Οι φοιτητικές και σπουδαστικές εκλογές του 2010 πραγματοποιήθηκαν φέτος στις 19 του Μάη, πολύ καθυστερημένα, με ευθύνη κυρίως των παρατάξεων της ΔΑΠ και της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ, δηλαδή λίγες ημέρες πριν ξεκινήσουν οι εξεταστικές περίοδοι και με αποτέλεσμα την περεταίρω αποπολιτικοποίησή τους. Οι φοιτητικές εκλογές αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα δημοψηφίσματα της σπουδάζουσας νεολαίας (και φυσικά όλης της νεολαίας συνολικά) και γι’ αυτό και είναι χρέος κάθε κομμουνιστή αλλά και κάθε αγωνιστή γενικότερα (ιδιαίτερα των νέων κομμουνιστών και αγωνιστών) να μπορούν να αντλήσουν τα σωστά συμπεράσματα από αυτές.
Η χρονική συγκυρία μέσα στην οποία έγιναν οι εκλογές έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό τη σφοδρή και ανελέητη επίθεση του κεφαλαίου απέναντι σε όλο το λαό και ακόμα πιο έντονα απέναντι στη νεολαία, που αποτελεί τη «νέα εργατική βάρδια». Η επίθεση αυτή έχει σα βασικό πυλώνα τη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, κυρίως για τους νέους εργαζόμενους, τη σύνθλιψη μισθών και συντάξεων και τη διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος. Όμως, δεν περιορίζεται εκεί: η επίθεση που δέχεται η δημόσια εκπαίδευση καθώς και η επίθεση στο θεσμό του ασύλου (πανεπιστημιακού και μη) είναι άλλες δύο εκφάνσεις της επίθεσης, που αφορούν άμεσα τη νεολαία. Παράλληλα με την επίθεση του κεφαλαίου, χαρακτηριστικό της συγκυρίας είναι η συνολικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, του αστικού κοινοβουλευτισμού, αλλά και στερεότυπων που είχε δημιουργήσει η ίδια η αστική τάξη, όπως για τον «μονόδρομο» της ΕΕ και της ΟΝΕ, που πλέον έχουν απομυθοποιηθεί. Παρόλο, όμως, που ο λαός και η νεολαία δέχονται μια τόσο σφοδρή επίθεση, παρόλο που διαρκώς γιγαντώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια (με αποκορύφωμα τη μεγαλειώδη πορεία στις 5 του Μάη), το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και οι περισσότεροι φοιτητικοί σύλλογοι παραμένουν αδρανείς και ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν οργανωμένα την επίθεση που δέχεται η εκπαίδευση και η νεολαία.
Όπως γνωρίζουμε, μετά από τη διάλυση των ΕΦΕΕ και ΕΣΕΕ, καμία χρονιά δεν ήταν δυνατό να συγκεντρωθούν πανελλαδικά αποτελέσματα, γι’ αυτό κι εμείς δε θα δημοσιεύσουμε ακριβή νούμερα. Όλες, όμως, οι παρατάξεις φαίνεται να συμφωνούν σε κάποια αντικειμενικές αλήθειες: 1)Καθοριστικότερος παράγοντας αυτών των εκλογών ήταν η μεγάλη αποχή (περίπου 10.000 φοιτητές λιγότεροι ήρθαν στις κάλπες), 2)Η ΔΑΠ(ΝΔ) είχε φοβερές απώλειες (έχασε πάνω από το 1 στις 10 ψήφους της σε σχέση με πέρυσι) με αποτέλεσμα ποσοστιαία πτώση περίπου 2%-3%, 3)Η ΠΑΣΠ(ΠΑΣΟΚ) αναδείχθηκε στον πιο κερδισμένο των εκλογών, αυξάνοντας λίγο τους ψηφοφόρους της και σε συνδυασμό με τη μεγάλη αποχή αύξησε το ποσοστό της κατά περίπου 2%-3%, 4)Η ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ είχε σαφή πτώση σε ψήφους, αλλά και ποσοστιαία (πάνω από 0,5%), 5)Η ΕΑΑΚ(ΝΑΡ, κλπ.) διατήρησε οριακά τις ψήφους τις, κάτι που σε συνδυασμό με την αποχή σήμαινε μια μικρή ποσοστιαία αύξηση. 6)Η ΑΡΕΝ(ΣΥΡΙΖΑ) είχε πτώση σε ψήφους, διατηρώντας όμως το ποσοστό της.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να εξάγουμε τα παρακάτω συμπεράσματα:
1.Οι παραλληλισμοί με τα αποτελέσματα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών είναι αναπόφευκτοι. Πράγματι φαίνεται ότι οι ίδιες τάσεις που διαμόρφωσαν το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών τον Οκτώβρη του 2009, διαμορφώνουν σήμερα το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών. Και αυτό παρόλες τις ραγδαίες εξελίξεις που είχαμε το τελευταίο εξάμηνο.
2.Η ΔΑΠ υπέκυψε στα εσωτερικά της προβλήματα, στη διαμάχη δηλαδή που έχει ανοίξει μέσα στην ΟΝΝΕΔ, αλλά και στην ίδια την ΝΔ. Στο παραπάνω προστίθεται και το γεγονός ότι παύει να αποτελεί τη παράταξη του κυβερνητικού συνδικαλισμού, που τη θέση της παίρνει η ΠΑΣΠ. Η ΠΑΣΠ λοιπόν, γίνεται ο κύριος εκφραστής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας και γι’ αυτό το λόγο ενισχύθηκε κατά σχεδόν 3% μέσα σε μόλις ένα χρόνο. Έτσι επιβεβαιώνεται ξανά ότι ΔΑΠ-ΠΑΣΠ αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.
3.Η πτώση της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ, που συνεχίζει την πτωτική πορεία που έχει από πέρυσι, πρέπει να αναζητηθεί σε τρεις βασικές αιτίες. Η πρώτη αιτία είναι ότι με αυτόν τον τρόπο πληρώνει την διαλυτική στάση που κρατά χρόνια τώρα απέναντι στους φοιτητικούς συλλόγους, με την προσπάθεια υποκατάστασής τους με επιτροπές αγώνα, με το σαμποτάρισμα κάθε δράσης των συλλόγων που δεν ευθυγραμμιζόταν με τους σχεδιασμούς του «Κ»ΚΕ. Η δεύτερη αιτία της εκλογικής πτώσης της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ είναι ότι το πιο αγωνιστικό τμήμα των φοιτητών την καταδικάζει για την εναντίωση της στους αγώνες του φοιτητικού κινήματος και πρώτα από όλα για την ευθυγράμμιση της με τις αντιδραστικές δυνάμεις κατά την εξέγερση του Δεκέμβρη και την απεργοσπαστική-διασπαστική γραμμή του πολιτικού της φορέα («Κ»ΚΕ) στη σημερινή συγκυρία. Η τρίτη αιτία βρίσκεται στην κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό του «Κ»ΚΕ ως αποτέλεσμα της ταχτικής του. Για περισσότερο από πέντε χρόνια το «Κ»ΚΕ χάνει «μεσαία στελέχη», κάτι που το επισημαίνουμε με κάθε αφορμή στην εφημερίδα μας. Αυτό οφείλεται στις αδιάκοπες πολιτικές «κολοτούμπες» του «Κ»ΚΕ και εκφράζεται με την διαγραφή ή την αποχώρηση από το «Κ»ΚΕ κορυφαίων συνδικαλιστικών στελεχών και μελών που δραστηριοποιούνται στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στους σοσιαλδημοκράτες του Περισσού κυρίως στη προσπάθειά του να προβληθεί το ΠΑΜΕ. Επειδή το ΠΑΜΕ φαίνεται να είναι η βασική προτεραιότητα του «Κ»ΚΕ, προφανώς πολύ πάνω από την ΠΚΣ ή το ΜΑΣ (το «φοιτητικό ΠΑΜΕ»), συχνά το «Κ»ΚΕ ωθεί φοιτητές μέλη της «Κ»ΝΕ να μην δραστηριοποιούνται ή να δραστηριοποιούνται ελάχιστα στους συλλόγους τους, αλλά να αναπτύσσουν δράση για το ΠΑΜΕ. Συνεπώς η αποδυνάμωση της ΠΚΣ πρόκειται για συνειδητή-αναγκαστική πολιτική επιλογή του «Κ»ΚΕ, ώστε να μην αποδυναμωθεί το ΠΑΜΕ. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι βασικό (και εντεινόμενο χρόνο με το χρόνο) χαρακτηριστικό των φοιτητικών εκλογών είναι ότι διαμορφώνονται κυρίως από την μάχη μηχανισμών και όχι άμεσα από την απήχηση που έχουν οι απόψεις των παρατάξεων στη σπουδάζουσα νεολαία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή του «Κ»ΚΕ να δίνει το κύριο βάρος στο ΠΑΜΕ, δεν προκύπτει από το ότι οι χρουτσοφικοί «καίγονται» ξαφνικά για την εργατική τάξη, αλλά υπαγορεύεται από την «εκλογικίστικη» λογική τους που λογαριάζει ότι στον χώρο των εργαζομένων έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν περισσότερους ψήφους. Η προσπάθεια του «Κ»ΚΕ να κάνει επίδειξη ισχύος μέσω του ΠΑΜΕ (ρίχνοντας στελέχη της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ σε αυτό το πεδίο), φανερώνει την επιδίωξή του να αποκρυσταλλώσει την όποια του επιρροή στο εργατικό κίνημα στις βουλευτικές εκλογές.
4.Η στασιμότητα της ΕΑΑΚ και η πτώση της ΑΡΕΝ, σε μια συγκυρία ιδιαίτερα ευνοϊκή για δυνάμεις που δρουν στο όνομα της αριστεράς και μάλιστα σε συνδυασμό με τη διαρκή πτώση της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ, αναδεικνύουν το γεγονός ότι καμία από αυτές τις παρατάξεις δεν κατάφερε να δώσει πειστικές απαντήσεις και διέξοδο στα πραγματικά προβλήματα των φοιτητών και σπουδαστών. Οι παρατάξεις αυτές δεν έχουν επεξεργαστεί καμία πολιτική πρόταση που να μπορεί να καταλήξει σε ένα σχέδιο πάλης το οποίο θα ενοποιήσει τους αγώνες των φοιτητών ενάντια στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, από τα πιο μεγάλα, όπως η αντιμετώπιση της αντεργατικής λαίλαπας και ο αγώνας ενάντια στην καταστολή, την περιστολή των δημοκρατικών καταχτήσεων, τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής, μέχρι τα πιο μικρά (προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής των σχολών, κλπ.). Αντίθετα, με κύρια ευθύνη των πολιτικών φορέων από τους οποίους εξαρτώνται, απαξιώνουν τα αιτήματα που απαντούν στα πραγματικά προβλήματα των φοιτητών και αντ’ αυτού προσπαθούν να τα αντικαταστήσουν μηχανιστικά με τα κεντρικά πολιτικά αιτήματα των πολιτικών φορέων τους, καταλήγοντας σε κούφιες αντικαπιταλιστικές κορώνες, οι οποίες λειτουργούν ως μανδύας του ρεφορμιστικού περιεχομένου τους. Συνεπώς, η εκλογική αποτυχία της ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ αποτελεί αντανάκλαση των περιορισμένων δυνατοτήτων τους (αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στην περίπτωση της ΑΡΕΝ, της οποίας οι μεγάλες απώλειες της περσινής χρονιάς φαίνεται να παγιώνονται), αφού είναι έκδηλο ότι όχι μόνο αδυνατούν διαδραματίσουν πρωτοπόρο ρόλο στη διαδικασία ανασυγκρότησης του φοιτητικού κινήματος, αλλά βρίσκονται διαρκώς πίσω από τις εξελίξεις και τη δυναμική που αναπτύσσει το νεολαιίστικο κίνημα. Οι αιτίες των αδυναμιών των προαναφερθέντων παρατάξεων πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην έντονη επιρροή ρεβιζιονιστικών και τροτσκιστικών αντιλήψεων στις γραμμές τους, όσο και στο ότι αδυνατούν να αποτελέσουν ένα μέτωπο που θα συσπειρώσει τις πλατιές μάζες των προοδευτικών φοιτητών, αφού στην ουσία τους είναι συγκολλήσεις πολιτικά ετερόκλητων δυνάμεων στη βάση μιας οπορτουνιστικής πολιτικής «συμφωνίας», που δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή κατάσταση του φοιτητικού κινήματος και πολιτική συγκυρία.
5.Τέλος, η διαρκής πτώση των υπόλοιπων, μικρών παρατάξεων, που συνεχίστηκε και φέτος, επιβεβαιώνει αυτό που ήδη τονίσαμε: ότι οι φοιτητικές εκλογές μετατρέπονται χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο σε μάχη μηχανισμών.
6.Ο μεγάλος κερδισμένος αυτών των εκλογών ήταν η αποχή. Η αύξηση της αποχής φαίνεται ότι προήλθε από δύο κατευθύνσεις: από τη μία πλευρά είχαμε μια «δεξιά» αποχή, από ψηφοφόρους της ΔΑΠ, λόγω της διαμάχης που έχει ξεσπάσει στην ΟΝΝΕΔ, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι φέτος είχαμε μια σαφή αποχή «από τα αριστερά», από προοδευτικούς φοιτητές που δεν βρήκαν διέξοδο στην πρόταση καμίας παράταξης. Από τις παραπάνω δύο αιτίες αιτιολογείται και η σημαντική αύξηση των λευκών.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση αδρανείας των φοιτητικών συλλόγων, καθήκον για κάθε κομμουνιστή φοιτητή ή σπουδαστή είναι η συμμετοχή και πρωτοπόρα δράση του στο σύλλογό του. Στόχος μας, εκτός από τη δραστηριοποίηση των συλλόγων που αυτή την περίοδο βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό να είναι παθητικοί θεατές των εξελίξεων, θα πρέπει να είναι η δημοκρατική ανασυγκρότηση των συλλόγων. Αυτό σημαίνει ότι το κύριο βάρος πρέπει να δίνεται στην διενέργεια γενικών συνελεύσεων μαζικών, αλλά και με δημοκρατικές, ζωντανές διαδικασίες που θα διασφαλίζουν ότι οι ανένταχτοι φοιτητές δε θα μετατρέπονται σε απλούς ψηφοφόρους και χειροκροτητές των παρατάξεων, αλλά θα υπάρχει η δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαδικασία της γενικής συνέλευσης και συνδιαμόρφωσης των προτάσεων που τίθενται προς ψήφιση από τα μέλη του συλλόγου. Συνελεύσεων, δηλαδή, με εκλεγμένα από την ίδια τη συνέλευση προεδρεία, συνελεύσεις που θα γίνεται συζήτηση για κάθε θέμα ξεχωριστά και αναλυτικά, που για κάθε θέμα που συζητιέται θα ακολουθεί ψηφοφορία για τη θέση και τις δράσεις του συλλόγου, συνελεύσεις στις οποίες θα μπορεί κάθε φοιτητής να εκφράσει άποψη, κάτι που προϋποθέτει ότι και κάθε ομιλητής θα έχει και περιορισμό στο χρόνο για την τοποθέτησή του. Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη. Όμως με τη διαρκή και επίμονη δράση των κομμουνιστών μέσα στους συλλόγους όλα τα παραπάνω είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν και αυτό οφείλει να αποτελεί και τον πρώτο στόχο μας στο φοιτητικό χώρο.
Η χρονική συγκυρία μέσα στην οποία έγιναν οι εκλογές έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό τη σφοδρή και ανελέητη επίθεση του κεφαλαίου απέναντι σε όλο το λαό και ακόμα πιο έντονα απέναντι στη νεολαία, που αποτελεί τη «νέα εργατική βάρδια». Η επίθεση αυτή έχει σα βασικό πυλώνα τη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, κυρίως για τους νέους εργαζόμενους, τη σύνθλιψη μισθών και συντάξεων και τη διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος. Όμως, δεν περιορίζεται εκεί: η επίθεση που δέχεται η δημόσια εκπαίδευση καθώς και η επίθεση στο θεσμό του ασύλου (πανεπιστημιακού και μη) είναι άλλες δύο εκφάνσεις της επίθεσης, που αφορούν άμεσα τη νεολαία. Παράλληλα με την επίθεση του κεφαλαίου, χαρακτηριστικό της συγκυρίας είναι η συνολικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, του αστικού κοινοβουλευτισμού, αλλά και στερεότυπων που είχε δημιουργήσει η ίδια η αστική τάξη, όπως για τον «μονόδρομο» της ΕΕ και της ΟΝΕ, που πλέον έχουν απομυθοποιηθεί. Παρόλο, όμως, που ο λαός και η νεολαία δέχονται μια τόσο σφοδρή επίθεση, παρόλο που διαρκώς γιγαντώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια (με αποκορύφωμα τη μεγαλειώδη πορεία στις 5 του Μάη), το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και οι περισσότεροι φοιτητικοί σύλλογοι παραμένουν αδρανείς και ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν οργανωμένα την επίθεση που δέχεται η εκπαίδευση και η νεολαία.
Όπως γνωρίζουμε, μετά από τη διάλυση των ΕΦΕΕ και ΕΣΕΕ, καμία χρονιά δεν ήταν δυνατό να συγκεντρωθούν πανελλαδικά αποτελέσματα, γι’ αυτό κι εμείς δε θα δημοσιεύσουμε ακριβή νούμερα. Όλες, όμως, οι παρατάξεις φαίνεται να συμφωνούν σε κάποια αντικειμενικές αλήθειες: 1)Καθοριστικότερος παράγοντας αυτών των εκλογών ήταν η μεγάλη αποχή (περίπου 10.000 φοιτητές λιγότεροι ήρθαν στις κάλπες), 2)Η ΔΑΠ(ΝΔ) είχε φοβερές απώλειες (έχασε πάνω από το 1 στις 10 ψήφους της σε σχέση με πέρυσι) με αποτέλεσμα ποσοστιαία πτώση περίπου 2%-3%, 3)Η ΠΑΣΠ(ΠΑΣΟΚ) αναδείχθηκε στον πιο κερδισμένο των εκλογών, αυξάνοντας λίγο τους ψηφοφόρους της και σε συνδυασμό με τη μεγάλη αποχή αύξησε το ποσοστό της κατά περίπου 2%-3%, 4)Η ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ είχε σαφή πτώση σε ψήφους, αλλά και ποσοστιαία (πάνω από 0,5%), 5)Η ΕΑΑΚ(ΝΑΡ, κλπ.) διατήρησε οριακά τις ψήφους τις, κάτι που σε συνδυασμό με την αποχή σήμαινε μια μικρή ποσοστιαία αύξηση. 6)Η ΑΡΕΝ(ΣΥΡΙΖΑ) είχε πτώση σε ψήφους, διατηρώντας όμως το ποσοστό της.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να εξάγουμε τα παρακάτω συμπεράσματα:
1.Οι παραλληλισμοί με τα αποτελέσματα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών είναι αναπόφευκτοι. Πράγματι φαίνεται ότι οι ίδιες τάσεις που διαμόρφωσαν το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών τον Οκτώβρη του 2009, διαμορφώνουν σήμερα το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών. Και αυτό παρόλες τις ραγδαίες εξελίξεις που είχαμε το τελευταίο εξάμηνο.
2.Η ΔΑΠ υπέκυψε στα εσωτερικά της προβλήματα, στη διαμάχη δηλαδή που έχει ανοίξει μέσα στην ΟΝΝΕΔ, αλλά και στην ίδια την ΝΔ. Στο παραπάνω προστίθεται και το γεγονός ότι παύει να αποτελεί τη παράταξη του κυβερνητικού συνδικαλισμού, που τη θέση της παίρνει η ΠΑΣΠ. Η ΠΑΣΠ λοιπόν, γίνεται ο κύριος εκφραστής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας και γι’ αυτό το λόγο ενισχύθηκε κατά σχεδόν 3% μέσα σε μόλις ένα χρόνο. Έτσι επιβεβαιώνεται ξανά ότι ΔΑΠ-ΠΑΣΠ αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.
3.Η πτώση της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ, που συνεχίζει την πτωτική πορεία που έχει από πέρυσι, πρέπει να αναζητηθεί σε τρεις βασικές αιτίες. Η πρώτη αιτία είναι ότι με αυτόν τον τρόπο πληρώνει την διαλυτική στάση που κρατά χρόνια τώρα απέναντι στους φοιτητικούς συλλόγους, με την προσπάθεια υποκατάστασής τους με επιτροπές αγώνα, με το σαμποτάρισμα κάθε δράσης των συλλόγων που δεν ευθυγραμμιζόταν με τους σχεδιασμούς του «Κ»ΚΕ. Η δεύτερη αιτία της εκλογικής πτώσης της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ είναι ότι το πιο αγωνιστικό τμήμα των φοιτητών την καταδικάζει για την εναντίωση της στους αγώνες του φοιτητικού κινήματος και πρώτα από όλα για την ευθυγράμμιση της με τις αντιδραστικές δυνάμεις κατά την εξέγερση του Δεκέμβρη και την απεργοσπαστική-διασπαστική γραμμή του πολιτικού της φορέα («Κ»ΚΕ) στη σημερινή συγκυρία. Η τρίτη αιτία βρίσκεται στην κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό του «Κ»ΚΕ ως αποτέλεσμα της ταχτικής του. Για περισσότερο από πέντε χρόνια το «Κ»ΚΕ χάνει «μεσαία στελέχη», κάτι που το επισημαίνουμε με κάθε αφορμή στην εφημερίδα μας. Αυτό οφείλεται στις αδιάκοπες πολιτικές «κολοτούμπες» του «Κ»ΚΕ και εκφράζεται με την διαγραφή ή την αποχώρηση από το «Κ»ΚΕ κορυφαίων συνδικαλιστικών στελεχών και μελών που δραστηριοποιούνται στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στους σοσιαλδημοκράτες του Περισσού κυρίως στη προσπάθειά του να προβληθεί το ΠΑΜΕ. Επειδή το ΠΑΜΕ φαίνεται να είναι η βασική προτεραιότητα του «Κ»ΚΕ, προφανώς πολύ πάνω από την ΠΚΣ ή το ΜΑΣ (το «φοιτητικό ΠΑΜΕ»), συχνά το «Κ»ΚΕ ωθεί φοιτητές μέλη της «Κ»ΝΕ να μην δραστηριοποιούνται ή να δραστηριοποιούνται ελάχιστα στους συλλόγους τους, αλλά να αναπτύσσουν δράση για το ΠΑΜΕ. Συνεπώς η αποδυνάμωση της ΠΚΣ πρόκειται για συνειδητή-αναγκαστική πολιτική επιλογή του «Κ»ΚΕ, ώστε να μην αποδυναμωθεί το ΠΑΜΕ. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι βασικό (και εντεινόμενο χρόνο με το χρόνο) χαρακτηριστικό των φοιτητικών εκλογών είναι ότι διαμορφώνονται κυρίως από την μάχη μηχανισμών και όχι άμεσα από την απήχηση που έχουν οι απόψεις των παρατάξεων στη σπουδάζουσα νεολαία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή του «Κ»ΚΕ να δίνει το κύριο βάρος στο ΠΑΜΕ, δεν προκύπτει από το ότι οι χρουτσοφικοί «καίγονται» ξαφνικά για την εργατική τάξη, αλλά υπαγορεύεται από την «εκλογικίστικη» λογική τους που λογαριάζει ότι στον χώρο των εργαζομένων έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν περισσότερους ψήφους. Η προσπάθεια του «Κ»ΚΕ να κάνει επίδειξη ισχύος μέσω του ΠΑΜΕ (ρίχνοντας στελέχη της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ σε αυτό το πεδίο), φανερώνει την επιδίωξή του να αποκρυσταλλώσει την όποια του επιρροή στο εργατικό κίνημα στις βουλευτικές εκλογές.
4.Η στασιμότητα της ΕΑΑΚ και η πτώση της ΑΡΕΝ, σε μια συγκυρία ιδιαίτερα ευνοϊκή για δυνάμεις που δρουν στο όνομα της αριστεράς και μάλιστα σε συνδυασμό με τη διαρκή πτώση της ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ, αναδεικνύουν το γεγονός ότι καμία από αυτές τις παρατάξεις δεν κατάφερε να δώσει πειστικές απαντήσεις και διέξοδο στα πραγματικά προβλήματα των φοιτητών και σπουδαστών. Οι παρατάξεις αυτές δεν έχουν επεξεργαστεί καμία πολιτική πρόταση που να μπορεί να καταλήξει σε ένα σχέδιο πάλης το οποίο θα ενοποιήσει τους αγώνες των φοιτητών ενάντια στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, από τα πιο μεγάλα, όπως η αντιμετώπιση της αντεργατικής λαίλαπας και ο αγώνας ενάντια στην καταστολή, την περιστολή των δημοκρατικών καταχτήσεων, τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής, μέχρι τα πιο μικρά (προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής των σχολών, κλπ.). Αντίθετα, με κύρια ευθύνη των πολιτικών φορέων από τους οποίους εξαρτώνται, απαξιώνουν τα αιτήματα που απαντούν στα πραγματικά προβλήματα των φοιτητών και αντ’ αυτού προσπαθούν να τα αντικαταστήσουν μηχανιστικά με τα κεντρικά πολιτικά αιτήματα των πολιτικών φορέων τους, καταλήγοντας σε κούφιες αντικαπιταλιστικές κορώνες, οι οποίες λειτουργούν ως μανδύας του ρεφορμιστικού περιεχομένου τους. Συνεπώς, η εκλογική αποτυχία της ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ αποτελεί αντανάκλαση των περιορισμένων δυνατοτήτων τους (αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στην περίπτωση της ΑΡΕΝ, της οποίας οι μεγάλες απώλειες της περσινής χρονιάς φαίνεται να παγιώνονται), αφού είναι έκδηλο ότι όχι μόνο αδυνατούν διαδραματίσουν πρωτοπόρο ρόλο στη διαδικασία ανασυγκρότησης του φοιτητικού κινήματος, αλλά βρίσκονται διαρκώς πίσω από τις εξελίξεις και τη δυναμική που αναπτύσσει το νεολαιίστικο κίνημα. Οι αιτίες των αδυναμιών των προαναφερθέντων παρατάξεων πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην έντονη επιρροή ρεβιζιονιστικών και τροτσκιστικών αντιλήψεων στις γραμμές τους, όσο και στο ότι αδυνατούν να αποτελέσουν ένα μέτωπο που θα συσπειρώσει τις πλατιές μάζες των προοδευτικών φοιτητών, αφού στην ουσία τους είναι συγκολλήσεις πολιτικά ετερόκλητων δυνάμεων στη βάση μιας οπορτουνιστικής πολιτικής «συμφωνίας», που δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή κατάσταση του φοιτητικού κινήματος και πολιτική συγκυρία.
5.Τέλος, η διαρκής πτώση των υπόλοιπων, μικρών παρατάξεων, που συνεχίστηκε και φέτος, επιβεβαιώνει αυτό που ήδη τονίσαμε: ότι οι φοιτητικές εκλογές μετατρέπονται χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο σε μάχη μηχανισμών.
6.Ο μεγάλος κερδισμένος αυτών των εκλογών ήταν η αποχή. Η αύξηση της αποχής φαίνεται ότι προήλθε από δύο κατευθύνσεις: από τη μία πλευρά είχαμε μια «δεξιά» αποχή, από ψηφοφόρους της ΔΑΠ, λόγω της διαμάχης που έχει ξεσπάσει στην ΟΝΝΕΔ, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι φέτος είχαμε μια σαφή αποχή «από τα αριστερά», από προοδευτικούς φοιτητές που δεν βρήκαν διέξοδο στην πρόταση καμίας παράταξης. Από τις παραπάνω δύο αιτίες αιτιολογείται και η σημαντική αύξηση των λευκών.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση αδρανείας των φοιτητικών συλλόγων, καθήκον για κάθε κομμουνιστή φοιτητή ή σπουδαστή είναι η συμμετοχή και πρωτοπόρα δράση του στο σύλλογό του. Στόχος μας, εκτός από τη δραστηριοποίηση των συλλόγων που αυτή την περίοδο βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό να είναι παθητικοί θεατές των εξελίξεων, θα πρέπει να είναι η δημοκρατική ανασυγκρότηση των συλλόγων. Αυτό σημαίνει ότι το κύριο βάρος πρέπει να δίνεται στην διενέργεια γενικών συνελεύσεων μαζικών, αλλά και με δημοκρατικές, ζωντανές διαδικασίες που θα διασφαλίζουν ότι οι ανένταχτοι φοιτητές δε θα μετατρέπονται σε απλούς ψηφοφόρους και χειροκροτητές των παρατάξεων, αλλά θα υπάρχει η δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαδικασία της γενικής συνέλευσης και συνδιαμόρφωσης των προτάσεων που τίθενται προς ψήφιση από τα μέλη του συλλόγου. Συνελεύσεων, δηλαδή, με εκλεγμένα από την ίδια τη συνέλευση προεδρεία, συνελεύσεις που θα γίνεται συζήτηση για κάθε θέμα ξεχωριστά και αναλυτικά, που για κάθε θέμα που συζητιέται θα ακολουθεί ψηφοφορία για τη θέση και τις δράσεις του συλλόγου, συνελεύσεις στις οποίες θα μπορεί κάθε φοιτητής να εκφράσει άποψη, κάτι που προϋποθέτει ότι και κάθε ομιλητής θα έχει και περιορισμό στο χρόνο για την τοποθέτησή του. Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη. Όμως με τη διαρκή και επίμονη δράση των κομμουνιστών μέσα στους συλλόγους όλα τα παραπάνω είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν και αυτό οφείλει να αποτελεί και τον πρώτο στόχο μας στο φοιτητικό χώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου