Ο Χ. Κεφαλής εκδίδει το τριμηνιαίο «περιοδικό» με
τον ψευδεπίγραφο τίτλο «ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ» – πλούσιο και ανθηρό
«περιβόλι» αστικών παραδοσιακών και ρεφορμιστικών απόψεων που δεν έχουν
καμία απολύτως σχέση με το μαρξισμό, αληθινός «σκουπιδότοπος»
αντιδραστικών αστικών απόψεων, ένα «έντυπο» που «ραντίζει» τα
ανυποψίαστα κεφάλια της νεολαίας με λογής-λογής αντιδραστικά «άχυρα» της
αστικής ιδεολογίας και των διαφόρων ρεφορμιστικών παραλλαγών
της. Επιπλέον η συστηματική ψευδολογία και η μόνιμη εμετική χυδαιολογία
υποβιβάζουν το «έντυπο» σε κιτρινοφυλλάδα πεζοδρομιακού χαρακτήρα.
Ο
εκδότης - διευθυντής του, μια εντελώς τυπική και απ’ τις πιο ακραίες
περιπτώσεις μικροαστού που φλυαρεί ακατάσχετα επί παντός επιστητού,
«κολυμπώντας» λαχανιασμένος σ’ ένα απέραντο πέλαγος άγνοιας και
αγραμματοσύνης, συστηματικών διαστρεβλώσεων και χυδαίων, σχιζοφρενικού
χαρακτήρα, αντισταλινικών λασπολογιών, προσπαθώντας απεγνωσμένα
μα και ανεπιτυχώς να συγκαλύψει τη γύμνια και να υποκαταστήσει τη γνώση
με μια άφθαστη και παροιμιώδη λεξιθηρία και λεξιλαγνεία. Αυτοσυστήνεται
ως «Χημικός και Συγγραφέας» (με το «συγγραφέας» προσπαθεί να προσδώσει
«κύρος» στις μόνιμα ακατάσχετες φλυαρίες, στη χονδροειδή άγνοια θεμάτων
-κυρίως φιλοσοφικών-οικονομικών κ.λπ. - τη χυδαία λασπολογία και στις
άφθαστες αναρίθμητες σχιζοφρενικές παλάβρες).
Φανατικός οπαδός του αντεπαναστάτη μενσεβίκου Τρότσκι που απ’ το 1ο τεύχος κιόλας οδύρεται, επειδή «ο
Τρότσκι δεν ασχολήθηκε σε βάθος με τα θέματα της οικονομίας και δεν
παρουσίασε κάποιο κλασικό έργο μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης» («ΜΣ», τ. 1ος , σελ. 24, Ιανουάριος – Απρίλιος 2011) και έτσι αφού ο Τρότσκι δεν έγραψε, «έγραψε» γι’ αυτόν, συμπληρώνοντας το κενό, αργότερα «ο ERNST MANDEL» (προσέξτε σοβαρότητα !!!).
Γοητεύεται, πέραν του αντεπαναστάτη σοσιαλδημοκράτη τροτσκιστή, σαλτιμπάγκου Νικήτα Χρουστσώφ, από διάφορους και πολλούς δεξιούς οπορτουνιστές, μεταξύ των οποίων και απ’ τους ERNST MANDEL («αλλοτρίωση», «ανοιχτός μαρξισμός», άρνηση «απόλυτης εξαθλίωσης», κλπ.) και GEORG LUKACS, που και οι δυο τους γοητεύονται απ’ το γερμανό υπεραντιδραστικό κοινωνιολόγο Ναζι-φασίστα ARNOLD GEHLEN που στο βασικό φιλοσοφικο-ανθρωπολογικό του έργο «Der Mensch» (Berlin1941, σελ. 447-468) υμνεί τον Fuehrer-HITLER και το «oberstes Fuehrungssystem» του εθνικοσοσιαλισμού (σελ. 448): «θέλω να μιλήσω για τα Fuehrungssystemen, μια έκφραση, που βρίσκεται πολύ κοντά στη χρησιμοποιούμενη απ’ τον Alfred Rosenberg έκφραση des “Zuchtungsbildes”»,
ενώ ταυτόχρονα παριστάνει, εμφανίζεται και ποζάρει καμαρωτά-καμαρωτά ως
«γνώστης», και μάλιστα ως «ειδικός» του πολύτομου και ογκώδους έργου
του Ούγγρου ρεβιζιονιστή Georg Lukacs, τη στιγμή που εύκολα διαπιστώνεται απ’ τα σχετικά «γραπτά» του ότι το «γνωρίζει» μόνο, και εντελώς, αποσπασματικά (δεν ενδιαφέρει εδώ η ερμηνεία του), και μάλιστα όχι απ’ το πρωτότυπο αλλά από μεταφράσεις.
Διακρίνεται
ως ταλαντούχος αντιγραφέας και άφθαστος στην τέχνη της «κακής» και
αδέξιας συρραφής απόψεων (κυρίως σε θέματα φιλοσοφικά και οικονομικά,
που αγνοεί και καθόλου δεν γνωρίζει αλλά και άλλα), παραθέτοντας σωρηδόν
ονόματα διαφόρων διανοητών που όχι μόνο το περιεχόμενο των έργων τους
δεν γνωρίζει, πολύ περισσότερο δεν έχει μελετήσει, αλλά ούτε καν τους
τίτλους και το χρώμα των εξώφυλλων φαίνεται να γνωρίζει (δεν αποκλείεται
όμως να είναι καλός «Χημικός», που εδώ δεν ενδιαφέρει). Το επίπεδο των
άρθρων του είναι κατά πολύ χαμηλότερο εκείνου των διαφόρων
Καλυβο-Γιανναράδων (π.χ. «εισαγωγή στη φιλοσοφία», κ.λπ.) του τόπου, που
όμως τους ξεπερνάει σε διαστρεβλώσεις, ψευδολογία, αντισταλινική
χυδαιολογία και λασπολογία κατά πολύ. Βρίζει «τους πάντες και τα πάντα»
και π.χ. αποκαλεί, μεταξύ πολλών άλλων, τον Γκ. Αλεξαντρόφ ως «έναν από
τους ημιμαθείς σταλινικούς καθηγητές» (!), κ.λπ. – κρίνοντας προφανώς εξ
ιδίων τα αλλότρια – αφού ο ίδιος είναι εκείνος που υποφέρει μόνιμα από
μια ακραίας και κλασικής μορφής «αυτοπεποίθηση και αυτοικανοποίηση
ημιμάθειας».
Η άγνοια σε άπειρες περιπτώσεις δεν γνωρίζει όρια: όταν π.χ. αποδίδει στο GEORGI PLECHANOW τη ρήση «η διαλεκτική είναι η Άλγεβρα της επανάστασης», ενώ και οι πρωτοετείς φοιτητές της φιλοσοφικής που ασχολήθηκαν με το έργο του γνωρίζουν ότι η ρήση αυτή ανήκει στον A.I.HERZEN που όταν αναφέρθηκε στη διαλεκτική του HEGEL σημείωσε ότι «η φιλοσοφία του HEGEL είναι η Άλγεβρα της επανάστασης»( A.I.HERZEN: «Erinnerungen», Bd. I, σελ. 278-279, Basel-Leipzig 1931 και «Ausgewaehlte Philosophische Schriften, σελ. 543, Moskau
1949), επίπεδο άγνοιας ανάλογο εκείνου του φασιστοειδούς Π.
Παναγιωτόπουλου που φορτσάτος-φορτσάτος είχε ξεφουρνίσει, πριν κάποια
χρόνια απ’ το «βήμα» της Βουλής, την ουρανομήκη κοτσάνα για τις «γάτες του ΜΑΟ»(!), ή ακόμα χειρότερα ο ψευδής ισχυρισμός ότι στο αφιέρωμα για τον GEORGI PLECHANOW «παρουσιάζεται ένα από τα σχετικά άγνωστα κείμενα του Πλεχάνοφ, το δοκίμιό του Για την 60η Επέτειο του Θανάτου του Χέγκελ»
- δείγμα πρωτοφανούς έλλειψης πληροφόρησης και χονδροειδής άγνοια της
βιβλιογραφίας, και μάλιστα από «συγγραφέα» (!) - αφού το τόσο «άγνωστο»
αυτό κείμενο του PLECHANOW έχει, δυο φορές τουλάχιστον, εκδοθεί στα ελληνικά: μια το 1956 Γ.Β.Πλεχάνωφ:
«Τα βασικά προβλήματα του μαρξισμού», σελ 128-164, εκδ. «φλόγα», Αθήνα
1956, και μια στη μακαρίτισσα πλέον χρουστσοφική «Επιστημονική Σκέψη».
Δεν
έχει κανένα νόημα να απαριθμηθούν παραπέρα τα πολυπληθή «μαργαριτάρια»,
οι χυδαίες λασπολογίες, και οι άπειρες, πρωτοφανούς και χονδροειδούς
άγνοιας, περιπτώσεις του Χ.Κεφαλή, αλλά δεν μπορεί να μη σημειωθεί, ότι
έφτασε στο σημείο να γράψει ακόμα και σχετικό «άρθρο» για να ανασκευάσει
το έργο του ΣΤΑΛΙΝ: «οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ»
(1952) («γράφει» (!) φαίνεται για να καλύψει το κενό που άφησε ο E. MANDEL)
– ένα «άρθρο»-μνημείο χονδροειδέστατης άγνοιας της μαρξιστικής
πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού
και των οικονομικών θεμάτων γενικότερα – στο οποίο δεν έχει τι να
πρωτοθαυμάσει κανείς: την άγνοια, την άφθαστη χυδαιότητα ή τις
φαιδρότητες και ανοησίες. Όμως επικαλείται, χωρίς τον παραμικρό
δισταγμό, ακόμα και τον «επιφανή Ούγγρο μαρξιστή» LUKACS
(όπως γράφει) ή αλλιώς, ακριβέστερα και γελοιωδέστερα, επιστρατεύει έναν
«επιφανή μαρξιστή ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟ!» ( που υπάρχει μόνο στα αραχνιασμένα
μυαλά του «αρθρογράφου»), τον GEORG LUKACS για να «ανασκευάσει» ένα οικονομικό έργο του Στάλιν δηλ. να προσδώσει «κύρος» στις πρωτοφανείς του αερολογίες και γελοιότητες.
Και ήταν τέτοιου μεγέθους η «τρικυμία εν κρανίω» όταν «έγραφε» που αναφέρει ότι παραθέτει απ’ το ανύπαρκτο
βέβαια «Υστερόγραφό του στο δοκίμιο «η πάλη της προόδου και της
αντίδρασης σήμερα»», ενώ η παραπομπή είναι απ’ την επιστολή του LUKACS (Βουδαπέστη 8/8/1962) στον Ιταλό ALBERTO CAROCCI (το σχετικό αυτό απόσπασμα του LUKACS
είναι απ’ τα χονδροειδή οικονομικά του «μαργαριτάρια» που το χαμηλότατο
επίπεδό τους ξαφνιάζει απογοητευτικά και αιφνιδιάζει έντονα, ταυτόχρονα
όμως δείχνουν πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει, «μεθυσμένος» απ’ τη νίκη της
χρουστσωφικής ρεβιζιονιστικής αντεπανάστασης, και ένας διανοητής του
αναστήματος του LUKACS) – αντί να αναθέσει την «ανασκευή»
του οικονομικού έργου του ΣΤΑΛΙΝ σε κάποιο γνώστη οικονομικών θεμάτων,
όπως πχ. το ρεβιζιονιστή οικονομολόγο Γ. Τόλιο, που φιγουράροντας μαζί
του στη «συντακτική επιτροπή» του «περιοδικού», αυτοδιασύρεται απ’ τις
φιλο-ΧΙΤΛΕΡΙΚΕΣ ΠΑΛΑΒΡΕΣ, τις άφθαστες και απείρου «κάλλους»
χυδαιότητες, λασπολογίες και φαιδρότητες του Χ. Κεφαλή, χάνοντας έτσι
κάθε σοβαρότητα.
Ακόμα και αν κάποιος είχε διαβάσει μόνο το πολύ σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του LUKACS: MEIN WEG ZU MARX (1933, 6σελιδο μικρού σχήματος στα γερμανικά) θα γνώριζε: πρώτο, ότι δεν υπάρχει «Υστερόγραφο» στο αναφερόμενο απ’ τον φαφλατά Κεφαλή «Δοκίμιο» του LUKACS, αλλά «Υστερόγραφο» υπάρχει μόνο στο «MEIN WEG ZU MARX», και ακόμα, δεύτερο, ότι αυτό λέγεται σαφέστατα και στον τίτλο του «Υστερόγραφου»: «POSTSCRIPTUM 1957 ZU: MEIN WEG ZU MARX».
Ο μόνος που δεν το γνωρίζει είναι ο «χημικός, συγγραφέας και
αρθρογράφος» Χ.Κεφαλής δηλ. ο «γνώστης» (!!!) του ογκοδέστατου έργου του
GEORG LUKACS (η τρίτη νέα ιδιότητα
«αρθρογράφος» προστέθηκε απ’ τον ίδιο – ακριβώς σε αυτό το «άρθρο» - ως
ένα προφανώς επιπλέον «επιχείρημα» επιτυχούς (!) «ανασκευής» του
οικονομικού έργου του ΣΤΑΛΙΝ).
Τέλος, παρουσιάζει το έργο του GEORG LUKACS
ως την τελευταία λέξη του «Μαρξισμού» (ακόμα άκουσον-άκουσον και σε
οικονομικά ζητήματα με τα οποία ποτέ δεν καταπιάστηκε, αφού δεν ήταν το
αντικείμενο των ενασχολήσεών του και επιπλέον διέθετε μόνο ανεπαρκείς ως
ελάχιστες οικονομικές γνώσεις), ισχυρισμός που προδίδει άγνοια του
έργου του ή παραποίησή του και πλήρη υιοθέτηση των ρεβιζιονιστικών του
απόψεων ή και τα τρία μαζί, τη στιγμή που είναι πασίγνωστες οι
ιδεαλιστικές επιδράσεις σ’ αυτό των KANT, HEGEL, LASK, RICKERT, SIMMEL, WEBER, ως και τoυ NIKOLAI HARTMANN στο τελευταίο έργο του.
Γι’
αυτό, με την ευκαιρία επιβάλλεται – για ελάχιστη πληροφόρηση της
νεολαίας που πρέπει βέβαια να μελετήσει το έργο του αλλά με κριτική
ματιά και από μαρξιστική σκοπιά – να σημειωθεί εντελώς σύντομα ότι το
πολύτομο και ογκωδέστατο έργο του (φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό,
αισθητικό-κριτικό, κλπ.) που ανέδειξε τον GEORG LUKACS σε έναν από τους σημαντικότερους διανοητές του 20ου αιώνα, δεν είναι καθόλου απαλλαγμένο από ρεβιζιονιστικές απόψεις.
Ένα απ’ τα πρώτα έργα του, το «Geschichte und Klassenbewusstsein» (Berlin 1923, τελευταία Neuwied/Berlin
1968, σελ. 733), είναι έργο με πολλαπλές ιδεαλιστικές επιδράσεις και
έχει τροφοδοτήσει διεθνώς όλες σχεδόν τις διαστρεβλώσεις του μαρξισμού,
το «Der junge Hegel» (Zuerich/Wien, 1948, σελ. 720) έχει συμβάλλει τα μέγιστα, μαζί με το έργο του ERNST BLOCH: «Subjekt-Objekt» (1962), στη «Hegelianisierung» του μαρξισμού, για να ακολουθήσει η «Ontologisierung» του μαρξισμού, κλείνοντας την συναρπαστική αντιφατική του πορεία, με το τελευταίο ογκοδέσταστο έργο του «Zur Ontologie des gesellschaftlichen Seins» (1. Halbband 1984, σελ. 692 και 2. Halbband 1986, σελ. 767, Darmstadt/Neuwied),
έργο ανοιχτά επηρεασμένο απ’ την «Οντολογία» (έννοια ιδεαλιστική
πολλαπλά βεβαρημένη, αλλά και φιλοσοφική κατεύθυνση ξένη προς το
μαρξισμό) του NIKOLAI HARTMANN, για την οποία ο πολύ στενός του φίλος αντιφασίστας φιλόσοφος E. BLOCH σε ανάλογο ερώτημα ορθά παρατηρεί για την «Οντολογία», αφού πρώτα επεσήμανε ότι δεν κατανοεί την ξαφνικό έρωτα του LUKACS για τον HARTMANN που έχει γράψει «Οντολογίες», αλλά όμως δεν στράφηκε κατά του HEIDEGGER: «Δεν μπορεί να αναφέρει κανείς μπροστά σε πραγματικούς μαρξιστές, την λέξη Οντολογία, θυμίζει Heidegger, τη Fundamentalontologie, και τώρα ακόμα κι αλλιώς αν χρησιμοποιείται η Οντολογία, προκαλεί αρνητικό κούνημα του κεφαλιού και καυγά» και ότι «η
Οντολογία είναι στατική, μη διαλεκτική, δεν μπορεί γενικά να
χρησιμοποιηθεί, η Οντολογία, είναι σταθερή και αποτελεί αντίθεση στη
Διαλεκτική… έτσι η Οντολογία θα συνεχίζει να χρησιμοποιείται πάντοτε από
τους αντιδραστικούς» (Ernst Bloch und Georg Lukacs, Dokumente, Zum 100. Geburtstag, σελ. 317, Lukacs Archivum, Budapest 1984). Η λεγόμενη «μαρξιστική Οντολογία» του Lukacs, αλλά και η «μαρξιστική Ανθρωπολογία» του Bloch παρόλο που προβάλλονται από τους δυο ως «συμπλήρωση»-«ανανέωση» του μαρξισμού (ο Lukacs κάνει λόγο για «αναγκαία ανανέωση του μαρξισμού», σελ. 515: 1. Halbband και για «προσπάθεια ανανέωσης της μαρξιστικής Οντολογίας» 1968: «Die Ontologischen Grundlagen», κλπ.) συνιστούν παραποίηση του μαρξισμού δηλ. μασκαρεμένο ρεβιζιονισμό (=παραλλαγές της
αστικής ιδεολογίας), αφού τόσο η Οντολογία όσο και η φιλοσοφική
Ανθρωπολογία είναι αστική ιδεολογία, ξένες και οι δυο και ασυμβίβαστες
με τον επαναστατικό μαρξισμό.
Ακόμα και το
σημαντικότερο και αξιολογότερο φιλοσοφικό του έργο «Die Zerstoerung der
Vernunft» (Berlin-DDR 1954, σελ. 692) δεν είναι απαλλαγμένο από
ρεβιζιονιστικές απόψεις όταν είναι γνωστό ότι ο Georg Lukacs σ’ αυτό
υποκαθιστά την πρωταρχική βασική αντίθεση-πάλη μεταξύ υλισμού-ιδεαλισμού (σελ. 6 και 74) με την πάλη μεταξύ ρασιοναλισμού-ιρασιοναλισμού, που αποτελούν μόνο τμήμα της πρωταρχικής πάλης, υπερτονίζει την πάλη μεταξύ διαλεκτικής-μεταφυσικής σε βάρος του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας μ’ αποτέλεσμα την υποβάθμιση στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη την εξάλειψη-άρνηση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας, κάτι που ανοιχτά ομολογεί-παραδέχεται αργότερα και ο ίδιος ο Georg Lukacs: σ’ αντίθεση με τους Στάλιν-Ζντάνοφ που θεωρούν «ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας ως πάλη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού»… «Die Zerstoerung der Vernunft θέτει μια άλλη αντίθεση στο κέντρο της θεώρησης, δηλ. την πάλη μεταξύ ρασιοναλιστικής και ιρασιοναλιστικής φιλοσοφίας» (Georg Lukacs: Gelebtes Denken, eine Autobiographie im Dialog, σελ. 166 και 141-142, Frankfurt 1981).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου