχι μόνο οι κομμουνιστές αλλά κανείς έντιμος προοδευτικός άνθρωπος, δεν νομιμοποιείται να δίνει ένα χτύπημα παραπέρα, μέσα από μια αποκρουστική παραπέρα γραφειοκρατικοποίηση της λειτουργίας των συνδικάτων και μια φοβική χωρίς αρχές, απεργοσπαστική πολυδιάσπασή τους. Κι αυτό γιατί έτσι, υπηρετεί την εξαφάνιση του συνδικαλιστικού κινήματος σε καθαρό όφελος της πλουτοκρατίας, σε εποχές που η εργατική τάξη βιώνει έναν αντεργατικό μεσαίωνα έχοντας φτάσει στα «όρια της επιβίωσης» της.Ας κοιτάξουμε λίγο τα αντικειμενικά στοιχεία για να δούμε αν το ζήτημα είναι οι ψευτοεπαναστατικές βολτούλες «μέσα και απέξω» από τα τριτοβάθμια όργανα, όταν τα πρωτοβάθμια φυτοζωούν και παρακμάζουν μέρα τη μέρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαικού Γραφείου των Ευρωπαικών Συνδικάτων τα τελευταία 20 χρόνια στις χώρες της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, η συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται σε απόλυτους αριθμούς στα επίπεδα του τέλους της δεκαετίας του ’80 και εμφανίζει ποσοστιαία μείωση που πλησιάζει το 15%. Κύριο χαραχτηριστικό είναι η μη συμμετοχή της «νέας εργατικής βάρδιας» και των γυναικών στο συνδικαλιστικό κίνημα, που συμμετέχουν συνδικαλιστικά σε ποσοστά 10% περίπου. Παρουσιάζεται δηλαδή γενικά και ανεξάρτητα του αν υπάρχουν ένα η πολλά (που είναι και ο κανόνας) τριτοβάθμια όργανα, μια αποξένωση από τα συνδικάτα, αυτών κυρίως που λογικά τα έχουν πιο πολύ ανάγκη, αφού βρίσκονται σε συνεχή ανασφάλεια και δουλεύουν με τους απεχθέστερους όρους, όσο μισθολογικά όσο και σ’ επίπεδο γενικών δικαιωμάτων. Αυτό που αναφέραμε από την αρχή, πως η ρεφορμιστική πολιτική στοχεύει πια το να απομακρύνει τους εργαζόμενους από τους μερικούς αγώνες, πως στρώνει το δρόμο στη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος αποδεικνύεται και από τους απόλυτους αριθμούς.
Αναφορικά με τη κατάσταση στην Ελλάδα: «... Ειδικότερα, και ως προς τη συνδικαλιστική πυκνότητα στην Ελλάδα, το ποσοστό συνδικαλισμού παρουσιάζει σοβαρή διαφοροποίηση ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Στον ιδιωτικό τομέα, το ποσοστό συνδικαλισμού δεν φαίνεται να υπερβαίνει το 15%, ενώ αντίθετα στον δημόσιο τομέα παρατηρείται σε ορισμένους χώρους και ποσοστό της τάξης του 90% (π.χ. δημόσιες τράπεζες και επιχειρήσεις). Υπολογίζεται ότι ο δημόσιος τομέας καλύπτει το 55% του συνόλου των συνδικαλισμένων. Πιο συγκεκριμένα οι δημόσιοι υπάλληλοι παρουσιάζουν ποσοστό συνδικαλισμού της τάξης του 51% ενώ το συνολικό ποσοστό του δημόσιου (στενού και ευρύτερου) υπολογίζεται στο 60%. Οι λόγοι της έντονης διαφοροποίησης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι προφανείς. Από τη μια πλευρά η παραδοσιακά εχθρική στάση της εργοδοσίας απέναντι στην έννοια του συνδικαλισμού και η συνεπαγόμενη επιφυλακτική στάση του εργαζόμενου απέναντι στο συνδικαλισμό (από τη στιγμή που η συνδικαλιστική ένταξη αντιμετωπίζεται από την πλειοψηφία των εργοδοτών σαν αρνητική κίνηση) αποτελούν βασικούς παράγοντες για την περιορισμένη ανάπτυξη του συνδικαλισμού στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας κυριαρχείται από μικρές επιχειρήσεις (97% δεν υπερβαίνουν τους 20 εργαζόμενους) επηρεάζει αρνητικά τη συσπείρωση των εργαζομένων στα συνδικάτα, που αντικειμενικά ευνοούνται από μαζικούς χώρους, ιδιαίτερα δε όταν δεν υπάρχει δυνατότητα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης στις μικρές αυτές επιχειρήσεις. Αντίθετα, ο δημόσιος τομέας, παρουσίαζε ανέκαθεν υψηλό δείκτη συνδικαλισμού. Οι κυριότερες αιτίες αυτού του φαινόμενου εστιάζονται στην ασφάλεια που αισθάνεται ο μισθωτός του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα, ώστε η ένταξη στο συνδικάτο να μη συνεπάγεται αρνητικές συνέπειες. Επιπλέον, η στενή διασύνδεση της πολιτικής των κομματικών φορέων με τον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου τομέα, ευνοεί, μέσω της παρουσίας των συνδικαλιστικών παρατάξεων, κομματικών βραχιόνων στο συνδικαλιστικό χώρο, την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής δράσης στους χώρους που καλύπτει ο δημόσιος τομέας. Η υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα στον δημόσιο τομέα συγκριτικά με την κατάσταση που επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα, αποτελεί ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος που το διαφοροποιεί από τα διεθνή δρώμενα όπου οι αποστάσεις συνδικαλιστικής πυκνότητας ανάμεσα στους δύο τομείς οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι τόσο μεγάλες.» ( Γιάννη Κουζή : Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, εκδόσεις Ι.Ε /ΓΣΕΕ, 2005)
Στα παραπάνω, ας γίνουν κάποιες επισημάνσεις:
Η νομική μορφή της συνδικαλιστικής έκφρασης στη Ελλάδα ήταν απ’ το ξεκίνημά της και παραμένει ως τα σήμερα, ( προσδιορισμένη και από το άρθρο 23 του Συντάγματος του ’75), αυτή του σωματείου που απαιτεί δικαστική «νομιμοποίηση» σύστασής του, από 21 κατ’ ελάχιστο μέλη. Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση αποτελεί την πιο ανοιχτή έκφραση της «ουσιαστικής απαγόρευσης» του συνδικαλισμού σε πρωτογενές-επιχειρησιακό επίπεδο, όπως θα δούμε παρακάτω. Από την αρχή αλλά και ίσαμε τώρα ο βαθμός ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, σημαίνει την ύπαρξη στον λεγόμενο «ιδιωτικό τομέα» επιχειρήσεων με πραγματικό η εμφανιζόμενο, πολύ μικρό αριθμό απασχολούμενων. Αφήνοντας στην άκρη το τι γινόταν παλιότερα, ακόμη και σήμερα τα επίσημα εργοδοτικά στοιχεία του 2003, σε σχέση και με την τελευταία απογραφή του 2001, που αποδέχεται όπως είδαμε και η ρεφορμιστική ΓΣΕΕ παρουσιάζουν το 97% των επιχειρήσεων του λεγόμενου «ιδιωτικού τομέα» με λιγότερους από 20 απασχολούμενους ανά επιχείρηση. Και αυτό από τη μια σαν αντανάκλαση του επίπεδου ανάπτυξης του εξαρτημένου ντόπιου καπιταλισμού και από την άλλη με την αποδοχή της απάτης που συνεχώς διευρύνεται να μη παρουσιάζονται σαν «μισθωτοί» οι εργαζόμενοι, έτσι ώστε να μην έχουν ούτε στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, αλλά και ούτε δυνατότητα στην ουσία, συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Με βάση τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής (2001), μόνο το 60% παρουσιάζονται μισθωτοί, απέναντι σε ποσοστά πάνω του 80% στις ιμπεριαλιστικές και ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Και αυτό τη στιγμή που από τη πολιτική της κεφαλαιοκρατικής επίθεσης είτε με «νεοφιλελεύθερα» κυρίως, είτε με άλλης κεφαλαιοκρατικής μορφής μέτρα, προλεταριοποιούνται βίαια και τα πραγματικά μεσαία στρώματα της πόλης. Το γιατί εμφανίζεται αυτό το 60% το ξέρουμε: ένας στους τρεις εργαζόμενους εμφανίζεται αυτοαπασχολούμενος ενώ δουλεύει σε έναν μόνον εργοδότη ( κάθε λογής πωλητές, μισθωτοί μηχανικοί, όλοι όσοι δέχονται τους εκτεταμένους εκβιασμούς για «μπλοκάκι η ανεργία» ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους ), οργιάζει η μαύρη εργασία με κύρια αλλά όχι μοναδικά θύματα τους μετανάστες ( αυτούς ,που το αστικό κράτος με τα φασιστικού ενάντιά τους πογκρόμ, χαραχτηρίζει – αφού πρώτα τους κατακλέψει – «νόμιμους»), τα προγράμματα «μερικής απασχόλησης» εφαρμόζονται με όρους δουλεμπόριου και χωρίς δικαιώματα («μαθητεία» ΟΑΕΔ, προγράμματα Stage, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων γενικά στη κατεύθυνση των οδηγιών της ΕΕ) και έτσι στην ουσία καταργείται στην πράξη το σωματείο στο χώρο δουλειάς. Δηλαδή ο πυρήνας του συνδικαλισμού σε πρωτοβάθμιο επίπεδο.
Όπως θα διαπιστωθεί παρακάτω, οι εναλλαχτικές μορφές να συνδικαλιστούν σε πρώτο βαθμό όσοι αποκλείονται από τον χώρο δουλειάς τους και είναι προβληματική στην αποτελεσματικότητά της αφού χάνεται η καθημερινή αίσθηση της συναδελφικότητας-συντροφικότητας και αντίδρασης εκεί και όταν δημιουργείται η κάθε ανάγκη δράσης, αλλά και αυτές κύρια οι μορφές έχουν χωρίς καμιάν εξαίρεση αποτελέσει στα χέρια των χρουτστωφικών κύρια σοσιαλδημοκρατών, κακόφημες γραφειοκρατικές, άμαζες και ανενεργές «σφραγίδες».
Όσον αφορά τον «λεγόμενο δημόσιο τομέα» που συνεχώς σαν τάση συρρικνώνεται και οι πραγματικές του διαστάσεις περιορίζονται στον «στενό δημόσιο τομέα» (δηλαδή Υπουργεία, Οργανισμούς κλπ) που καλύπτει η ΑΔΕΔΥ, η ανάλυση του ΙΝΕ ασφαλώς και πάσχει από τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις των στελεχών που απαρτίζουν το Ινστιτούτο Εργασίας.
Ασφαλώς και υπάρχει ακόμη η αίσθηση της περισσότερης «ασφάλειας» στους συγκεκριμένους εργαζόμενους συγκριτικά τουλάχιστον, που ευνοεί τη συμμετοχή των εργαζόμενων στα σωματεία, μόνο που αυτή ούτε είναι τυχαία, ούτε μένει ανέπαφη στο χρόνο, ούτε αφορά όλους. Και η ευθεία κομματική παρέμβαση στα συγκεκριμένα σωματεία («κομματικοί βραχίονες»), ούτε συνιστά «αδίκημα» - είναι πια ξεθυμασμένο ευρωκομμουνιστικό ιδεολόγημα, ούτε είναι φαινόμενο που περιορίζεται αποκλειστικά στα συγκεκριμένα σωματεία, ούτε αυτό βέβαια εξηγεί την τόσο μεγάλη διαφοροποίηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας.
Είναι γνωστό πως ο δημόσιος τομέας σαν εκτελεστικό τμήμα του κεφαλαιοκρατικού κράτους, ξεκίνησε ιστορικά με πυρήνα τους εκλεκτούς της εξουσίας και προχώρησε με την αναγκαστική του διόγκωση στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης με την ανοιχτή πολιτική ομηρία, όσων εντάσσονταν στα πλαίσιά του. Η πολιτική ομηρία σήμαινε τον έλεγχο κάθε πολιτικής δραστηριότητας. Οι πολιτικοί όμηροι όμως πληθαίνουν, η πλειοψηφία τους δεν είναι παρά κακοπληρωμένοι και χωρίς διαφοροποίηση από τους υπόλοιπους εργαζόμενους και τότε αρχίζει να μην υπάρχει ανοχή απέναντί τους, τότε γίνεται η προσπάθεια να ιδεολογικοποιηθεί πως οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν βρίσκονται σε σχέση καπιταλιστή «εργοδότη» (=αστικό κράτος)-εργαζόμενου. Ειδικά όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι βγήκαν στο δρόμο στα 1931 για πρώτη φορά τόσο αγωνιστικά, ενάντια στη πείνα και την μη κατοχυρωμένη μονιμότητάς τους, ο συνδικαλισμός τους δέχτηκε επίθεση από τους Βενιζέλο-Παπανδρέου που ουσιαστικά τον έθεσαν σε διωγμό πλάι στο αντικομμουνιστικό «ιδιώνυμο», απαγορεύοντας με νόμο το δικαίωμα στην απεργία και ουσιαστικά, ποινικοποιώντας τον.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρει στη Βουλή το 1931: «Αποτελεί πλήρη διαστροφή και παρανόηση της έννοιας του Κράτους, καθώς και του δημοσίου λειτουργού, η αντίληψις ότι είναι δυνατόν να ευρίσκονται υπάλληλοι με το Κράτος σε σχέση εργάτου και εργοδότου. Απεργία δημοσίων υπαλλήλων θα εσήμαινεν άρνησιν και διάλυσιν του Κράτους. Η απεργία αποτελεί αδίκημα συνεπαγόμενον όχι μόνον την εκ της θέσεως απόλυσιν, αλλά και ποινικάς ευθύνας». (Δημήτρη Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα (1927-1931) – Από την καταφρόνια μια καινούργια αυγή», εκδόσεις Κομμούνα/Ιστορική Μνήμη, Αθήνα 1987).
Κάθε φορά που κερδίζεται ιστορικά στην ουσία της η μονιμότητα και τα ομαλά συνδικαλιστικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, αυτό γίνεται μόνο σαν αποτέλεσμα αγώνων ολόκληρου του εργατικού κινήματος. Η μονιμότητα μέχρι το 1974 έχει ιστορικά ανασταλεί 10 φορές και αυτό σαν αποτέλεσμα των κάθε φορά συσχετισμών της ταξικής πάλης. Το αστικό κράτος, όντας η διχτατορία των κεφαλαιοκρατών, από τη μια ανάλογα με τα δεδομένα της οικονομικής βάσης προσπαθεί να «κοντύνει» τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα και από την άλλη και παράλληλα προσπαθεί να εγκλωβίσει, νέους πολιτικά όμηρους. Παρατηρείται λοιπόν πως δεν πρόκειται ούτε ιστορικά για μια ομαλή πορεία «ασφάλειας» των δημοσίων υπαλλήλων, ούτε φυσικά αυτό συμβαίνει στη σημερινή φάση, που η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική του ξεπουλήματος και των ιδιωτικοποιήσεων, συρρικνώνει δραματικά τον δημόσια τομέα, καταργεί για τους νέους εργαζόμενους όσα έχουν καταχτήσει με μια εξίσωση προς τα κάτω, με απολύσεις, μη μονιμότητα διασπώντας τους εργαζόμενους εφαρμόζει πολιτικές, «έλεγχου της παραγωγικότητας», συμβάσεις λιτότητας και πείνας για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων, ομηρία των «συμβασιούχων. Θα συνιστούσε λοιπόν εφησυχασμό και ρεφορμιστική τύφλωση να θεωρήσει κάποιος πως η αδράνεια της συγκριτικά μεγάλης συνδικαλιστικής «πυκνότητας», είναι δεδομένη. Τα στοιχεία της συρρίκνωσης της συμμετοχής, στον λεγόμενο «ευρύτερο δημόσιο τομέα» που καλύπτεται από τη ΓΣΕΕ, το αποδεικνύουν ξεκάθαρα. Η καταλυτική συμβολή της ιμπεριαλιστικής ΕΕ με τις ντιρεκτίβες της για λιγότερο κράτος, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, εξίσωση όλο και προς τα κάτω, πλήρη άρση της μονιμότητας και όλων των συνταξιοδοτικών καταχτήσεων, δέιχνουν πως «η φωτογραφία» στον λεγόμενο συνδικαλιστικό χάρτη, δεν κρύβει ούτε την κυρίαρχη τάση, ούτε την ανάγκη να συγκροτηθεί παντού και χωρίς ψευτοδιαχωρισμούς ενιαίο, μαζικό, αγωνιστικό κίνημα της τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου