Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Αντρέι Ζντάνοφ - ένας φλογερός επαναστάτης μπολσεβίκος κομμουνιστής, επιφανής και κορυφαίος θεωρητικός του μαρξισμού

Αναδημοσίευση από εφημερίδα Ανασύνταξη, Αρ. Φύλ. 165 1-15 Σεπτέμβρη 2003 

Στα 55 χρόνια απ' τη δολοφονία του

Στα τέλη Αυγούστου [2003] συμπληρωθήκαν 55 χρόνια από το θάνατο-δολοφονία (31.8.48) του επανάσταση κομμουνιστή μπολσεβίκου Αντρέι Ζντάνοφ, ηγετικού στελέχους του ΠΚΚ(μπ.), πιστού και αφοσιωμένου μαθητή των Λένιν-Στάλιν, κορυφαίου και επιφανούς θεωρητικού του επαναστατικού μαρξισμού.
Ο Αντρέι Α. Ζντάνοφ γεννήθηκε στις 26 Φλεβάρη 1896 στη Μαριούπολη της Ουκρανίας, μετέπειτα (από το 1948) Ζντάνοφ της Σοβιετικής Ένωσης.
Σε νεαρή ηλικία, μαθητής γυμνάσιου ακόμα, μπαίνει στο επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα και το Νοέμβρη του 1915 γίνεται μέλος του κόμματος των Μπολσεβίκων, από τις γραμμές του όποιου αναπτύσσει πολύπλευρη επαναστατική πολιτική και ιδεολογική δράση.
Παίρνει δραστήρια μέρος στην προετοιμασία της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, κάτω από την καθοδήγηση των Λένιν-Στάλιν ,και συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις και τις αξιόλογες ικανότητες του στη νικηφόρα ένοπλη πορεία και το θρίαμβο της.
Μετά τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία και την εγκαθίδρυση, μετά την συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής, της Δικτατορίας του Προλεταριάτου, παίζει σοβαρό ρολό στο τσάκισμα των αντεπαναστατικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και αναπτύσσει μεγάλη δράση μέσα από την οποία αναδεικνύεται σε ένα ικανότατο κομματικό στέλεχος με καθοδηγητικά προσόντα και εξαιρετικές ικανότητες.
Εκτιμώντας την πλούσια επαναστατική του δράση και τις καθοδηγητικές του ικανότητες, το 14ο Συνέδριο (Δεκέμβρης του 1925) του Κόμματος των Μπολσεβίκων τον εκλεγεί αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ. Από το 14ο Συνέδριο το Κόμμα των Μπολσεβίκων ονομάζεται ΚΚΣΕ(Μπ.). Στο 16ο Συνέδριο (Ιούνης 1930) εκλέγεται μέλος της ΚΕ και μετά στο 17ο (Γεναρης 1934) εκλέγεται Γραμματέας της ΚΕ και αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ και μετά το 18ο Συνέδριο (Μάρτης 1939) μέλος του ΠΓ του ΚΚΣΕ. Από το 1924 έως το 1934, δέκα ολόκληρα χρόνια, καθοδηγεί ως γραμματέας την περιοχή Γκόργκι.
Μετά τη δολοφονία (1 Δεκέμβρη 1934) του Κίροφ, Γραμματέα της Οργάνωσης του Λένινγκραντ, από αντεπαναστατική τροτσκιστική συμμορία της περιοχής, η ΚΕ στέλνει τη θέση του τον Ζντάνοφ. Ανέλαβε την καθοδήγηση της Οργάνωσης του Λένινγκραντ από το Δεκέμβρη του 1934, ενώ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου καθοδηγεί πολιτικά και την άμυνα της πόλης, συμμετέχοντας στην Επιτροπή Άμυνας ως ηγετικό της στέλεχος. Ήταν επίσης μέλος του στρατιωτικού συμβουλίου της περιοχής και μέλος του στρατιωτικού Σοβιέτ του μετώπου του Λένινγκραντ ως τον Αύγουστο του 1944, χρόνο που έγινε στρατηγός. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο εργάζεται ως γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΣΕ(Μπ.).
Ο Ζντάνοφ που από το 14ο Συνέδριο ανήκει πλέον στον καθοδηγητικό πυρήνα του ΚΚΣΕ(Μπ.), με επικεφαλής τον Ιωσήφ Στάλιν, παράλληλα με την πρακτική πολιτική και οργανωτική κομματική δουλεία , ασχολείται συστηματικά με θεωρητικά ζητήματα, αναπτύσσει έντονη ιδεολογική δράση και αναδεικνύεται στα επόμενα χρόνια σε ικανότατο και φλογερό προπαγανδιστή του επαναστατικού μαρξισμού, δηλαδή του λενινισμού-σταλινισμού, και επιπλέον σε επιφανή και κορυφαίο θεωρητικό του ΚΚΣΕ(Μπ.) και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ο Αντρέι Ζντάνοφ, πιστός μαθητής, στενός συνεργάτης και συναγωνιστής του Στάλιν. Παίρνει συνεχώς δραστήρια μέρος, για πάνω από δυο δεκαετίες, από τα μέσα της 3ης δεκαετίας του περασμένου αιώνα ως τη δολοφονία του, στην ιδεολογικο-πολιτικο-οργανωτικη πάλη που διεξάγει το ΚΚΣΕ(Μπ.) κατά των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών της επανάστασης -δεκαετίες που είναι από τις κρισιμότερες στην ιστορία του Κόμματος των Μπολσεβίκων και σε συνθήκες οξύτατης ταξικής πάλης σε όλα τα μέτωπα για τη συνέχιση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Αγωνίζεται μαχητικά εναντίον όλων των αντεπαναστατικών ρευμάτων και συμβάλλει αποφασιστικά στην ιδεολογικο-πολιτική συντριβή των προδοτικών τροτσκιστικών και άλλων δεξιών οπορτουνιστικών ομάδων (Ζηνοβιέφ, Καμένεφ, Μπουχάριν κλπ).
Από το 1939, παραμονές του πολέμου, με εντολή της ΚΕ, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Τμήματος Αγκιτάτσιας και Προπαγάνδας του ΚΚΣΕ(Μπ.), αναπτύσσει έντονη θεωρητική δράση. Παράλληλα πύκνωναν οι παρεμβάσεις του σε ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα με γνωστότερες εκείνες της μεταπολεμικής 3ετιας 1945-48 (λογοτεχνία, μουσική, φιλοσοφία), δράση την οποία ανέκοψε βίαια ο αιφνίδιος θάνατος-δολοφονία του, τον Αύγουστο του 1948. Σε άρθρο της «Πράβδα» με τίτλο «Κοινοί Κατάσκοποι και δολοφόνοι κάτω από την μάσκα των καθηγητών και γιατρών» διαβάζουμε: «Αυτής της συμμορίας των ανθρωπόμορφων τεράτων έπεσαν θύματα οι σύντροφοι A.Ashdanow και Α.S. Stscherbakow. Οι εγκληματίες ομολόγησαν, ότι, όταν αρρώστησε ο σύντροφος Ζντάνοφ, αυτοί παρουσίασαν ψευδή διάγνωση, αποσιώπησαν επίτηδες το υπαρκτό έμφραγμα, εφάρμοσαν μια ανεπίτρεπτη μέθοδο αντιμετώπισης αυτής της βαριάς πάθησης και με αυτόν τον τρόπο δολοφόνησαν τον σύντροφο Ζντάνοφ» («Πράβδα»,13 Γενάρη 1953, το άρθρο αναδημοσιεύτηκε στο “Die Presse der Sowjetnuion”, Nr.6, Freitag, 16.Januar 1953, Berlin, DDR).
Ο θάνατος-δολοφονια του Αντρέι Ζντάνοφ υπήρξε μεγάλη και δυσαναπλήρωτη απώλεια για ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα. Στέρησε από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έναν μεγάλο μπολσεβίκο επαναστάτη και επιφανή θεωρητικό του επαναστατικού μαρξισμού και από το ΚΚΣΕ(Μπ.) ένα ικανότατο ηγετικό στέλεχος σε μια πολύ κρίσιμη, όπως αποδείχτηκε με την πραξικοπηματική ανατροπή της δικτατορίας του Προλεταριάτου στη Σοβιετική Ένωση από τους προδότες χρουστσωφικούς ρεβιζιονιστές αρχές-μέσα της δεκαετίας του '50, ιστορική περίοδο για την τύχη του σοσιαλισμού-κομμουνισμου στη Σοβιετική Ένωση, όταν το σοβιετικό Κόμμα είχε σοβαρά εξασθενίσει επειδή στον πόλεμο είχε χαθεί ό,τι καλύτερο διέθετε σε στελέχη και επαναστάτες κομμουνιστές.
Επιφανής θεωρητικός του επαναστατικού μαρξισμού και φλογερός προπαγανδιστής του
Ο Αντρέι Ζντάνοφ μελέτησε συστηματικά και σε βάθος τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού, βασική προϋπόθεση, δίπλα στις ικανότητες του για να αναδειχτεί σε επιφανή μαρξιστή θεωρητικό. Αυτό του επέτρεψε να υπερασπίζεται επιχειρηματολογημένα την επαναστατική κοσμοθεωρία του προλεταριάτου και να αντικρούει με πειστικό τρόπο τις διαφορές αντιδραστικές αστικές και ρεβιζιονιστικές θεωρίες, τις οποίες γνώριζε εξίσου καλά και σε βάθος. Υπήρξε πάντα συνεπής και μαχητικός υπερασπιστής του επαναστατικού μαρξισμού. Ως θεωρητικός ασχολήθηκε με σειρά ζητήματα της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου (φιλοσοφία, λογοτεχνία, μουσική κλπ) και οι παρεμβάσεις του αποτελούν υπεράσπιση του μαρξισμού-λενινισμού-σταλινισμού.
Η αναφορά σε αυτές τις παρεμβάσεις δεν έχει απλά ιστορική άξια αλλά πρώτα από όλα επίκαιρη πολιτικο-ιδεολογικη σημασία, αφού ο επαναστατικός μαρξισμός, δηλαδή ο λενινισμός-σταλινισμός, είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρος και βρίσκεται πάντα, μα και σήμερα, σε οξύτατη αντιπαράθεση-πολεμική με όλα τα οπορτουνιστικά ρεύματα (αναρχισμός, τροτσκισμός κλπ.) και κυρίως με το πιο επικίνδυνο για το εργατικό κίνημα αντεπαναστατικό αστικό ρεύμα: το χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό.

Αξίζει να μνημονευτούν εδώ εντελώς σύντομα, λόγω έλλειψης χώρου, οι αξιόλογες και μεγάλες ιδεολογικο-πολιτικης σημασίας παρεμβάσεις του στα πολιτικά, φιλοσοφικά, και λογοτεχνικά ζητήματα:

1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ:
Περά από τις συνεχείς πολιτικές του παρεμβάσεις στο χώρο του ΚΚΣΕ(Μπ.) αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθεί η σημαντική και μεγάλης ιστορικής, για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, σημασίας παρέμβαση του Αντρέι Ζντάνοφ στη σύσκεψη σειράς κομμουνιστικών κόμματων στην Πολώνια, τέλη Σεπτέμβρη του 1947, που οδήγησε στη συγκρότηση – ίδρυση του Γραφείου πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κόμματων (Κομινφόρμ), το όποιο συντόνισε με επιτυχία την επαναστατική δράση των κομμουνιστικών κόμματων εναντία στον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, ξεσκέπασε τον τιτοϊκό ρεβιζιονισμό και έθεσε για πρώτη φορά στην ιστορία του κομουνιστικού κινήματος με αφορμή το πισωγύρισμα της Γιουγκοσλαβίας, το ζήτημα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Η προδοτική χρουστσωφική κλίκα διέλυσε την Κομινφόρμ, λίγους μήνες μετά το κακόφημο αντεπαναστατικό 20ο Συνέδριο (Φλεβάρης 1956) τον Παρόλη του 1956 (στις 17 Παρόλη δημοσιεύτηκε η ανακοίνωση της διάλυσης στο δημοσιογραφικό όργανο «Για σταθερή ειρήνη, για τη Λαϊκή Δημοκρατία»).
Η εισήγηση του Ζντάνοφ «Για τη Διεθνή κατάσταση» χαρακτηρίζεται από βαθιά επιστημονική μαρξιστική ανάλυση της τότε μεταπολεμικής διεθνούς κατάστασης. Καταρχήν διαπιστώνει ότι «το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε σε ουσιαστικές αλλαγές ολόκληρη τη διεθνή κατάσταση» και ότι «η στρατιωτική συντριβή του μπλοκ των φασιστικών κρατών, το γεγονός ότι ο αντιφασιστικός απελευθερωτικός ως προς τον χαρακτήρα του πόλεμος και ο αποφασιστικός ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης στη νίκη κατά των φασιστών επιδρομέων άλλαξαν αποφασιστικά το συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ των δυο συστημάτων – του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού-προς όφελος του σοσιαλισμού».
Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση προχώρα στην ανάλυση της διεθνούς κατάστασης και επισημαίνει τις ουσιαστικές μεταπολεμικές αλλαγές, προχωρεί και αναλύει τα αμερικανικά σχεδία για την υποδούλωση της Ευρώπης και στο τέλος προσδιορίζει τα «καθήκοντα των κομμουνιστικών κόμματων στη συσπείρωση των δημοκρατικών, αντιφασιστικών, φιλειρηνικών στοιχείων στην πάλη εναντία στα νέα πολεμικά και επιθετικά σχεδία».
Στην εισήγηση του προσδιορίζει σωστά τις ταξικές δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο, ξεσκεπάζει τους πιο επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς κύκλους των ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας και τα σχεδία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για την υποδούλωση της Ευρώπης , αποκαλύπτει το «δόγμα Τρούμαν» και το «σχέδιο Μάρσαλ» που αποτελούν συγκεκριμένες εκφράσεις των επεκτατικών επιδιώξεων των ΗΠΑ.
Αναφέρεται στη διαμόρφωση των δυο στρατοπέδων μετά τον πόλεμο:
1)το στρατόπεδο των ιμπεριαλιστικών, αντιδραστικών και αντιδημοκρατικών δυνάμεων και
2) το στρατόπεδο των αντιιμπεριαλιστικών και αντιφασιστικών δυνάμεων, βάση του όποιου είναι η ΕΣΣΔ και οι χώρες της νέας Δημοκρατίας.
Τέλος, τονίζει την αναγκαιότητα του « συντονισμού της δράσης όλων των πραγματικών κομμουνιστικών και εργατικών κόμματων» και υπογράμμισε ότι μόνο τα κόμματα εκείνα που «στέκονται σταθερά στη βάση του μαρξισμού-λενινισμού είναι σε θέση να διεξάγουν επιτυχή αγώνα εναντία στον ιμπεριαλισμό »- θέση επίκαιρης πολίτικης σημασίας για το ρολό των χρουστωφικών του «Κ»ΚΕ και γενικά όσων ακολούθου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον χρουστσωφικό ρεβιζιονισμό (η εισήγηση είναι δημοσιευμένη στο “Informationskonferenz der Vertreter einiger Kommunistischer Parteen in Polen”,σελ.16-46,Verlag fuer Fremdsprachige Literatur, Μόσχα 1948).

2. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ:
α) 1ο Συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων (17 Αύγουστου 1934, Μόσχα). Το συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων άνοιξε με σύντομο χαιρετισμό προς τους συμμετέχοντες ο μεγάλος επαναστάτης συγγραφέας ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΓΚΙ. Ακολούθησε η παρέμβαση του Αντρέι Ζντάνοφ, ο όποιος παίρνοντας το λόγο εκ μέρους της ΚΕ του ΚΚΣΕ(μπ.) αφού μετέφερε τον «φλογερό μπολσεβικικό χαιρετισμό» του Κόμματος στο Συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων και «σε όλους τους συγγραφείς της Σοβιετικής Ένωσης, που επικεφαλής τους βρίσκεται ο μεγάλος προλετάριος συγγραφέας Αλεξέι Μαξίμοβιτς Γκόργκι» και εξήρε το ρόλο του κομμουνιστικού Κόμματος «με τη μεγαλοφυή καθοδήγηση του μεγάλου μας αρχηγού και δασκάλου, του συντρόφου Στάλιν» αναφέρθηκε στις μεγάλες επιτυχίες μα και στις δυσκολίες οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού για να προχωρήσει στο κυρίως θέμα που ήταν η πορεία της νέας επαναστατικής λογοτεχνίας, σε αντιπαράθεση με τον ξεπεσμό, την κατάπτωση και την αποσύνθεση της αστικής λογοτεχνίας και κουλτούρας, που κυριαρχείται από την απαισιοδοξία και τον φορμαλισμό , από το σκοταδισμό, το μυστικισμό, τη θρησκοληψία και τη μαγγανεία, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει «απολίτικη» λογοτεχνία στην «εποχή της πάλης των τάξεων», δεν «υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει λογοτεχνία που να μην είναι ταξική». Είναι γνωστό ότι και η φαινομενικά «απολίτικη» αστική λογοτεχνία, είναι πολιτική στην υπηρεσία των ταξικών συμφερόντων της κυρίαρχης αντιδραστικής αστικής τάξης.
Ύστερα ανέλυσε τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Στάλιν που ονόμασε τους συγγραφείς «μηχανικούς των ψύχων», για να υπογραμμίσει , ότι καθήκον των συγγραφέων δεν είναι να αναπαρασταίνουν απλά «την αντικειμενική πραγματικότητα», αλλά να αναπαρασταίνουν «την πραγματικότητα στην επαναστατική της ανάπτυξη» και να δημιουργούν έργα υψηλής ποιότητας. Στη συνεχεία αναφέρθηκε στη «μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού» ως μέθοδο λογοτεχνίας και κριτικής, συμφωνά με την οποία «η αλήθεια κι ο συγκεκριμένος ιστορικός χαρακτήρας της καλλιτεχνικής αναπαράστασης πρέπει να ενώνονται με την προσπάθεια της ιδεολογικής μεταμόρφωσης και της διαπαιδαγώγησης των εργαζομένων στο πνεύμα του σοσιαλισμού», που εμπεριέχει ως συστατικό της μέρος και τον «επαναστατικό ρομαντισμό», που ένας ρομαντισμός νέου τύπου δεν έχει καμία σχέση με τον παλιό ρομαντισμό.
Στο Συνέδριο έγιναν δεκάδες εισηγήσεις και πολλές συζητήσεις για τα ζητήματα της λογοτεχνίας και της τεχνητοί. Οι κατευθύνσεις αυτού του συνέδριου έπαιξαν αποφασιστικό ρολό, δίνοντας σωστό επαναστατικό προσανατολισμό και μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της επαναστατικής λογοτεχνίας όχι μονό στη Σοβιετική Ένωση μα και σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Μετά το ’56 την χρουστσό-μπρεζνιεφο-γκορμπατσοφικη περίοδο -εποχή τη καπιταλιστικής παλινόρθωσης- ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός παραποιήθηκε και εγκαταλείφτηκε και η σοβιετική λογοτεχνία κυριαρχήθηκε από το φορμαλισμό και «μπολιάστηκε» με όλα τα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής λογοτεχνίας της παρακμής των καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών χώρων.
Το συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων (παρόντες 377 αντιπρόσωποι με πλήρες δικαίωμα ψήφου και 222 με συμβουλευτική ψήφο)_ στο όποιο συμμετείχαν και πολλοί επαναστάτες συγγραφείς από καπιταλιστικές χώρες ,μεταξύ των όποιων οι Κώστας Βάρναλης- Δημήτρης Γληνός από τη χωρά μας, συνήλθε στη Μόσχα από τις 17.8.1934 έως 1.9.1934 και έγιναν σε αυτό 26 συνεδριάσεις.
Τέλος, το συνέδριο έκλεισε ο ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΓΚΙ που συνόψισε με επιγραμματικό τρόπο τα αποτελέσματα των συζητήσεων και χαρακτήρισε το 1ο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων «νίκη του μπολσεβικισμού» (H.J.Schmitt- G.Schramm (Hrg): “Sozialistische Realismuskonzeptionen”, σελ 441, “ Suhrkamp Verlag”, Frankfurt am Main 1974).
β) Λογοτεχνικά περιοδικά «ΖΒΕΖΝΤΑ» και «ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ»(1946): Μετα τον πόλεμο, στα πλαίσια της ταξικής πάλης που διεξάγει το ΚΚΣΕ(μπ.) στο ιδεολογικό μέτωπο παρεμβαίνει εκ νέου ο Α. Ζντάνοφ ασκώντας κριτική στα παραπάνω περιοδικά και στα «έργα» των Ζοσττσενκο και της ποιήτριας Α. Αχματοβα. Άσκησε έντονη κριτική στα «έργα» αυτών των αστών , αποκάλυψε και καταδίκασε το αντιδραστικό περιεχόμενο τους.
Επισήμανε ότι πρόδρομος τους είναι ο Ε.Τ.Α.Χοφμαν «ένας από τους ιδρυτές της παρακμής και του αριστοκρατικού μυστικισμού των σαλονιών» (ο Ernst Theodor Amadeus Hoffmann(1776-1822) ανήκει στον όψιμο γερμανικό ρομαντισμό, αντιδραστικό ρεύμα στο χώρο της λογοτεχνίας).
Υπογραμμίζει τη λενινιστική αρχή ότι «η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι απολιτική, ότι δεν μπορεί να εκπροσωπεί «μια τέχνη για την τέχνη » μα ότι έχει να παίξει βασικό πρωτοποριακό ρολό στην κοινωνική ζωή» από την οποία απορρέει η γενική «αρχή για την δογματικότητα στη λογοτεχνία».
Επισήμανε επίσης ότι «τελευταία εμφανιστήκαν μεγάλα ρήγματα και χοντρές ελλείψεις στο ιδεολογικό μέτωπο», υπενθυμίζοντας εκείνες τις ελλείψεις και τα λάθη στον τομέα της λογοτεχνίας, του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο σοβιετικός συγγραφέας υπογράμμιζε ο Αντρέι Ζντάνοφ, πρέπει «με οδηγό τη μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, και μελετώντας ευσυνείδητα και προσέχτηκα την πραγματικότητα μας, προσπαθώντας να εμβαθύνει πιο βαθιά στη φύση του προτσές της εξέλιξης μας, πρέπει να διαπαιδαγωγεί το λαό και να τον οπλίζει ιδεολογικά» (Α. Ζντάνοφ, «Για τη λογοτεχνία» εκδοτικό "Νέα Ελλάδα", Μόρτης 1952).

3. ΜΟΥΣΙΚΗ:
Στα μέσα Γενάρη 1948 έγινε στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΣΕ(Μπ.) συνδιάσκεψη μουσικών στην οποία συμμετείχαν πάνω από 70 σύνθετες, διευθυντές ορχήστρας, μουσικοί κριτικοί και καθοδηγητές μουσικής».
Σε αυτήν παρενέβη εκ μέρους της ΚΕ του Κόμματος ο Α. Ζντάνοφ, με εισήγησή του, στην οποία εξέτασε τα προβλήματα ανάπτυξης της σοβιετικής μουσικής. Χωρίς να αρνηθεί τις επιτυχίες της διαπίστωσε ότι «δεν υπάρχει η παραμικρή αισθητή πρόοδος» για να επισημάνει ότι «το βασικό ζήτημα είναι ο προσανατολισμός της σοβιετικής μουσικής», αφού στη σοβιετική μουσικής υπάρχουν δυο τάσεις: «η μια τάση εκπροσωπεί… μια υγιή προοδευτική βάση, που στηρίζεται στην αναγνώριση του τεράστιου ρόλου που παίζει η κλασική κληρονομία και ιδιαίτερα οι παραδόσεις της ρώσικης μουσικής σχολής, στηρίζεται στο συνταίριασμα του υψηλού ιδεολογικού περιεχομένου της ρεαλιστικής αλήθειας, των βαθιών οργανικών δεσμών με τον λαό, της μουσικής δημιουργίας του τραγουδιού της μεγάλης επαγγελματικής μαστοριάς. Η δεύτερη τάση εκφράζει ένα φορμαλισμό ξένο προς τη σοβιετική τέχνη, παραπετά την κλασική κληρονομία κάτω από το πρόσχημα μιας ψεύτικης προσπάθειας νεωτερισμού, παραπετά το λαϊκό χαρακτήρα της μουσικής, αρνείται να υπηρετήσει το λαό, κι όλα αυτά για χάρη των στενών ατομικών συγκινήσεων ενός μικρού κύκλου εκλεκτών εστέτ».
Στη συνεχεία αναφέρθηκε στο «ζήτημα των σχέσεων της εθνικής μουσικής με την ξένη μουσική», τονίζοντας την αναγκαιότητα εθνικής «μουσικής κουλτούρας υψηλή αναπτυγμένης» για να καταλήξει: «ο διεθνισμός στη μουσική, ο σεβασμός του έργου των άλλων λαών αναπτύσσεται στη βάση του πλουτισμού και της ανάπτυξης της εθνικής μουσικής τέχνης, πάνω σε μια τέτοια άνθιση που να έχει να μοιράσει κάτι με τους άλλους λαούς, και όχι πάνω στην τυφλή μίμηση ξένων προτύπων και στο σβήσιμο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εθνικού χαρακτήρα στη μουσική».
Τέλος, αναφέρθηκε στα καθήκοντα των σοβιετικών συνθέτων: «οι σοβιετικοί σύνθετες έχουν δυο καθήκοντα εξαιρετικά υπεύθυνα. Το κυριότερο καθήκον είναι να αναπτύξουν και να τελειοποιήσουν τη μουσική. Το άλλο είναι να υπερασπίσουν τη σοβιετική μουσική από την παρείσφρηση στοιχείων της αστικής παρακμής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ΕΣΣΔ είναι τώρα ο αυθεντικός θεματοφύλακας της παγκόσμιας μουσικής κουλτούρας, το ίδιο όπως σε όλους τους άλλους τομή είναι το φρούριο του πολύτιμου και της ανθρώπινης κουλτούρας εναντία στην παρακμή της αστικής τάξης και την αποσύνθεση της κουλτούρας. Ήταν ενδεχόμενο οι αστικές επιρροές που έρχονται από την άλλη μεριά των συνόρων μας να βρίσκουν απήχηση στα καπιταλιστικά υπολείμματα μέσα στη συνείδηση ορισμένων εκπρόσωπων της σοβιετικής διανόησης. Τα υπολείμματα αυτά εκφράζονται στην τρελή επιπολαιότητα που τους δέρνει να θέλουν να ανταλλάζουν τους θησαυρούς της σοβιετικής μουσικής με τα αθλία κουρέλια της σύγχρονης αστικής τέχνης…Εμείς, οι μπολσεβίκοι δεν απορρίπτουμε την κληρονομία του πολιτισμού. Αντίθετα, αφομοιώνουμε με κριτικό πνεύμα την κληρονομία όλων των λαών, όλων των εποχών, για να πάρουμε ότι μπορεί να εμπνεύσει στους εργαζόμενους της σοβιετικής κοινωνίας μεγάλες πράξεις στο πεδίο της δουλειάς, της επιστήμης και της κουλτούρας» (Αντρέι Ζντάνοφ: «Για τη μουσική», εκδοτικό «Νέα Ελλάδα» , Μάρτης 1952).

Δεν υπάρχουν σχόλια: