«Το χειμώνα του
έτους 1952 επισκέφτηκε τη Σχολή μας ο Νίκος Ζαχαριάδης. Όταν το
μάθαμε, συγκινηθήκαμε. Δεν του έγινε
καμία επίσημη υποδοχή, ήταν απαίτησή του, προφανώς, όμως πέρασε
από όλες τις Μονάδες, από τις αίθουσες των κτιρίων της Σχολής
και μας είδες από κοντά. Πολλοί από μας τον γνωρίζαμε προσωπικά.
Όταν ήρθε στο
Λόχο Διαβιβάσεων είχε νυχτώσει πια. Πέρασε από όλες τις
διμοιρίες και στο τέλος μπήκε και στην τάξη της 4ης Διμοιρίας.
Μας χαιρέτησε, ανταποδώσαμε και εμείς. Μας ρώτησε πως τα πάμε,
αν καλύψαμε μεγάλο μέρος του κενού που είχαμε στα γράμματα, αν
επικοινωνήσαμε με τους γονείς και τα αδέρφια μας στην Ελλάδα, αν
αντιμετωπίζουμε άλλα σοβαρά προβλήματα κλπ.
Στο μεταξύ με μία
ματιά και μ’ ένα ελάχιστο και σχεδόν θλιμμένο χαμόγελο έγνεψε
του Χρήστου Χαϊδαλή, ενός Επονίτη από το Πύθιο Ελασσόνας, που
υπηρετούσε στο Λόχο Διοίκησης του Γενικού Αρχηγείου και εκείνος
του υποκλίθηκε. Μετά το βλέμμα του έπεσε στο Μάνθο, που ήταν
στην πρώτη σειρά των θρανίων-γραφείων. Πήγε πιο κοντά και τον
ρώτησε: «εσύ από πού ήρθες;», εκείνος σηκώθηκε, είπε το όνομά
του και απάντησε από τη ΙΙ Μεραρχία. Τον πλησίασε λίγο ακόμα,
ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη του και με πολύ χαμηλή φωνή,
σαν να μην ήθελε να ακούσουνε οι άλλοι, του είπε: «να θυμάσαι
τον Διαμαντή μας!».
Το πρόσωπο του
Ζαχαριάδη τώρα έδειχνε ακόμα πιο θλιμμένο, ενώ στα μάγουλα του
Μάνθου κατηφόρησαν 3-4 υγρές κρυστάλλινες χάντρες. Πρώτη φορά
είδαμε το Νίκο Ζαχαριάδη τόσο πολύ στενοχωρημένο. Τον Νίκο
Ζαχαριάδη τον λατρεύαμε εμείς οι Επονίτες μαχητές του ΔΣΕ, τον
είχαμε μέσα στην καρδιά μας.
Ο Ζαχαριάδης ήταν
χαρισματικός ηγέτης, εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος, διανοούμενος,
ιδεολόγος πολιτικός, φλογερός και άκαμπτος επαναστάτης. Στα
μάτια μας ήταν απλός, οραματιστής, σεμνός και μετριόφρων,
απεχθανόταν την αλαζονεία και την υποκρισία. Στο λόγο του,
γραπτό ή προφορικά, πάντοτε διακρίναμε ουσία, λογική, ανώτερο
ήθος, άνεση και ετοιμολογία στις ερωτήσεις, μας συνέπαιρνε με
ορισμένα από τα συνθήματα τριλόγιά του. Μας αποκαλούσε «το χρυσό
κομμάτι του λαού μας». Τις καλές μέρες στο βουνό, όταν δεν
γίνονταν επιχειρήσεις έπαιζε με τους Επονίτες. Παίζανε βόλεϋ,
κάνανε άλματα, τον ξαπλώνανε στο χιόνι, μας λέγανε κάποια παιδιά
που τον ζήσανε από κοντά.
Αυτή την
προσωπολατρία μας δεν μας την επέβαλε κανένας, δε μας είχανε
γίνει καν συστάσεις ποτέ για κάτι παρόμοιο, απλά μας κέρδισε ο
ίδιος με τη συμπεριφορά του, με τον ακέραιο χαρακτήρα του, όπως
και ο Διαμαντής εμάς τους Ρουμελιώτες αντάρτες.
Αυτός ήταν ο
Ζαχαριάδης, στις σχέσεις του με εμάς τους μικρούς και από ότι
συμπεραίνεται από συζητήσεις και εκτιμήσεις που κάναμε εκεί στην
ξενιτιά, ίδιος, ήταν και στα υψηλότερα κλιμάκια. Κρίμα που ήταν
ο μοναδικός, έξοχος και ασύγκριτος!
Μας είναι αδύνατο
να συγκρίνουμε πολλά από τα γνωστά σε εμάς, στελέχη του
Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και της
ηγεσίας του ΔΣΕ με το Ζαχαριάδη. Πολλοί από αυτούς αποδείχτηκε
τελικά ότι δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων και των συνθηκών
της εποχής τους. Εμείς τους περισσότερους από αυτούς τους ζήσαμε
από πολύ κοντά και για πολλά χρόνια εκεί στην ξενιτιά».
Λάμπρου Κορέλη:
«Οι ηττημένοι
αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας»,
σελ. 203-204
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου