Η απόφαση για άρνηση καταβολής αποζημίωσης στη χήρα του Sánchez Bravo την οποία δικαιούταν, είναι απλούστατα μια παλιανθρωπιά. Οι Sánchez Bravo, Baena Alonso και García Sanz, εκτελέστηκαν μετά από μια δίκη-φάρσα κατά την οποία είχαν στερηθεί κάθε πιθανότητας υπεράσπισης, κατά την οποία οι στρατιωτικοί «δικαστές» δεν έφεραν καμία απόδειξη, καμία μαρτυρία. Το πολεμικό συμβούλιο, εξαιρετικά συνοπτικό, κατά το οποίο εφαρμόστηκε ένα διάταγμα με αναδρομικότητα (τα γεγονότα για τα οποία κατηγορούνταν οι σύντροφοί μας συνέβησαν στις 16 Αυγούστου ενώ το διάταγμα υπογράφτηκε στις 26), καταγγέλθηκε από τους παρευρισκόμενους διεθνείς παρατηρητές, ως μια διακωμώδηση κάθε νομικού πολιτισμού. Ήταν μια απόφαση φασιστική, βασισμένη σε κατασκευασμένες αστυνομικές «αποδείξεις». Ο ελβετός δικηγόρος Christian Grobet, ανέφερε στην έκθεσή του ως διεθνούς παρατηρητή:
«Ο γραφών δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει άλλη μια φορά πως τα στοιχειώδη δικαιώματα υπεράσπισης, δηλαδή, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί με ισονομία…υποτιμήθηκε στην Ισπανία, με τον πιο χονδροειδή τρόπο. Η δίκη των 5 μελών της FRAP ήταν μια φάρσα..
Είναι προφανές ότι το φρανκικό καθεστώς δεν μπορούσε να αφήσει ατιμώρητο τον εκτελεστή ενός αστυνομικού, ιδιαίτερα μέσα σ’ ένα κλίμα καταστολής σαν το σημερινό που έφτασε σε παροξυσμό με την έκδοση του Αντιτρομοκρατικού Νόμου, ο σκοπός του οποίου είναι να φιμώσει οποιαδήποτε μορφή αντιπολίτευσης.
Ήταν επιτακτικό να βρεθούν ένοχοι για να επιβληθεί μια παραδειγματική τιμωρία και να μην υπόκεινται σε κριτική διάφορα τμήματα του καθεστώτος…Μα είναι πράγματι ένοχα τα μέλη του FRAP (σ.τ.μ. Επαναστατικό Αντιφασιστικό Πατριωτικό Μέτωπο) των οποίων επίκειται η καταδίκη;[…]
Στο γράφοντα δεν είχε δημιουργηθεί ποτέ, από τότε που ξεκίνησε να παρευρίσκεται σε πολιτικές δίκες στην Ισπανία, ένα αίσθημα τόσο έντονο από μια παρακολούθηση μιας τέτοιας δίκης-φάρσας, μια φάρσα κυριολεκτικά καταστροφική, κυρίως αν αναλογιστούμε την τύχη που επιφυλάσσεται στους κατηγορουμένους».
Αυτή ήταν η γενική άποψη, όπως ξεκάθαρα εκτέθηκε από το δικηγόρο του Baena Alosnso, Javier Baselga:
«Γνωρίζαμε ότι τα πάντα είχαν ήδη προαποφασιστεί, χωρίς να αναμένουμε την ετυμηγορία, και χωρίς να περιμένουμε την παράθεση καμίας απόδειξης. Είχαν ήδη ληφθεί οι αποφάσεις. Η δικτατορία, ασκώντας πίεση μέσω των στρατοδικών, είχε λάβει εκ των προτέρων την απόφαση να καταδικάσει σε θάνατο μερικούς ως πολιτική προειδοποίηση και νουθεσία, χωρίς να τι νοιάζει ποιοι ήταν αυτοί και τι είδους αποδείξεις υπήρχαν…
Ο λεγόμενος Νόμος περί Ιστορικής Μνήμης, είναι άλλη μια φάρσα, όπως ήταν και η δίκη των συντρόφων μας, γιατί από αυτόν αποκλείονται όχι μόνο οι αντιφασίστες επαναστάτες αγωνιστές, μα ακόμα και οι αντάρτες που συνέχισαν τον αγώνα τους ενάντια στην δικτατορία, οι αντιφρανκιστές αγωνιστές (διαφόρων ιδεολογιών) που είχαν δολοφονηθεί, όπως ο Grimau, για παράδειγμα.
Αυτή η νέα «δικαστική» φάρσα προέρχεται από ένα καθεστώςτου οποίου η πιο διακεκριμένη προσωπικότητα είχε επιλεχθεί από το δολοφόνο Φράνκο ως διάδοχο, η οποία ορκίστηκε στις Αρχές του Φασιστικού Κινήματος και δεν έχει απαρνηθεί τη θεσμική συμμετοχή της στη δικτατορία: από ένα νομικό σύστημα που αρνήθηκε ως τώρα με μαζικό τρόπο,στους συγγενείς των δεκάδων χιλιάδων δολοφονημένων από τον φρανκισμό, χωρίς δίκη ή θυμάτων δικών-φάρσα όπως αυτή που το 1975 έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα τους συντρόφους μας, το πιο βασικό από τα στοιχειώδη δικαιώματα: αυτό του να μπορέσουν να βρουν τα λείψανα των θυμάτων και να επιτύχουν την πολιτική και νομική καταδίκη του εγκληματικού καθεστώτος που τους δολοφόνησε: από αυτό το ίδιο πολιτικό καθεστώς το οποίο αρνείται με τον εξευτελιστικό Νόμο Ιστορικής Μνήμης και με την άρνησή της καθολικής εφαρμογής της ισονομίας, τη ρητή καταδίκη του φρανκισμού ως ενός καθεστώτος εγκληματικού και τελευταίου εκπροσώπου του ευρωπαϊκού ναζιφασισμού και που επιτρέπει, εξάλλου, οι φρανκιστές δολοφόνοι να επιβάλλουν τον νόμο του συστηματικού και οργανωμένου τρόμου ως κρατική πολιτική, και να παραμένουν ατιμώρητα τα ειδεχθή εγκλήματά τους. Πώς μπορεί να μεταχειρίζονται ως τρομοκράτες οι σύντροφοί μας από αυτούς οι οποίοι παραβιάζουν με αυτό τον τρόπο τις στοιχειωδέστερες αρχές δικαιοσύνης και πολιτικής αξιοπρέπειας; Πώς μπορούν να είναι έγκυρες οι αποφάσεις της Φασιστικής δικαιοσύνης και αστυνομίας και να απαιτούν να γίνονται σεβαστές τέτοιες αυθαίρετες αποφάσεις, σαν κι αυτή που θέλει να δώσει «νομική» εγκυρότητα σε ένα καθεστώς που είχε τον τρόμο ως τη βάση της πολιτικής ασφαλείας της;
«Θεωρώντας πως είναι απαραίτητο τα ανθρώπινα δικαιώματα να προστατεύονται από νομικούς κανόνες, αν θέλουμε να αποφευχθούνοι άνθρωποι να υποχρεωθούν να προσφύγουν, ως τελευταίο καταφύγιο, στην εξέγερση ενάντια στην τυραννία και την καταπίεση» (Προοίμιο της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Η απόφαση που ελήφθη για τον Sánchez Bravo, βασισμένη στα όσα είπε η φρανκική αστυνομία και την ετυμηγορία της δίκης-φάρσα, χρησιμεύει μόνο και απλούστατα στο να επικυρώσει αυτή τη φάρσα, να νομιμοποιήσει τη δικτατορία, να δικαιολογήσει σήμερα αυτούς τους δολοφόνους και αυτή την παρωδία δίκης. Αυτό είναι απλούστατα αναξιοπρεπές και απαράδεκτο.
Με την πιο ενεργητική μας διαμαρτυρία έναντι αυτής της απόφασης, δηλώνουμε για μια ακόμα φορά ότι οι αγωνιστές του FRAP δεν ήταν τρομοκράτες: ήταν επαναστάτες συνεπείς που αντιπάλευαν μια δικτατορία που συνέχιζε να φυλακίζει, να βασανίζει και να δολοφονεί όσους πάλευαν για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Ήμασταν και είμαστε δημοκράτες που δεν αποδέχονται την επιβολή της μοναρχίας. Δεν απαρνούμαστε την κομμουνιστική μας ένταξη (δεν ήταν όλοι οι αγωνιστές του FRAP κομμουνιστές, μα ήταν οι τρεις δολοφονημένοι), ούτε απαρνούμαστε το παρελθόν μας, αντιθέτως, το αποκαθιστούμε με υπερηφάνεια.
Καλούμε όλες τις προοδευτικές οργανώσεις και προσωπικότητες να καταγγείλουν αυτή τη νέα φάρσα με την οποία, επιμένουμε, δικαιολογείται η φασιστική δικτατορία του Φράνκο και οι φρανκιστές. Διεκδικούμε και υπερασπιζόμαστε τη μνήμη των Sánchez Bravo, Baena Alonso και García Sanz που είναι παραδείγματα επαναστατικής αποφασιστικότητας και κομμουνιστικής διαμόρφωσης.
Μαδρίτη, 8 Ιούλη 2009
«Ο γραφών δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει άλλη μια φορά πως τα στοιχειώδη δικαιώματα υπεράσπισης, δηλαδή, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί με ισονομία…υποτιμήθηκε στην Ισπανία, με τον πιο χονδροειδή τρόπο. Η δίκη των 5 μελών της FRAP ήταν μια φάρσα..
Είναι προφανές ότι το φρανκικό καθεστώς δεν μπορούσε να αφήσει ατιμώρητο τον εκτελεστή ενός αστυνομικού, ιδιαίτερα μέσα σ’ ένα κλίμα καταστολής σαν το σημερινό που έφτασε σε παροξυσμό με την έκδοση του Αντιτρομοκρατικού Νόμου, ο σκοπός του οποίου είναι να φιμώσει οποιαδήποτε μορφή αντιπολίτευσης.
Ήταν επιτακτικό να βρεθούν ένοχοι για να επιβληθεί μια παραδειγματική τιμωρία και να μην υπόκεινται σε κριτική διάφορα τμήματα του καθεστώτος…Μα είναι πράγματι ένοχα τα μέλη του FRAP (σ.τ.μ. Επαναστατικό Αντιφασιστικό Πατριωτικό Μέτωπο) των οποίων επίκειται η καταδίκη;[…]
Στο γράφοντα δεν είχε δημιουργηθεί ποτέ, από τότε που ξεκίνησε να παρευρίσκεται σε πολιτικές δίκες στην Ισπανία, ένα αίσθημα τόσο έντονο από μια παρακολούθηση μιας τέτοιας δίκης-φάρσας, μια φάρσα κυριολεκτικά καταστροφική, κυρίως αν αναλογιστούμε την τύχη που επιφυλάσσεται στους κατηγορουμένους».
Αυτή ήταν η γενική άποψη, όπως ξεκάθαρα εκτέθηκε από το δικηγόρο του Baena Alosnso, Javier Baselga:
«Γνωρίζαμε ότι τα πάντα είχαν ήδη προαποφασιστεί, χωρίς να αναμένουμε την ετυμηγορία, και χωρίς να περιμένουμε την παράθεση καμίας απόδειξης. Είχαν ήδη ληφθεί οι αποφάσεις. Η δικτατορία, ασκώντας πίεση μέσω των στρατοδικών, είχε λάβει εκ των προτέρων την απόφαση να καταδικάσει σε θάνατο μερικούς ως πολιτική προειδοποίηση και νουθεσία, χωρίς να τι νοιάζει ποιοι ήταν αυτοί και τι είδους αποδείξεις υπήρχαν…
Ο λεγόμενος Νόμος περί Ιστορικής Μνήμης, είναι άλλη μια φάρσα, όπως ήταν και η δίκη των συντρόφων μας, γιατί από αυτόν αποκλείονται όχι μόνο οι αντιφασίστες επαναστάτες αγωνιστές, μα ακόμα και οι αντάρτες που συνέχισαν τον αγώνα τους ενάντια στην δικτατορία, οι αντιφρανκιστές αγωνιστές (διαφόρων ιδεολογιών) που είχαν δολοφονηθεί, όπως ο Grimau, για παράδειγμα.
Αυτή η νέα «δικαστική» φάρσα προέρχεται από ένα καθεστώςτου οποίου η πιο διακεκριμένη προσωπικότητα είχε επιλεχθεί από το δολοφόνο Φράνκο ως διάδοχο, η οποία ορκίστηκε στις Αρχές του Φασιστικού Κινήματος και δεν έχει απαρνηθεί τη θεσμική συμμετοχή της στη δικτατορία: από ένα νομικό σύστημα που αρνήθηκε ως τώρα με μαζικό τρόπο,στους συγγενείς των δεκάδων χιλιάδων δολοφονημένων από τον φρανκισμό, χωρίς δίκη ή θυμάτων δικών-φάρσα όπως αυτή που το 1975 έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα τους συντρόφους μας, το πιο βασικό από τα στοιχειώδη δικαιώματα: αυτό του να μπορέσουν να βρουν τα λείψανα των θυμάτων και να επιτύχουν την πολιτική και νομική καταδίκη του εγκληματικού καθεστώτος που τους δολοφόνησε: από αυτό το ίδιο πολιτικό καθεστώς το οποίο αρνείται με τον εξευτελιστικό Νόμο Ιστορικής Μνήμης και με την άρνησή της καθολικής εφαρμογής της ισονομίας, τη ρητή καταδίκη του φρανκισμού ως ενός καθεστώτος εγκληματικού και τελευταίου εκπροσώπου του ευρωπαϊκού ναζιφασισμού και που επιτρέπει, εξάλλου, οι φρανκιστές δολοφόνοι να επιβάλλουν τον νόμο του συστηματικού και οργανωμένου τρόμου ως κρατική πολιτική, και να παραμένουν ατιμώρητα τα ειδεχθή εγκλήματά τους. Πώς μπορεί να μεταχειρίζονται ως τρομοκράτες οι σύντροφοί μας από αυτούς οι οποίοι παραβιάζουν με αυτό τον τρόπο τις στοιχειωδέστερες αρχές δικαιοσύνης και πολιτικής αξιοπρέπειας; Πώς μπορούν να είναι έγκυρες οι αποφάσεις της Φασιστικής δικαιοσύνης και αστυνομίας και να απαιτούν να γίνονται σεβαστές τέτοιες αυθαίρετες αποφάσεις, σαν κι αυτή που θέλει να δώσει «νομική» εγκυρότητα σε ένα καθεστώς που είχε τον τρόμο ως τη βάση της πολιτικής ασφαλείας της;
«Θεωρώντας πως είναι απαραίτητο τα ανθρώπινα δικαιώματα να προστατεύονται από νομικούς κανόνες, αν θέλουμε να αποφευχθούνοι άνθρωποι να υποχρεωθούν να προσφύγουν, ως τελευταίο καταφύγιο, στην εξέγερση ενάντια στην τυραννία και την καταπίεση» (Προοίμιο της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Η απόφαση που ελήφθη για τον Sánchez Bravo, βασισμένη στα όσα είπε η φρανκική αστυνομία και την ετυμηγορία της δίκης-φάρσα, χρησιμεύει μόνο και απλούστατα στο να επικυρώσει αυτή τη φάρσα, να νομιμοποιήσει τη δικτατορία, να δικαιολογήσει σήμερα αυτούς τους δολοφόνους και αυτή την παρωδία δίκης. Αυτό είναι απλούστατα αναξιοπρεπές και απαράδεκτο.
Με την πιο ενεργητική μας διαμαρτυρία έναντι αυτής της απόφασης, δηλώνουμε για μια ακόμα φορά ότι οι αγωνιστές του FRAP δεν ήταν τρομοκράτες: ήταν επαναστάτες συνεπείς που αντιπάλευαν μια δικτατορία που συνέχιζε να φυλακίζει, να βασανίζει και να δολοφονεί όσους πάλευαν για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Ήμασταν και είμαστε δημοκράτες που δεν αποδέχονται την επιβολή της μοναρχίας. Δεν απαρνούμαστε την κομμουνιστική μας ένταξη (δεν ήταν όλοι οι αγωνιστές του FRAP κομμουνιστές, μα ήταν οι τρεις δολοφονημένοι), ούτε απαρνούμαστε το παρελθόν μας, αντιθέτως, το αποκαθιστούμε με υπερηφάνεια.
Καλούμε όλες τις προοδευτικές οργανώσεις και προσωπικότητες να καταγγείλουν αυτή τη νέα φάρσα με την οποία, επιμένουμε, δικαιολογείται η φασιστική δικτατορία του Φράνκο και οι φρανκιστές. Διεκδικούμε και υπερασπιζόμαστε τη μνήμη των Sánchez Bravo, Baena Alonso και García Sanz που είναι παραδείγματα επαναστατικής αποφασιστικότητας και κομμουνιστικής διαμόρφωσης.
Μαδρίτη, 8 Ιούλη 2009
Η Γραμματεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας (μ-λ)
Σχετικό άρθρο: Πέθανε η Concha Tristán
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου