ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ (1936-1938)*
(Αναδ. από το βιβλίο του Άντριου Ρόθσταϊν : «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης - Η ιστορία μιας εποχής», Λονδίνο 1950, σελ.276-279 από την ελληνική μετάφραση)
[…] «Οι πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης έβλεπαν τη δύναμη της χώρας τους, τα χρόνια αυτά, [Μετά το 1930] φτάνει σε σημείο τέτοιο που ποτέ ως τώρα δεν το είχαν δει. Το ίδιο μπορούσαν να διαπιστώσουν και όλοι όσοι επισκέπτονταν την ΕΣΣΔ. Οι χιλιάδες τουρίστες και οι εκατοντάδες εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των εργοστασίων και των συνδικάτων διαφόρων χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής που έρχονταν στην ΕΣΣΔ στις γιορτές της Πρωτομαγιάς ή της 7 Νοεμβρίου, μα ακόμα και η Αγγλική Στρατιωτική Αποστολή που το Σεπτέμβριο του 1936 παρακολούθησε τα γυμνάσια του Κόκκινου Στρατού στη Λευκορωσία και είδε τις σοβιετικές μηχανοκίνητες δυνάμεις και την αεροπορία εν δράσει, σε αριθμό και ικανότητα που ούτε να φανταστεί ήταν δυνατό. Ένα δείγμα της εμπιστοσύνης αυτής και του ατράνταχτου ηθικού του λαού ήταν ο τρόπος που έγιναν μια σειρά από δίκες πρώην πολιτικών και ανωτάτων στρατιωτικών. Κατηγορούνταν για προδοσία, σαμποτάζ καταστροφές και δολοφονίες. Οι περισσότεροι δικαστήκαν δημόσια, αφού προηγούμενα δόθηκαν στη δημοσιότητα όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία που υπήρχαν. Το ηθικό του λαού όχι μόνο δεν κλονίστηκε μα και δυνάμωσε γιατί όλοι ένιωθαν πως έτσι ξεριζώνονταν οι κριμένοι κίνδυνοι. Θα αναφέρουμε εδωπέρα τις σπουδαιότερες από τις συνωμοσίες και δίκες αυτές : Το Γενάρη του 1935 ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ και αρκετοί συνεργάτες τους οδηγήθηκαν στο δικαστήριο κατηγορούμενοι σαν συνένοχοι στη δολοφονία του Κύρωφ. Απ’ την κατηγορία αυτή απαλλάχτηκαν, αποκαλύφθηκε όμως πως είχαν ιδρύσει μια αντεπαναστατική οργάνωση που με τη δράση της ενθάρρυνε την τρομοκρατική ομάδα του Λένινγκραντ και το σπουδαιότερο, ήξεραν πως υπήρχε αυτή η ομάδα. Ο Ζηνόβιεφ καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή κι ο Κάμενεφ σε 5 χρόνια. Αλλά στα τέλη της άνοιξης του 1936, όταν πιάστηκαν μια σειρά πράχτορες ναζήδες και τροτσκιστές συνωμότες, αποκαλύφθηκε η ύπαρξη μιας ακόμα πλατύτερης οργάνωσης, μιας κεντρικής τρομοκρατικής επιτροπής όπου όχι μόνο ο Ζηνόβιεφ και ο Κάμενεφ αλλά και αρκετοί ηγέτες τροτσκιστές ήταν μέλη της. Η προανάκριση και τα στοιχεία που δόθηκαν στη δίκη (Αύγουστος 1936) αποκάλυψαν πως με του γερμανούς που έστειλε στην ΕΣΣΔ ο ίδιος ο Τρότσκυ, η οργάνωση βρισκόταν σε στενή επαφή με τη γερμανική Γκεστάπο. Ο Ζηνόβιεφ, Ο Κάμενεφ και οι συνεργάτες τους καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μέσα στις δυο κατοπινές βδομάδες συνελήφθηκαν κι άλλοι τροτσκιστές – ο Πιατκώβ, ο Ράντεκ, ο Σοκόλνικωφ, ο Σερεμπράκωφ και ο Γιαγκόντα, Λαϊκός Επίτροπος των Εσωτερικών – ύστερα από ομολογίες της ομάδας Ζηνόβιεφ – Κάμενεφ. Η δίκη τους έγινε στις αρχές του 1937. Τα όσα είπαν στις καταθέσεις τους και όσα αποκάλυψαν μέσα στο δικαστήριο αποδεικνύουν πως αντίθετα απ’όσα προφασίζονταν τόσο καιρό πως ό,τι έκαναν το έκαναν τάχα από ενδιαφέρον για το σοβιετικό λαό η πολιτική τους και οι ενέργειες τους ήταν μια πλήρης υποταγή στα σχέδια του Χίτλερ. Η οργάνωση σαμποτάζ στους σιδηροδρόμους, στα ανθρακωρυχεία, σε σπουδαία χημικά εργοστάσια και ηλεκτροσταθμούς, στη γεωργία και στην κτηνοτροφία αποδείχτηκε πως ήταν ένα βοηθητικό μόνο στοιχείο του κυρίου έργο τους. Γιατί ο σκοπός τους ήταν να αποτανθούν στο εξωτερικό για βοήθεια -- στη γερμανική και στη γιαπωνέζική μυστική υπηρεσία – αν οι προσπάθειες τους στο εσωτερικό αποτύχαιναν. Όπως είπε ο Σοκόλνικωφ – που για ένα διάστημα ήταν πρεσβευτής στη Μεγ. Βρετανία – «είχαμε τη γνώμη πως ο φασισμός ήταν η πιο οργανωμένη μορφή του καπιταλισμού, πως θα θριάμβευε και πως θα καταλάμβανε την Ευρώπη και θα μας έπνιγε. Γι αυτό ήταν καλύτερο να δοθεί η Ουκρανία στη Γερμανία και τα εδάφη της Άπω Ανατολής στην Ιαπωνία, να δοθούν οικονομικά προνόμια σε γερμανικές βιομηχανίες, να γίνουν σε μεγάλη κλίμακα ανατρεπτικές ενέργειες μόλις ξεσπούσε ο πόλεμος ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στη Γερμανία και σε ανταμοιβή, να εγκαθιδρυόταν Τροτσκιστική Κυβέρνηση μετά τη γερμανική νίκη. Αξίζει να σημειωθεί πως καθώς έγραψε αργότερα κι ένας πολύ γνωστός Αμερικανός δημοσιογράφος που παρακολούθησε τη δίκη « η εντύπωση που δημιουργήθηκε στο εξωτερικό, πως όλοι οι κατηγορούμενοι έλεγαν τα ίδια πράματα, πως αυτοεξευτελίζονταν και γίνονταν τιποτένιοι πως έμοιαζαν με μαντρωμένα πρόβατα για σφάξιμο, δεν είναι καθόλου σωστή. Συζητούσαν έντονα με τον κατήγορο και δεν είπαν παρά εκείνα μόνο που δεν μπορούσαν να κρυφτούν». Ο Ράντεκ, στην απολογία του, είπε : «Επί δυόμιση μήνες στην ανάκριση ή στην αντιπαράσταση ανάγκασα τον ανακριτή ν’ ανοίξει τα χαρτιά του, έτσι ώστε να μπορώ να δω ποιος ομολόγησε, ποιος δεν ομολόγησε, και τι ομολόγησε ο καθένας». Σχεδόν όλοι οι ξένοι διπλωμάτες στη Μόσχα που παρακολουθούσαν τη δίκη, καθώς ανάφερε ο πρεσβευτής των Ην. Πολιτειών κ. Νταίβις στον υπουργό των εξωτερικών κ.Κόρντελ Χάλλ στις 17 Φεβρουαρίου 1937, συμφωνούσαν μαζί του πως οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι. Το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε τους αρχηγούς της συνωμοσίας σε θάνατο, ενώ το Ράντεκ, το Σοκόλνίκωφ και τους άλλους που έπαιξαν μικρότερο ρόλο τους καταδίκασε σε φυλάκιση. Το Μάη του 1937 πιάστηκε και μια άλλη ομάδα συνωμοτών, ύστερα από τις αποκαλύψεις που έγιναν στις καταθέσεις των μαρτύρων στις προηγούμενες δίκες. Στην ομάδα αυτή ήταν οι δυο Λαϊκοί Επίτροποι Αμύνης, ο Τσουχατσέφσκυ και ο Γκαμάρνικ καθώς και αρκετοί άλλοι στρατηγοί. Το στρατοδικείο που τους δίκασε απαρτίζονταν από τους ανώτατους στρατιωτικούς ηγέτες της ΕΣΣΔ. Κατηγορούνταν για κατασκοπεία για λογαριασμό της μυστικής υπηρεσίας μιας χώρας «η οποία εφαρμόζει απέναντι στην ΕΣΣΔ μη φιλική πολιτική». Αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο Τσουχατσέφσκυ και οι συνεργάτες του είχαν τις ίδιες αντιλήψεις και παρόμοιες δοσοληψίες με τους τροτσκιστές για τη Γερμανία γιατί πίστευαν πως δεν υπάρχει στη γη δύναμη τόσο ισχυρή όσο η Γερμανία και πως γι αυτό ήταν απαραίτητο να έρθουν σε συνεννόηση μαζί της, όπως και με την Ιαπωνία. Έτσι ετοίμαζαν στρατιωτικό πραξικόπημα παρ’ όλο που ήταν πρόβλημα το που θα εύρισκαν ανθρώπους για μια τέτοια δουλειά, δηλ. για να καταλάβουν τα κυβερνητικά κτίρια και να σκοτώσουν τους σοβιετικού ηγέτες. Στο σημείο αυτό έπεσαν έξω. Τον Ιούνιο του 1937 καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Και μια ακόμα αμάδα πιάστηκε. Η ομάδα αυτή εργάζονταν αρκετά δραστήρια ωσότου οι κίνδυνοι από τα μέσα περιόρισαν τη δράση της. Το Μάη, ανακοινώθηκε πως οι δεξιοί ηγέτες Μπουχάριν, Ρύκωφ και Τόμσκυ ήταν ύποπτοι προδοσίας, σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν στις προηγούμενες δίκες. Οι δυο πρώτο συνελήφθηκαν και ο Τόμσκυ αυτοκτόνησε. Άλλοι γνωστοί τροτσκιστές τέθηκαν υπό επιτήρηση – ο Ρόζενγκολτς (άλλοτε συνεργάτης του Τρότσκυ στο Επιτροπάτο των Στρατιωτικών, αντιπρόσωπος στο Λονδίνο και Λαϊκος Επίτροπος του Εξωτερικού Εμπορίου),ο Ρακόφσκυ συνεργάτης του Τρότσκυ πριν απ’ το 1914,αργότερα Πρόεδρος της Σοβιετικής Ουκρανικής Κυβέρνησης και ύστερα πρεσβευτής στο Λονδίνο), ο Κρεστίνκυ (ένας από τους γραμματείς της Κ.Ε. του Κόμματος, αργότερα Λαϊκός Επίτροπος των Οικονομικών και ύστερα πρεσβευτής στο Βερολίνο) και αρκετοί άλλοι. Η δίκη της ομάδας αυτής έγινε το Μάρτη του 1938. Στο εξωτερικό οι δίκες έδωσαν αφορμή να γραφούν τόμοι από βρισιές, επινοήσεις και παραμύθια. Οι βρισιές ήταν τόσο πρόστυχες που οι σοβιετικοί πολίτες πείστηκαν -- και ο καθένας που τους συναντούσε τα χρόνια εκείνα μπορούσε να το καταλάβει – πως πραγματικά η Σοβιετική Κυβέρνηση είχε καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στα σχέδια εκείνων που τα είχαν επινοήσει. Και γι αυτό ξεφώνιζαν τώρα. Τη γενική αντίληψη, την ετυμηγορία της ΕΣΣΔ την έδωσε ο Στάλιν στο 18ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το Μάρτη του 1939 :«Όταν ακούει κανένας αυτές τις ανοησίες που λέγονται στο εξωτερικό, μπορεί να του περάσει η ιδέα πως αν οι κατάσκοποι, οι δολοφόνοι και οι καταστροφείς έμεναν ελεύθεροι να καταστρέφουν, να δολοφονούν και να κατασκοπεύουν ανεμπόδιστα και αδέσμευτα τότε οι σοβιετικές οργανώσεις θα ήταν πολύ πιο γερές και ισχυρές». Είναι κοινό μυστικό πως στη διάρκεια αυτών των ερευνών μέσα σε τούτα τα χρόνια και ιδιαιτέρα στο 1937 έγιναν πολλές συλλήψεις ύποπτων που κατείχαν υπεύθυνες θέσεις. Οι ξένοι δημοσιογράφοι και διπλωμάτες, συνηθισμένοι να κρίνουν τη δύναμη ενός καθεστώτος από την τύχη των ανθρώπων που βρίσκονταν στην εξουσία ερμήνευαν τις συλλήψεις αυτές σαν ένδειξη και απόδειξη της μεγάλης έλλειψης εμπιστοσύνης που υπήρχε. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπήρχε αβεβαιότητα στις μεγάλες λαϊκές μάζες. Ακόμα και οι λίγοι διανοούμενοι, στους οποίος το κουτσομπολιό, η φλυαρία και η ανάμνηση των παλιών δισταγμών δημιούργησαν υποψίες, από το 1938 και ύστερα άρχισαν να ησυχάζουν γιατί πολλοί απ’ αυτούς που είχαν προφυλακιστεί αφέθηκαν ελεύθεροι και άρχισαν να γυρίζουν πίσω στις δουλειές τους»
* ο τίτλος είναι της Ανασύνταξης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου