Αναδημοσιεύουμε ένα χρήσιμο κείμενο του 2006 για το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Φέτος (σ.σ. το 2006) συμπληρώνονται 50 χρόνια
από το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (14-25 Φλεβάρη 1956),
του οποίου οι αντιμαρξιστικές σοσιαλδημοκρατικές θέσεις
δικαιολογημένα επιδοκιμάστηκαν, επικροτήθηκαν και χαιρετίστηκαν
με ενθουσιασμό απ’ όλη τη διεθνή ιμπεριαλιστική αντίδραση.
Απ’ την πληθώρα των
δηλώσεων της αντίδρασης ας αναφερθεί ενδεικτικά μόνο η πολύ
χαρακτηριστική δήλωση (23 Απρίλη 1956) του Φόστερ Ντάλες, λίγες
μέρες μετά τη διάλυση (17 Απρίλη 1956) απ’ τη χρουστσοφική κλίκα
του «Γραφείου Πληροφοριών» των κομμουνιστικών κομμάτων, στους
αντιπροσώπους του τύπου: «Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι αισθάνονται
βαθείαν ικανοποίησιν διαπιαστώνουσαι την εμφάνισιν ορισμένων
φωτεινών σημείων εις την ΕΣΣΔ, τα οποία προοιωνίζουν πιθανώς την
αυγήν μιας νέας εποχής...», επαναλαμβάνει όμως ότι η αποποίησις
του Στάλιν είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του «ελεύθερου
κόσμου». Στις 24, εκφράζει τη χαρά του για τη στάση που πήρε η
Μόσχα απέναντι στον τιτοϊσμό και δηλώνει ότι θα υποστηρίξει τη
στάση του «εθνικού κομμουνισμού» στην Τσεχοσλοβακία και την
Πολωνία» (Λ. ΑΡΑΓΚΟΝ: «Ιστορία της Σοβιετικής Ενώσεως
1917-1960», τόμος Β΄, σελ. 269, Αθήνα 1962).
Η όξυνση της ταξικής πάλης
στη Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του ’50 κατέληξε,
μετά το θάνατο-δολοφονία του Στάλιν, σε ήττα των επαναστατικών
δυνάμεων, σε βίαιη πραξικοπηματική ανατροπή της
Διχτατορίας του Προλεταριάτου, σε νίκη της
αστικορεβιζιονιστικής χρουστσωφικής αντεπανάστασης και σε
εγκαθίδρυση αστικορεβιζιονιστικής δικτατορίας.
Η ανατροπή της
Διχτατορίας του Προλεταριάτου από τις αστικές
αντεπαναστατικές αντιδραστικές δυνάμεις, εκπροσωπούμενες από την
αποστάτρια προδοτική ρεβιζιονιστική κλίκα των Χρουστσώφ-Μικογιάν-Μπρέζνιεφ,
κλπ. ήταν ακριβώς το πρώτο βήμα, η πρώτη και εντελώς
αναγκαία προϋπόθεση που άνοιξε το δρόμο στο κακόφημο
αντεπαναστατικό 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, το οποίο
επικύρωσε-επισφράγισε τη νίκη της αστικής αντεπανάστασης
στη Σοβιετική Ένωση και διατύπωσε ανοιχτά πλέον τη γνωστή
σοσιαλδημοκρατική γραμμή, που βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με
τον επαναστατικό μαρξισμό, δηλ. το λενινισμό-σταλινισμό,
σ’ όλα τα ζητήματα της επανάστασης (ανεξάρτητα από το χαραχτήρα
της), και, ανάμεσα σ’ άλλα, πρώτα και κύρια σε εκείνα που
συνδέονται με: 1) την προλεταριακή επανάσταση,
2) το σοσιαλισμό–κομμουνισμό, 3) την
παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση και τις
άλλες χώρες απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ΄50.
Για την ορθή μαρξιστική
κατανόηση της μετέπειτα αρνητικής αναπόφευκτης εξέλιξης
στην τότε Σοβιετική Ένωση, πρέπει ιδιαίτερα να υπογραμμιστεί
ευθύς εξαρχής ότι αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της
αρνητικής πορείας ήταν η ανατροπή της Διχτατορίας του
Προλεταριάτου, η οποία αποτέλεσε την απαρχή της έναρξης
του πισωδρομικού προτσές, δηλ. της διακοπής της
οικοδόμησης του σοσιαλισμού, της εξάλειψής του και
της σταδιακής παλινόρθωσης του καπιταλισμού σ’ αυτές τις
χώρες. Η ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου
προηγήθηκε του 20ού συνεδρίου. Το πρόβλημα της πολιτικής
εξουσίας – κεντρικό πρόβλημα κάθε επανάστασης και
αντεπανάστασης – σε βάρος της εργατικής τάξης στη Σοβιετική
Ένωση κρίθηκε πριν το 20ο Συνέδριο, δηλ. η ποιοτική
προς τα πίσω αλλαγή σημειώθηκε πριν το
αντεπαναστατικό αυτό συνέδριο. Ο Μολότοφ στις συνομιλίες με τον
Τσούγιεφ παραδέχεται ότι η ρεβιζιονιστική ομάδα του Χρουστσόφ
είχε πάρει την εξουσία στα χέρια της πριν την πραγματοποίηση του
20ου Συνεδρίου.
Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο
πως με δεδομένη την ύπαρξη της Διχτατορίας του Προλεταριάτου
θα ήταν αδιανόητο το αντεπαναστατικό 20ο συνέδριο. Έτσι
εξηγείται που κατά τη διάρκεια της λενινιστικής-σταλινικής
περιόδου (1917-1953) δεν έχουμε πραγματοποίηση ανάλογου
αντεπαναστατικού συνεδρίου και δεν ήταν εκείνη την περίοδο
δυνατή η πραγματοποίησή του, κι’ αυτό επειδή ακριβώς τότε στη
Σοβιετική Ένωση υ π ή ρ χ ε η Διχτατορία του Προλεταριάτου.
Γι’ αυτό η αναφορά μόνο
στο 20ο Συνέδριο, χωρίς αναφορά στη Διχτατορία του
Προλεταριάτου και πότε αυτή και με ποιο τρόπο ανατράπηκε,
από τη μεριά των «αντιχρουστσοφικών», αλλά ρεβιζιονιστικών
αντιζαχαριαδικών-αντισταλινικών (με τη μορφή της
«λαθολογίας») Οργανώσεων (ΚΚΕ μ-λ, Μ-Λ ΚΚΕ, ΚΟΕ, κλπ.) δεν
είναι καθόλου επαρκής και αδυνατεί να εξηγήσει μαρξιστικά την
ανοιχτή πλέον αντεπαναστατική ΣΤΡΟΦΗ στο 20ο Συνέδριο και
τις μετέπειτα αναπόφευκτες αρνητικές εξελίξεις στη Σοβιετική
Ένωση στην κατεύθυνση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού
σ’ αυτή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η θέση τους αυτή είναι
και ρεβιζιονιστική, επειδή εμπεριέχει-προϋποθέτει την
αντιμαρξιστική άποψη της «ειρηνικής μετεξέλιξης
του σοσιαλισμού σε καπιταλισμό».
Κατά τη διάρκεια των
εργασιών του 20ου συνεδρίου διαβάστηκε σε κλειστή συνεδρίαση και
η διαβόητη, φασιστικής έμπνευσης και γκαιμπελίστικου τύπου
περιεχόμενο, «Μυστική Έκθεση» με τίτλο «Η προσωπολατρεία και
οι συνέπειές της» - υπαγορευμένη από τη διεθνή
ιμπεριαλιστική αντίδραση – της ρεβιζιονιστικής-τροτσκιστικής
χρουστσωφικής συμμορίας, κατά του Στάλιν, με πρωτοφανή σε όγκο
και επινοήσεις ψεύδη και λασπολογίες, οι οποίες ξεπερνούν κατά
πολύ ακόμα και εκείνες των μυστικών υπηρεσιών των
ιμπεριαλιστικών χωρών – «Έκθεση» κατασυκοφάντησης της
Διχτατορίας του Προλεταριάτου και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Α. Ζητήματα
προλεταριακής επανάστασης
Στα ζητήματα που
συνδέονται με το πρόβλημα της προλεταριακής επανάστασης, οι
απόψεις που διατυπώνονται στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ δεν είναι
καθόλου νέες: είναι οι παλιές γνωστές αντιμαρξιστικές
αστικές απόψεις των Μπερνστάιν-Κάουτσκι κλπ και όλων των ηγετών
της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, η αποστάτρια
ρεβιζιονιστική προδοτική ομάδα των Χρουστσώφ-Μπρέζνιεφ
αντιγράφει πιστά τις θέσεις της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και δεν
έχει τίποτα το καινούριο να παρουσιάσει.
Οι ρεβιζιονιστικές αστικές
απόψεις του 20ου συνεδρίου σε σχέση με τα ζητήματα της
προλεταριακής επανάστασης – που μετά το ’56 έγιναν γενική γραμμή
όλων σχεδόν των πρώην Κομμουνιστικών Κομμάτων, μεταξύ των οποίων
και του «Κ»ΚΕ (σήμερα των «Κ»ΚΕ-ΣΥΝ) – περιέχονται στο
υποκεφάλαιο με τίτλο: «Για τις μορφές περάσματος των
διαφόρων χωρών στο σοσιαλισμό».
Οι χρουστσωφικοί
ρεβιζιονιστές, αφού κηρύσσουν «ξεπερασμένο» το βίαιο
επαναστατικό δρόμο της Οχτωβριανής Επανάστασης, σημειώνουν ότι
στις μέρες μας «γεννιέται το ζήτημα της δυνατότητας να
χρησιμοποιηθεί και ο κοινοβουλευτικός δρόμος για το πέρασμα στο
σοσιαλισμό» και ότι στις σημερινές συνθήκες, η εργατική τάξη
«έχει τη δυνατότητα να κατανικήσει τις αντιδραστικές,
αντιλαϊκές δυνάμεις, να καταχτήσει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή
και να τη μετατρέψει από όργανο της αστικής εξουσίας, σε όργανο
της πραγματικής λαϊκής θέλησης(χειροκροτήματα). Σε αυτή την
περίπτωση ο θεσμός τούτος, ο πατροπαράδοτος για πολλές
πολυαναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μπορεί να γίνει όργανο
πραγματικής δημοκρατίας, δημοκρατίας για τους εργαζόμενους»
(Ν. Χρουστσόφ: «Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο ΧΧ συνέδριο
του Κόμματος», σελ. 41-42, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές
Εκδόσεις», 1956).
Σε αυτό το απόσπασμα
περιέχονται και τα τρία βασικά και μεταξύ τους
αλληλένδετα ζητήματα που αφορούν την προλεταριακή επανάσταση:
1) βίαιος-ένοπλος ή «ειρηνικός» δρόμος, 2)
διατήρηση-«εκδημοκρατισμός» ή συντριβή της αστικής κρατικής
μηχανής, 3) εγκαθίδρυση ή μη Διχτατορίας του
Προλεταριάτου.
1. «Ειρηνικό
κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό»
Η θέση του 20ού Συνεδρίου,
σύμφωνα με την οποία η εργατική τάξη μπορεί «να καταχτήσει
σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή» και έτσι «να καταλάβει» τάχα
την πολιτική εξουσία: 1) πρωτοδιατυπώθηκε (1898) από τον
πατέρα του ρεβιζιονισμού Ε. Μπερνστάιν, έγινε ύστερα θέση όλων
των προδοτών ηγετών της Β΄ Διεθνούς και όλων των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, 2) είναι αντιμαρξιστική,
γιατί βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση-ρήξη με τη θέση της
βίαιης-ένοπλης επανάστασης των Μαρξ- Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν,
3) δεν υπήρξε ποτέ θέση του επαναστατικού κομμουνιστικού
κινήματος των ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ-ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (1919-1956), 4) δεν
επιβεβαιώθηκε ποτέ ιστορικά, αφού πουθενά δεν πραγματοποιήθηκε
«ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό» στον έναν και πλέον αιώνα που
πέρασε από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε (1898), παρά τις
αντεπαναστατικές παραπλανητικές φλυαρίες της παλιάς
σοσιαλδημοκρατίας και των χρουστσωφικών ρεβιζιονιστών ηγετών,
μεταξύ των οποίων και εκείνων των «Κ»ΚΕ-ΣΥΝ, 5) δεν
είναι, ούτε μπορεί να είναι θέση του επαναστατικού
προλεταριάτου, γιατί καλλιεργεί στις γραμμές του αυταπάτες και
το οδηγεί αναπόφευκτα σε ήττες, 6) είναι θέση μόνο της
αντιδραστικής αστικής τάξης, μεταφερμένη απ’ τους ρεβιζιονιστές
στις γραμμές της εργατικής τάξης, για να την παραπλανήσει, την
αποπροσανατολίσει, να την αφοπλίσει ιδεολογικο-πολιτικο-οργανωτικά
και να την αφήσει απροετοίμαστη, ώστε να μπορεί να τη συντρίψει
ευκολότερα, διατηρώντας και διαιωνίζοντας έτσι το ξεπερασμένο
ιστορικά εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα.
Σε πλήρη αντίθεση με την
αντεπαναστατική θέση του «ειρηνικού κοινοβουλευτικού περάσματος
στο σοσιαλισμό» της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των
χρουστσωφικών ρεβιζιονιστών, ο επαναστατικός μαρξισμός, δηλ. ο
λενινισμός-σταλινισμός, απορρίπτει αυτή τη θέση και
προβάλλει-προπαγανδίζει τη βίαιη ένοπλη επανάσταση ως το
μοναδικό δρόμο κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από το
προλεταριάτο, που αποτελεί νόμο υποχρεωτικό και αναπόφευχτο
για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Ο δρόμος της βίαιης-ένοπλης επανάστασης δεν ήταν και δεν είναι
μόνο δρόμος των προλεταριακών επαναστάσεων, αλλά και των αστικών
επαναστάσεων: ήταν ο δρόμος της Μεγάλης Οχτωβριανής
προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία, αλλά και της αστικής
επανάστασης στη Γαλλία. Είναι ο μόνος που έχει
επιβεβαιωθεί από ολόκληρη την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας.
Οι
προδότες χρουστσωφικοί ρεβιζιονιστές προπαγάνδιζαν και
προπαγανδίζουν δύο δρόμους: «ειρηνικό και μη ειρηνικό» -
προφανώς για εξαπάτηση της εργατικής τάξης – μεταξύ των οποίων
και οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του «Κ»ΚΕ που ως το 15ο Συνέδριο
μιλούσαν για δυο μορφές πάλης «ειρηνική ή μη ειρηνική», αλλά θα
«επιδιώξει να περάσει με ειρηνικό τρόπο» («Πρόγραμμα του
ΚΚΕ» σελ. 23, Αθήνα 1978), ενώ στο τελευταίο Πρόγραμμα μιλούν
για «κυβέρνηση» που θα προκύψει «με βάση το
κοινοβούλιο» («Πρόγραμμα του ΚΚΕ», σελ. 39, Αθήνα 1996).
Η θέση του «ειρηνικού
περάσματος στο σοσιαλισμό» πέρασε στη συνέχεια και στο Πρόγραμμα
του ΚΚΣΕ: «η εργατική τάξη και η πρωτοπορία της - τα
μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα - επιδιώκουν να πραγματοποιήσουν
τη σοσιαλιστική επανάσταση με ειρηνικό τρόπο» («Πρόγραμμα
του ΚΚΣΕ», σελ. 40, Αθήνα 1961)
Είναι γνωστό στους
παλιότερους κομμουνιστές και αγωνιστές ότι από το Νοέμβρη του
1970 με την εκλογική νίκη στη Χιλή της «Unidad Popular»
(«Κ»ΚΧ-Σοσιαλιστικό Αλλιέντε-ριζοσπαστικό, κλπ.) ως τις 11
Σεπτέμβρη του 1973 με το φασιστικό πραξικόπημα του Πινοσέτ, οι
χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές όλων των χωρών που είχαν σημαία το
«κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό» θριαμβολογούσαν
για τη δήθεν «επιβεβαίωσή» του στην περίπτωση της Χιλής, όμως ο
δρόμος αυτός αντί να οδηγήσει στο σοσιαλισμό οδήγησε σε αιματηρή
τραγωδία, δηλ. στο πέρασμα από την αστική δημοκρατία στην
ανοιχτή τρομοκρατική φασιστική διχτατορία του Πινοσέτ – οργάνου
της χιλιανής αντίδρασης και των αμερικανών ιμπεριαλιστών.
2.
Διατήρηση-«εκδημοκρατισμός» ή συντριβή της αστικής κρατικής
μηχανής
Στο δεύτερο βασικό ζήτημα
της προλεταριακής επανάστασης, εκείνο του αστικού κράτους,
που συνδέεται στενά και αδιάσπαστα τόσο με το πρώτο ζήτημα (=βίαιη-ένοπλη
επανάσταση), όσο και με το τρίτο (=Διχτατορία του Προλεταριάτου)
αναφέρεται ότι, αφού η εργατική τάξη «καταχτήσει σταθερή
πλειοψηφία στη Βουλή» τη μετατρέπει «από όργανο της
αστικής δημοκρατίας σε όργανο της πραγματικής λαϊκής θέλησης»
και ότι «ο θεσμός τούτος» μπορεί έτσι «να γίνει όργανο
πραγματικής δημοκρατίας, δημοκρατίας για τους εργαζόμενους».
Και σ’ αυτή την περίπτωση
είναι φανερό πως απορρίπτεται ο μαρξισμός και επαναλαμβάνεται
εδώ ατόφια η γνωστή θέση της σοσιαλδημοκρατίας, δηλ. η
χρησιμοποίηση από την εργατική τάξη του αστικού κράτους ως
όργανο για το «πέρασμα» στο σοσιαλισμό και πως τάχα η αστική
Βουλή «μετατρέπεται», ως δια μαγείας, σε «όργανο λαϊκής
θέλησης» και σε «όργανο πραγματικής δημοκρατίας,
δημοκρατίας για τους εργαζόμενους». Περιττό να τονιστεί πως
η θέση αυτή των χρουστσωφικών ρεβιζιονιστών δεν έχει καμιά σχέση
με το μαρξισμό: σημαίνει ανοιχτή άρνησή του.
Σ’ αντίθεση μ’ αυτή την
αντεπαναστατική σοσιαλδημοκρατική άποψη των χρουστσωφικών
ρεβιζιονιστών, ο επαναστατικός μαρξισμός διδάσκει ότι η εργατική
τάξη δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το αστικό κράτος και να το
θέσει στην υπηρεσία της, αντίθετα, πρέπει να
τσακίσει-συντρίψει ολοκληρωτικά την αστική κρατική μηχανή
(στρατός, αστυνομία κλπ.) και στη θέση του να συγκροτήσει το
νέο κράτος, δηλ. το κράτος της Διχτατορίας του
Προλεταριάτου – αυτή εξάλλου είναι και μια από τις
σπουδαιότερες ανακαλύψεις των Μαρξ- Ένγκελς σε σχέση με το
κράτος και την επανάσταση και αποτελεί το «σπουδαιότερο και
βασικότερο στη διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος»
(ΛΕΝΙΝ). Όμως η συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής δεν μπορεί
ποτέ και κατ’ ουδένα τρόπο να πραγματοποιηθεί «ειρηνικά»,
αλλά αντίθετα, με επαναστατική βία, με ένοπλο αγώνα (=
ανώτατη μορφή ταξικής πάλης). Ο επαναστατικός στρατός του
προλεταριάτου, κάτω από την καθοδήγηση του κομμουνιστικού
κόμματος, συντρίβει στα πεδία των μαχών τον αστικό
στρατό-αστυνομία κλπ., διαλύοντας έτσι το σπουδαιότερο συστατικό
τμήμα του αστικού κράτους, και ύστερα προχωρεί στη συντριβή των
άλλων τμημάτων του. Δεν μπορεί να συντριφτεί-τσακιστεί ο
αστικός κρατικός μηχανισμός χωρίς το νικηφόρο ένοπλο αγώνα του
προλεταριάτου, που, προφανώς, προηγείται της
συντριβής του αστικού κράτους, αποτελεί προϋπόθεσή του.
Οι αντεπαναστάτες
χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές, μεταξύ των οποίων και οι ηγέτες του
«Κ»ΚΕ δεν μιλούν για «συντριβή-τσάκισμα» του
αστικού κράτους αλλά μιλούν για «εκκαθάριση του κρατικού
μηχανισμού, των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας από
τα φασιστικά στοιχεία» («Πρόγραμμα του ΚΚΕ», σελ. 28, Αθήνα
1978) ή για «εκδημοκρατισμό της Δημόσιας Διοίκησης, των
Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας, του συστήματος απονομής
δικαιοσύνης» («Πρόγραμμα του ΚΚΕ», σελ. 35, Αθήνα 1996),
όμως το αστικό κράτος δεν μετατρέπεται με τον
«εκδημοκρατισμό» ή την «εκκαθάριση απ’ τα φασιστικά
στοιχεία» σε προλεταριακό, παραμένει απλά ένα δημοκρατικό
αστικό κράτος, δηλ. διχτατορία της μπουρζουαζίας.
3. Εγκαθίδρυση ή μη
Διχτατορίας του Προλεταριάτου
Στο 4σέλιδο κείμενο του
20ου συνεδρίου με τίτλο «Για τις μορφές περάσματος των διαφόρων
χωρών στο σοσιαλισμό» δεν αναφέρεται καθόλου η έννοια της
Διχτατορίας του Προλεταριάτου, ενώ στο απόσπασμα που
παραθέσαμε στην αρχή γίνεται απλά λόγος για «μετατροπή», μάλλον
«δι’ επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος», του αστικού κοινοβουλίου
σε «δημοκρατία για τους εργαζόμενους».
Έτσι, οι αποστάτες
χρουστσωφικοί ρεβιζιονιστές, βαδίζοντας πιστά στα χνάρια της
παλιάς προδοτικής σοσιαλδημοκρατίας, εγκαταλείπουν
σιωπηρά, ακόμα και φραστικά, στο 20ο συνέδριο, τη Διχτατορία
του Προλεταριάτου, που αποτελεί, ως γνωστόν, τον πυρήνα
του επαναστατικού μαρξισμού και διαχωρίζει, το μαρξιστή
«από το μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας» (ΛΕΝΙΝ) –
αναγκαίας τόσο για τη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας
από την εργατική τάξη, όσο και για την οικοδόμηση του
σοσιαλισμού-κομμουνισμού και απαραίτητης καθόλη τη διάρκεια
της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό,
η οποία ποτέ δεν μετατρέπεται σε «κράτος όλου του λαού» ή
«παλλαϊκό κράτος», όπως ισχυρίζονται οι ρεβιζιονιστές στο 22ο
συνέδριο (1961), που στην πραγματικότητα ήταν διχτατορία της
νέας αστικής τάξης.
Είναι αναγκαίο, επίσης, να
υπογραμμιστεί ότι είναι αδύνατη η εγκαθίδρυση της
Διχτατορία του Προλεταριάτου χωρίς να προηγηθούν α) η
βίαιη ένοπλη επανάσταση και β) η συντριβή της αστικής κρατικής
μηχανής: «ο νόμος της βίαιης επανάστασης του προλεταριάτου, ο
νόμος της συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής, σαν
προκαταβολικός όρος για μια τέτοια επανάσταση, είναι νόμος
αναπόφευκτος» (ΣΤΑΛΙΝ).
Οι φλυαρίες όλων των ανά
τον κόσμο χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών, μεταξύ των οποίων και των
«Κ»ΚΕ-ΣΥΝ περί δήθεν «περάσματος στο σοσιαλισμό» χωρίς
βίαιη-ένοπλη επανάσταση, συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής
και εγκαθίδρυση της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, είναι αστικά
αντεπαναστατικά μυθεύματα προδοτών οπορτουνιστών στην υπηρεσία
των καπιταλιστών και του ιμπεριαλισμού.
Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες
του «Κ»ΚΕ «αποδέχονται» μόνο φραστικά, για εξαπάτηση των
κομμουνιστών και παραπλάνηση της εργατικής τάξης, τη «Διχτατορία
του Προλεταριάτου» («Πρόγραμμα του ΚΚΕ», σελ. 44, Αθήνα 1996),
επειδή: πρώτο, την αρνούνται με την αποδοχή ύπαρξης και
δράσης «πολλών κομμάτων» στο σοσιαλισμό (= πλουραλιστικός
«σοσιαλισμός»): «ύπαρξη των κομμάτων που δρουν στα
πλαίσια του σοσιαλιστικού συντάγματος» (στο ίδιο, σελ. 45),
δεύτερο, είναι αδύνατη η εγκαθίδρυση Διχτατορίας του
Προλεταριάτου χωρίς να προηγηθεί η βίαιη ένοπλη
επανάσταση και η συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής – αυτοί
μιλούν για «κυβέρνηση» που θα προκύψει «με βάση το
κοινοβούλιο» (σελ. 39) και για «εκδημοκρατισμό της
Δημόσιας Διοίκησης, των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας,
του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης» (σελ. 35), αντί για
συντριβή της αστικής μηχανής: «η αντικατάσταση του
αστικού κράτους με το προλεταριακό είναι αδύνατη χωρίς βίαιη
επανάσταση» (ΛΕΝΙΝ).
Είναι δε πασίγνωστο πως
χωρίς Διχτατορία του Προλεταριάτου δεν υπάρχει
σοσιαλισμός και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να
οικοδομηθεί η σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία.
Β. «Σοσιαλιστική»
Γιουγκοσλαβία ή η Σοβιετική Ένωση στο γιουγκοσλάβικο δρόμο της
παλινόρθωσης του καπιταλισμού;
Για πρώτη φορά, μετά την
καταγγελία από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της προδοτικής
ρεβιζιονιστικής τροτσκιστικής κλίκας του Τίτο – πραχτόρων του
διεθνούς ιμπεριαλισμού – τον Ιούνη του 1948 από το Γραφείο
Πληροφοριών (ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ), στο 20ο συνέδριο χαρακτηρίζεται η
Γιουγκοσλαβία χώρα «σοσιαλιστική»: «όχι μικρές επιτυχίες στη
σοσιαλιστική οικοδόμηση σημείωσε και η Γιουγκοσλαβία» (Ν.
Χρουστσόφ: «Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο ΧΧο συνέδριο
του κόμματος», σελ. 6, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις»,
1956).
Τρεις σύντομες
παρατηρήσεις: πρώτο, ο παραπάνω χαρακτηρισμός της
Γιουγκοσλαβίας ως χώρας «σοσιαλιστικής» είναι σε πλήρη αντίθεση
με την ως τότε σωστή μαρξιστική εκτίμηση του διεθνούς
κομμουνιστικού κινήματος που θεωρούσε τη Γιουγκοσλαβία: α)
χώρα καπιταλιστική και β) χώρα που είχε, επιπλέον,
μετατραπεί σε αποικία των αμερικανοΝΑΤΟϊκών
ιμπεριαλιστών. Δεύτερο, έγινε αυθαίρετα από την προδοτική
ομάδα των Χρουστσώφ-Μικογιάν-Μπρέζνιεφ κλπ., εν αγνοία του
διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς προηγούμενη συζήτηση
και από κοινού με τα άλλα κόμματα απόφαση, παραβιάζοντας έτσι
ωμά και προκλητικά τη γνώμη των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων.
Τρίτο, και σπουδαιότερο, είναι ένας πέρα για πέρα
παραπλανητικός, ολωσδιόλου αβάσιμος ισχυρισμός, αφού
χαρακτηρίζει-«βαφτίζει», χωρίς καμιά επιστημονική ανάλυση, μια
ως τα χθες καπιταλιστική χώρα, «σοσιαλιστική».
Το Γραφείο Πληροφοριών, με
τις δυο Ανακοινώσεις-αποφάσεις του (Ιούνης 1948 – Σεπτέμβρης
1949) – μετά από μαρξιστική ανάλυση της κατάστασης στη
Γιουγκοσλαβία – είχε σωστά χαρακτηρίσει την κλίκα του Τίτο «μια
ομάδα κατασκόπων και δολοφόνων» και τη Γιουγκοσλαβία χώρα
καπιταλιστική, που είχε ήδη μετατραπεί σε αποικία των
ιμπεριαλιστών. Στην τελευταία «Απόφαση» (Σεπτέμβρης 1949) του
Γραφείου Πληροφοριών, ανάμεσα στ’ άλλα, διαπιστώνεται-αναφέρεται
ότι «πραγματοποιήθηκε το πέρασμα αυτής της κλίκας από τον
αστικό εθνικισμό στο φασισμό και σε κατευθείαν προδοσία των
εθνικών συμφερόντων της Γιουγκοσλαβίας», ότι «τα γεγονότα
του τελευταίου καιρού έδειξαν, ότι η γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση
κατέληξε σε πλήρη εξάρτηση από τους ξένους ιμπεριαλιστικούς
κύκλους και έγινε όργανο της επιθετικής πολιτικής αυτών των
κύκλων», ότι «οι σημερινοί γιουγκοσλάβοι ηγέτες πέρασαν
από το στρατόπεδο της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού στο
στρατόπεδο του καπιταλισμού και της αντίδρασης», ότι
«στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής το βασικό αποτέλεσμα της
δραστηριότητας της προδοτικής κλίκας των Τίτο-Ράνκοβιτς είναι η
ντεφάκτο κατάργηση του Λαϊκοδημοκρατικού καθεστώτος στη
Γιουγκοσλαβία», ότι «ο κρατικός τομέας της οικονομίας στη
Γιουγκοσλαβία έχει πάψει να είναι λαϊκή ιδιοκτησία, επειδή η
κρατική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εχθρών του λαού»,
ότι «το ξένο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην οικονομία της
χώρας και αυτή τέθηκε υπό τον έλεγχο των καπιταλιστικών
μονοπωλίων», ότι «με την επένδυση κεφαλαίων στη
γιουγκοσλάβικη οικονομία οι αγγλο-αμερικάνικοι βιομηχανικοί και
χρηματιστικοί κύκλοι μετέτρεψαν τη Γιουγκοσλαβία σ’ ένα αγροτικό
και πρώτων υλών εξάρτημα του ξένου κεφαλαίου».
Με το χαρακτηρισμό στο 20ο
συνέδριο της καπιταλιστικής Γιουγκοσλαβίας ως χώρας
«σοσιαλιστικής» απ’ την αστικορεβιζιονιστική κλίκα του
Χρουστσόφ, τη σιωπηρή εγκατάλειψη, σε θεωρητικό επίπεδο
(γιατί είχε ήδη ανατραπεί πριν απ’ αυτό), της Διχτατορίας του
Προλεταριάτου και την ανοιχτή άρνηση του
επαναστατικού μαρξισμού, δηλ. του λενινισμού-σταλινισμού
στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ανακινούνται, εμμέσως πλην σαφώς,
δυο βασικά και πρωταρχικής, για το διεθνές κομμουνιστικό
κίνημα, σημασίας ζητήματα: πρώτο, το πρόβλημα της
συνέχισης ή διακοπής της οικοδόμησης του
σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες
χώρες και, δεύτερο, η διατύπωση-υιοθέτηση μιας
αντιμαρξιστικής αντίληψης του σοσιαλισμού, που έχει ήδη
καταγγελθεί-απορριφθεί από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα στην
περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας.
α. Παλινόρθωση του
καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση
Ο χαρακτηρισμός της
Γιουγκοσλαβίας ως «σοσιαλιστικής», δηλ. η παρουσίαση-διαφήμιση
μιας καπιταλιστικής χώρας ως «σοσιαλιστικής» - που, βέβαια, δεν
αλλάζει ως δια μαγείας τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα - δείχνει
ξεκάθαρα ότι η σοσιαλδημοκρατική αστική χρουστσοφική κλίκα με το
χαρακτηρισμό αυτό είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει
πλέον, όπως και έπραξε στη συνέχεια, το δρόμο της Τιτοϊκής
Γιουγκοσλαβίας, δηλ. να θέσει τη Σοβιετική Ένωση στην τροχιά της
παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Ήδη στο 20ο συνέδριο δεν
γίνεται πια λόγος για Διχτατορία του Προλεταριάτου, αλλά απλά
για «τελειοποίηση του κρατικού μηχανισμού» (σελ. 196),
ούτε, πολύ περισσότερο, για την αναγκαιότητα ύπαρξης και
ισχυροποίησης της Διχτατορίας του Προλεταριάτου για την
οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, δηλ. έχει
σιωπηρά, και σε θεωρητικό επίπεδο, εγκαταλειφθεί η Διχτατορία
του Προλεταριάτου, η οποία, στην πράξη, έχει ήδη, μετά το
θάνατο-δολοφονία του Στάλιν, ανατραπεί με βίαιο πραξικοπηματικό
τρόπο.
Η βίαιη ανατροπή
της Διχτατορίας του Προλεταριάτου ήταν αυτή που άνοιξε το
δρόμο στην αντεπαναστατική σοσιαλδημοκρατική γραμμή του 20ου
συνεδρίου, το οποίο επικυρώνει πλέον αυτή την
αντεπαναστατική αστική ανατροπή, που αποτελεί και την
απαρχή της σταδιακής παλινόρθωσης του καπιταλισμού
στον οικονομικό τομέα, παλινόρθωση για την οποία οι μόνοι που
δεν «ξέρουν», ακόμα και σήμερα, τίποτε γι’ αυτή, είναι οι
αντισταλινικοί-αντιζαχαριαδικοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες των
«Κ»ΚΕ-ΣΥΝ, λακέδες της αντιδραστικής αστικής τάξης και υπηρέτες
των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Λίγα χρόνια αργότερα, στο
22ο συνέδριο (1961), σχετικά με το υπάρχον τότε στη Σοβιετική
Ένωση κράτος, παραδέχονται ανοιχτά και οι ίδιοι χρουστσοφικοί
ρεβιζιονιστές ότι αυτό δεν είναι πλέον Διχτατορία του
Προλεταριάτου, και ότι αυτή αντικαταστάθηκε από το λεγόμενο
«κράτος όλου του λαού» ή «παλλαϊκό κράτος», που
δεν είναι παρά αστικό κράτος, δηλ. διχτατορία της υπό
διαμόρφωση νέας αστικής τάξης, γιατί όπως σωστά σημειώνει ο
διάσημος Άγγλος μαρξιστής George Thomson: «στη
σημερινή κοινωνία, η μοναδική εναλλακτική λύση απέναντι στη
διχτατορία του προλεταριάτου είναι η διχτατορία της
μπουρζουαζίας». Επιπλέον, αντιμαρξιστική είναι και η ίδια η
άποψη περί «κράτους όλου του λαού», γιατί δεν υπάρχουν κράτη
«όλων των τάξεων», δηλ. υπεράνω των τάξεων.
Είναι όμως γνωστό, ότι,
χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου, δεν μπορεί να οικοδομηθεί
σοσιαλισμός-κομμουνισμός, και επομένως, στη Σοβιετική Ένωση,
διακόπτεται οριστικά πλέον η οικοδόμησή του. Ο ισχυρισμός
των 20ου και 22ου συνεδρίων ότι τάχα μετά το 1956 συνεχίζονταν η
οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, χωρίς Διχτατορία του
Προλεταριάτου, ήταν αντιμαρξιστικός: «για την
οικοδόμηση του κομμουνισμού δεν χρειάζεται πια η δικτατορία του
προλεταριάτου» («Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ», σελ. 207, Αθήνα
1961) και επιπλέον, καθαρή δημαγωγία και απάτη. Επίσης, πρέπει
να σημειωθεί ότι το χρουστσωφικό πλέον ΚΚΣΕ, έχει αλλάξει
ταξικό χαρακτήρα, δηλ. από Κομμουνιστικό Κόμμα της εργατικής
τάξης έχει γίνει αστικό ρεβιζιονιστικό κόμμα, ή αλλιώς,
«Κόμμα όλου του λαού», όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι
χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές στο 22ο Συνέδριο. («Το 22ο Συνέδριο
του ΚΚΣΕ», Αθήνα 1961: για «κράτος όλου του λαού», σελ.
205-208, για «κόμμα όλου του λαού» σελ. 250).
Στο 20ο Συνέδριο, σχετικά
με τον οικονομικό τομέα, γίνονται ήδη οι πρώτες νύξεις μέτρων
παλινόρθωσης του καπιταλισμού, όπως π.χ. «υλικό κίνητρο
των εργαζομένων», «διεύρυνση της αρχής της οικονομικής
ιδιοσυντήρησης», κλπ., παλινόρθωση που προωθήθηκε με
τις καπιταλιστικού χαρακτήρα οικονομικές μεταρρυθμίσεις
της περιόδου 1956-65 (Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ) και ολοκληρώθηκε στα
τέλη της δεκαετίας του ΄60, ενώ σε πολιτικό επίπεδο κυριαρχεί η
αστική φασιστική διχτατορία των Χροστσόφ-Μπρέζνιεφ, με
πολλές χιλιάδες σοβιετικούς κομμουνιστές στις φυλακές και στους
τόπους εξορίας, μεταξύ των οποίων πάνω από 50 έλληνες
κομμουνιστές και το ΝΙΚΟ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ στη Σιβηρία, και με
απαγορευμένο το έργο του ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ. Τέλος επί Γκορμπατσόφ
η Σοβιετική Ένωση πέρασε από τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό
ιδιαίτερου τύπου στον κλασικό καπιταλισμό της ατομικής (και
κρατικής) ιδιοκτησίας των δυτικών καπιταλιστικών χωρών.
Τέλος με την ευκαιρία
πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού
στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες ρεβιζιονιστικές χώρες
προωθήθηκε απ’ τη χρουστσο-μπρεζνιεφική ρεβιζιονιστική
κατεύθυνση – και όχι από την ευρω«κομμουνιστική»
ρεβιζιονιστική κατεύθυνση που δεν υπήρχε σ’ αυτές τις χώρες –
την οποία ακολούθησε και ακολουθεί, υπεράσπιζε και
υπερασπίζει, ακόμα και σήμερα, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του «Κ»ΚΕ.
Βέβαια και τα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα «Κ»ΚΕ-«Κ»ΚΕ εσ.
(σήμερα ΣΥΝ) υπεράσπισαν τότε τις καπιταλιστικού χαρακτήρα
οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εξάλειψαν το σοσιαλισμό και
παλινόρθωσαν τον καπιταλισμό στη Σοβιετική Ένωση.
β. Αντιμαρξιστική
αντίληψη του σοσιαλισμού
Η προβολή και προπαγάνδιση
της καπιταλιστικής Γιουγκοσλαβίας από τους χρουστσωφικούς
ρεβιζιονιστές ως χώρας «σοσιαλιστικής» συνιστά μια επιπλέον,
ανάμεσα σε πολλές άλλες, αντιμαρξιστική αντίληψη του
σοσιαλισμού, δηλ. ενός «σοσιαλισμού», σε πολιτικό επίπεδο,
χωρίς Διχτατορία του Προλεταριάτου και χωρίς
επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, και σε οικονομικό επίπεδο,
μιας οικονομίας στην οποία κυριαρχεί η κρατική-ομαδική και
ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία, με κυρίαρχη την αστική τάξη
αυτής της χώρας, μιας καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία
σκοπός της παραγωγής είναι το κέρδος και επιπλέον, ο νόμος της
αξίας είναι ο ρυθμιστής της παραγωγής, μιας οικονομίας στην
οποία έχουν εμφανιστεί και τα δυο βασικά χαρακτηριστικά του
καπιταλισμού: τα μέσα παραγωγής και η εργατική δύναμη
είναι εμπορεύματα.
Αργότερα στη δεκαετία του
΄80 στη Σοβιετική Ένωση προπαγανδίζονταν, όπως μας πληροφορεί ο
σοβιετικός ρεβιζιονιστής Ακαδημαϊκός ιστορικός Βολκόφ «πέντε
απόψεις για το σοσιαλισμό» («Ρ» 16.10.1988), προφανώς όλες
αντιμαρξιστικές. Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές διέδιδαν σίγουρα
πολύ περισσότερες αντιμαρξιστικές απόψεις για το σοσιαλισμό αν
παρθεί υπόψη ότι θεωρούσαν σοσιαλιστικές χώρες και τα
μισοφεουδαρχικά καθεστώτα τύπου Αιθιοπίας, Αφγανιστάν, κλπ.,
κλπ.
Γ.
Ιμπεριαλιστικός πόλεμος
Πέρα από τα ζητήματα της
προλεταριακής επανάστασης και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, ένα
άλλο ζήτημα στο οποίο το 20ο συνέδριο αναθεωρεί το μαρξισμό,
είναι εκείνο του αναπόφευκτου των πολέμων στην εποχή του
ιμπεριαλισμού.
Στο υποκεφάλαιο με τίτλο
«Για τη δυνατότητα αποτροπής των πολέμων στη σημερινή εποχή»,
αφού καταρχήν, τίθεται το ερώτημα: «είναι άραγε αναπόφευκτος
ένας νέος πόλεμος;», σημειώνεται ότι «υπάρχει η
μαρξιστική-λενινιστική θέση ότι, όσο υπάρχει ιμπεριαλισμός, οι
πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι», ύστερα προχωρεί στην
«ανασκευή»-αντίκρουση της μαρξιστικής αυτής θέσης με τα εξής
«επιχειρήματα»: «η θέση αυτή είχε διατυπωθεί σε μια περίοδο
όπου 1) ο ιμπεριαλισμός ήταν καθολικό παγκόσμιο σύστημα και 2)
οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δεν είχαν συμφέρον από
τον πόλεμο ήταν αδύνατες, ανεπαρκώς οργανωμένες και γι’ αυτό το
λόγο δεν μπορούσαν να εξαναγκάσουν τους ιμπεριαλιστές να
παραιτηθούν από τους πολέμους» (Ν. Χρουστσόφ:
«Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο ΧΧο συνέδριο του Κόμματος», σελ,.
37. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις»,1956) και καταλήγει:
«οι πόλεμοι, όμως, δεν είναι
μοιραία αναπόφευκτοι».
Η άρνηση του αναπόφευκτου
των πολέμων όσο υπάρχει ιμπεριαλισμός εκ μέρους των
χρουστσωφικών ρεβιζιονιστών: πρώτο, δεν έχει καμιά σχέση
με το μαρξισμό, ο οποίος α) διδάσκει ότι οι πόλεμοι έχουν
τη ρίζα τους στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής: « ο
πόλεμος δεν είναι σε αντίθεση προς τις βάσεις της ατομικής
ιδιοκτησίας, αλλά είναι το κατευθείαν και αναπόφευκτο αποτέλεσμα
ανάπτυξης αυτών των βάσεων» (ΛΕΝΙΝ) και β) συνδέει το
ξέσπασμά τους με τον ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων
για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής και όχι, όπως
ισχυρίζονται οι χρουστσωφικοί ρεβιζιονιστές, με το συσχετισμό
των δυνάμεων, μετατοπίζοντας το πρόβλημα, δεύτερο,
διαψεύδεται από τις μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις, με το
μακρόχρονο ιμπεριαλιστικό πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αλλά και
τους πρόσφατους ιμπεριαλιστικούς πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, το
Αφγανιστάν και το Ιράκ. «Για να εξαλειφτεί το αναπόφευκτο των
πολέμων, πρέπει να καταστραφεί ο ιμπεριαλισμός» (ΣΤΑΛΙΝ).
O πόλεμος «χρειάζεται
στους ιμπεριαλιστές, επειδή είναι το μοναδικό μέσο για το
ξαναμοίρασμα του κόσμου, για το ξαναμοίρασμα των αγορών
κατανάλωσης, των πηγών πρώτων υλών, των σφαιρών επένδυσης
κεφαλαίων» (ΣΤΑΛΙΝ). Ο Λένιν, αντικρούωντας-ανασκευάζοντας
το «ανόητο παραμύθι του Κάουτσκι για τον «ειρηνικό
υπεριμπεριαλισμό» και τον άλλο μύθο του περί δήθεν «εξασθένισης-άμβλυνσης»των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, έγραφε: «Στο έ δ α φ ο ς τ ο
υ κ α π ι τ α λ ι σ μ ο ύ ποιο άλλο μέσο, εκτός από τον πόλεμο,
μπορεί να υπάρχει για την εξάλειψη της αναντιστοιχίας ανάμεσα
στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη συσσώρευση του
κεφαλαίου, από τη μια μεριά, και το μοίρασμα των αποικιών και
των «σφαιρών επιρροής» για το χρηματιστικό κεφάλαιο,από την
άλλη;» (ΛΕΝΙΝ).
Οι πόλεμοι τόσο οι
ιμπεριαλιστικοί όσο και οι επαναστατικοί πόλεμοι του
προλεταριάτου είναι αναπόφευκτοι στον καπιταλισμό. «Όσο
υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, είναι απόλυτα
αναπόφευκτοι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι» (ΛΕΝΙΝ).
Δ. «Ειρηνική
συνύπαρξη» - προλεταριακός διεθνισμός
Ένα τελευταίο ζήτημα
αναθεώρησης του μαρξισμού ήταν εκείνο της εξωτερικής πολιτικής
της Σοβιετικής Ένωσης. Στο υποκεφάλαιο με τίτλο «Για την
ειρηνική συνύπαρξη των δύο συστημάτων» αναφέρεται: «η
λενινιστική αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης κρατών με διαφορετικά
κοινωνικά καθεστώτα ήταν και παραμένει η γενική γραμμή της
εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας» (Ν. Χρουστσόφ:
«Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο ΧΧο συνέδριο του Κόμματος» σελ.
35, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις»,1956).
Επιπλέον, οι χρουστσωφικοί
ρεβιζιονιστές επέκτειναν την «ειρηνική συνύπαρξη» και σε γραμμή
των ρεβιζιονιστικών κομμάτων των καπιταλιστικών χωρών αντί της
γραμμής του επαναστατικού ταξικού αγώνα.
Όμως σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών, η «ειρηνική
συνύπαρξη» δεν υπήρξε ποτέ «γενική γραμμή» της εξωτερικής
πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και πολύ περισσότερο γραμμή του
διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Και αυτό γιατί, θεωρώντας
την «ειρηνική συνύπαρξη σαν γενική γραμμή της εξωτερικής
πολιτικής» της Σοβιετικής Ένωσης σημαίνει α) ότι
τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο οι σχέσεις τόσο με τις
σοσιαλιστικές όσο και με τις καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές
χώρες και β) ότι υποκαθιστά την ταξική πάλη σε διεθνές
επίπεδο με τη συνεργασία των τάξεων. Η εξωτερική πολιτική της
Σοβιετικής Ένωσης της εποχής των ΛΕΝΙΝ-ΣΤΑΛΙΝ στηριζόταν στην
αρχή του προλεταριακού διεθνισμού, που σημαίνει ρύθμιση
των σχέσεων με τις αδελφές χώρες στη βάση αλληλεγγύης και κοινής
πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενώ η «ειρηνική συνύπαρξη»
ρύθμιζε μόνο τις σχέσεις μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών
χωρών.
Τέλος θεωρώντας οι χρουστσοφικοί ρεβιζιονιστές την «ειρηνική συνύπαρξη» σαν
«γενική γραμμή» των ρεβιζιονιστικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων των
καπιταλιστικών χωρών σημαίνει ότι υποκαθιστούν την επαναστατική ταξική πάλη με
τη συνεργασία των τάξεων σε κάθε καπιταλιστική χώρα, που καταλήγει σε υποταγή
του προλεταριάτου στη μπουρζουαζία.
ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, Αρ. Φύλ. 221 1-15 Φλεβάρη 2006 - Αρ. Φύλ. 222 15-28 Φλεβάρη 2006