Οι
Σύγχρονοι Ρεβιζιονιστές στο Δρόμο του
Εκφυλισμού σε Σοσιαλδημοκράτες και της
Συγχώνευσής τους με την Σοσιαλδημοκρατία
Από
την εφημερίδα «Ζέρι ι Πόπουλιτ», όργανο
της ΚΕ του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας,
7 Απριλίου 1964
Κάθε
μέρα που περνά, φέρνει στο φως και νέα
στοιχεία που δείχνουν ότι οι σύγχρονοι
ρεβιζιονιστές, η ομάδα του Ν. Χρουστσόφ
και οι υποστηρικτές της, παρέκκλιναν
ολοκληρωτικά από τον Μαρξισμό-Λενινισμό
και μετατράπηκαν σε εχθρούς του, σε
εχθρούς του προλεταριακού διεθνισμού,
του σοσιαλισμού και της επανάστασης
και του απελευθερωτικού κινήματος της
εργατικής τάξης και των λαών, σε εχθρούς
της ενότητας του σοσιαλιστικού στρατοπέδου
και του διεθνούς κομμουνιστικού
κινήματος. Έχουν ενωθεί σε «ιερή συμμαχία»
με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές και
με τους αντιδραστικούς διαφόρων χωρών
και μ' όλες τις αντικομμουνιστικές
δυνάμεις ενάντια στους λαούς και το
σοσιαλισμό. Έχουν στρέψει τις λεπίδες
όλων των στιλέτων τους εναντίον του
Μαρξισμού-Λενινισμού, εναντίον όλων
των αδελφών κομμάτων και των επαναστατών
κομμουνιστών που είναι αφοσιωμένοι
στον Μαρξισμό – Λενινισμό, ενάντια στο
αντιιμπεριαλιστικό, απελευθερωτικό
και επαναστατικό κίνημα των λαών. Όλες
οι διακηρύξεις τους «πίστης» στο
Μαρξισμό-Λενινισμό, στην υπόθεση του
σοσιαλισμού, στην επανάσταση και στον
προλεταριακό διεθνισμό είναι πέρα για
πέρα υποκριτικές και δημαγωγικές.
Προκειμένου
να εφαρμόσουν την αντιμαρξιστική,
αντισοσιαλιστική και αντεπαναστατική
τους γραμμή, χρειάζονται συμμάχους. Και
πού θα μπορούσαν να βρουν καλύτερους
αν όχι μεταξύ των ρεβιζιονιστικών
στοιχείων στα διάφορα κόμματα και στην
Τιτοϊκή κλίκα στη Γιουγκοσλαβία. Έτσι,
ο Ν. Χρουστσόφ και η ομάδα του κατόρθωσαν,
με «πραξικοπήματα» και συνωμοσίες,
άλλους εξαπατώντας και άλλους
δυσφημίζοντας, με πρόσχημα τον αγώνα
ενάντια στην «προσωπολατρία», κατόρθωσαν
από τη μια να τοποθετήσουν στην ηγεσία
ορισμένων κομμουνιστικών και εργατικών
κομμάτων ρεβιζιονιστικά στοιχεία της
επιλογής τους και από την άλλη να
αποκαταστήσουν την αποστάτρια Τιτοϊκή
κλίκα και να ενώσουν πλήρως τις δυνάμεις
της με αυτήν. Το αποτέλεσμα ήταν η
δημιουργία του ενιαίου ρεβιζιονιστικού
μετώπου. Αυτό ήταν και το πρώτο βήμα.
Επιπλέον,
οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές πότε δεν
παράτησαν τις προσπάθειές τους να βρουν
και άλλους συμμάχους. Και ποιοι θα
μπορούσαν να είναι αυτοί; Ήταν πολύ
φυσικό να στραφούν – δεν μπορούσαν να
το αποφύγουν – στους «αδελφούς» τους
και συνοδοιπόρους τους προδότες, στους
ηγέτες της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας.
Και τούτο γιατί ο ρεβιζιονισμός και η
σοσιαλδημοκρατία αποτελούν σήμερα δύο
εκφράσεις της ίδιας ιδεολογίας – της
αστικής. Η σοσιαλδημοκρατία είναι η
έκφραση της αστικής ιδεολογίας στο
εργατικό κίνημα, ενώ ο ρεβιζιονισμός
είναι η έκφραση της αστικής ιδεολογίας
στο κομμουνιστικό κίνημα.
Αυτή
η κοινή ιδεολογική βάση που φέρνει κοντά
και ενώνει τους ρεβιζιονιστές με τους
σοσιαλδημοκράτες, είναι η αφετηρία για
την πλήρη συνένωσή τους όχι μόνο
ιδεολογικά και πολιτικά αλλά και
οργανωτικά. Επομένως είναι τελείως
φυσικό και λογικό το γεγονός ότι οι
προσπάθειες των ρεβιζιονιστών για τον
εκφυλισμό των κομμουνιστικών κομμάτων
που καθοδηγούν, σε σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα, ότι η τάση τους για συγχώνευση
με τη σοσιαλδημοκρατία γίνεται ολοένα
και πιο φανερή στις μέρες μας.
Η
ολοένα και μεγαλύτερη τάση προσέγγισης
και ένωσης με τους σοσιαλδημοκράτες,
ολόκληρη η προδοτική γραμμή των σύγχρονων
ρεβιζιονιστών έχουν τις ρίζες τους στο
20ου
Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος
της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η τάση
ξανατονίστηκε στο 21ο
και το 22ο
Συνέδριο και εγκρίθηκε στο νέο πρόγραμμα
του ΚΚΣΕ. Αναφερόμενος σ' αυτήν την
γραμμή προσέγγισης και συμμαχίας με τη
σοσιαλδημοκρατία, ο Ν. Χρουστσόφ είπε
στο 22ο
Συνέδριο:
«Αυτό δεν είναι ένα προσωρινό τακτικό
σύνθημα αλλά η γενική γραμμή του
κομμουνιστικού κινήματος που υπαγορεύεται
από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης».
Και πρόσθεσε:
«Αν πρόκειται να μιλήσουμε για το ρόλο
και τη θέση των μη κομμουνιστικών
κομμάτων, θα πρέπει να τονίσουμε, πάνω
απ' όλα, ότι, στις σημερινές συνθήκες,
προκειμένου να επιτευχθεί ο σοσιαλιστικός
μετασχηματισμός της κοινωνίας, η
συνεργασία του κομμουνιστικού κόμματος
με τα άλλα κόμματα είναι όχι μόνο δυνατή
αλλά και απαραίτητη». (Απάντηση του Ν.
Χρουστσόφ στον αρχισυντάκτη της
αυστραλιανής εφημερίδας Herald, όπως
δημοσιεύθηκε στην Pravda στις
25 Ιουνίου 1958).
Η
γραμμή προσέγγισης και ένωσης με τους
σοσιαλδημοκράτες άρχισε να εφαρμόζεται
αμέσως μετά το 20ου Συνέδριο. Η
Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης έστειλε
γράμματα προς τα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα της Δυτικής Ευρώπης απευθύνοντας
κάλεσμα για ενότητα. Από τις αρχές του
1956, ένας αριθμός σοσιαλδημοκρατών ηγετών
και ολόκληρες αντιπροσωπείες από
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επισκέφθηκαν
την Σοβιετική Ένωση πραγματοποιώντας
επαφές και συνομιλίες με την ομάδα του
Ν. Χρουστσόφ.
Η
εκστρατεία για ενότητα με τους
σοσιαλδημοκράτες έχει εντατικοποιηθεί
τον τελευταίο καιρό. Αυτό αποδεικνύεται
από τις περυσινές επισκέψεις στη Μόσχα
ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας όπως του
Π. Σπάακ, γραμματέα του Βελγικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Χάρολντ
Γουίλσον, προέδρου του Βρετανικού
Εργατικού Κόμματος και του Γκυ Μολλέ,
γενικού γραμματέα του Γαλλικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος οι οποίοι
συνομίλησαν με το Ν. Χρουστσόφ και
άλλους Σοβιετικούς ηγέτες. Σε συνέντευξή
του σε δημοσιογράφους της Μόσχας ο Γκυ
Μολλέ, αναφερόμενος σε αυτές τις
συνομιλίες, είπε ότι συζήτησε με τον
Χρουστσόφ «όλα τα θεωρητικά προβλήματα
γενικής φύσης που χαρακτηρίζουν τις
σχέσεις σοσιαλδημοκρατικών και
κομμουνιστικών κομμάτων.» Σε μια άλλη
συνέντευξή του, στην εφημερίδα Ουνιτά
(22 Φεβρουαρίου 1964), ο Γκυ Μολλέ δήλωσε
ότι «Οι συνομιλίες που είχε η αντιπροσωπεία
της SFIO με τους ηγέτες του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και,
ιδιαίτερα με τον Ν. Χρουστσόφ,
αναντίρρητα μας ικανοποίησαν σε πολλά
ζητήματα».
Και
σε ορισμένες άλλες χώρες οι ηγέτες των
κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων
ακολουθούν και αυτοί την γραμμή
συγχώνευσης με την σοσιαλδημοκρατία
σύμφωνα με τις εντολές του «αρχιμαέστρου».
Αυτό φαίνεται από πολλές ενέργειές
τους, από διάφορα άρθρα και δηλώσεις
τους στις στήλες της Χρουτσιοφικής
επιθεώρησης «Ζητήματα Ειρήνης και
Σοσιαλισμού», απ' το ντοκουμέντο της
Κεντρικής Επιτροπής του Ιταλικού
Κομμουνιστικού Κόμματος για την εθνική
οργανωτική συνδιάσκεψη που δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα Unita της
9/1/1964, απ' το προσχέδιο της απόφασης για
το 17ο
Συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού
Κόμματος που θα πραγματοποιηθεί το Μάιο
αυτού του χρόνου και ούτω καθεξής.
Σ'
όλες αυτές τις προσπάθειες, στα ντοκουμέντα
και στα υλικά των σύγχρονων ρεβιζιονιστών,
η κυρίαρχη ιδέα είναι, όσο κι αν επιχειρούν
να την καμουφλάρουν, η ενότητα με τους
σοσιαλδημοκράτες «σε οποιαδήποτε βάση»
και με «κάθε κόστος», αποκηρύσσοντας
κάθε τι που θα μπορούσε να υπονομεύσει
αυτήν την ενότητα είτε σε ιδεολογικό
είτε σε οργανωτικό επίπεδο.
Οι
προσπάθειες των σύγχρονων ρεβιζιονιστών
να έρθουν κοντά και να συστρατευθούν
με στους σοσιαλδημοκράτες αποτελούν
την λογική συνέχεια της προδοσίας τους
προς τον Μαρξισμό-Λενινισμό και συνιστούν
μέρος του μεγαλεπήβολου στρατηγικού
σχεδίου «παγκόσμιας ολοκλήρωσης» που
ξεκάθαρα διατύπωσε ο Τίτο στη γνωστή
του συνέντευξη στον Drew Pearson
στις
7 Αυγούστου 1962. Προκειμένου να φέρουν
σε πέρας αυτό το σχέδιο, οι ρεβιζιονιστές
κάνουν πλατιά χρήση δημαγωγικών
συνθημάτων. Προσπαθούν να δικαιολογήσουν
την προσέγγιση και την συμμαχία τους
με τους ιμπεριαλιστές και αντιδραστικούς,
την προσέγγιση και την συμμαχία τους
με την κλίκα του Τίτο στο όνομα του
«σοσιαλισμού», με τον Ποντίφικα στο
όνομα του «ανθρωπισμού», με τους
σοσιαλδημοκράτες στο όνομα της «ενότητας
της εργατικής τάξης», στο όνομα της
«ειρηνικής συνύπαρξης και της σωτηρίας
του κόσμου από τον πυρηνικό όλεθρο».
Οι
σύγχρονοι ρεβιζιονιστές βαδίζουν στον
προδοτικό δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας
Οι
σύγχρονοι ρεβιζιονιστές προσπαθούν να
δικαιολογήσουν την προσέγγιση και την
συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες με
πρόσχημα τις «θετικές τάσεις» που τάχα
παρατηρούνται, κυρίως πρόσφατα, στις
γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας. Ότι τάχα
έχουν εκφραστεί υπέρ της ειρήνης, της
ειρηνικής συνύπαρξης, του αφοπλισμού,
ότι έχουν ευνοϊκότερη στάση απέναντι
στην ΕΣΣΔ, ότι έχουν εκφραστεί θετικά
όσον αφορά μια κάποια προσέγγιση με
τους κομμουνιστές, ότι έχουν εκφράσει
κάποιου είδους επιθυμία να ανταποκριθούν
στις ανάγκες της εργατικής τάξης, να
διατηρήσουν και ενισχύσουν τους
δημοκρατικούς θεσμούς και έχουν δηλώσει
υπέρ του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού
της κοινωνίας και κ.ο.κ. Έτσι, προκειμένου
να δικαιολογήσουν την γραμμή προσέγγισης
με τους δεξιούς ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας,
οι ρεβιζιονιστές προσπαθούν να
δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι δεν
είναι το ρεβιζιονιστικό τρένο που
επιταχύνει προς το σοσιαλδημοκρατικό
σταθμό, αλλά ότι ο σοσιαλδημοκρατικός
σταθμός έρχεται να συναντήσει το
ρεβιζιονιστικό τρένο.
Αυτή
δεν είναι καινούργια τακτική για τους
ρεβιζιονιστές. Η προδοτική ομάδα του
Ν. Χρουστσόφ και εκείνοι που την
ακολουθούν, επινόησαν ακριβώς αυτόν
τον ελιγμό για να δικαιολογήσουν την
προσέγγισή και την πλήρη συμμαχία με
την Τιτοϊκή κλίκα, προσποιούμενοι ότι
οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες διόρθωσαν τάχα
πολλά από τα σφάλματά τους και υιοθέτησαν
την γραμμή του «Μαρξισμού-Λενινισμού».
Παρόμοια, για να δικαιολογήσουν την
προδοτική γραμμή συμφιλίωσης με τους
ιμπεριαλιστές, και ειδικά με τους
Αμερικανούς, έσπειραν και συνεχίζουν
να σπέρνουν ψευδαισθήσεις ότι οι ηγέτες
του ιμπεριαλισμού έχουν γίνει τώρα
«σοφοί», «ρεαλιστές», «ειρηνόφιλοι»,
«λογικοί» και ότι άλλο θες.
Αλλά
τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι οι σημερινοί
σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έχουν αλλάξει
τόσο λίγο την φύση και τις αντιλήψεις
τους όσο και η Τιτοϊκή κλίκα και οι
ιμπεριαλιστές. Αν μπορούμε να μιλάμε
για οποιαδήποτε είδους αλλαγή στις
απόψεις των σοσιαλδημοκρατών ηγετών,
η μόνη προφανής είναι η ολοένα και
μεγαλύτερη κλίση τους προς τα δεξιά.
Τι
εκπροσωπεί η σημερινή σοσιαλδημοκρατία;
Η
σημερινή σοσιαλδημοκρατία είναι ο
άμεσος συνεχιστής της προδοτικής 2ης
Διεθνούς. Έχει κληρονομήσει όλες τις
ιδεολογικές αποσκευές, την οργάνωση
και την τακτική των κομμάτων της 2ης
Διεθνούς. Η προδοσία των σοσιαλδημοκρατών
άρχισε με την απομάκρυνσή τους από τις
βασικές θεωρητικές θέσεις του Μαρξισμού-
Λενινισμού τον οποίο χαρακτηρίζουν ως
ξεπερασμένο και αναποτελεσματικό, με
την αποκήρυξη της ταξικής πάλης και την
αντικατάστασή της με την «θεωρία» της
ταξικής συνεργασίας, με την άρνηση της
επανάστασης και την αντικατάστασή της
με μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του
καπιταλισμού, με την εγκατάλειψη του
επαναστατικού δρόμου και την αντικατάστασή
του με τον «ειρηνικό», «δημοκρατικό»
και κοινοβουλευτικό δρόμο, με την άρνηση
της αναγκαιότητας συντριβής του αστικού
κρατικού μηχανισμού και την αποδοχή
του καπιταλιστικού κράτους ως μέσο για
το πέρασμα στο σοσιαλισμό, με την απόρριψη
της δικτατορίας του προλεταριάτου και
την αντικατάστασή του με την «καθαρή
και γενική δημοκρατία», με την εγκατάλειψη
του προλεταριακού διεθνισμού και την
υιοθέτηση εθνικιστικών - σοβινιστικών
θέσεων και την ανοιχτή συμμαχία με την
ιμπεριαλιστική αστική τάξη.
Ξεσκεπάζοντας
την προδοσία της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας,
ο Λένιν ήδη στο βιβλίο του «Τι να
κάνουμε», έγραψε: «Η
σοσιαλδημοκρατία πρέπει να μετατραπεί
από κόμμα της κοινωνικής επανάστασης
σε δημοκρατικό κόμμα των κοινωνικών
μεταρρυθμίσεων. Ο Μπερνστάιν έχει
στηρίξει αυτό το πολιτικό αίτημα με μια
ολόκληρη “νέα” σειρά επιχειρημάτων
και συλλογισμών αρμονικά συνδεδεμένων
μεταξύ τους. Αρνείται τη δυνατότητα
επιστημονικής αποδοχής του σοσιαλισμού
και την απόδειξη, από την σκοπιά υλιστικής
αντίληψης της ιστορίας, ότι είναι
απαραίτητος και αναπόφευκτος. Αρνείται
το γεγονός ότι η φτώχεια και η
προλεταριοποίηση αυξάνονται και ότι
οξύνονται οι καπιταλιστικές αντιθέσεις.
Διακηρύσσει πως η ιδέα του «τελικού
σκοπού» είναι αβάσιμη και απορρίπτει
χωρίς δεύτερη κουβέντα την ιδέα της
δικτατορίας του προλεταριάτου. Αρνείται
την αρχειακές διάφορες μεταξύ
φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού και
την θεωρία της ταξικής πάλης η οποία,
υποστηρίζει, δεν μπορεί να διεξαχθεί
σε μια δημοκρατική κοινωνία που
κυριαρχείται από την θέληση της
πλειοψηφίας».
Παίρνοντας
αυτό το δρόμο, η σοσιαλδημοκρατία
μετατράπηκε σε πιστό υποστηρικτή της
καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, σε
υπηρέτη της αστικής τάξης, στον πιο
σημαντικό ιδεολογικό και πολιτικό
συνεργάτη της πολιτικής της αστικής
τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα. Βοήθησε
την αστική τάξη να καταδυναστεύει και
να εκμεταλλεύεται τους εργάτες της
χώρας τους και τους λαούς άλλων χωρών,
να καταπνίγει τα επαναστατικά και
απελευθερωτικά κινήματα. «Επιβεβαιώθηκε
στην πράξη», λέει ο Λένιν, «ότι
η μαχητική ομάδα στις γραμμές του
εργατικού κινήματος που υποστηρίζει
τις οπορτουνιστικές απόψεις, είναι οι
καλύτεροι υπερασπιστές της αστικής
τάξης από ότι η ίδια η αστική τάξη. Εάν
οι εργάτες δεν βρίσκονταν κάτω από την
καθοδήγηση τέτοιων ατόμων, οι καπιταλιστές
δεν θα ήταν σε θέση να επιβιώσουν».
(Έργα, τομ. 31, σελ 259, Αλβανική έκδοση).
Η
σημερινή σοσιαλδημοκρατία, όμως, έχει
προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα στην
προδοσία της σε σύγκριση με την εποχή
της 2ης Διεθνούς: χαρακτηρίζεται
από την όλο και μεγαλύτερη δεξιά στροφή
της.
Από
το 1955 τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της
Δυτικής Ευρώπης, όπως το Αγγλικό Εργατικό
Κόμμα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
στη Γαλλία, Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία,
Λουξεμβούργο, Δυτική Γερμανία και τις
Σκανδιναβικές χώρες είτε έχουν αλλάξει
τα προγράμματά τους είτε ασχολούνται
με την επεξεργασία νέων προγραμμάτων.
Τι χαρακτηρίζει αυτά τα προγράμματα
και αυτές τις προγραμματικές διαδικασίες;
Τα χαρακτηρίζει ένα εκλεκτικό μείγμα
παλιών οπορτουνιστικών θεωριών με
«νέες» αστικές θεωρίες, διαρκή αποκήρυξη
των αρχών και των ιδανικών του σοσιαλισμού,
ανοιχτή υποστήριξη του καπιταλιστικού
συστήματος της εκμετάλλευσης και
λυσσαλέο πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό.
Εάν
οι παλιότεροι ρεφορμιστές δήλωναν, έστω
και μόνο στα λόγια, ότι ο σοσιαλισμός
αποτελεί τον τελικό σκοπό τους, οι
σημερινοί σοσιαλδημοκράτες τον έχουν
ανοιχτά εγκαταλείψει. Κηρύττουν ότι
τάσσονται υπέρ του λεγόμενου «δημοκρατικού
σοσιαλισμού» που δεν έχει τίποτα το
κοινό με τον αληθινό επιστημονικό
σοσιαλισμό. Είναι η άρνησή του, η
αντικατάστασή του με κάποιες αστικές
φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις οι οποίες
δεν θίγουν με κανένα τρόπο τα θεμέλια
της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τι είδους
σοσιαλισμός είναι αυτός όταν τα
περισσότερα από τα σοσιαλδημοκρατικά
προγράμματα έχουν εγκαταλείψει τη
στοιχειώδη διεκδίκηση του σοσιαλισμού
για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας
στα μέσα παραγωγής;
Ακολουθώντας
τις γνωστές διακηρύξεις της σοσιαλιστικής
Διεθνούς γύρω από τους «Σκοπούς και τα
καθήκοντα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού»,
τα νέα προγράμματα κατευθύνουν την
εργατική τάξη όχι εναντίον αυτού καθαυτού
του καπιταλισμού αλλά εναντίον του
«χωρίς έλεγχο» καπιταλισμού. Η εθνικοποίηση
μερικών επιχειρήσεων από το αστικό
κράτος, η εγκαθίδρυση κρατικομονοπωλιακού
καπιταλισμού στην οικονομική ζωή της
χώρας, η υιοθέτηση κάποιων αστικοδημοκρατικών
μεταρρυθμίσεων – όλα αυτά φιγουράρουν
στα νέα προγράμματα ως γεγονότα που
αποδεικνύουν ότι οι βάσεις του σοσιαλισμού
έχουν τεθεί σε ορισμένες καπιταλιστικές
χώρες. Ταυτόχρονα, αρνούνται τον
σοσιαλιστικό χαρακτήρα των μετασχηματισμών
στις σοσιαλιστικές χώρες. Κατ' αυτόν
τον τρόπο, επαναλαμβάνουν, ανοιχτά και
χωρίς περιστροφές τις αστικές θεωρίες
της μόδας περί «λαϊκού καπιταλισμού»,
«ελεγχόμενου καπιταλισμού», «οργανωμένου»,
«δημοκρατικού» κλπ.
Ο
αντιδραστικός αστικός τύπος έχει
επαλειμμένα χαιρετήσει αυτήν την
εγκατάλειψη του σοσιαλισμού και την
υπεράσπιση του καπιταλισμού. Η «Washington
Post and Times Herald», σε κύριο άρθρο με τίτλο
«Η Κηδεία του Μαρξισμού», έγραφε: «84
χρόνια μετά την ίδρυσή του στο ιστορικό
Συνέδριο της Γκότα, το Γερμανικό
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, στο Συνέδριο
του στο Bad-Gotsberg, αποκήρυξε την Μαρξιστική
ιδεολογία και, στην πραγματικότητα,
έπαψε να είναι σοσιαλιστικό με την
κυριολεκτική σημασία αυτής της λέξης.
Συμφιλιώθηκε με την αρχή της «ελεύθερης
ιδιωτικής πρωτοβουλίας», οπουδήποτε
είναι δυνατή στην οικονομική ζωή»
Τα
νέα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων έχουν απαλείψει κάθε αναφορά
στις αντιθέσεις, τους ανταγωνισμούς
και την ταξική πάλη, έχουν ισοπεδώσει
όλες τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ
καταπιεσμένων και καταπιεστών, μεταξύ
εκμεταλλευομένων και εκμεταλλευτών.
Αντί της ταξικής πάλης, κηρύττουν την
«αίσθηση ευθύνης» του ανθρώπου «γενικά».
Έτσι, το πρόγραμμα, του Γερμανικού
Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος αναφέρει:
«Η ελευθερία και η δημοκρατία στην
βιομηχανική κοινωνία είναι εφικτές
μόνο εάν όσο το δυνατόν πιο πολλά άτομα
ανεβάσουν την κοινωνική τους συνείδηση
και εκφράσουν την επιθυμία τους για το
μοίρασμα της ευθύνης. Οι σοσιαλδημοκράτες
υπερασπιζόμενοι την κοινωνική αλληλεγγύη
και ειρήνη, έχουν ως αντικειμενικό
«υπερταξικό» σκοπό, τον δημοκρατικό
σοσιαλισμό».
Αφού
ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» δεν θίγει
με κανένα τρόπο τα θεμέλια της
καπιταλιστικού καθεστώτος, μιας και
είναι ένα είδος «μεταρρυθμισμένου
καπιταλισμού», φυσιολογικά βγαίνει το
συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως
ανάγκη για σοσιαλιστική επανάσταση.
Σύμφωνα με τους ίδιους, ο «δημοκρατικός
σοσιαλισμός» θα πραγματοποιηθεί μέσω
της «αυθόρμητης οικονομικής εξέλιξης»,
μέσω του περιορισμού των προνομίων και
της ισχύος των μονοπωλιακών ενώσεων
και μέσω του ίδιου του καπιταλιστικού
κράτους. Παρόλο αυτά, προκειμένου να
πραγματοποιήσουν αυτό το ιδανικό, είναι
αναγκαία η άνοδος των σοσιαλδημοκρατών
στην εξουσία και ο μόνος τρόπος να το
πετύχουν αυτό είναι μέσω προεκλογικών
εκστρατειών για την κατάκτηση της
πλειοψηφίας στο αστικό κοινοβούλιο.
Παινεύοντας την διακήρυξη της Σοσιαλιστικής
Διεθνούς για τους «Σκοπούς και τα
καθήκοντα του δημοκρατικού σοσιαλισμού»,
ένας από τους ηγέτες της, ο Μπράουνταλ,
δήλωσε ότι αυτή η διακήρυξη «θέτει τέρμα
στις συζητήσεις για την δικτατορία του
προλεταριάτου», «απαλλάσσεται από την
μέθοδο του επαναστατικού ταξικού πολέμου
για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού»
και «απορρίπτει την προσκόλληση σε
οποιαδήποτε σοσιαλιστική θεωρία».
Οι
σοσιαλδημοκράτες έχουν κόψει όλους
τους δεσμούς με τον Μαρξισμό-Λενινισμό,
την θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού
και την υλιστική θεώρηση των πραγμάτων.
Έτσι, λόγου χάρη, το πρόγραμμα του
Αυστριακού Σοσιαλιστικού Κόμματος
λέει: « Ο σοσιαλισμός είναι ένα διεθνές
κίνημα που δεν απαιτεί καθόλου μια
υποχρεωτική ταυτότητα απόψεων. Ανεξάρτητα
από που οι σοσιαλιστές αντλούν τις
απόψεις τους, από την Μαρξιστική ή όποια
άλλη κοινωνική ανάλυση, από θρησκευτικές
ή ανθρωπιστικές αρχές – όλοι έχουν τον
ίδιο κοινό σκοπό». Μιλώντας στο Συνέδριο
του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος στο Γκότσμπεργκ, ο πρώην
πρόεδρός του, ο Ε. Ολενχάουερ, είπε: «το
αίτημα να κάνουμε το πολιτικό πρόγραμμα
των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς την ουσία του
σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος για
το 1959 είναι περισσότερο αντιμαρξιστικό
από όσο μπορεί να φανταστεί κανείς» και
πρόσθεσε «δεν είναι δυνατόν να γίνουμε
κατανοητοί εάν μιλάμε με όρους του
παρελθόντος, δεν είναι δυνατόν να λύσουμε
τα σημερινά προβλήματα με τις παλιές
μας αντιλήψεις».
Η
σημερινή σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο
έχει διολισθήσει στις θέσεις του
φιλοσοφικού ιδεαλισμού και τον
υποστηρίζει, αλλά επιχειρεί να βρει
στηρίγματα στην πιο ακραία του μορφή –
την θρησκεία. Έτσι, για παράδειγμα, τα
προγράμματα των Γερμανικού, Αυστριακού,
Ελβετικού και άλλων σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων υποστηρίζουν ότι ο «δημοκρατικός
σοσιαλισμός» έχει τις ρίζες του στην
χριστιανική ηθική και θεωρία, ότι ο
σοσιαλισμός και η θρησκεία, όχι μόνο
δεν αλληλοαποκλείονται αλλά
αλληλοσυμπληρώνονται. Μιλώντας στο
Συνέδριο του Αυστριακού Σοσιαλιστικού
Κόμματος το 1958, ο εισηγητής του καινούργιου
προγράμματος, Β. Κάουτσκι, είπε: «Θα
θέλαμε να καταρτίσουμε ένα πρόγραμμα
που θα το ασπάζονταν πλήρως Μαρξιστές
όσο και μη Μαρξιστές, άθεοι όσο και
θρησκευόμενοι σοσιαλιστές». Μια παρόμοια
προσπάθεια συμφιλίωσης του χριστιανισμού
με το σοσιαλισμό, της θρησκευτικής
ιδεαλιστικής θεώρησης με τη σοσιαλιστική
υλιστική θεώρηση, έγινε επίσης από τον
Γκύ Μολέ στη συνέντευξη που έδωσε στον
ανταποκριτή της Ιταλικής εφημερίδας
«Ουνιτά» και που δημοσιεύθηκε στις 22
Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.
Αυτές,
σε γενικές γραμμές, είναι οι ιδεολογικές
απόψεις των σημερινών σοσιαλδημοκρατών.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί σε σχέση με
αυτό, είναι ότι τα προγράμματά τους,
κατά κανόνα, είναι πιο αριστερά από τις
πράξεις τους. Αν οι δεξιοί σοσιαλιστές
ακόμα προσπαθούν, στα λόγια, να προβάλλονται
σαν σοσιαλιστές για να εξαπατούν τους
εργάτες, στην πραγματικότητα, εδώ και
καιρό, έγιναν αφοσιωμένοι υπερασπιστές
του καπιταλισμού. Και όταν είναι στην
αντιπολίτευση όπως επίσης και όταν
είναι επικεφαλής αστικών κυβερνήσεων,
ή συμμετέχουν σε τέτοιες, οι ηγεσίες
των σοσιαλδημοκρατίας εξυπηρετούν την
διατήρηση και δυνάμωμα του καπιταλισμού
μέσω των απόψεων και της δράσης τους.
Όλη η σοσιαλιστική δημαγωγία των
σοσιαλδημοκρατών ξεσκεπάζεται από την
δράση τους και τις ενέργειες τους. Οι
σοσιαλιστές έχουν βρεθεί στην εξουσία
πάνω από μια φορά, επικεφαλής αστικών
κυβερνήσεων στην Αγγλία, την Γαλλία και
αλλού. Είναι επικεφαλής ή συμμετέχουν
σήμερα στις κυβερνήσεις καπιταλιστικών
χωρών. Και τι έκαναν για τους εργάτες,
για το σοσιαλισμό; Δεν έκαναν τίποτα
άλλο παρά να ακολουθήσουν τις οδηγίες
του Λέον Μπλουμ: βρισκόμενοι οι σοσιαλιστές
στην εξουσία πρέπει να είναι «συνεπείς
διαχειριστές της καπιταλιστικής
κοινωνίας».
Ας
σταθούμε έστω για λίγο στην δράση του
Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και
στον αρχηγό του Γκυ Μολλέ, ο οποίος πάνω
από μια φορά πήρε μέρος, ακόμα ήταν και
επικεφαλής της Γαλλικής Κυβέρνησης,
και τον οποίο οι ρεβιζιονιστές θεωρούν
αριστερό στοιχείο και διεξάγουν εγκάρδιες
συνομιλίες μαζί του. Όταν ήταν επικεφαλής
της κυβέρνησης, οι Γάλλοι σοσιαλιστές
καθιέρωσαν την επίθεση σκύλων σε απεργούς
εργάτες, υποκίνησαν το ξέσπασμα του
βρώμικου πολέμου στην Ινδοκίνα, εξαπέλυσαν
την αστυνομική καταστολή ενάντια στους
λαούς άλλων αποικιών, συνέχισαν τον
πόλεμο ενάντια στον Αλγερινό λαό με
ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα, ενέκριναν
το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ) και
εξόπλισαν πάλι την Δυτική Γερμανία. Η
κυβέρνηση του Γκυ Μολλέ υπόγραψε το
σύμφωνο για «την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά»
και το «Ευρατόμ - Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Ατομικής Ενεργείας», ήταν από τους
οργανωτές της στρατιωτικής επέμβασης
στην Αίγυπτο, η προδοσία του Γκυ Μολλέ
άνοιξε το δρόμο για την δικτατορική
διακυβέρνηση στην Γαλλία κοκ. Αναφερόμενο
στην δράση του Γκυ Μολλέ το εβδομαδιαίο
έντυπο των εργατικών «Tribune» έγραψε στις
αρχές του 1957 ότι «ο Μολλέ είναι η ντροπή
για την Γαλλία όπως επίσης και για το
σοσιαλισμό».
Αυτά
είναι τα πραγματικά χαρακτηριστικά της
σοσιαλδημοκρατίας σήμερα. Πολλοί
εκπρόσωποι της αστικής τάξης δεν έκαναν
λάθος που τονίζουν το μεγάλο ρόλο των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην
κατάπνιξη του επαναστατικού κινήματος
των εργατών και στην υπεράσπιση του
καπιταλισμού, δεν κάνουν λάθος που τα
εξυμνούν. Έτσι, για παράδειγμα, o T.
Junilla, διευθυντής καπιταλιστικής τράπεζας
στην Φιλανδίας, είπε : «Στον αγώνα
για να πάρουμε με το μέρος μας ιδεολογικά
τους βιομηχανικούς εργάτες μόνο οι
σοσιαλδημοκράτες μπορούν να είναι
χρήσιμοι σαν μεγάλη δύναμη ενάντια
στους κομμουνιστές. Γι' αυτό, ως αστός,
μέλος του συντηρητικού κόμματος, νοιώθω
υποχρεωμένος να δηλώσω ότι έχουμε ανάγκη
από ενωμένο, δραστήριο, Σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα που να υποστηρίζει με σταθερότητα
την βόρεια δημοκρατία». Η Αγγλική αστική
εφημερίδα «Financial Times» έγραψε, με το
ίδιο πνεύμα, στις 28 Ιουνίου 1963: «.... οι
βιομήχανοι φοβούνται λιγότερο τους
Εργατικούς, και κάποιοι έχουν την άποψη
ότι μια κυβέρνηση Εργατικών θα άνοιγε
περισσότερες προοπτικές για ανάπτυξη
από ότι μια των Τόρις».
Ακριβώς επειδή οι
σοσιαλδημοκράτες είναι πράκτορες της
αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα,
οι Μαρξιστές – Λενινιστές πάντα είχαν
ξεκάθαρο ότι χωρίς αποφασιστική πάλη
για το ξεσκέπασμα και την συντριβή των
σοσιαλδημοκρατών, ιδεολογικά και
πολιτικά, η εργατική τάξη δεν μπορεί να
διεξάγει την πάλη της και να την φτάσει
μέχρι την νίκη, «....
Τα αστικά εργατικά κόμματα, σαν πολιτικό
φαινόμενο»,
έγραφε ο Λένιν, «έχουν
πια δημιουργηθεί σ' όλες
τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες
.... Χωρίς αποφασιστικό, ανελέητο αγώνα
σε όλη τη γραμμή ενάντια σε αυτά τα
κόμματα – ή πράγμα που είναι το ίδιο,
ομάδες, ρεύματα κλπ – δεν μπορεί να
γίνεται καν λόγος ούτε για αγώνα ενάντια
στον ιμπεριαλισμό, ούτε για Μαρξισμό,
ούτε για σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα»
(Β.Ι. Λένιν: "Against Revisionists", Αλβανική
Έκδοση, σελίδα 368. Ελληνικά: Τόμος 30, σελ.
177). Και ο Ι.Β. Στάλιν επίσης, σαν επαναστάτης
και αταλάντευτος μαρξιστής, τόνισε:
«Ο σημερινός
σοσιαλδημοκρατισμός είναι το ιδεολογικό
στήριγμα του καπιταλισμού. Ο Λένιν είχε
χίλιες φορές δίκιο όταν είπε ότι οι
σημερινοί σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί
είναι “πραγματικοί πράκτορες της
αστικής τάξης μέσα στις γραμμές της
εργατικής τάξης” και ότι “στον εμφύλιο
πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στην
αστική τάξη” αναμφίβολα θα βρίσκονται
στο πλευρό των “Βερσαλιών” ενάντια
στους “Κομμουνάρους”. Είναι αδύνατο
να ξεμπερδέψουμε με τον καπιταλισμό
χωρίς να ξεμπερδέψουμε στην σοσιαλδημοκρατία
μέσα στο εργατικό κίνημα. Γι' αυτό η
εποχή του θανάτου του καπιταλισμού
ταυτόχρονα είναι και η εποχή του θανάτου
του σοσιαλδημοκρατισμού μέσα στο
εργατικό κίνημα»
(Ι.Β. Στάλιν: Έργα,
Αλβανική έκδοση, τομ. 10, σ. 242 Ελληνικά:
Ο διεθνής χαρακτήρας της Οχτωβριανής
Επανάστασης, Άπαντα, τόμος 10, σελ. 278).
Και
η Δήλωση της Μόσχας το 1960 τονίζοντας
ότι η δεξιοί ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας
ευθυγραμμίστηκαν ανοιχτά με τους
ιμπεριαλιστές, στηρίζουν το καπιταλιστικό
σύστημα, διασπούν το εργατικό κίνημα
και ότι είναι «εχθροί του καπιταλισμού»,
καλούσε τους κομμουνιστές να συνεχίσουν
να τους ξεσκεπάζουν.
Αλλά
οι σύγχρονοι ρεβιζιονιστές, με επικεφαλής
την ομάδα του Ν. Χρουστσόφ, σαν αποστάτες
και εχθροί του Μαρξισμού, δρουν εντελώς
αντίθετα με τα διδάγματα του Λένιν και
του Στάλιν, εντελώς αντίθετα με τις
οδηγίες της Δήλωσης της Μόσχας· ακολουθούν
της γραμμή της ενότητας μαζί τους και
της συγχώνευσής τους με τους δεξιούς
ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας. Και αυτό
δεν είναι τυχαίο: οι σημερινοί
σοσιαλδημοκράτες και οι σύγχρονοι
ρεβιζιονιστές έχουν κοινά, προχωρούν
προς την ίδια κατεύθυνση και προς τον
ίδιο αντεπαναστατικό στόχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου