Georgi Dimitrow
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ
Τελικός λόγος στο 2ο σημείο της ημερήσιας διάταξης του 7ου παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 13 Αυγούστου 1935
Σύντροφοι! Η διεξοδική συζήτηση πάνω στην έκθεσή μου μαρτυράει το δυνατό ενδιαφέρον του Συνεδρίου για τα θεμελιώδη προβλήματα ταχτικής και τα καθήκοντα του αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου και του φασισμού, ενάντια στον κίνδυνο ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Αν συνοψίσουμε τώρα το αποτέλεσμα της 8-ήμερης συζήτησης, θα διαπιστώσουμε, ότι όλες οι ουσιαστικές κατευθυντήριες γραμμές της έκθεσης βρήκαν την ομόφωνη επικρότηση του Συνεδρίου. Κανένας ομιλητής δεν πρόβαλε αντιρρήσεις ενάντια στις κατευθυντήριες γραμμές ταχτικής που θέσαμε και την απόφαση που προτείναμε.
Μπορεί κανείς να πει άνετα, ότι σε κανένα απολύτως από τα προηγούμενα Συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν επικράτησε τέτοια ιδεολογική και πολιτική ενότητα, όπως σ' αυτό. Η πλέρια ομοφωνία του Συνεδρίου αποδείχνει, ότι στις γραμμές μας έχει ωριμάσει τελείως η αναγνώριση, ότι πρέπει να μεταβάλουμε την πολιτική μας και την ταχτική μας ανάλογα με τη μεταβληθείσα κατάσταση, με βάση την ολόπλευρη διδαχτική πείρα των τελευταίων χρόνων.
Την ομοφωνία αυτή μπορούμε χωρίς αμφιβολία να την θεωρήσουμε σα μια από τις σπουδαιότερες προϋποθέσεις για την επιτυχή λύση των κεντρικών καθηκόντων του διεθνούς προλεταριακού κινήματος – για την αποκατάσταση της ενότητας δράσης όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης στον αγώνα ενάντια στο φασισμό.
Για να λύσουμε με επιτυχία αυτό το καθήκον, πρέπει οι κομμουνιστές πρώτα να χρησιμοποιούν σωστά το όπλο της μαρξιστικής-λενινιστικής ανάλυσης, μελετώντας προσεχτικά τη συγκεκριμένη κατάσταση και τη συγκρότηση των ταξικών δυνάμεων στην ανάπτυξή τους, και ανάλογα να καθορίζουν το πρόγραμμα της δραστηριότητάς τους και της πάλης τους. Πρέπει να εξαφανίσουμε ανελέητα τη ροπή για κατασκευασμένα σχήματα, νεκρές φόρμουλες, έτοιμα καλούπια, που συχνά παραλύουν τους συντρόφους μας. Πρέπει να τελειώνουμε με την κατάσταση, όπου κομμουνιστές, που τους λείπουν οι γνώσεις και οι ικανότητες για μια μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση, αντικαθιστούν την ανάλυση αυτή με γενικές εκφράσεις και γενικά συνθήματα, όπως “επαναστατική διέξοδος από την κρίση”, χωρίς να κάνουν καμιά απολύτως σοβαρή προσπάθεια να εξηγήσουν, σε ποιο βαθμό επαναστατικής ωριμότητας του προλεταριάτου και των εργαζόμενων μαζών, με τι επίπεδο επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι δυνατή μια τέτοια επαναστατική διέξοδος από την κρίση. Χωρίς μια τέτοια ανάλυση, όλα τα παρόμοια συνθήματα γίνονται κενές λέξεις, φράσεις χωρίς περιεχόμενο, που συσκοτίζουν μόνο τα τωρινά μας καθήκοντα. Χωρίς συγκεκριμένη μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση, δε θα μπορέσουμε ποτέ να θέσουμε σωστά και να λύσουμε το ζήτημα του φασισμού, το ζήτημα του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου και του Λαϊκού Μετώπου, της τοποθέτησης προς την αστική δημοκρατία, της κυβέρνησης του Ενιαίου Μετώπου, των προτσές που διεξάγονται μέσα στην εργατική τάξη και ιδιαίτερα μέσα στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες, καθώς και πλήθος άλλα νέα και πολύπλοκα ζητήματα, που βάζει και θα βάζει η ίδια η ζωή, η ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Δεύτερο χρειαζόμαστε ζωντανούς ανθρώπους, ανθρώπους που ξεπηδάνε μέσα από την εργατική μάζα, από την καθημερινή πάλη της, ανθρώπους αποφασισμένους για αγώνα, απεριόριστα αφοσιωμένους στην υπόθεση του προλεταριάτου. Ανθρώπους, που με την ενεργητικότητά τους και με τα χέρια τους θα πραγματοποιήσουν τις αποφάσεις του Συνεδρίου μας. Χωρίς μπολσεβίκικα στελέχη δε θα εκτελέσουμε τα τεράστια εκείνα καθήκοντα, που μπαίνουν στους εργαζομένους στον αγώνα ενάντια στο φασισμό.
Τρίτο, χρειαζόμαστε ανθρώπους, εξοπλισμένους με την πυξίδα της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, που χωρίς την έμπειρη χρησιμοποίησή της πέφτει κανείς στο στενό πραχτικισμό, δεν μπορεί να δει προς τα μπρος, βρίσκει μόνο πού και πού λύσεις και χάνει την πλατιά προοπτική του αγώνα, που δείχνει στις μάζες πού πηγαίνουμε, γιατί αγωνιζόμαστε και πού οδηγούμε τους εργαζομένους.
Τέταρτο, χρειαζόμαστε οργάνωση των μαζών, για να εφαρμόζουμε στην πράξη τις αποφάσεις μας. Η ιδεολογική και πολιτική μας επιρροή μόνο δε φτάνει. Πρέπει να σταματήσουμε τον προσανατολισμό προς τον αυθορμητισμό του κινήματος, σαν μια από τις κύριες αδυναμίες μας. Πρέπει να σκεφτόμαστε, ότι χωρίς επίμονη, μακρόχρονη, υπομονετική, καμιά φορά άχαρη οργανωτική δουλειά, οι μάζες δε θα γυρίσουν το τιμόνι προς την κομμουνιστική όχθη. Για να μπορέσουμε να οργανώσουμε τις μάζες, πρέπει να μάθουμε την λενινιστική-σταλινική1) τέχνη να κάνουμε τις αποφάσεις μας χτήμα όχι μόνο των κομμουνιστών, αλλά και των πιο πλατειών μαζών των εργαζομένων. Πρέπει να μάθουμε να μιλάμε με τις μάζες όχι σε στυλ βιβλίου, αλλά στη γλώσσα αγωνιστών για την υπόθεση των μαζών. Αγωνιστών, που η κάθε τους λέξη, η κάθε τους σκέψη αντικατοπτρίζει τη σκέψη και τα αισθήματα εκατομμυρίων.
Σ' αυτό το ζήτημα θα ήθελα να αναφερθώ σε πρώτη γραμμή στον τελικό μου λόγο.
Σύντροφοι! Το Συνέδριο αποδέχτηκε τις νέες κατευθυντήριες γραμμές ταχτικής με μεγάλο ενθουσιασμό και ομοφωνία. Ο ενθουσιασμός και η ομοφωνία είναι οπωσδήποτε εξαιρετικά πράγματα. Αλλά ακόμη καλύτερα είναι, όταν συνδέονται με μια βαθιά επεξεργασμένη, κριτική αντιμετώπιση των καθηκόντων που μπαίνουν, με μια σωστή αφομοίωση των παρμένων αποφάσεων και με πραγματική κατανόηση για τα μέσα και τις μέθοδες εφαρμογής των αποφάσεων αυτών στη συγκεκριμένη κατάσταση κάθε χώρας.
Και προηγούμενα δεν είχαμε πάρει ομόφωνα καθόλου άσκημες αποφάσεις. Αλλά το ατύχημα ήταν, ότι συχνά τις παίρναμε μόνο τυπικά και στην καλύτερη περίπτωση τις κάναμε χτήμα μιας μικρής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Οι αποφάσεις μας δεν διαπότισαν πέρα για πέρα τις πλατιές μάζες, δε χρησίμεψαν σαν οδηγός για δράση σε εκατομμύρια ανθρώπους.
Μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι σταματήσαμε τελειωτικά να χειριζόμαστε μόνο τυπικά τις παρμένες αποφάσεις; Όχι. Πρέπει να πούμε, ότι και σ' αυτό το Συνέδριο ήρθαν στο φως στους λόγους των διάφορων συντρόφων κατάλοιπα του φορμαλισμού, ότι πού και πού παρουσιάζεται η τάση να αντικατασταθεί η συγκεκριμένη ανάλυση της πραγματικότητας και της ζωντανής πείρας με ένα οποιοδήποτε σχήμα, με μια οποιαδήποτε νέα, απλοποιημένη, νεκρή φόρμουλα, και να παρουσιαστεί αυτό που επιθυμούμε, αλλά δεν υπάρχει ακόμη, σαν πραγματικότητα, σα να υφίσταται πραγματικά.
Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό πρέπει να είναι συγκεκριμένος
Κανένα γενικό χαρακτηριστικό του φασισμού, όσο σωστό κι αν είναι, δε μας απαλλάσσει από το καθήκον να μελετάμε συγκεκριμένα και να παίρνουμε υπόψη μας την ιδιομορφία της ανάπτυξης του φασισμού και των διάφορων μορφών φασιστικής διχτατορίας στις διάφορες χώρες και στις διάφορες φάσεις. Είναι απαραίτητο να ερευνάμε, να μελετάμε και να ανακαλύπτουμε σε κάθε χώρα το εθνικά ιδιαίτερο, το εθνικά ειδικό στο φασισμό, και ανάλογα να καθορίζουμε αποτελεσματικές μέθοδες και μορφές πάλης ενάντια στο φασισμό.
Ο Λένιν μας προειδοποίησε με μεγάλη έμφαση, για τον κίνδυνο “των καλουπιών, της μηχανικής εξίσωσης, της ισοπέδωσης των κανόνων ταχτικής, και των κανόνων της πάλης”. Η προειδοποίηση αυτή είναι ιδιαίτερα εύστοχη, όταν πρόκειται για αγώνα ενάντια σε έναν εχθρό, που θυσιάζει τόσο πανούργα, τόσο υποκριτικά τα εθνικά αισθήματα και τις προκαταλήψεις των μαζών και τις αντικαπιταλιστικές τους διαθέσεις για το συμφέρον του μεγάλου κεφαλαίου. Έναν τέτοιο εχθρό πρέπει να τον γνωρίσουμε ακριβώς και από όλες τις πλευρές. Πρέπει να αντιδρούμε χωρίς καμιά καθυστέρηση στις ποικίλες μανούβρες του, να ξεσκεπάζουμε τους ελιγμούς του, να είμαστε έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουμε σε κάθε πεδίο, σε κάθε στιγμή. Δεν πρέπει να διστάζουμε να διδαχτούμε από τον ίδιο τον εχθρό, αν αυτό βοηθάει, να του σπάσουμε τη ραχοκοκαλιά γρηγορότερα και ασφαλέστερα.
Θα ήταν μεγάλο λάθος, να θέλαμε να κατασκευάσουμε ένα οποιοδήποτε γενικό σχήμα ανάπτυξης του φασισμού για όλες τις χώρες και όλους τους λαούς. Ένα τέτοιο σχήμα δε θα μας βοηθούσε, αλλά θα μας εμπόδιζε να διεξάγουμε τον πραγματικό αγώνα. Πέρα από όλα τα άλλα, οδηγεί στο να σπρωχτούν χωρίς διάκριση στο στρατόπεδο του φασισμού τα στρώματα εκείνα του πληθυσμού, που, αν τα πλησιάζαμε με σωστό τρόπο, θα μπορούσαμε να τα δραστηριοποιήσουμε στον αγώνα ενάντια στο φασισμό ή τουλάχιστον να τα ουδετεροποιήσουμε.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ανάπτυξη του φασισμού στη Γαλλία και στη Γερμανία. Μερικοί σύντροφοι έχουν τη γνώμη, ότι ο φασισμός στη Γαλλία δεν μπορεί να αναπτυχτεί γενικά τόσο εύκολα όπως στη Γερμανία. Τι είναι σ' αυτή τη σκέψη σωστό και τι λάθος; Σωστό είναι, ότι στη Γερμανία δεν υπήρχαν τόσο βαθειά ριζωμένες δημοκρατικές παραδόσεις όπως στη Γαλλία, που διεξήγαγε το 18ο και 19ο αιώνα αρκετές επαναστάσεις. Σωστό είναι, ότι η Γαλλία είναι μια χώρα, που κέρδισε τον πόλεμο και επέβαλε σε άλλες χώρες τη συνθήκη των Βερσαλλιών, ότι στη Γαλλία δεν πληγώθηκε η εθνική ευαισθησία των μαζών όπως στη Γερμανία, όπου το γεγονός αυτό έπαιξε ένα τόσο μεγάλο ρόλο. Σωστό είναι, ότι οι κύριες μάζες της αγροτιάς στη Γαλλία έχουν δημοκρατικές αντιφασιστικές διαθέσεις, ιδιαίτερα στις νότιες περιοχές, σε αντίθεση με τη Γερμανία, όπου ήδη πριν από την άνοδο του φασισμού, ένα σημαντικό τμήμα της αγροτιάς βρισκόταν κάτω από την επιρροή των αντιδραστικών κομμάτων.
Αλλά, σύντροφοι, πέρα από τις υπάρχουσες διαφορές στην ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος στη Γαλλία και στη Γερμανία, πέρα από τις στιγμές, που δυσκόλεψαν την προέλαση του φασισμού στη Γαλλία, θα πρέπει να είμαστε κοντόφθαλμοι, αν δε βλέπουμε το ασταμάτητο δυνάμωμα του φασιστικού κινδύνου στη χώρα αυτή και αν υποτιμάμε τη δυνατότητα φασιστικής ανατροπής. Πολλές περιστάσεις ευνοούν πάλι στη Γαλλία την ανάπτυξη του φασισμού. Μην ξεχνάτε, ότι η οικονομική κρίση, που άρχισε στη Γαλλία αργότερα από ό,τι στις άλλες καπιταλιστικές χώρες, βαθαίνει και οξύνεται παραπέρα, πράγμα που διευκολύνει ιδιαίτερα την αχαλίνωτη δημαγωγία των φασιστών. Ο γαλλικός φασισμός έχει τόσο γερές θέσεις μέσα στο στρατό, στο σώμα των αξιωματικών, όσο δεν είχαν οι εθνικοσοσιαλιστές στο γερμανικό στρατό πριν από το ανέβασμά τους στην εξουσία. Ακόμη, σε καμιά χώρα η διαφθορά του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν έχει πάρει τέτοια τεράστια έκταση και δεν προκάλεσε τέτοια αγανάχτηση στις μάζες, όπως στη Γαλλία, πράγμα στο οποίο ποντάρουν με δημαγωγικό τρόπο, όπως είναι γνωστό, οι γάλλοι φασίστες στον αγώνα τους ενάντια στην αστική δημοκρατία. Μην ξεχνάτε ακόμη ότι ο μεγάλος φόβος της γαλλικής αστικής τάξης να χάσει την πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία της στην Ευρώπη, ευνοεί την ανάπτυξη του φασισμού.
Από αυτό βγαίνει, ότι οι επιτυχίες του αντιφασιστικού κινήματος στη Γαλλία, για τις οποίες μίλησαν εδώ οι σύντροφοι Τορέζ και Κασέν και για τις οποίες χαιρόμαστε με όλη μας την καρδιά, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να ειδωθούν ακόμη σα δείγμα για το γεγονός, ότι οι εργαζόμενες μάζες πέτυχαν να φράξουν μια για πάντα το δρόμο στο φασισμό. Πρέπει να τονίσουμε με όλη μας τη δύναμη για μια ακόμη φορά τη μεγάλη σπουδαιότητα των καθηκόντων της γαλλικής εργατικής τάξης στον αγώνα ενάντια στο φασισμό, καθήκοντα, που ανάφερα ήδη στην έκθεσή μου.
Είναι ακόμη επικίνδυνο να τρέφουμε αυταπάτες για την αδυναμία του φασισμού σε άλλες χώρες, όπου αυτός δε διαθέτει πλατιά μαζική βάση. Έχουμε παραδείγματα τέτοιων χωρών, όπως είναι η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία, η Φιλανδία, όπου ο φασισμός, χωρίς να έχει πλατιά βάση, ανέβηκε στην εξουσία στηριζόμενος στις ένοπλες δυνάμεις του κράτους και ύστερα προσπάθησε να διευρύνει τη βάση του, χρησιμοποιώντας την κρατική μηχανή.
Δίκιο είχε ο σύντροφος Ντουττ, όταν ισχυρίστηκε, ότι στις γραμμές μας υπήρχε η τάση να βλέπουμε το φασισμό γενικά, χωρίς να παίρνουμε υπόψη μας τις συγκεκριμένες ιδιομορφίες του φασιστικού κινήματος στην κάθε χώρα και να θεωρούμε όλα τα αντιδραστικά μέτρα της αστικής τάξης σα φασισμό και μάλιστα το όχι κομμουνιστικό στρατόπεδο συνολικά σα φασιστικό. Το αποτέλεσμα δεν ήταν το δυνάμωμα, αλλά αντίθετα το αδυνάτισμα του αγώνα ενάντια στο φασισμό.
Αλλά και τώρα ακόμη υπάρχουν υπολείμματα σχηματικής τοποθέτησης απέναντι στο φασισμό. Μήπως ο ισχυρισμός διάφορων συντρόφων, ότι το “Νιου Ντηλ” του Ρούσβελτ είναι μία ακόμη πιο φανερή, ακόμη πιο οξεία μορφή εξέλιξης της αστικής τάξης στο φασισμό από ό,τι για παράδειγμα η “Εθνική Κυβέρνηση” της Αγγλίας, δεν είναι η έκφραση μιας τέτοιας σχηματικής τοποθέτησης; Χρειάζεται πραγματικά μεγάλη δόση σχηματικής αντίληψης για να μη βλέπουμε, ότι οι αντιδραστικότεροι κύκλοι του αμερικάνικου χρηματιστικού κεφαλαίου, που επιτίθενται στο Ρούσβελτ, είναι κυρίως εκείνη ακριβώς η δύναμη, που υποδαυλίζει και οργανώνει το φασιστικό κίνημα στις Ενωμένες Πολιτείες. Το να μην αντιλαμβανόμαστε πίσω από τις υποκριτικές φράσεις των κύκλων αυτών για “υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των αμερικανών πολιτών” τον πραγματικό φασισμό που γεννιέται στις Ενωμένες Πολιτείες, σημαίνει ότι αποπροσανατολίζουμε την εργατική τάξη στον αγώνα της ενάντια στο χειρότερό της εχθρό.
Και στις αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες αναπτύσσονται, όπως διαπιστώθηκε στη συζήτηση, ορισμένες φασιστικές ομάδες, αλλά φυσικά εδώ δεν πρόκειται για έναν τέτοιο φασισμό, όπως έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε στη Γερμανία, στην Ιταλία και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες. Εδώ πρέπει να πάρουμε υπόψη μας τις εντελώς διαφορετικές οικονομικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο φασισμός παίρνει και θα παίρνει ειδικές μορφές.
Στην ανικανότητά τους να πιάσουν συγκεκριμένα τα φαινόμενα της ζωντανής πραγματικότητας, μερικοί σύντροφοι, που πάσχουν από τεμπελιά σκέψης, αντικαθιστούν τη λεπτομερειακή και προσεχτική μελέτη της συγκεκριμένης κατάστασης και του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων με γενικές, κενές φόρμουλες. Αυτοί δεν μοιάζουν καθόλου με σκοπευτές, που πετυχαίνουν ακριβώς το στόχο, αλλά μ' εκείνα τα “σαΐνια στη σκοποβολή”, που λαθεύουν συστηματικά και συνέχεια, πότε ρίχνουν πιο ψηλά, πότε πιο χαμηλά, πότε πιο μακριά, πότε πιο κοντά στο στόχο. Εμείς όμως, σύντροφοι, σαν κομμουνιστές αγωνιστές του εργατικού κινήματος, σαν επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, θέλουμε να είμαστε εκείνοι οι σκοπευτές, που πετυχαίνουν πραγματικά αλάθητα το στόχο τους.
Προλεταριακό Ενιαίο Μέτωπο – Αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο
Έτσι, μερικοί σύντροφοι σπάνε χωρίς λόγο το κεφάλι τους για το ζήτημα με τι να αρχίσουμε – με το Ενιαίο Μέτωπο του προλεταριάτου ή με το αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο;
Οι μεν λένε, ότι με τη δημιουργία του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου δε θα μπορέσουμε να αρχίσουμε πριν να έχει οργανωθεί ένα γερό Ενιαίο Μέτωπο του προλεταριάτου.
Μιας όμως και η δημιουργία του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου σε μια σειρά χώρες προσκρούει στην αντίσταση του αντιδραστικού τμήματος της σοσιαλδημοκρατίας, - κρίνουν οι άλλοι - θα ήταν καλύτερα να αρχίσουμε αμέσως με το Λαϊκό Μέτωπο και ύστερα πάνω σ' αυτή τη βάση να αναπτύξουμε το Ενιαίο Μέτωπο της εργατικής τάξης.
Τόσο οι μεν όσο και οι δε δεν κατανοούν προφανώς, ότι το Ενιαίο Μέτωπο του προλεταριάτου και το αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, πλεγμένα μεταξύ τους με τη ζωντανή διαλεκτική του αγώνα, ότι στην πορεία του πραχτικού αγώνα ενάντια στο φασισμό το ένα ενώνεται με το άλλο και σε καμιά περίπτωση δε χωρίζονται το ένα από το άλλο με ένα σινικό τείχος.
Δε μπορεί κανείς βέβαια να πιστεύει στα σοβαρά, ότι είναι δυνατό να δημιουργηθεί πραγματικά ένα αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο, χωρίς να πραγματοποιηθεί η ενότητα δράσης της ίδιας της εργατικής τάξης, που είναι η ηγετική δύναμη αυτού του Λαϊκού Μετώπου. Σύγχρονα πάλι, η παραπέρα ανάπτυξη του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου εξαρτιέται σε σημαντικό βαθμό από τη μεταβολή του σε ένα Λαϊκό Μέτωπο ενάντια στο φασισμό.
Φανταστείτε, σύντροφοι, έναν τέτοιο άνθρωπο που βλέπει τα πράγματα σχηματικά, να βρεθεί μπροστά στην απόφασή μας και με τον ενθουσιασμό ενός γνήσιου “γραμματικού” να κατασκευάσει το σχήμα του:
Πρώτα Ενιαίο Μέτωπο του προλεταριάτου από τα κάτω σε τοπική κλίμακα.
Ύστερα Ενιαίο Μέτωπο από τα κάτω σε επίπεδο περιοχής.
Ύστερα Ενιαίο Μέτωπο από τα πάνω με την ίδια σειρά.
Παραπέρα – Ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος.
Κατόπιν – προσέλκυση των άλλων αντιφασιστικών κομμάτων.
Ύστερα το ολόπλευρα αναπτυγμένο Λαϊκό Μέτωπο από τα πάνω και τα κάτω.
Μετά πρέπει να ανεβάσουμε το κίνημα σε ένα ανώτερο σκαλοπάτι να το πολιτικοποιήσουμε, να το επαναστατικοποιήσουμε κ.λ.π. κ.λ.π.
Σύντροφοι, θα μου πείτε, ότι πρόκειται για μεγάλη ανοησία. Σύμφωνοι. Αλλά το άσκημο είναι, ότι μια τέτοια σεχταριστική ανοησία, με αυτή ή την άλλη μορφή, υπάρχει ακόμη πολύ συχνά δυστυχώς μέσα στις γραμμές μας.
Και πώς έχουν τα πράγματα στην πραγματικότητα; Φυσικά, παντού πρέπει να επιδιώκουμε ένα πλατύ Λαϊκό Μέτωπο αγώνα ενάντια στο φασισμό. Αλλά σε αρκετές χώρες δε θα ξεπεράσουμε τη γενικολογία για το Λαϊκό Μέτωπο, αν δεν ξέρουμε να σπάμε με την κινητοποίηση των εργατικών μαζών την αντίσταση του αντιδραστικού τμήματος της σοσιαλδημοκρατίας ενάντια στο ενιαίο αγωνιστικό μέτωπο του προλεταριάτου. Έτσι έχουν τα πράγματα κυρίως στην Αγγλία, όπου η εργατική τάξη αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού, όπου τα εγγλέζικα συνδικάτα και το Εργατικό Κόμμα έχουν πίσω τους την κύρια μάζα της εργατικής τάξης. Έτσι έχουν τα πράγματα στο Βέλγιο και στις Σκανδιναβικές χώρες, όπου τα αδύναμα αριθμητικά, κομμουνιστικά Κόμματα έχουν απέναντί τους ισχυρά μαζικά συνδικάτα και αριθμητικά ισχυρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Οι κομμουνιστές θα έκαναν στις χώρες αυτές το μεγαλύτερο πολιτικό λάθος, αν παραιτούνταν από τον αγώνα για τη δημιουργία του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου και κρύβονταν πίσω από γενικές εκφράσεις για το Λαϊκό Μέτωπο, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Για να φτιάξουμε στις χώρες αυτές ένα πραγματικό Λαϊκό Μέτωπο, οι κομμουνιστές πρέπει να κάνουν τεράστια πολιτική και οργανωτική δουλειά μέσα στις εργατικές μάζες, που βλέπουν τις ρεφορμιστικές μαζικές οργανώσεις ήδη σαν την ενσάρκωση της προλεταριακής ενότητας, να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους. Πρέπει να πείσουν τις μάζες, ότι η δημιουργία του Ενιαίου Μετώπου με τους κομμουνιστές σημαίνει το πέρασμά τους στις θέσεις της ταξικής πάλης, ότι μόνο ένα τέτοιο πέρασμα εγγυάται την επιτυχία του αγώνα ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου και του φασισμού. Δε θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που συναντάμε, βάζοντας εδώ πλατύτερα καθήκοντα. Αντίθετα, θα τις ξεπεράσουμε, αν αγωνιζόμαστε για τον παραμερισμό αυτών των αδυναμιών, αν ετοιμάζουμε όχι με λόγια, αλλά στην πραγματικότητα τη δημιουργία ενός πραγματικού Λαϊκού Μετώπου αγώνα ενάντια στο φασισμό, ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου, ενάντια στον κίνδυνο ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα σε εκείνες τις χώρες όπως η Πολωνία, όπου μαζί με το εργατικό κίνημα αναπτύσσεται ένα ισχυρό αγροτικό κίνημα, όπου οι αγροτικές μάζες έχουν δικές τους οργανώσεις, που κάτω από την επίδραση της αγροτικής κρίσης ριζοσπαστικοποιούνται, όπου η εθνική καταπίεση προκαλεί αγανάχτηση στις εθνικές μειονότητες. Εδώ, η ανάπτυξη του Λαϊκού Μετώπου του αγώνα θα πραγματοποιηθεί παράλληλα με την ανάπτυξη του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου, και καμιά φορά, στις χώρες αυτές, το κίνημα του Λαϊκού Μετώπου μπορεί και να υπερφαλαγγίσει το κίνημα του Εργατικού Μετώπου.
Πάρτε μια χώρα σαν την Ισπανία, που βρίσκεται στην πορεία της αστικο-δημοκρατικής επανάστασης. Μπορούμε να πούμε, ότι ο οργανωτικός κατακερματισμός του προλεταριάτου στην Ισπανία απαιτεί, να πραγματοποιήσουμε την ολοκληρωτική αγωνιστική ενότητα της εργατικής τάξης, πριν ακόμη να δημιουργήσουμε ένα εργατο – αγροτικό Μέτωπο ενάντια στο Λερρού και Ζιλ Ρόμπλες; Βάζοντας έτσι το ζήτημα, θα απομονώναμε το προλεταριάτο από την αγροτιά, θα αποσύραμε στην πραγματικότητα το σύνθημα της αγροτικής επανάστασης, θα διευκολύναμε τους εχθρούς του λαού να διχάσουν το προλεταριάτο και την αγροτιά και να αντιπαραθέσουν την αγροτιά στην εργατική τάξη. Και αυτό υπήρξε, όπως είναι γνωστό, μια από τις κύριες αιτίες της ήττας της εργατικής τάξης στους αγώνες του Οχτώβρη του 1934 στις Αστούριες.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε κάτι: Σε όλες τις χώρες, όπου το προλεταριάτο είναι αριθμητικά σχετικά αδύνατο, όπου η αγροτιά και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης υπερτερούν, πρέπει τόσο περισσότερο να βάζουμε τις δυνάμεις μας, για να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό Ενιαίο Μέτωπο της ίδιας της εργατικής τάξης, ώστε η εργατική τάξη να μπορέσει να παίξει το ρόλο της σαν ηγετικός παράγοντας όλων των εργαζομένων.
Δεν μπορούμε λοιπόν, σύντροφοι, να δώσουμε για τη λύση του ζητήματος του προλεταριακού Μετώπου και του Λαϊκού Μετώπου καμιά γενική συνταγή για όλες τις περιπτώσεις, για όλες τις χώρες και για όλους τους λαούς. Η γενικότητα σε ένα τέτοιο ζήτημα, η εφαρμογή μιας και μόνο συνταγής για όλες τις χώρες, επιτρέψτε μου να πω, ότι θα σήμαινε άγνοια. Την άγνοια όμως πρέπει να την χτυπάμε περισσότερο, όταν εμφανίζεται με τη μορφή γενικών σχημάτων.
Για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και τη θέση της στο Ενιαίο Μέτωπο του προλεταριάτου
Σύντροφοι! Από την άποψη των καθηκόντων μας σ' έτι αφορά την ταχτική μας, έχει μεγάλη σημασία να απαντήσουμε σωστά στο ερώτημα: αν και κατά πόσο η σοσιαλδημοκρατία στην τωρινή στιγμή είναι ακόμη το κύριο στήριγμα της αστικής τάξης.
Μερικοί σύντροφοι που μίλησαν στη συζήτηση, (οι σύντροφοι Φλορίν και Ντουττ), ανάφεραν το ζήτημα αυτό, αλλά λόγω της σπουδαιότητάς του πρέπει να δώσουμε μια πιο εξαντλητική απάντηση. Είναι ένα ερώτημα, που βάζουν οι εργάτες όλων των κατευθύνσεων, ιδιαίτερα όμως οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες.
Πρέπει να προσέξουμε, ότι η θέση της σοσιαλδημοκρατίας στο αστικό κράτος και η σχέση της προς την αστική τάξη έχει σε αρκετές χώρες αλλάξει ή αλλάζει.
Πρώτα, η κρίση κλόνισε συθέμελα την κατάσταση των στρωμάτων εκείνων της εργατικής τάξης, που βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα, της λεγόμενης εργατικής αριστοκρατίας, που πάνω της στηρίζεται, όπως είναι γνωστό, η σοσιαλδημοκρατία. Και τα στρώματα αυτά αρχίζουν όλο και περισσότερο να αναθεωρούν τις προηγούμενες απόψεις τους για τη σκοπιμότητα της πολιτικής της συνεργασίας με την αστική τάξη.
Δεύτερο, σε μια σειρά χώρες, όπως είπα ήδη και στην κύρια εισήγηση, η ίδια η αστική τάξη αναγκάζεται να ξεκόψει από την αστική δημοκρατία και να περάσει στην τρομοκρατική μορφή της διχτατορίας. Και τότε, δεν καταργεί μόνο την προηγούμενη θέση της σοσιαλδημοκρατίας στι κρατικό σύστημα του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά κάτω από ορισμένες συνθήκες καταργεί και τη νομιμότητά της, την καταδιώκει, ή ακόμη τη συντρίβει ολοκληρωτικά.
Τρίτο, οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες επαναστατικοποιούνται από τη μια κάτω από την επίδραση των διδαγμάτων της ήττας της εργατιάς της Γερμανίας, Αυστρίας και Ισπανίας, ήττας, που κύρια ήταν το αποτέλεσμα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της συνεργασίας με την αστική τάξη, και από την άλλη κάτω από την επίδραση της νίκης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, ως αποτέλεσμα της μπολσεβίκικης πολιτικής και της εφαρμογής του ζωντανού, επαναστατικού Μαρξισμού. Αρχίζει η στροφή των σοσιαλδημοκρατών εργατών προς την ταξική πάλη ενάντια στην αστική τάξη.
Όλες αυτές οι αιτίες στο σύνολό τους, δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο – σε μερικές χώρες μάλιστα κάνουν πραγματικά αδύνατο – να παίξει η σοσιαλδημοκρατία παραπέρα τον προηγούμενο ρόλο της σα στήριγμα της αστικής τάξης.
Το να μην κατανοείται αυτό το γεγονός, είναι ιδιαίτερα βλαβερό για εκείνες τις χώρες, όπου η φασιστική διχτατορία έχει καταργήσει τη νομιμότητα της σοσιαλδημοκρατίας. Από αυτή την άποψη, ήταν σωστή η αυτοκριτική εκείνων των γερμανών συντρόφων, που τόνισαν στους λόγους τους, ότι πρέπει να σταματήσουμε να γαντζωνόμαστε στις λέξεις που περιείχαν παλιές φόρμουλες και αποφάσεις για τη σοσιαλδημοκρατία και να αγνοούμε τις αλλαγές μέσα στο στρατόπεδό της. Είναι φανερό, ότι η παράβλεψη αυτή οδηγεί στη διαστρέβλωση της γραμμής μας, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ενότητας της εργατικής τάξης και διευκολύνει τα αντιδραστικά στοιχεία της σοσιαλδημοκρατίας στο σαμποτάρισμα του Ενιαίου Μετώπου.
Αλλά η πορεία της επαναστατικοποίησης μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που πραγματοποιείται σε όλες τις χώρες, αναπτύσσεται ανισόμετρα. Δεν πρέπει να φανταζόμαστε, ότι οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες που επαναστατικοποιούνται τώρα, θα περάσουν με μιας και κατά μάζες στις θέσεις της συνεπούς ταξικής πάλης και ότι, χωρίς άλλες ενδιάμεσες φάσεις, θα ενωθούν απ' ευθείας με τους κομμουνιστές. Αυτό, σε μια σειρά χώρες θα χρειαστεί μια λίγο – πολύ δύσκολη, λίγο – πολύ πολύπλοκη και μακρόχρονη πορεία, που οπωσδήποτε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ορθότητα της πολιτικής και της ταχτικής μας. Πρέπει μάλιστα να υπολογίζουμε και την πιθανότητα, ότι μερικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οργανώσεις, όταν περάσουν από τη θέση της συνεργασίας με τη μπουρζουαζία στη θέση της ταξικής πάλης ενάντια στη μπουρζουαζία, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν για ένα ορισμένο διάστημα σαν αυτόνομες οργανώσεις και κόμματα. Φυσικά, σε μια τέτοια περίπτωση, δε γίνεται καν λόγος να θεωρούμε τέτοιες σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις ή κόμματα σαν στηρίγματα της αστικής τάξης.
Δεν πρέπει να υπολογίζουμε, ότι εκείνοι οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες, που βρίσκονται κάτω από την επιρροή της ιδεολογίας της συνεργασίας με την αστική τάξη, θα αποσπαστούν από μόνοι τους, σαν αποτέλεσμα αντικειμενικών αιτιών, από την ιδεολογία αυτή, με την οποία διαποτίστηκαν τόσα χρόνια. Όχι, είναι δική μας υπόθεση, είναι υπόθεση των κομμουνιστών, να βοηθήσουν τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες να απελευθερωθούν από τη γοητεία της ρεφορμιστικής ιδεολογίας. Η διαφώτιση πάνω στις αρχές και το πρόγραμμα του κομμουνισμού πρέπει να γίνεται συναδελφικά, υπομονετικά και ανάλογα με το επίπεδο της πολιτικής ανάπτυξης του κάθε σοσιαλδημοκράτη εργάτη. Η κριτική μας στο σοσιαλδημοκρατισμό πρέπει να γίνει πιο συγκεκριμένη και πιο συστηματική. Πρέπει να στηρίζεται πάνω στην πείρα των σοσιαλδημοκρατικών μαζών. Πρέπει να προσέξουμε, ότι μπορούμε και πρέπει να διευκολύνουμε και να επιταχύνουμε την επαναστατική εξέλιξη των σοσιαλδημοκρατών εργατών κυρίως πάνω στη βάση της πείρας του κοινού αγώνα – χέρι με χέρι – με τους κομμουνιστές ενάντια στον ταξικό εχθρό. Δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικό μέσο για το ξεπέρασμα των ταλαντεύσεων και των αμφιβολιών των σοσιαλδημοκρατών εργατών από τη συμμετοχή τους στο προλεταριακό Ενιαίο Μέτωπο.
Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να διευκολύνουμε όχι μόνο τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες, αλλά και εκείνα τα στελέχη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων, που θέλουν ειλικρινά να περάσουν στην επαναστατική ταξική τοποθέτηση, να διεξάγουν την κοινή δουλειά και την κοινή πάλη μαζί μ' εμάς, ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αλλά ταυτόχρονα δηλώνουμε: Εκείνοι οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, απλά στελέχη και εργάτες, που συνεχίζουν να υποστηρίζουν τη διασπαστική πολιτική των αντιδραστικών ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας και να εμφανίζονται ενάντια στο Ενιαίο Μέτωπο, και να βοηθάνε έτσι άμεσα ή έμμεσα τον ταξικό εχθρό, παίρνουν απέναντι στην εργατική τάξη μια ευθύνη, που δεν είναι μικρότερη από την ιστορική ευθύνη εκείνων, που υποστήριξαν τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική της ταξικής συνεργασίας, την πολιτική εκείνη, που σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες χαντάκωσε την επανάσταση το 1918 και άνοιξε το δρόμο στο φασισμό.
Το ζήτημα της τοποθέτησης απέναντι στο Ενιαίο Μέτωπο, γίνεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αντιδραστικό τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας και στα στρώματα εκείνα που επαναστατικοποιούνται. Η βοήθειά μας προς το τμήμα που επαναστατικοποιείται θα είναι τόσο πιο αποτελεσματική, όσο πιο δυνατή είναι η πάλη μας ενάντια στο αντιδραστικό στρατόπεδο της σοσιαλδημοκρατίας, που βρίσκεται στο ίδιο μπλοκ με την αστική τάξη. Και μέσα στο αριστερό στρατόπεδο, η πορεία του ξεκαθαρίσματος των μεμονωμένων στοιχείων του θα είναι τόσο γρηγορότερη, όσο πιο αποφασιστικά θα αγωνίζονται οι κομμουνιστές για το Ενιαίο Μέτωπο με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η πράξη της ταξικής πάλης και η συμμετοχή της σοσιαλδημοκρατίας στο κίνημα του Ενιαίου Μετώπου θα δείξουν, ποιος μέσα στο στρατόπεδο αυτό είναι “αριστερός” στα λόγια και ποιος είναι πραγματικά αριστερός.
Για την κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου
Αν η θέση της σοσιαλδημοκρατίας στην πραχτική πραγματοποίηση του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου σε κάθε χώρα γενικά είναι το κύριο χαρακτηριστικό για το εάν και κατά πόσο έχει αλλάξει ο προηγούμενος ρόλος του σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ή μεμονωμένων τμημάτων του μέσα στο αστικό κράτος, τότε η θέση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο ζήτημα της κυβέρνησης του Ενιαίου Μετώπου, θα είναι ένα ιδιαίτερα χτυπητό χαρακτηριστικό.
Σε μια κατάσταση όπου το ζήτημα του σχηματισμού μιας κυβέρνησης του Ενιαίου Μετώπου βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη σαν άμεσο πραχτικό καθήκον, το ζήτημα αυτό γίνεται το αποφασιστικό ζήτημα, η λυδία λίθος για την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας της δοσμένης χώρας: ή με τη φασιστικοποιούμενη αστική τάξη ενάντια στην εργατική τάξη, ή με το επαναστατικό προλεταριάτο ενάντια στο φασισμό και την αντίδραση, όχι με τα λόγια, αλλά με τις πράξεις. Έτσι θα μπει το αναπόφευχτο ερώτημα, τόσο τη στιγμή του σχηματισμού, όσο και στο διάστημα της άσκησης της εξουσίας της κυβέρνησης του Ενιαίου Μετώπου.
Σ' ο,τι αφορά το χαραχτήρα και τις προϋποθέσεις της δημιουργίας της κυβέρνησης του Ενιαίου Μετώπου ή του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου, πιστεύω σύντροφοι, ότι στην έκθεση ειπώθηκε ήδη ό,τι είναι απαραίτητο για το γενικό προσανατολισμό στην ταχτική μας. Το να απαιτεί κανείς να καθορίσουμε πέρα από αυτό όλα τα πιθανά είδη και όλες τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας τέτοιας κυβέρνησης, σημαίνει να μπλεχτούμε σ' ένα χωρίς νόημα γρίφο.
Θέλω να προειδοποιήσω για κάθε απλοποίηση και για κάθε σχηματική αντίληψη στο ζήτημα αυτό. Η ζωή είναι πιο πολύπλοκη από ό,τι όλα τα σχήματα. Θα ήταν για παράδειγμα λάθος να βάζαμε το ζήτημα έτσι, σα να ήταν η κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου μια αναπόφευχτη φάση στο δρόμο για την εγκαθίδρυση της προλεταριακής διχτατορίας. Αυτό είναι εξίσου λάθος, όπως ήταν προηγούμενα λάθος που φανταζόμασταν το ζήτημα, ότι στις φασιστικές χώρες δε θα υπάρξουν καθόλου ενδιάμεσες φάσεις και ότι η φασιστική διχτατορία θα αντικατασταθεί οπωσδήποτε και άμεσα από την προλεταριακή διχτατορία.
Η ουσία του ζητήματος έγκειται στο αν το προλεταριάτο θα είναι έτοιμο την αποφασιστική στιγμή για την άμεση ανατροπή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της εξουσίας του και αν θα έχει εξασφαλίσει στην περίπτωση αυτή την υποστήριξη των συμμάχων του ή πάλι αν το κίνημα του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου στη δοσμένη φάση θα είναι σε θέση μονάχα να πιέσει το φασισμό ή να τον ανατρέψει, χωρίς όμως να περάσει άμεσα στη συντριβή της διχτατορίας της αστικής τάξης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το να παραιτηθούμε μόνο και μόνο για το λόγο αυτό από τη δημιουργία και την υποστήριξη μιας κυβέρνησης του Ενιαίου Μετώπου ή του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου, θα ήταν πολιτικά ανεπίτρεπτα κοντόφθαλμο και δε θα ήταν σοβαρή επαναστατική πολιτική.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, ότι αλλιώς έχει ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης του Ενιαίου Μετώπου στις χώρες, όπου ο φασισμός δε βρίσκεται ακόμη στην εξουσία, από ό,τι στις χώρες της φασιστικής διχτατορίας, Στις χώρες αυτές, η δημιουργία μιας τέτοιας κυβέρνησης είναι δυνατή μόνο στην πορεία της ανατροπής της φασιστικής εξουσίας. Σε χώρες, όπου αναπτύσσεται μια αστικο–δημοκρατική επανάσταση, μια κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, θα μπορούσε να γίνει η κυβέρνηση της δημοκρατικής διχτατορίας της εργατικής τάξης και της αγροτιάς.
Όπως ανάφερα ήδη και στην έκθεση, οι κομμουνιστές θα υποστηρίξουν με κάθε τρόπο την κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου, αν αυτή καταπολεμάει πραγματικά τους εχθρούς του λαού και αφήνει στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στην εργατική τάξη ελεύθερο πεδίο δράσης. Το ζήτημα της συμμετοχής των κομμουνιστών στην κυβέρνηση εξαρτιέται αποκλειστικά από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Ζητήματα αυτού του είδους θα αποφασίζονται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Καμιά έτοιμη συνταγή δεν μπορεί να δοθεί εδώ από τα πριν.
Για τη θέση μας απέναντι στην αστική δημοκρατία
Στη συζήτηση εδώ αναφέρθηκε, ότι το πολωνικό κόμμα, που κινητοποιεί τις μάζες ενάντια στα χτυπήματα του φασισμού και για τα δικαιώματα των εργαζομένων, “παρόλα αυτά ένοιωθε φόβο μπροστά σε μια θετική διατύπωση δημοκρατικών αιτημάτων, για να μη δημιουργήσει μέσα στις μάζες δημοκρατικές αυταπάτες”. Ένας τέτοιος φόβος μπροστά σε μια θετική διατύπωση δημοκρατικών αιτημάτων υπάρχει με τη μια ή την άλλη μορφή όχι μόνο στο πολωνικό κόμμα.
Από πού προέρχεται ο φόβος αυτός, σύντροφοι; Προέρχεται από το λαθεμένο, μη διαλεχτικό χειρισμό του ζητήματος της θέσης απέναντι στην αστική δημοκρατία. Εμείς οι κομμουνιστές είμαστε ακλόνητοι οπαδοί της σοβιετικής δημοκρατίας, που η μεγάλη πείρα της πρόσφερε την προλεταριακή διχτατορία στη Σοβιετική Ένωση, όπου σε μια εποχή, που στις καπιταλιστικές χώρες συντρίβονται και τα τελευταία υπολείμματα της αστικής δημοκρατίας, ανακοινώνονται με απόφαση του 7ου Συνεδρίου των Σοβιέτ ίσες, άμεσες και μυστικές εκλογές. Η δημοκρατία αυτή των σοβιέτ βάζει σαν προϋπόθεση τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης, τη μετατροπή της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία, το πέρασμα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού στο δρόμο του σοσιαλισμού. Η δημοκρατία αυτή δεν παρουσιάζει μιαν ολοκληρωμένη μορφή, αναπτύσσεται και θα αναπτύσσεται με τις παραπέρα επιτυχίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με τη δημιουργία της αταξικής κοινωνίας, καθώς και με την εξάλειψη των υπολειμμάτων του καπιταλισμού στην οικονομία και στη συνείδηση των ανθρώπων.
Σήμερα όμως εκατομμύρια εργαζόμενοι, που ζουν μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού, πρέπει να καθορίσουν τη θέση τους απέναντι στις μορφές εκείνες, που παίρνει η κυριαρχία της αστικής τάξης στις διάφορες χώρες. Εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, και δεν μας είναι καθόλου αδιάφορο, τι πολιτικό καθεστώς υπάρχει στη δοσμένη χώρα: αστική διχτατορία με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας, έστω και με εξαιρετικά περιορισμένα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, ή αστική διχτατορία με ανοιχτή φασιστική μορφή. Σαν οπαδοί της δημοκρατίας των Σοβιέτ, θα υπερασπιστούμε κάθε δημοκρατικό επίτευγμα, που η εργατική τάξη κατάχτησε ύστερα από μακροχρόνιο σκληρό αγώνα και θα αγωνιστούμε αποφασιστικά για τη διεύρυνσή τους.
Πόσες θυσίες δεν πρόσφερε η εργατική τάξη της Αγγλίας ώσπου να καταχτήσει το δικαίωμα απεργίας, τη νόμιμη ύπαρξη των συνδικάτων της, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, την ελευθερία του τύπου, τη διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος κλπ.! Πόσες δεκάδες χιλιάδες εργάτες έδωσαν τη ζωή τους στους επαναστατικούς αγώνες το 19ο αιώνα στη Γαλλία, για να αποχτήσουν τα στοιχειώδη δικαιώματα και τη νόμιμη δυνατότητα να οργανώνουν τις δυνάμεις τους στον αγώνα τους ενάντια στους εκμεταλλευτές! Χύθηκε αίμα πολλών προλετάριων όλων των χωρών, για να καταχτηθούν οι αστικοδημοκρατικές ελευθερίες. Και είναι αυτονόητο, ότι το προλεταριάτο θα αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις για τη διατήρησή τους.
Η θέση μας απέναντι στην αστική δημοκρατία δεν είναι η ίδια κάτω από όλες τις συνθήκες. Στη διάρκεια της Οχτωβριανής Επανάστασης για παράδειγμα, οι ρώσοι μπολσεβίκοι έκαναν αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια σε όλα εκείνα τα πολιτικά κόμματα, που εμφανίζονταν κάτω από τη σημαία της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας ενάντια στην εγκαθίδρυση της προλεταριακής διχτατορίας. Οι μπολσεβίκοι αγωνίζονταν ενάντια στα κόμματα αυτά, επειδή η σημαία της αστικής δημοκρατίας έγινε τότε σημαία της κινητοποίησης όλων των αντεπαναστατικών δυνάμεων για τον αγώνα ενάντια στη νίκη του προλεταριάτου. Διαφορετικά έχουν σήμερα τα πράγματα στις καπιταλιστικές χώρες, Σήμερα, η φασιστική αντεπανάσταση επιτίθεται στην αστική δημοκρατία και σκοπεύει να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς βάρβαρης εκμετάλλευσης και καταπίεσης σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό τον καιρό, οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες έχουν να διαλέξουν, συγκεκριμένα για σήμερα, όχι ανάμεσα στην προλεταριακή διχτατορία και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό.
Εκτός από αυτό σήμερα είναι αλλιώτικη η κατάσταση από ό,τι για παράδειγμα την εποχή της σταθεροποίησης του καπιταλισμού. Τότε δεν υπήρχε τόσο άμεσος φασιστικός κίνδυνος όπως σήμερα. Τότε, οι επαναστάτες εργάτες σε μια σειρά χώρες είχαν μπροστά τους την αστική διχτατορία με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας, και σε αυτή συγκέντρωναν τα κύρια πυρά τους. Στη Γερμανία, δεν αγωνίζονταν ενάντια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης επειδή ήταν δημοκρατία, αλλά επειδή ήταν αστική δημοκρατία, που καταπίεζε το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, ιδιαίτερα στα χρόνια 1918 ως 1920 και 1923.
Μπορούσαν όμως οι κομμουνιστές να κρατήσουν αυτή τη θέση και μετά, όταν το φασιστικό κίνημα άρχισε να σηκώνει κεφάλι, όταν το 1932 στη Γερμανία, οι φασίστες οργάνωναν και εξόπλιζαν εκατοντάδες χιλιάδες Ες Α ενάντια στην εργατική τάξη; Φυσικά όχι. Το λάθος των κομμουνιστών μιας σειράς χωρών, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, ήταν ότι δεν πήραν υπόψη τους τις αλλαγές που επήλθαν και συνέχισαν να επαναλαμβάνουν εκείνα τα συνθήματα και εκείνες τις θέσεις, στην ταχτική, που πριν από μερικά χρόνια ήταν σωστά, σε εκείνην ακριβώς την εποχή, που ο αγώνας για την προλεταριακή διχτατορία είχε επίκαιρο χαραχτήρα και που γύρω από τη σημαία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπως έγινε το 1918 – 1920, συγκεντρώθηκε όλη η γερμανική αντεπανάσταση.
Και το γεγονός, ότι και σήμερα στις γραμμές μας παρατηρείται φόβος μπροστά στη διατύπωση θετικών δημοκρατικών αιτημάτων, σε τελευταία ανάλυση μαρτυρεί, πόσο λίγο κατέχουν οι σύντροφοι ακόμη τη μαρξιστική-λενινιστική μέθοδο για το χειρισμό τόσο σπουδαίων ζητημάτων της ταχτικής μας. Μερικοί λένε, ότι η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα θα απομακρύνει τους εργάτες από την πάλη για την προλεταριακή διχτατορία. Δε θα ήταν άσκοπο να υπενθυμίσουμε τι είπε ο Λένιν με την αφορμή αυτή:
“Θα ήταν μεγάλο λάθος να πιστεύουμε, ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είναι ικανός να απομακρύνει το προλεταριάτο από τη σοσιαλιστική επανάσταση ή έστω να σπρώξει την επανάσταση αυτή σε δεύτερη γραμμή, ή να τη συγκαλύψει κλπ. Αντίθετα, όπως ακριβώς ο νικηφόρος σοσιαλισμός που δεν πραγματοποιεί την ολόπλευρη δημοκρατία είναι αδύνατος, έτσι και το προλεταριάτο, που δε διεξάγει ολόπλευρο, συνεπή, επαναστατικό αγώνα για τη δημοκρατία, δεν μπορεί να προετοιμαστεί για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη”(B.I.Lenin: “ Die sozialistische Revolution und das Selbstbestimmungsrecht der Nationen”, σελ. 4, Berlin-DDR 1950)
Τα λόγια αυτά θα πρέπει να τα θυμούνται πολύ καλά όλοι οι σύντροφοι. Πρέπει να παίρνουν υπόψη τους, ότι στην ιστορία, από μικρά κινήματα για την υπεράσπιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, ξεπήδησαν μεγάλες επαναστάσεις. Για να μάθουμε όμως να συνδέουμε την πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα με την πάλη της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό, πρέπει κυρίως να ξεκαθαρίσουμε με όλους τους σχηματικούς χειρισμούς του ζητήματος της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας.
συνεχίζεται
1) Στην έκδοση DIETZ VERLAG BERLIN - DDR του 1958 η φράση «λενινιστική-σταλινική» έχει φασιστικά λογοκριθεί και παραληφθεί από τους χρουτσωφικούς ρεβιζιονιστές.
Σημείωση: Ο τελικός λόγος του Γκ. Δημητρώφ στο 2ο σημείο της ημερήσιας διάταξης στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (2/8/1935). Είναι παρμένο από τις εκδόσεις ΠΟΡΕΙΑ 1975 [μετάφραση από το DIETZ VERLAG BERLIN – DDR 1978 η οποία έχει υποστεί φασιστική λογοκρισία από τους χρουτσωφικούς ρεβιζιονιστές όπως και οι εκδόσεις όλων των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού]. Η σύγκριση έγινε με το γερμανικό πρωτότυπο G. DIMITROW: Arbeiterklasse gegen Faschismus, σελ. 1 – 140, Prometheus Verlag, Strassburg, 1935 και συμπληρώθηκαν οι λογοκριμένες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου