Λονδίνο, 27 του Οχτώβρη 1890
Επωφελούμαι την πρώτη ελεύθερη ώρα για να σας απαντήσω. Νομίζω ότι θα κάνετε πολύ καλά να δεχτείτε τη θέση στη Ζυρίχη. Εκεί μπορείτε οπωσδήποτε να μάθετε πολλά στον οικονομικά τομέα, ιδιαίτερα αν έχετε πάντα στο νου σας ότι ή Ζυρίχη είναι μονάχα μια χρηματαγορά κι ένα κέντρο κερδοσκοπίας τρίτης κατηγορίας, έτσι που οι εντυπώσεις που επιβάλλονται εκεί, αδυνατίζουν και μάλιστα νοθεύονται σκόπιμα με τη διπλή και τριπλή αντανάκλαση. Θα γνωρίσετε όμως πραχτικά τη λειτουργία του και θα είστε υποχρεωμένος να παρακολουθείτε τις χρηματιστηριακές ειδήσεις από το Λονδίνο, τη Νέα. Υόρκη, το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Βιέννη, από πρώτο χέρι. Και τότε η παγκόσμια αγορά θ' ανοιχτεί μπροστά σας—στην αντανάκλασή της, σαν χρηματαγορά και σαν αγορά άξιων. Με τις οικονομικές, πολιτικές και άλλες αντανακλάσεις συμβαίνει ακριβώς το ίδιο όπως και με τις αντανακλάσεις στο ανθρώπινο μάτι, περνούν από ένα συγκεντρωτικό φακό κι έτσι απεικονίζονται ανεστραμμένα, με το κεφάλι κάτω. Μόνο που λείπει ο μηχανισμός των νεύρων που, για να μας τα παρασιτήσει, τα ξαναστήνει στα πόδια. Ο άνθρωπος της χρηματαγοράς βλέπει την κίνηση της βιομηχανίας και της παγκόσμιας αγοράς ακριβώς μόνο στο άναστραμένο άντικαθρέφτισμα της χρηματαγοράς και της αγοράς άξιων, και έτσι γι' αυτόν το αποτέλεσμα γίνεται αίτια. Αυτό το είδα κιόλας στο Μάντσεστερ στα 1840-1850. Οι πληροφορίες του χρηματιστηρίου του Λονδίνου ήταν απόλυτα άχρηστες για να σχηματίσει κανείς μια ιδέα για την πορεία της βιομηχανίας και των περιοδικών της μάξιμα και μίνιμα, γιατί οι κύριοι θέλαν όλα να τα εξηγούν με κρίσεις της χρηματαγοράς, που ήταν ωστόσο τις περισσότερες φορές μονάχα συμπτώματα, το ζήτημα ήταν τότε να αποκρούσουν την άποψη για την προέλευση των βιομηχανικών κρίσεων από προσωρινή υπερπαραγωγή και η υπόθεση είχε λοιπόν κεντά στ' άλλα ακόμα και μια πλευρά σκοπιμότητας, που τους παρακινούσε να καταφύγουν στη διαστρέβλωση. Τώρα αυτό το σημείο εκλείπει—τουλάχιστο για μας, μια για πάντα. Και ακόμα είναι γεγονός ότι κι η χρηματαγορά μπορεί να έχει τις δικές της κρίσεις, όπου οι άμεσες διαταραχές της βιομηχανίας παίζουν μόνο δευτερεύοντα ή και κανένα ρόλο. Και στο σημείο αυτό πρέπει πολλά ακόμα να εξακριβωθούν και να εξεταστούν για τα τελευταία είκοσι χρόνια, ιδίως ιστορικά.
Εκεί οπού υπάρχει καταμερισμός της εργασίας σε κοινωνική κλίμακα, εκεί και οι επί μέρους εργασίες αποχτούν αυτοτέλεια η μια απέναντι στην άλλη. Η παραγωγή είναι σε τελευταία ανάλυση ο αποφασιστικός παράγοντας. Μια όμως που το εμπόριο με τα προϊόντα αποχτά μιαν αυτοτέλεια απέναντι στην καθαυτό παραγωγή των προϊόντων, ακολουθεί μια δική του κίνηση, που ναι μεν στις γενικές της γραμμές κυβερνιέται από την κίνηση της παραγωγής, αλλά στις λεπτομέρειες και μέσα στα πλαίσια αυτής της γενικής εξάρτησης ακολουθεί με τη σειρά της δικούς της νόμους, που βρίσκονται στη φύση αυτού του νέου παράγοντα. Η κίνηση αυτή έχει τις δικές της φάσεις και με τη σειρά της αντεπιδρά στην κίνηση της παραγωγής. Η ανακάλυψη της Αμερικής οφειλόταν στη δίψα του χρυσού που από πρωτήτερα κιόλας είχε σπρώξει τους πορτογάλους στην Αφρική (βλ. Ζέτμπερ «Ή παραγωγή των ευγενών μετάλλων»), γιατί η ευρωπαϊκή βιομηχανία, που πήρε μια τόσο ερμητική ανάπτυξη το XIV και XV αιώνα, και το αντίστοιχό της εμπόριο απαιτούσαν περισσότερα μέσα ανταλλαγής, που ή Γερμανία—η μεγάλη χώρα του ασημιού στα 1450-1550—δε μπορούσε πια να την προμηθεύσει. Η κατάχτηση των Ινδιών από τούς Πορτογάλους, τους Ολλανδούς και τους Άγγλους από τα 1500 ως τα 1800 είχε για σκοπό τις ε ι σ α γ ω γ έ ς από τις Ινδίες. Για εξαγωγές προς τα εκεί, κανένας δε σκεφτόταν τότε. Κι όμως, τι κολοσσιαία αντεπίδραση είχαν πάνω στη βιομηχανία αυτές οι ανακαλύψεις και καταχτήσεις που καθορίζονταν καθαρά από εμπορικά συμφέροντα—μόνον οι ανάγκες για την ε ξ α γ ω γ ή π ρ ο ς εκείνες τις χώρες δημιούργησαν και ανάπτυξαν τη μεγάλη βιομηχανία.
Το ίδιο γίνεται και με τη χρηματαγορά. Μόλις το χρηματεμπόριο χωριστεί από το εμπόριο των εμπορευμάτων— αυτό γίνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες και μέσα στα όρια αυτών των συνθηκών που καθαρίζονται από την παραγωγή και το εμπόριο των εμπορευμάτων—αποχτά δική του ανάπτυξη, ιδιαιτέρους νόμους και ξεχωριστές φάσεις, που καθορίζονται από την ίδια του τη φύση. Αν τώρα προστεθεί σ' αυτά, και το γεγονός ότι το χρηματεμπόριο, σε τούτη την παραπέρα του ανάπτυξη ευρύνεται σε εμπόριο άξιων, ότι οι αξίες αυτές δεν είναι μόνο κρατικοί τίτλοι, αλλά ότι σ’ αυτούς προστίθενται και μετοχές της βιομηχανίας και των μεταφορών, ότι λοιπόν το χρηματεμπόριο καταχτά μιαν άμεση κυριαρχία πάνω σ' ε να μέρος της παράγωγης, της παραγωγής που γενικά το εξουσιάζει—τότε η άντεπίδραση του χρηματεμπορίου πάνω στην παραγωγή γίνεται ακόμα πιο δυνατή και πιο περίπλοκη. Οι έμποροι άξιων (οι τραπεζίτες) είναι ιδιοχτήτες των σιδηροδρόμων, των ανθρακωρυχείων, των μεταλλείων κτλ. Αυτά τα μέσα παραγωγής αποχτούν διπλή μορφή: ή λειτουργία τους πρέπει να προσαρμόζεσαι πότε στα συμφέροντα της άμεσης παραγωγής, πότε όμως και στις ανάγκες των μετόχων, εφόσον πρόκειται για έμπορους αξιών. Το πιο χτυπητό παράδειγμα γι' αυτό είναι οι βορειοαμερικανικοί σιδηρόδρομοι που η λειτουργία τους εξαρτιέται πέρα για πέρα από τις κάθε φορά χρηματιστηριακές πράξεις ενός Τζέϊ Γκόουλντ, ενός Βάντερμπιλτ κτλ.—δηλ. από πράξεις που είναι ολότελα ξένες με τον καθαυτό σιδηρόδρομο και τα συμφέροντά του σαν μέσου συγκοινωνίας. Ακόμα κι εδώ στην Αγγλία είδαμε τους αγώνες των διαφόρων σιδηροδρομικών εταιριών, που διάρκεσαν δεκάδες χρόνια, για τον καθορισμό των περιοχών ανάμεσά τους—αγώνες που εξανέμισαν τεράστια χρηματικά ποσά, όχι για το συμφέρον της παραγωγής και της συγκοινωνίας αλλά αποκλειστικά εξαιτίας ενός ανταγωνισμού, που τις περισσότερες φορές είχε σκοπό να διευκολύνει χρηματιστηριακές πράξεις των τραπεζιτών που κρατούσαν στα χέρια τους τις μετοχές.
Σ’ αυτές τις λίγες νύξεις για την αντίληψη μου σχετικά με τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην παραγωγή και στο εμπόριο των εμπορευμάτων και τη σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά και στο χρηματεμπόριο, απάντησα βασικά και στις ερωτήσεις σας για τον ιστορικό υλισμό γενικά. Το ζήτημα το καταλαβαίνει κανείς πιο εύκολα από την άποψη τού καταμερισμού της εργασίας. Η κοινωνία δημιουργεί ορισμένες γενικές λειτουργίες και δε μπορεί έπειτα να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτές. Τα πρόσωπα που διορίζονται για την άσκηση αυτών των λειτουργιών σχηματίζουν ένα νέο κλάδο του καταμερισμού της εργασίας μ έ σ α σ τ η ν κ ο ι ν ω ν ί α. Αποχτούν έτσι ιδιαίτερα συμφέροντα κι απέναντι στους εντολοδότες τους, αποχτούν αυτοτέλεια απέναντι τους και —εμφανίζεται το κράτος. Και από δω και μπρος τα πράγματα εξελίσσονται όπως και στο εμπόριο των εμπορευμάτων κι αργότερα στο χρηματεμπόριο: η καινούργια αυτοτελής δύναμη οφείλει βεβαία ν’ ακολουθεί γενικά την κίνηση της παραγωγής, χάρις όμως στην ενυπάρχουσα σ’ αυτή σχετική αυτοτέλεια που της μεταβιβάστηκε κάποτε και που εξακολουθεί βαθμιαία ν’ αναπτύσσεται παραπέρα, αντεπιδρά κι αυτή με τη σειρά της πάνω στους ορούς και στην πορεία τής παραγωγής. Είναι ή αμοιβαία δράση δυο άνισων δυνάμεων, της οικονομικής κίνησης από τη μια, και από την άλλη της νέας πολιτικής εξουσίας που τείνει προς τη μεγαλύτερη δυνατή αυτοτέλεια και που, μια κι έχει πια γεννηθεί, είναι κι αυτή προικισμένη με δική της κίνηση. Βέβαια η οικονομική κίνηση επιβάλλεται γενικά, υφίσταται όμως τον αντίχτυπο της πολιτικής κίνησης που τη δημιούργησε η ίδια και που είναι προικισμένη με σχετική αυτοτέλεια της κίνησης, από τη μια της κρατικής εξουσίας, κι από την άλλη της αντιπολίτευσης που δημιουργείται ταυτόχρονα μ’ αυτήν. Όπως στη χρηματαγορά αντανακλάται η κίνηση της βιομηχανικής αγοράς γενικά, και με τις επιφυλάξεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και φυσικά α ν ε σ τα ρ α μ μ έ ν η, έτσι και στην πάλη ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, αντικαθρεφτίζεται η πάλη των τάξεων που υπήρχαν και που πάλαιβαν κιόλας από τα πριν, μα επίσης ανεστραμένα, όχι πια άμεσα αλλά έμμεσα, όχι σαν ταξική πάλη, αλλά σαν πάλη για πολιτικές θεμελιακές αρχές και, τόσο ανεστραμένα, που χρειάστηκαν χιλιάδες χρόνια για να το καταλάβουμε.
Η αντεπίδραση της κρατικής εξουσίας πάνω στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι τριών ειδών: μπορεί να ενεργεί στην ίδια κατεύθυνση, τότε τα πράγματα πάνε πιο γρήγορα, μπορεί να πηγαίνει ενάντια, τότε στην εποχή μας σε κάθε μεγάλο λαό ή αντεπίδραση αυτή χρεοκοπεί ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα, ή ακόμα μπορεί να αποκόψει ορισμένες κατευθυνθείς της οικονομικής ανάπτυξης και της υπαγορεύει άλλες—αυτή η περίπτωση ανάγεται τελικά σε μιαν από τις δυο προηγούμενες. Είναι όμως φανερό ότι στις περιπτώσεις ΙΙ και ΙΙΙ η πολίτική εξουσία μπορεί να κάνει μεγάλη ζημιά στην οικονομική ανάπτυξη και να προκαλέσει μαζική σπατάλη δύναμης και υλικού.
Χώρια απ’ αυτά έχουμε ακόμα και την περίπτωση της κατάχτησης και της χτηνώδικης καταστροφής οικονομικών πόρων που εξαιτίας της άλλοτε και κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορούσε να αφανιστεί μια ολόκληρη οικονομική, τοπική και εθνική ανάπτυξη. Σήμερα η περίπτωση αυτή έχει τις περισσότερες φορές αντίθετα αποτελέσματα, τουλάχιστο στους μεγάλους λαούς: ο νικημένος με τον καιρό κερδίζει καμιά φορά οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, περισσότερα από το νικητή.
Το ίδιο γίνεται και με το δίκαιο: μόλις γίνει αναγκαίος αυτός ο νέος καταμερισμός της εργασίας και δημιουργήσει τους εξ επαγγέλματος νομικούς, ανοίγεται πάλι ένας νέος αυτοτελής τομέας, πού, παρ’ όλη τη γενική του εξάρτηση από την παραγωγή και το εμπόριο, κατέχει ωστόσο και μία ιδιαίτερη ικανότητα αντίδρασης πάνω σ’ αυτούς τους τομείς. Σ’ ένα σύγχρονο κράτος, το δίκαιο δεν πρέπει μόνο ν' ανταποκρίνεται στη γενική οικονομική κατάσταση, να είναι η έκφραση του, αλλά να είναι και μ ι ά έκφραση μ ε ε σ ω τ ε ρ ι κ ή σ υ ν ο χ ή, έτσι που να μην αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της με εσωτερικές αντιφάσεις. Και για να συντελευτεί αυτό παραβιάζεται όλο και περισσότερο η πιστή αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων. Κι αυτό τόσο πιο πολύ, όσο πιο σπάνια συμβαίνει ένας κώδικας να είναι η ωμή, αδιάλλαχτη, ανόθευτη έκφραση της κυριαρχίας μιας τάξης: αυτό καθαυτό το πράγμα θα ήταν εξάλλου αντίθετο προς την «έννοια του δικαίου». Η καθαρή, συνεπής έννοια δικαίου της επαναστατικής αστικής τάξης του 1792-1796 έχει κιόλας νοθευτεί από πολλές πλευρές στο Ναπολεόντειο κώδικα και ότι έχει ενσαρκωθεί σ’ αυτόν μετριάζεται υποχρεωτικά με διάφορους τρόπους μέρα με τη μέρα χάρη στην αυξανόμενη δύναμη του προλεταριάτου, πράγμα που δεν εμποδίζει το Ναπολεόντειο κώδικα να είναι ο κώδικας που χρησιμεύει σαν βάση για όλες τις νέες κωδικοποιήσεις, σ’ όλες τις ηπείρους. Έτσι η πορεία της «εξέλιξης του δικαίου» συνίσταται, στο μεγαλύτερο μέρος της, μόνο στο ότι προσπαθεί πρώτα να παραμερίσει τις αντιφάσεις που απορρέουν από την άμεση μετάφραση των οικονομικών σχέσεων σε νομικές αρχές και να δημιουργήσει ένα αρμονικό σύστημα δικαίου κι υστέρα στο ότι η επίδραση και ο καταναγκασμός της παραπέρα οικονομικής ανάπτυξης διασπούν πάντα ξανά αυτό το σύστημα και το μπλέκουνε σε νέες αντιφάσεις (εδώ μιλώ πριν απ’ όλα μόνο για το αστικό δίκαιο).
Η αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων με τη μορφή νομικών άρχων στήνει αναγκαστικά αυτές τις σχέσεις με το κεφάλι κάτω. Η αντανάκλαση αυτή γίνεται έτσι που το γεγονός αυτό δεν περνά στη συνείδηση των ανθρώπων που δρουν. Ο νομικός φαντάζεται ότι ενεργεί με απριοριστικές θέσεις ενώ πρόκειται μόνο για οικονομικές αντανακλάσεις—έτσι όλα στέκονται με το κεφάλι κάτω. Και μου φαίνεται αυτονόητο ότι αυτό το αναποδογύρισμα που, όσον καιρό δεν το έχουμε καταλάβει, αποτελεί αυτό που το ονομάζουμε ι δ ε ο λ ο γ ι κ ή α ν τ ί λ η ψ η, αντεπιδρά με τη σειρά του πάνω στην οικονομική βάση και μπορεί να την τροποποιήσει μέσα σ’ ορισμένα όρια. Η βάση του κληρονομικού δικαίου, με την προϋπόθεση ίσης βαθμίδας ανάπτυξης της οικογένειας, είναι μια βάση οικονομική. Ωστόσο, θα είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι στην Αγγλία λχ. η απόλυτη ελευθερία που υπάρχει να κάνει κανείς τη διαθήκη του, και στη Γαλλία ο μεγάλος περιορισμός της, έχουν μόνο οικονομικά αίτια στις λεπτομέρειες. Κι οι δύο τους όμως αντεπιδρούν πολύ σημαντικά πάνω στην οικονομία, γιατί επηρεάζουν την κατανομή τής περιουσίας.
Όσο τώρα για τις ιδεολογικές σφαίρες που αιωρούνται ακόμα ψηλότερα στους αιθέρες, για τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, κτλ. αυτές έχουν ένα προϊστορικό περιεχόμενο, που το βρήκε και το παράλαβε η ιστορική περίοδος, περιεχόμενο που εμείς σήμερα θα το λέγαμε ανοησία. Οι διάφορες αυτές λαθεμένες παραστάσεις για τη φύση, για την ουσία του ίδιου του άνθρωπου, για τα πνεύματα, τις μαγικές δυνάμεις κτλ. τις περισσότερες φορές έχουν για βάση τους μόνον ένα αρνητικό οικονομικό στοιχείο. Η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη της προϊστορικής περιόδου έχει σαν συμπλήρωμα, αλλά και κάπου-κάπου σαν όρο, και μάλιστα σαν αιτία, τις λαθεμένες παραστάσεις για τη φύση. Και μ’ όλο που η οικονομική ανάγκη ήταν, και με τον καιρό γινόταν όλο και πιο πολύ, το κύριο ελατήριο της προοδευτικής γνώσης της φύσης, θα ήταν ωστόσο σχολαστικό αν επιχειρούσε κανείς να αναζητήσει οικονομικά αίτια για όλη αυτή την πρωτόγονη ανοησία. Η ιστορία των επιστημών είναι η ιστορία της βαθμιαίας εξάλειψης αυτής της ανοησίας, η της αντικατάστασής της από μια νέα, αλλά όλο και λιγότερο παράλογη ανοησία. Οι άνθρωποι που φροντίζουν γι’ αυτό, ανήκουν πάλι σε ιδιαίτερες σφαίρες του καταμερισμού της εργασίας και φαντάζονται ότι καλλιεργούν έναν ανεξάρτητο τομέα. Και στο μέτρο που αποτελούν μιαν αυτοτελή ομάδα μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, στο ίδιο μέτρο τα έργα τους, μαζί και τα λάθη τους, ασκούν μιαν αντεπίδραση πάνω σ’ όλη την κοινωνική εξέλιξη, ακόμα και πάνω στην οικονομική. Παρ’ όλα αυτά όμως, βρίσκονται οι ίδιοι με τη σειρά τους κάτω από την κυριαρχική επιρροή της οικονομικής εξέλιξης. Στη φιλοσοφία λχ. μπορεί κανείς να το αποδείξει ευκολότερα για την αστική περίοδο. Ό Χόμπς ήταν ο πρώτος σύγχρονος υλιστής (με την έννοια του XVIII αιώνα), ήταν όμως οπαδός της απολυταρχίας την εποχή που η απόλυτη μοναρχία βρισκόταν στην άνθισή της σ’ όλη την Ευρώπη, ενώ στην Αγγλία άρχιζε τον αγώνα με το λαό. Ο Λόκ ήταν στη θρησκεία, όπως και στην πολιτική, παιδί του ταξικού συμβιβασμού του 1688. Οι άγγλοι ντεϊστές και οι συνεπείς συνεχιστές τους, οι γάλλοι υλιστές, ήταν οι γνήσιοι φιλόσοφοι της αστικής τάξης, οι γάλλοι μάλιστα ήταν και οι φιλόσοφοι της αστικής επανάστασης. Μέσα από τη γερμανική φιλοσοφία, από τον Κάντ ως τον Χέγκελ, περνά ο γερμανός μικροαστός—πότε θετικά, πότε αρνητικά. Ωστόσο σαν ορισμένη περιοχή του καταμερισμού της εργασίας, η φιλοσοφία κάθε εποχής έχει για προϋπόθεση ορισμένο υλικό ιδεών που της έχουν μεταβιβαστεί από τους προδρόμους της και από όπου ξεκινά. Κι έτσι συμβαίνει χώρες οικονομικά καθυστερημένες να μπορούν ωστόσο να παίζουν το πρώτο βιολί στη φιλοσοφία: ή Γαλλία το XVIII αιώνα σε σχέση με την Αγγλία, πού στη φιλοσοφία της στηρίχτηκαν οι γάλλοι, αργότερα η Γερμανία σε σχέση και με τις δυο. Τόσο όμως στη Γαλλία, όσο και στη Γερμανία η φιλοσοφία, όπως κι η γενική φιλολογική άνθιση της εποχής εκείνης, ήταν κι αυτή αποτέλεσμα μιας οικονομικής ανόδου. Για μένα η τελική υπερίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και σ’ αυτούς τους τομείς είναι βέβαιη, συντελείται όμως μέσα σε συνθήκες πού, προδιαγράφονται από τον κάθε ξεχωριστό τομέα: στη φιλοσοφία, λχ. με την επίδραση οικονομικών επιρροών (που κι αυτές δρουν τις περισσότερες φορές με το πολιτικό τους κτλ. περίβλημα) πάνω στο φιλοσοφικό υλικό που προϋπάρχει και που το έχουν δώσει οι προγενέστεροι. Η οικονομία εδώ δε δημιουργεί τίποτα από την αρχή, καθορίζει όμως το είδος της μεταβολής και της παραπέρα καλλιέργειας του υλικού ιδεών που βρήκε, κι αυτό τις περισσότερες φορές έμμεσα, μια και οι πολιτικές, νομικές και ηθικές αντανακλάσεις είναι εκείνες που ασκούν τη μεγαλύτερη άμεση επίδραση στη φιλοσοφία.
Για τη θρησκεία έχω πει τα πιο απαραίτητα στο τελευταίο κεφάλαιο για τον Φόϋερμπαχ.
Όταν λοιπόν ο Μπαρτ ισχυρίζεται ότι εμείς αρνηθήκαμε κάθε αντεπίδραση των πολιτικών κτλ. αντανακλάσεων της οικονομικής κίνησης πάνω σ’ αυτή την ίδια την οικονομική κίνηση, κάνει απλούστατα πόλεμο με ανεμόμυλους. Κι όμως, δεν έχει παρά να κοιτάξει τη «18η Μ π ρ υ μ α ί ρ » του Μαρξ, όπου γίνεται λόγος σχεδόν μονάχα για τον ι δ ι α ί τ ε ρ ο ρόλο που παίζουν οι πολιτικοί αγώνες, και τα πολιτικά γεγονότα, φυσικά μέσα στα πλαίσια τις γ ε ν ι κ ή ς τους εξάρτησης από τους οικονομικούς όρους. Ή το «Κεφάλαιο», το μέρος που μιλά λχ. για την εργάσιμη μέρα, όπου η νομοθεσία, που είναι βέβαια πολιτική πράξη, επιδρά τόσο βαθιά. Ή το μέρος για την ιστορία της αστικής τάξης (το 24ο κεφάλαιο). Τότε γιατί αγωνιζόμαστε για την πολιτική δικτατορία του προλεταριάτου, αν η πολιτική εξουσία είναι οικονομικά ανίσχυρη; Η βία (δηλ. ή κρατική εξουσία) είναι κι αυτή μια οικονομική δύναμη!
Δεν έχω όμως τώρα καιρό να κρίνω το βιβλίο. Πρέπει πρώτα να βγει ό III τόμος, κατά τα άλλα νομίζω ότι και ο Μπέρνσταϊν λχ, θα μπορούσε πολύ καλά να την κάνει αυτή τη δουλειά.
Αυτό που λείπει σ’ όλους αυτούς τους κυρίους, είναι η διαλεχτική. Πάντα βλέπουν εδώ μόνο αιτία και κει αποτέλεσμα. Ότι αυτό είναι μια κούφια αφαίρεση, ότι στον πραγματικό κόσμο τέτοιες μεταφυσικές διαμετρικές αντιθέσεις υπάρχουν μόνο σε περιόδους κρίσεων, ότι όμως όλο το μεγάλο προτσές συντελείτε με τη μορφή αμοιβαίας επίδρασης—έστω και πολύ άνισων δυνάμεων, που απ’ αυτές η οικονομική κίνηση είναι κατά πολύ η πιο ισχυρή, η πιο πρωταρχική, η πιο αποφασιστική—ότι εδώ δεν υπάρχει τίποτα το απόλυτο και ότι όλα είναι σχετικά, αυτά δεν τα βλέπουν. Γι' αυτούς δεν υπήρξε ό Χέγκελ...