200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ FRIEDRICH ENGELS
Ο ΕΝΓΚΕΛΣ ΣΤΟΝ ΜΠΛΟΧ
Λονδίνο, 21-22 του Σεπτέμβρη 1890
... Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τ ε λ ε υ τ α ί α α ν ά λ υ σ η η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω, Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. – Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ’ αποτελέσματα της – τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε, κτλ., – οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδραση τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μ ο ρ φ ή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν α ν α γ κ α ι ό τ η τ α, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλ. των πραγμάτων και γεγονότων του η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρυνή ή τόσο αναπόδειχτη, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μη τη λογαριάζουμε). Διαφορετικά, ή εφαρμογή της θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα ήταν, μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής πρωτοβάθμιας εξίσωσης.
Την ιστορία μας, την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ’ αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά. Μα και οι πολιτικοί κτλ., ακόμα κι ή παράδοση που έχει στοιχειώσει στα κεφάλια των ανθρώπων, παίζουν κάποιο ρόλο, έστω κι αν δεν είναι ο αποφασιστικός. Και το πρωσικό κράτος δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε παραπέρα από ιστορικά και σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια. Δύσκολα όμως θα μπορούσε κανείς χωρίς σχολαστικισμούς να ισχυριστεί ότι ανάμεσα στα πολλά κρατίδια της βόρειας Γερμανίας, ίσα-ίσα το Βρανδεμβούργο ήταν εκείνο που προοριζόταν από την οικονομική αναγκαιότητα κι όχι κι από άλλους παράγοντες (πριν απ’ όλα από το γεγονός ότι το Βρανδεμβούργο, χάρη στο ότι κατείχε την Πρωσία, είχε μπλεχτεί το πολωνικό ζήτημα και μέσον αυτού του ζητήματος στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, που έπαιξαν επίσης αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισχύς του αυστριακού, οίκου) να γίνει η μεγάλη δύναμη που ενσάρκωνε την οικονομική, γλωσσική και, από την εποχή της Μεταρρύθμισης, και θρησκευτική διαφορά ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο. Δύσκολα θα κατορθώσει κανείς να εξηγήσει με οικονομικά αίτια, δίχως να γίνει γελοίος, την ύπαρξη του κάθε γερμανικού κρατιδίου στο παρελθόν και στο παρόν, η την προέλευση της τροπής των φθόγγων στην άνω-γερμανική διάλεχτο, που το γεωγραφικό ορεινό τείχος, που εκτείνεται από τα Σουδητικά όρη ως τον Τάουνους, την έχει ευρύνει σε ένα σωστό ρήγμα που χωρίζει όλη τη Γερμανία.
Δεύτερο όμως, η ιστορία γίνεται έτσι, που το τελικό αποτέλεσμα βγαίνει πάντα από τις συγκρούσεις πολλών ατομικών θελήσεων, που η καθεμιά τους πάλι γίνεται τέτοια που είναι από ένα πλήθος ιδιαίτερες συνθήκες ζωής. Υπάρχουν λοιπόν εδώ αναρίθμητες δυνάμεις που διασταυρώνονται, μια ατέλειωτη ομάδα από παραλληλόγραμμα δυνάμεων, από τα όποια βγαίνει μια συνισταμένη – δηλ. το ιστορικό αποτέλεσμα. Το ιστορικό αυτό αποτέλεσμα μπορεί πάλι να θεωρηθεί σαν το προϊόν μίας δύναμης που δρα σαν ένα σύνολο, α σ υ ν ε ί δ η τ α και άβουλα. Γιατί αυτό που θέλει το κάθε άτομο, εμποδίζεται από κάθε άλλο άτομο κι αυτό που προκύπτει είναι κάτι που κανένας δεν το θέλησε. Έτσι η ως τώρα ιστορία κυλά σαν ένα φυσικό προτσές και υπόκειται κι αυτή ουσιαστικά στους ίδιους νόμους κίνησης. Όμως από το γεγονός, ότι οι ατομικές θελήσεις—πού ή καθεμιά τους θέλει εκείνο προς το όποιο τη σπρώχνουν η σωματική της διάπλαση και οι εξωτερικές, σε τελευταία ανάλυση οικονομικές συνθήκες (είτε οι δικές της προσωπικές, είτε γενικές-κοινωνικές συνθήκες)—δεν πετυχαίνουν εκείνο που θέλουν, αλλά συγχωνεύονται σ’ ένα γενικό μέσον όρο, σε μια κοινή συνισταμένη, από το γεγονός αυτό δεν έχει κανένας το δικαίωμα να συμπεράνει ότι οι θελήσεις αυτές είναι ίσες με μηδέν. Απεναντίας, η καθεμιά συμβάλλει στη συνισταμένη και περιέχεται ανάλογα μέσα της.
Θα ήθελα ακόμα να σας παρακαλέσω να μελετήσετε τη θεωρία αυτή από τις πρώτες πηγές, κι όχι από δεύτερο χέρι. Είναι πραγματικά πολύ ευκολότερο. Ο Μαρξ δεν έχει γράψει σχεδόν τίποτε όπου η θεωρία αυτή να μην παίζει ένα ρόλο. Ιδιαίτερα όμως, «Η 18η Μ π ρ υ μ α ί ρ του Λουδοβίκου Β ο ν α π ά ρ τ η» είναι ένα έξοχο παράδειγμα εφαρμογής αυτής της θεωρίας. Στο «Κεφάλαιο» επίσης υπάρχουν πολλές νύξεις. Μπορώ βέβαια να σας παραπέμψω επίσης στα έργα μου: «Ή ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Ούγκεν Ντύρινγκ» και «Ό Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας», όπου ικανά την πιο διεξοδική έκθεση του ιστορικού υλισμού, απ’ όσες υπάρχουν σήμερα.
Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ότι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ. Απέναντι στους αντιπάλους μας, είμασταν υποχρεωμένοι να τονίζουμε τη βασική αρχή πού την αρνιόνταν κι έτσι δεν υπήρχε πάντα ο χρόνος, ο τόπος κι η ευκαιρία να δώσουμε τη θέση που ταιριάζει και στους άλλους παράγοντες που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση. Μόλις όμως το ζήτημα έφτανε στην περιγραφή μιας ιστορικής περιόδου, δηλ. στην πραχτική εφαρμογή, άλλαζαν τα πράγματα και δε χωρούσε πια καμιά παρεξήγηση. Δυστυχώς όμως συμβαίνει πολύ συχνά να πιστεύει κανείς ότι έχει καταλάβει τέλεια μια νέα θεωρία και ότι μπορεί να τη χειρίζεται αμέσως, μόλις αφομοιώσει, και αυτό όχι πάντα σωστά, τις βασικές θέσεις. Και δε μπορώ ν’ απαλλάξω απ’ αυτή τη μομφή πολλούς από τους νεότερους «μαρξιστές». Έτσι έκαναν την εμφάνιση τους και θαυμαστά πράγματα ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου