Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Käthe Kollwitz - 70 χρόνια απ’ το θάνατό της, 22 Απρίλη 1945

Φέτος τον Απρίλη συμπληρώνονται 70 χρόνια απ’ το θάνατο της the Kollwitz. Τιμώντας τη μνήμη της αναδημοσιεύουμε ένα σύντομο, επετειακού χαρακτήρα, σημείωμα του διάσημου Ελβετού μαρξιστή Konrad Farner, ιστορικού της τέχνης, θεωρητικού και τεχνοκριτικού, που γράφτηκε το 1965 μ’ αφορμή την 20η επέτειο του θανάτου της. Η μετάφραση παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: στη μετάφραση-απόδοση χάνεται η εκφραστική δύναμη του γερμανικού πρωτότυπου και σε κάποιο βαθμό η ακρίβειά του. Ταυτόχρονα με το παρακάτω σημείωμα μαζί με την the Kollwitz, τιμούμε και τη μνήμη του συγγραφέα που κι αυτός πέθανε τον ίδιο μήνα, στις 10 Απρίλη του 1974. 
 

 
KONRAD FARNER (1903-1974)


«Λίγες μέρες πριν την ανακωχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πέθανε στο Moritzburg, κοντά στη Δρέσδη, η Käthe Kollwitz σε ηλικία 78 χρονών. Πέθανε, μετά από μια απέραντα πλούσια ζωή, έρημη και ολομόναχη, αφού πολλοί δικοί της την είχαν αφήσει και δεν ήταν πια κοντά της: ο αδελφός της Konrad Schmidt, ο σύντροφός της, γιατρός Dr. Karl Kollwitz, η καλλίτεροι φίλοι της, Max Liebermann και Ernst Barlach, ο γιος της Peter, 18 χρονών, έπεσε το 1914 στη Φλάνδρα, ο αγαπημένος της εγγονός Peter το 1942 στη Ρωσία. Το σπίτι της στο Βερολίνο, στο οποίο έζησε απ’ το 1891 ως το 1943, όπου γέννησε τους δυο γιούς της, κατέρρευσε, έγινε ερείπια και στάχτες, μετά από βομβαρδισμό το Νοέμβρη 1943, καταστράφηκαν και πολλά γλυπτά της έργα, αναρίθμητα σχέδια και πολλά χαρακτικά.
Υπέφερε πολλά, αρχικά αδιανόητα για την ίδια, από το 1933: μαζί με τον Heinrich Mann αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Ακαδημία, της αφαιρείται η καθηγητική έδρα και της απαγορεύεται η διδασκαλία, οι πίνακες, τα σχέδια, τα χαρακτικά, τα γλυπτά εξαφανίστηκαν από τα Μουσεία και τις Γκαλερί, ενώ η απαγόρευση εκθέσεων την πλήττει ιδιαίτερα σκληρά, ακόμα περισσότερο όμως η αποσιώπηση και η αδιαφορία.
kollwitz_foto_webΣτους δυο γιατρούς Kollwitz, πατέρα και γιό, απαγορεύεται κατά καιρούς η εξάσκηση του επαγγέλματος. Το Ατελιέ της ερευνάτε από την Ασφάλεια και η ίδια απειλείται με σύλληψη. Όμως σε μια συνάντηση με το ζωγράφο Otto Nagel έβγαλε ένα μπουκαλάκι από την τσάντα της: «αν έρθουν να με πάρουν, δε θα πάω μαζί τους!», και πραγματικά, δε θα τους ακολουθούσε, θα προτιμούσε το θάνατο.
Άλλωστε ο θάνατος δεν της ήταν ποτέ ξένος, τον σκέπτεται πολύ σ’ όλη της τη ζωή, τον ονειρεύεται συχνά, σε αναρίθμητες επιστολές τον αναφέρει, σε πολλές χαλκογραφίες, λιθογραφίες και ξυλογραφίες, τον έχουμε απέναντι μας, συναντά τις μητέρες και τα παιδιά, τους φτωχούς και τους ταλαιπωρημένους, τους επαναστάτες και τους εξεγερμένους, ως μνημείο σχεδιάζει σε αξεπέραστα έργα τους πεθαμένους και τους σκοτωμένους, τους πενθούντες και τους θρηνούντες. «ο Θάνατος» ονομάζεται ένα από τις τελευταίες της σειρές, το μνημείο για το γιό ολοκληρώνεται μετά από 18ετή κοπιαστική καλλιτεχνική αναμέτρηση – και δεν είναι άλλος από το μεγάλο Ludwig Justi, που τις δυο γονατισμένες μορφές γονέων σε γραφίτη τις παρουσίασε στο κοινό στον προθάλαμο της Εθνικής Γκαλερί του Βερολίνου προτού τοποθετηθούν στο νεκροταφείο Στρατιωτών στο Βελγικό Roggevelde-Dixmuide. (από το 1955 εκτίθενται στην Κολωνία). Στο ορειχάλκινο γλυπτό «Pieta» δημιουργεί ένα μνημείο για τους μεγάλους καλλιτέχνες φίλους της, και για το δικό της τάφο δημιουργεί το θαυμάσιο ανάγλυφο «Ruhn im Frieden seiner Hände» («ανάπαυση στην ειρήνη των χεριών του») – η επιγραφή προέρχεται από το «West-östlichen Diwan», επίσης από το Goethe παραθέτει συχνά το σημείο όπου λέει στην Ottilie: «Komm lass uns sterben!» («Έλα να πεθάνουμε!»), ενώ και η Αποκάλυψη του Ιωάννου δεν της είναι ξένη. Η επιστολή της του Οκτώβρη 1938 όπου περιγράφει τον πεθαμένο Barlach και την κηδεία του, σκληρά και με σαφήνεια, σχεδόν ηχηρά και πάλι σιωπηλά, ανήκει στις αξέχαστες, εντυπωσιακές μαρτυρίες της εποχής μας.
Στην ίδια επιστολή όμως διαβάζουμε: «… όπως είναι πάντα, όταν έχουμε κηδέψει κάποιον, για τον οποίο θρηνούμε, για τον οποίο όμως δεν μοιρολογούμε με πόνο, ένιωσα ένα υψηλό αίσθημα ζωής μέσα μου.
Αύριο δεν μπορούμε πλέον,
Γι’ αυτό ελάτε να ζήσουμε σήμερα.
Όλα ήταν απέραντα και ανώτερα…»
Και στην είδηση της καταστροφής του σπιτιού του γιού της Hans γράφει, ενάμισι χρόνο πριν το θάνατό της, αφού είχε ήδη μετακομίσει: «… Τι μένει τώρα; Όλο και δυνατότερη αγάπη. Πρέπει να συνεχίσετε τη ζωή. Και εγώ θέλω να συνεχίζω να ζήσω…». Έτσι παραφράζει σε μια λιτή της ξυλογραφία, στη μνήμη του Karl Liebknecht, το ποίημα του Freiligrath «Οι πεθαμένοι στους ζωντανούς» σε κεντρικό σύνθημα «Οι ζωντανοί στους πεθαμένους» και η έμφαση αναφέρεται στους ζωντανούς.
Ναι, είναι ακριβώς μια μαχητική υπερασπίστρια της ζωής, παλεύει για τη ζωή, όχι μόνο τη δική της αλλά και για τη ζωή όλων και όλως ιδιαιτέρως εκείνων που απειλούνται. Είναι ενάντια στον πόλεμο και την πείνα, ενάντια στην αδικία και την εκμετάλλευση, και μάλλον κανένα άλλο έργο τέχνης – τα έργα της ως σύνολο σε όλα τα σχέδια, χαρακτικά, λιθογραφίες και γλυπτά – δεν είναι σε τέτοιο βαθμό αφιερωμένο στην υπεράσπιση της ζωής, στην αντίσταση ενάντια στο θάνατο, στην πάλη ενάντια στις κακές πλευρές του κοινωνικού Είναι, δηλαδή αφιερωμένο στο “Ωστόσο” και στο “Παρ’ όλα αυτά”. Γι’ αυτό κανένα άλλο έργο τέχνης δεν έγινε «οδηγός ηθικής φαντασίας», που έμεινε στη μνήμη ολόκληρου του λαού, ως Σύμβολο της ταπεινωμένης και αντιστεκόμενης ανθρωπότητας.
Γιατί η συμπόνια της είναι έκκληση για καλυτέρευση, η συμμετοχή της είναι προσκλητήριο για αγώνα, η συγκίνησή της είναι πανοπλία για την αλλαγή του κόσμου, το δικό της σύνθημα ειρήνης είναι, όπως η ίδια γράφει: «… καμιά παθητική παρακολούθηση, αλλά δουλειά, σκληρή δουλειά», το παράπονο της είναι ταρακούνημα και προειδοποιητική καταγγελία των υπεύθυνων, ο καημός της είναι όπλο μάχης για την ελπίδα.
Και όταν σε οικογενειακές γιορτές τραγουδιέται ολοένα το παλιό τραγούδι:
Ζήσε, αγάπησε, πιες και ονειρέψου
Και στεφανώσου μαζί μου,
Πόνεσε, όταν πονάω και’ γω
Κα πάλι να χαίρεσαι μαζί μου
έτσι απεικονίζεται, ότι η αισιοδοξία και η εμπιστοσύνη είναι οι πηγές που τρέφουν την ύπαρξή μας.
Αυτή η θετική αντιφατικότητα είναι ο εσωτερικός νόμος της τέχνης της, αποτελεί τη δύναμη της δημιουργικής διαμορφωτικής της θέλησης. «Οι σπόροι δεν πρέπει να αλέθονται», αυτές οι λέξεις από το «Wilhelm Meister» τις μεταφέρει δυο φορές στη δημοσιότητα: αλτρουισμός δεν είναι μια υπόθεση του θανάτου και μόνο του παρόντος, αλλά της ζωής και προπαντός του μέλλοντος. «Συμφωνώ ότι η τέχνη μου έχει σκοπό. Θέλω να δημιουργώ αυτή την εποχή που οι άνθρωποι είναι τόσο αμήχανοι και έχουν ανάγκη βοήθειας», αυτή είναι η ομολογία της για την υποχρέωση του καλλιτέχνη, αυτό είναι το σύνθημα της ζωής και της δημιουργίας της.
Η ζωή της αρχίζει στις 8 Ιούλη 1867 στο Königsberg, και η ηθική προσταγή του φιλοσόφου Immanuel Kant, σε συνδυασμό με την αρχή της ηθικότητας και της ελευθερίας της θέλησης, της πραγματικότητας, της δικαιοσύνης και με σκοπό την αιώνια ειρήνη, παραμένει κατά βάση ένας κατευθυντήριος οδηγός σ’ ολόκληρη της ζωή της. Στα 24 της χρόνια παντρεύεται, και το ιατρείο του συντρόφου της που έγινε ο αρωγός-βοηθός των φτωχών στο ζοφερό βορειο-ανατολικό τμήμα του τωρινού γιγαντιαία βιομηχανοποιημένου Βερολίνου, της δίνει το μεγάλο μάθημα της ζωής. Είναι η ζωή εκείνων που γεννηθήκαν στη σκιά, η ζωή των ταπεινωμένων και προσβεβλημένων, των αδύναμων και εκμεταλλευόμενων. Τη μοιράζεται μαζί τους, τους εμπιστεύεται, υποφέρει και αγωνίζεται μαζί τους με μαχητική συνέπεια, θαρραλέα και τολμηρά, 50 ολόκληρα χρόνια. Διαπιστώνει, ότι η φιλοσοφία δεν αρκεί, αλλά ότι η γνώση πρέπει να την ξεπερνάει και ότι ακριβώς το σπουδαίο δεν είναι μόνο να ερμηνεύει κανείς τον κόσμο αλλά να τον αλλάξει.
Η δράση της ως καλλιτέχνιδα είναι αφιερωμένη σ’ αυτή την αλλαγή, όχι ως κομματικο-πολιτική έκκληση, όχι ως βίαιη ή ως λογοτεχνική χειρονομία, αλλά ως ελεγχόμενη ορμή, ως συγκρατημένη κραυγή, ως στοχαστική αλήθεια. Με τις γκραβούρες «Εξέγερση των υφαντουργών» και του «Πολέμου των Χωρικών», με τις ξυλογραφίες «Πόλεμος» και «Προλεταριάτο» με τη σειρά των 8 λιθογραφιών «ο Θάνατος» δημιουργεί κύκλους, οι οποίοι στη φυσική τους γλώσσα γίνονται πάντοτε πιο λιτοί. Ξεπερνά το Νατουραλισμό, χωρίς να ξεπέφτει στο Συμβολισμό, είναι γεμάτη φαντασία, χωρίς να απομακρύνεται από την πραγματικότητα, ζει πολλά οράματα, χωρίς να χάνεται στο όνειρο, χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευαισθησία, χωρίς να γίνεται αδύναμη. Στις Αυτοπροσωπογραφίες της, που ξεπερνούν τις σαράντα, εμφανίζεται ως μάνα και σύντροφος, ως γνώστρια και μαχήτρια, αλλά προπαντός ως μια δυνατή όπως και απλή, ως ευγενική μα και αφοσιωμένη προσωπικότητα. Η Käthe Kollwitz υπήρξε μια από τις μεγάλες γυναίκες της εποχής μας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: