ΜΕΡΟΣ Α’ | ΜΕΡΟΣ Β’
Η ΔΙΚΗ ΖΗΝΟΒΙΕΦ (1936)
Denis Nowell Pritt (22.9.1887-23.5.1972)
Διαπρεπής άγγλος νομικός και βουλευτής 1935-1950
συνέχεια από «ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ» αρ.φυλ. 391 (1-31/10/2013)
Έχω φτάσει, σχεδόν, στο τέλος της συζήτησης του πρώτου κύριου μέρους της κριτικής αλλά προτού ολοκληρώσω θα πρέπει να προσθέσω ένα σημείο το οποίο έχει να κάνει πιο πολύ με την προσωπική μου εντύπωση, αν και δεν είναι απαραίτητα ασήμαντο γι’ αυτό το λόγο. Κατά την ακροαματική διαδικασία, παρατήρησα προσεχτικά την συμπεριφορά των κατηγορουμένων για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα. Όλοι μαζί αποτελούσαν μια, κατά ένα ενδιαφέροντα τρόπο, ετερόκλητη ομάδα. Άλλος έμοιαζε με γερμανό ωρολογοποιό, άλλος με λογιστή, άλλος με έξυπνο γερμανό πρίγκιπα, άλλος με Άγγλο αξιωματικό του ιππικού, άλλος με πυγμάχο, άλλος με δημοφιλή ηθοποιό, και άλλος με έναν ξύπνιο άνθρωπο των επιχειρήσεων. Αλλά όλοι τους – εκτός από δύο – σε κάθε στάδιο των πέντε κουραστικών ημερών της ακροαματικής διαδικασίας δεν έδειξαν ίχνος φόβου ή αμηχανίας. Το κουρασμένο πρόσωπο, οι νευρικές κινήσεις των χεριών, η σαστισμένη έκφραση, όλα, δηλαδή, τα συνήθη χαρακτηριστικά που συναντούμε σε εδώλια κατηγορουμένων σε πάρα πολλές δίκες της εποχής μας ήταν απόντα. Το πρώτο πράγμα που πρόσεχε κάποιος, μόλις εισερχόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου, ήταν η φαινομενική ηρεμία των κατηγορουμένων. Έχοντας ευγενική και υπομονετική αντιμετώπιση απ΄ το δικαστήριο, τον εισαγγελέα και τους φρουρούς (με τη δυνατότητα να περπατήσουν για λίγο έξω απ΄την αίθουσα αν το επιθυμούσαν), μιλούσαν ελεύθερα όποτε ήθελαν, έφερναν αντίρρηση με σθένος, αν όχι με υψωμένη φωνή, ο ένας στον άλλον σε κύρια ή δευτερεύοντα σημεία και δεν έδειχναν κανένα σημάδι πίεσης ή καταναγκασμού. Τα δύο στάδια της δίκης στα οποία, όπως ήταν φυσικό, δεν εκδηλώθηκε πλήρως αυτή η συμπεριφορά ήταν το ένα πριν την τελική αγόρευση του εισαγγελέα και το άλλο κατά τα τελευταία λόγια των κατηγορουμένων. Στο πρώτο από αυτά τα στάδια, πάντα μια καταθλιπτική στιγμή για τον κατηγορούμενο σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση, τέσσερις ή πέντε από τους κατηγορούμενους κάθονταν με τα μάτια τους κλειστά ή ακουμπούσαν τα κεφάλια στα χέρια τους, όχι νευρικοί, αλλά μάλλον ακίνητοι. Μεταξύ των δημοσιογράφων που ήταν παρόντες ποικίλλουν οι απόψεις για το αν κοιμόντουσαν, ή απλά βαριούνταν, ή αν ήταν βαθιά επηρεασμένοι. Από την πλευρά μου, ως δικηγόρος, ήμουν πεπεισμένος ότι δοκίμαζαν την εμπειρία πολλών κατηγορουμένων. Ανεξάρτητα κατά πόσο νόμιζαν πριν ότι μπορούσαν να κατανοήσουν την ισχύ της κατηγορίας εναντίον τους και τον κίνδυνο της θέσης τους, η τελική ομιλία του Εισαγγελέα αναπόφευκτα έκανε αυτήν την συνειδητοποίηση πιο σαφή και πιο καταθλιπτική. Στο άλλο στάδιο, οι τελικές ομιλίες από τους κατηγορούμενους, ήταν φυσικό αρκετά να διαπιστωθεί ότι μερικές μόνο από αυτές, ήταν κάπως συναισθηματικά φορτισμένες.
Συνολικά, τότε, εξετάζοντας τις δύο κύριες και, σε πρώτη ματιά, τις περισσότερο βαρύνουσες κριτικές μ’ όλη την προσοχή και την ικανότητα που διαθέτω, ομολογώ ότι δεν μπορώ να βρω έδαφος για καμία από αυτές.
Είναι, φυσικά, άξιο παρατήρησης ότι τόσο στην κατάθεσή τους κατά τη διάρκεια της εξέτασης τους από τον Βισίνσκι, όσο και στον «τελικό λόγο» τους, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, κατηγορούμενοι, μολονότι μίλησαν φυσικά, ελεύθερα και αυθόρμητα, πράγματι διατύπωσαν τις ομολογίες τους με μια ταπεινωτική πληρότητα. Το γεγονός αυτό προκαλεί εντύπωση στους Άγγλους παρατηρητές, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που έχουν συνηθίσει να κρίνουν ως περίεργη και, όντως, «αντι-αγγλική», κάθε δικαστική διαδικασία με βάση την ομοιότητά ή τη διαφορά της με την περίτεχνη και προσεχτική διαδικασία των αγγλικών δικαστηρίων. Και είναι έτοιμοι να συμπεράνουν πως αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό αποτελεί στοιχείο που δείχνει ότι οι ομολογίες δεν ήταν, κατά κάποιο τρόπο, αυθεντικές. Αλλά εκτός από το ότι είναι πολύ επικίνδυνο να κρίνουμε ανθρώπους με διαφορετική συμπεριφορά, λες και δεν είχαν την τύχη να είναι Άγγλοι, θα πρέπει να συνηδητοποιήσουμε ότι όλα τα επιχειρήματα που ήδη αναπτύχθηκαν για να δείξουν ότι οι κατηγορούμενοι ήταν πράγματι ένοχοι, διατηρούν όλη την ισχύ τους και εδώ. Γιατί αν ήταν ένοχοι, οι ομολογίες τους, ανεξάρτητα απ΄το πόσο υπερβολικές φαίνονταν, δεν ήταν ψευδείς. Αυτό καθεαυτό το γεγονός αποκλείει κάθε υπόθεση που θεωρεί απίθανες τις ομολογίες και που συνάγεται απ΄την υπερβολή με την οποία αυτές διατυπώθηκαν στο δικαστήριο. Και θα πρέπει να υπενθυμίσουμε για τους Ζινόβιεφ και Κάμενεφ ότι οι ομολογίες τους το 1935 ήταν, και τότε, αυθεντικές, αν και ελλιπείς, μολονότι είχαν διατυπωθεί με εξίσου υπερβολικό τρόπο. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια διαφορά στην συμπεριφορά και στον τρόπο που βλέπει κανείς τα πράγματα και, οπωσδήποτε, έχω παρατηρήσει παρόμοια ταπεινωτικές ομολογίες σε συνηθισμένες δίκες μικρής σχετικά σημασίας στην ΕΣΣΔ. Μπορεί κάποιος να δει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι απολογούμενοι για να κατηγορήσουν τους εαυτούς τους ήταν πιο έντονη και ταπεινωτική προς το τέλος της δίκης απ΄ ότι νωρίτερα κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και τούτο, νομίζω, είναι φυσικό. Κατά την ακροαματική διαδικασία, όταν η δίκη δεν είχε προχωρήσει τόσο ώστε να μην τους αφήσει κάποια εύλογη ελπίδα να ξεφύγουν απ΄το θάνατο, η συμπεριφορά των κατηγορουμένων ήταν εμφανώς πρόσχαρη και περήφανη. Είχαν ακόμα την διάθεση και το κίνητρο λόγω των μεταξύ τους διενέξεων όσον αφορά το σχετικό βαθμό ενοχής του καθενός και όσον αφορά την ακρίβεια των καταθέσεών τους σε γεγονότα στα οποία εμπλέκονται δύο, τρείς ή και περισσότεροι απ’ αυτούς. Κατά το τελευταίο, όμως, στάδιο της δίκης ύστερα από την ξεκάθαρη ομιλία του Βισίνσκι και ύστερα από τέσσερις μέρες ακροματικής διαδικασίας όταν αυτές οι διενέξεις είχαν λυθεί και δεν υπήρχε περιθώριο για αμφιβολία ή ελπίδα, η φυσική αντίδραση (στην απουσία κάθε λογικής δυνατότητας να αρχίσει μια σύγκρουση για οποιοδήποτε βασικό ή επουσιώδες ζήτημα) θα ήταν προς στην κατεύθυνση να ξαλαφρώσει το μυαλό όλων. Όποια και αν είναι η εντύπωση που σχηματίζεται στην αυθεντική αγγλική σκέψη από αυτήν την περίεργη ψυχική στάση, είναι δύσκολο να δει κανείς πως μπορεί, υπό το φώς όλων των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, να πείσει οποιονδήποτε παρατηρητή για το ψεύδος των ομολογιών, την αθωότητα των κατηγορουμένων ή την ύπαρξη οποιασδήποτε ατασθαλίας κατά την προανακριτική εξέταση των κατηγορουμένων.
Η απάντηση στην επόμενη κριτική που θα εξετάσουμε είναι πιο σύντομη. Η κριτική αυτή έχει, χάριν συντομίας, ως εξής: ότι όλη η υπόθεση είναι απλώς απίστευτη και ότι κανείς, και περισσότερο απ’ όλους παλιοί επαναστάτες, δεν θα μπορούσε να επιδείξει την συμπεριφορά που υποτίθεται είχαν αυτοί οι άνδρες. Τούτο το επιχείρημα θα είχε κάποια βαρύτητα αν οι κατηγορούμενοι είχαν αρνηθεί τις κατηγορίες και αν αποδεικνύονταν ότι τα στοιχεία εις βάρος τους ήταν ανεπαρκή. Ελπίζω, όμως, να μην θεωρηθεί ως χαριτολογία αν πω ότι τούτο μου θυμίζει κάποιον που, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά το Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας ένα όμορφο απόγευμα, είπε, χωρίς δισταγμό, ότι δεν πιστεύει στα μάτια του. Το περίεργο, επιπλέον, με αυτήν την κριτική είναι ότι προέρχεται κυρίως από ανθρώπους οι οποίοι για χρόνια υποστήριζαν πως και η κυβέρνηση της και οι οικονομικές συνθήκες της Σοβιετικής Ρωσίας είναι τόσο κακές και πως ο λαός της βρίσκεται σε τόσο έκρυθμη κατάσταση επαναστατικού αναβρασμού που μόνο η αδίστακτη χρήση βίας αποτρέπει ένα επαναστατικό ξέσπασμα ανά πάσα στιγμή. Αυτοί οι κριτικοί θα έπρεπε σίγουρα να δεχθούν την είδηση ότι υπάρχουν συνομωσίες για να δολοφονηθούν οι επικεφαλείς μιας τέτοιας κυβέρνησης ως το πιο φυσικό και αναπόφευκτο πράγμα στο κόσμο αντί να δείχνουν μια τυφλή δυσπιστία που προσβάλλει τις σοβιετικές δικαστικές αρχές και καταδεικνύει την πραγματική γνώμη των κριτικών για την σταθερότητα της σοβιετικής κυβέρνησης. Παρόλα αυτά καλό είναι να απαντηθεί η κριτική αυτή με επιχειρήματα στο βαθμό που είναι αρκετά στέρεα για να επιδέχεται τέτοια αντιμετώπιση. Κατά πρώτον, και η πιο σκεπτικιστική εξέταση των διαθέσιμων στοιχείων, τόσο μέσα όσο και έξω από τα πλαίσια της δίκης, θα πρέπει να πείσει τον οποιονδήποτε ότι τροτσκιστικά και ζηνοβιεφικά κέντρα και ομάδες, λιγότερου ή περισσότερου συνωμοτικού χαρακτήρα, δρουν εδώ και κάμποσο καιρό. Το ερώτημα είναι πόσο μακριά ήταν διατεθειμένα να φτάσουν όλα αυτά τα κέντρα προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους. Δυστυχώς, είναι αναμφίβολο ότι κάποια από αυτά τα κέντρα ήταν διατεθειμένα να φτάσουν μακριά και, όντως φτάσαν τόσο μακριά ώστε να δολοφονήσουν τον Κίροφ. Αν κάποιος λάβει επίσης υπόψιν τις ομολογίες και όλο τον όγκο των πραγματικά αποδεικτικών στοιχείων που μπορούν να εξαχθούν από τo κατηγορητήριο και από τις πληροφορίες που αναφέρθηκαν στο δικαστήριο, είναι αρκετό για να καταδειχθεί ότι η τρομοκρατική συνομωσία πραγματικά υπήρχε. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς φοιτητής της ψυχολογίας για να καταλάβει σε πόση απελπισία μπορεί να οδηγήσει τελικά φιλόδοξους άντρες η παρατεταμένη και έντονη επιθυμία για εξουσία. Αν δεν υπήρχαν ομολογίες ή αποδεικτικά στοιχεία θα ήταν, κατά πρώτη άποψη, απίθανο, αλλά όχι αδύνατο, πως αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ενάντια στην Μαρξιστική θεωρία και τα κοινά ανθρώπινα μέτρα. Αλλά ομολογίες και τα αποδεικτικά στοιχεία δεν έλειψαν. Η πιο πειστική αποκήρυξη αυτής της κριτικής, ωστόσο, μου φαίνεται να βασίζεται στο εξής: όχι μόνο είναι σίγουρα απίθανο, αλλά εντελώς αδύνατο για κάθε ομάδα ευφυών ατόμων που βρίσκεται στην διακυβέρνηση μιας χώρας να αφήσει να ακουστούν όλοι οι φόβοι, οι αμφιβολίες, οι επικρίσεις, και οι αμέτρητες παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, που συνοδεύουν μια υπόθεση όπως αυτή, για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από το ότι η συνωμοσία αποδείχθηκε σαφώς και σίγουρα από τα τελικά στοιχεία. Αξίζει να κάνουμε μια παύση και να σκεφτούμε για λίγο το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό στο οποίο ανακαλύφθηκε αυτή η συνομωσία (ή σύμφωνα με τους ακραίους κριτικούς, το σκηνικό στο οποίο η σοβιετική κυβέρνηση χωρίς να λογαριάζει ηθική και ειλικρίνεια και ακόμα την ίδια της την φήμη έστησε μια απαίσια φάρσα όπου δεκαέξι άνθρωποι δέχθηκαν εθελοντικά να παίξουν ρόλους για να καταστρέψουν τους ίδιους τους εαυτούς τους).
Πρόσφατα, και πιο συγκεκριμένα στο τρέχον έτος 1936, η Σοβιετική Ένωση εισήλθε σε μια νέα φάση όχι μόνο οικονομικής αλλά και πολιτικής ανάπτυξης. Από οικονομικής άποψης, το επίπεδο ζωής της – αν και, ακόμα, χαμηλότερο σε σύγκριση με αρκετές από τις πιο «τυχερές» χώρες αποτελεί, παρόλο αυτά, σχεδόν θαύμα σε σχέση με το τι ήταν δυο δεκαετίες πριν και είναι σχεδόν απίστευτο ακόμα και σε σχέση δύο χρόνια πριν. Από πολιτικής άποψης, ένα γεγονός όπως η πλήρης και χωρίς περιορισμούς παροχή δικαιώματος ψήφου σε όλα τα μέλη των «απαλλοτριωμένων» τάξεων, το οποίο φιλικά διακείμενοι κριτικοί νόμιζαν και έλπιζαν ότι θα γίνει στα επόμενα οχτώ ή δέκα χρόνια, θα έχει σίγουρα επιτευχθεί πριν το τέλος του 1936. Η απευθείας εκλογή μέσω μυστικής ψηφοφορίας καθόλη την ιεραρχία των σοβιέτ και των άλλων οργάνων, που εκλέγονταν μέχρι τώρα με το έμμεσο σύστημα, είναι κάτι που επίσης θα γίνει σίγουρα αυτό το χρόνο. Επιπλέον, τόσο στη σφαίρα της διοίκησης όσο και της δικαιοσύνης, έχουν γίνει ή πρόκειται να γίνουν παραχωρήσεις οι οποίες στο σύνολό τους ισοδυναμούν με μια πολύ μεγάλη παραχώρηση εκτελεστικής εξουσίας. Λίγες είναι οι κυβερνήσεις που έχουν παραχωρήσει εθελούσια, μικρό ή μεγάλο μέρος της εκτελεστικής τους εξουσίας και, σχεδόν, κάθε κυβέρνηση στο κόσμο σήμερα προσπαθεί να επεκτείνει τις εκτελεστικές της αρμοδιότητες. Η ελευθερία του λόγου και των συναθροίσεων, η ελευθερία από την αυθαίρετη σύλληψη και το απαραβίαστο της αλληλογραφίας είναι δικαιώματα τα οποία, τουλάχιστον τυπικά, παραχωρήθηκαν από νωρίς. Στην παρούσα παγκόσμια πολιτική κατάσταση, όλα αυτά αποτελούν μια ατρόμητη δήλωση ότι η Σοβιετική Ένωση είναι πολιτικά και οικονομικά τόσο σταθερή που δεν χρειάζεται πια καμία έκτακτη εκτελεστική εξουσία για να υπερασπίσει τον εαυτό της με τις μακρόχρονες και επίμονες αιρέσεις των τροτσκιστικών και ζηνοβιεφικών κέντρων να έχουν φτάσει, κατά τα φαινόμενα, στο τέλος τους και με τους περισσότερους ηγέτες τους, ακόμα και αυτούς που είχαν εμπλακεί σε σοβαρά αντεπαναστατικά αδικήματα να έχουν μετανοήσει πλήρως και δημόσια, να έχουν συγχωρεθεί και να έχουν επανενταχθεί στο Κομμουνιστικό κόμμα. Ένας πραγματικά καλοκαιρινός ουρανός στον οποίο κανείς δεν θα ήθελε να δει μια καταιγίδα, στον οποίο κανείς, πάνω απ΄ολα δεν θα ήθελε να προκαλέσει μια καταιγίδα. Ξαφνικά, τραγικά η καταιγίδα ξεσπάει. Οι δηλώσεις μεταμέλειας αποδείχθηκαν ότι ήταν ψευδείς, και οι διαφωνούντες αποδείχθηκε ότι εκμεταλλεύθηκαν την κομματική επανένταξή τους όχι απλά για να συνεχίσουν την προπαγάνδα υπέρ των απόψεών τους (αναγκάζοντας, όμως, έτσι, την κυβέρνηση να αναρωτηθεί αν η επιεικής μεταχείριση εχθρικών στοιχείων δεν ήταν τελικά λάθος και αν θα έπρεπε να επανεξετάσει, προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, τις δραστηριότητες όλων των γνωστών, ή κατ’ υποψία, τροτσκιστικών και ζηνοβιεφικών που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε διάφορα σημεία της χώρας), αλλά και για συνωμοτήσουν ενεργά για να δολοφονήσουν κάποιους από τους κύριους ηγέτες της χώρας με τρόπο που μπορεί να προκαλέσει τη μέγιστη δυνατή σύγχυση, τρόμο και αιματοχυσία με αποκλειστικό σκοπό να αρπάξουν οι ίδιοι την εξουσία. Σίγουρα, οι χειρότεροι παρανοϊκοί και μορφιομανείς της Κεντρικής Ευρώπης θα φαίνονταν να είναι πιο ήρεμοι και διαυγείς πολίτες σε σύγκριση με τους ηγέτες μιας μεγάλης χώρας που θα ανακοίνωναν σε μια τέτοια στιγμή την ανακάλυψη μια τέτοιας συνομωσίας και θα προχωρούσαν στη διεξαγωγή δημόσιας δίκης των συνωμοτών με οποιαδήποτε άλλη αιτία εκτός από το ότι τα γεγονότα είναι αδιάψευστα και η συνομωσία αποδεδειγμένη.
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου