Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Για την κρίση υπερπαραγωγής

Για την κρίση υπερπαραγωγής

Στη Μαρξιστική σχολή σκέψης, η συζήτηση για τις αιτίες και τα φαινόμενα των οικονομικών κρίσεων έχει μακρά ιστορία, κατά την οποία έχουν αντιπαρατεθεί πολλές απόψεις οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικά ρεύματα. Ένα από τα σημεία που σε θεωρητικό επίπεδο είναι από τα πλέον αμφιλεγόμενα, αφορά το χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής κεφαλαίου, και αν αυτή είναι απόλυτη ή σχετική.
Η πολεμική για ένα τέτοιο ζήτημα, ασφαλώς, δεν έχει τόση ένταση όσο εκείνο για τις θεωρίες «υποκατανάλωσης» εξαιτίας της κρίσης, ωστόσο, έχει μια σχετική σημασία, καθώς, ανάλογα με την ερμηνεία που δίδεται, προκύπτουν πολιτικές γραμμές, θέσεις, αλλά και κοινωνικές πρακτικές διαφορετικές. Γι’ αυτό θα επιθυμούσαμε με την παρούσα παρέμβασή μας να διασαφηνίσουμε τη θέση μας επ’ αυτού του θέματος.
Η ερμηνεία του απόλυτου χαρακτήρα της κρίσης υπερπαραγωγής κεφαλαίου είναι ευρέως διαδεδομένη στην Ιταλία, σε τέτοιο βαθμό που εμφανίζεται ένας κοινός προσανατολισμός σε διάφορα τμήματα της επαναστατικής αριστεράς. Όπως προκύπτει ρητά την ασπάζονται: το περιοδικό “Rapporti Sociali” , οι CARC, η Linearossa, το Centro di Documentazione e Lotta "Rosso 16", η συντακτική ομάδα της ιστοσελίδας "Lavoro Politico", η ομάδα Linea Rossa της Γένοβας, διάφορα κοινωνικά κέντρα, πολλοί οικονομολόγοι του ΚΚΕ (Κόμματος Κομμουνιστικής Επανίδρυσης), αλλά και διάφορες ομάδες που ασπάζονται τον αυθορμητισμό, αλλά και άλλες, ένοπλης βίας. Οι τελευταίες είναι που πρώτες την εισήγαγαν στη δεκαετία του ’70 και ακόμα και σήμερα ο ορισμός της κρίσης ως απόλυτης εμφανίζεται στις προκηρύξεις τους, οι οποίες- όπως και η πρακτική τους – είναι η πιο χονδροειδής άρνηση του προλεταριακού σοσιαλισμού.
Η συντακτική ομάδα της “Teoria e Prassi” υποστηρίζει αντιθέτως την δεύτερη ερμηνεία, αυτή του σχετικού χαρακτήρα της κρίσης υπερπαραγωγής  κεφαλαίου, όπως και η πλειοψηφία των μαρξιστικών- λενινιστικών κομμάτων και οργανώσεων του κόσμου.
Για να συμμετέχουμε σε αυτή τη συζήτηση, οφείλουμε καταρχάς να γνωρίσουμε το μαρξιστικό έργο, και συγκεκριμένα τις ιδέες που ανέπτυξε και τις κατηγορίες που διέκρινε ο Καρλ Μαρξ στο Κεφάλαιο, οι οποίες παραμένουν ακόμα και σήμερα το κλειδί για τη σωστή κατανόηση των κρίσεων και για το οριστικό τους ξεπέρασμα.

Ας απαλλαγούμε από διάφορες «παρεξηγήσεις»

Το 15ο κεφάλαιο του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» είναι σίγουρα ένα από τα βασικότερα κείμενα, στο οποίο παρουσιάζεται η θεωρία για την κρίση υπερπαραγωγής. Σε αυτό το κείμενο αναπτύσσεται η θεμελιώδης έννοια περί υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, με την οποία ο Μαρξ ερμηνεύει τις κυκλικές οικονομικές κρίσεις, αναδεικνύει τον αναπόφευκτο χαρακτήρα τους και αποδίδει στο ίδιο το κεφάλαιο τα όρια του καπιταλισμού. Εφιστούμε, για αυτό το λόγο, στους συντρόφους την προσοχή σε αυτό το βασικό κεφάλαιο, για να κατανοήσουν καλύτερα το περιεχόμενο του παρόντος άρθρου.
            Για να συμμετέχουμε ενεργά στη συζήτηση οφείλουμε να απαλλαγούμε από διάφορες «παρεξηγήσεις» εξαιτίας των οποίων αναπτύχθηκε μια συζήτηση χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση. Ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει υπό το φως της μαρξιστικής θεωρίας, είναι ότι οι τόμοι που έχουν γραφτεί σχετικά με το αν μια κρίση υπερπαραγωγής είναι πρώτα από όλα μια κρίση υπερπαραγωγής εμπορευμάτων, μέσων παραγωγής ή χρηματικού κεφαλαίου στερείται πλήρως νοήματος.
Στην πραγματικότητα, για το Μαρξ, οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις χαρακτηρίζονται από πλεόνασμα κεφαλαίου είτε σε μορφή υπεράφθονων παραγωγικών ικανοτήτων, είτε σε μορφή απούλητων εμπορευμάτων, πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, πρώτων υλών, πλεονάζοντος χρηματικού κεφαλαίου κλπ. Το πλεονάζον κεφάλαιο που περιοδικά πρέπει να καταστρέφεται για να αναδημιουργεί τις συνθήκες ενός νέου κύκλου επέκτασης (κάτι το οποίο προϋποθέτει είτε μια πάλη μεταξύ «αδελφικών εχθρών», ώστε να καταστραφεί ή να παραμείνει ανενεργό το κεφάλαιο των άλλων, είτε μια κήρυξη πολέμου στην εργατική τάξη, στις μορφές οργάνωσής της, τις κατακτήσεις της, για να επιστρέψουμε σε ικανοποιητικά επίπεδα κερδοφορίας)
Από αυτή την άποψη, η μάζα των εμπορευμάτων, τα εργοστάσια, οι χρηματιστηριακοί τίτλοι, το χρήμα, το πλεόνασμα εργατικών χεριών, δεν είναι παρά παρόμοιες μορφές που λαμβάνει το κεφάλαιο: ταυτόχρονα, το κεφάλαιο δεν έχει την «γνήσια» του μορφή (ούτε ακόμα και υπό τη μορφή των πλέον εξελιγμένων παραγώγων), παρότι αποτελείται από συγκεκριμένες μορφές οι οποίες αντιστοιχούν σε μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική σχέση.
Όπως παρατηρεί ο Μαρξ «η υπερπαραγωγή κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής- μέσων εργασίας και επιβίωσης- που μπορούν να λειτουργήσουν ως κεφάλαιο, δηλαδή να απασχοληθούν για την εκμετάλλευση των εργαζομένων σε έναν βαθμό συγκεκριμένο».
Η προσέγγιση αυτή του Μαρξ μάς ωθεί, συνεπώς, να προβούμε σε μια δεύτερη σημαντική διαπίστωση: αν και τις περισσότερες φορές η κρίση υπερπαραγωγής έχει τις πρώτες της συνέπειες στην αγορά εμπορευμάτων (π.χ. υπό τη μορφή πτώσης των τιμών), αυτή μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε κρίκο της αλυσίδας της καπιταλιστικής οικονομίας.
            Δεν είναι αναγκαίο, συνεπώς, να διακρίνουμε, τις κρίσεις υπερπαραγωγής ανάλογα με το γεγονός ότι αυτές εκδηλώνονται πρώτα στη σφαίρα της παραγωγής ή σε εκείνη της κυκλοφορίας, αν, αφού πρώτα υπάρξουν σε λανθάνουσα μορφή, καθίστανται έκδηλες στο τμήμα εκείνο του κεφαλαίου που απασχολείται σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες (χρηματιστηριακά κραχ) ή στο βιομηχανικό τομέα (υπό τη μορφή ύφεσης). Τέτοιες πτυχές είναι σημαντικές για σκοπούς ανάλυσης του σχηματισμού της μάζας του πλεονάζοντος κεφαλαίου και των μηχανισμών μετάδοσης της κρίσης, μα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα για να αποφασίσουμε αν πρόκειται περί υπερπαραγωγής εμπορευμάτων ή ρευστού κεφαλαίου κλπ.
Η κρίση είναι πάντοτε μια αποκάλυψη των εσωτερικών αντιθέσεων της αναπαραγωγής του   κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολό του η οποία αντιπαρατίθεται στο άμεσο προτσές της παραγωγής και εκείνο της κυκλοφορίας, ένα προτσές εξαρτώμενο από εξωτερικές προϋποθέσεις.
            Η καθυστέρηση με την οποία συνήθως η υπερπαραγωγή κεφαλαίου- τα συμπτώματα της οποίας εκδηλώνονται πρώτα στη σφαίρα της κυκλοφορίας και σε αυτή τη σφαίρα συχνά διαρκεί καιρό υπό λανθάνουσα μορφή- φτάνει στο τέλος στην καρδιά της παραγωγής (εκεί από όπου έλκει την καταγωγή της), η διεύρυνση των φαινομένων της κρίσης της υπερπαραγωγής στη σφαίρα του τοκοφόρου κεφαλαίου το οποίο λαμβάνει παράλογα μεγάλες διαστάσεις (αφού το κεφάλαιο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί κατάλληλα στην παραγωγική σφαίρα) δεν καθορίζουν από μόνα τους τη φύση της κρίσης αλλά περιγράφουν μονάχα διάφορες στιγμές της ανάπτυξης αυτής της φάσης του οικονομικού κύκλου.
Μια ακόμα επισήμανση πριν μπούμε στην καρδιά της συζήτησης.
            Σε αυτό το άρθρο κάνουμε λόγο για κρίση υπερπαραγωγής και όχι για κρίση εξαιτίας της υπερπαραγωγής. Γιατί; Αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύεται, η υπερπαραγωγή δεν είναι η αιτία των κρίσεων, μα ένα φαινόμενο εξωτερικό, ένα σύμπτωμα, και πιο συγκεκριμένα, το κυριότερο σύμπτωμα. Η υπερπαραγωγή κεφαλαίου είναι μια περιγραφή ενός γεγονότος αλλά όχι μια εξήγηση της κρίσης. Η πραγματική αιτία των κρίσεων, που πολλοί θεωρητικοί μαρξιστές ξεχνούν να δουν, έγκειται στην ανεπίλυτη αντίθεση μεταξύ της ανάπτυξης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και των αστικών σχέσεων παραγωγής, που στην παρούσα φάση του καπιταλισμού έχει φτάσει ένα οξύτατο και χωρίς προηγούμενο επίπεδο, δεδομένου ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν γίνει εξαιρετικά ισχυρές και συλλογικές για να είναι περιορισμένες στο καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή η αντίθεση, ωστόσο, δεν καθίσταται έντονη από μόνη της στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά γίνεται εμφανής μέσω των συγκεκριμένων αντιθέσεων μέσω των οποίων εκδηλώνονται οι κρίσεις.

Η υπερπαραγωγή κεφαλαίου είναι απόλυτη ή σχετική;
Από την ανάλυση της κυκλικής πορείας αξιοποίησης του κεφαλαίου και στη βάση της εισαγωγικής περιγραφής από το Μαρξ για την εξήγηση του χαρακτήρα των επιδημιών υπερπαραγωγής, πολλοί σύντροφοι συνάγουν τον απόλυτο χαρακτήρα των ίδιων των κρίσεων, καταλήγοντας στο να συγχέουν, στο να ταυτίζουν την απόλυτη κρίση υπερπαραγωγής με τη γενική κρίση του καπιταλισμού, η οποία έχει μια άλλη φύση (δες το άρθρο «για τη γενική κρίση του καπιταλισμού» στο ν.8 του Teoria e Prassi-σημ.μετάφρ.: σύντομα θα μεταφραστεί και αυτό το άρθρο)
Σε αντίθεση με αυτούς τους συντρόφους έχουμε πρόθεση να αποδείξουμε ότι στην πραγματικότητα, οι κρίσεις υπερπαραγωγής κεφαλαίου δεν είναι απόλυτες, αλλά σχετικές, αφήνοντας στο μέλλον το καθήκον να εξηγήσουμε τις διαφορές της πορείας της κρίσης και του οικονομικού κύκλου που καταγράφτηκαν στην προ-μονοπωλιακή περίοδο και στην ιμπεριαλιστική, με ειδικότερη αναφορά στις τελευταίες δεκαετίες.
Οι βασικοί λόγοι  για τους οποίους θεωρούμε ότι η κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου είναι σχετική είναι οι ακόλουθοι.
1) Καταρχάς, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι ακόμα και στην περίπτωση που ο Μαρξ περιέγραφε για να εισάγει την έννοια της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η υπερπαραγωγή είναι πάντοτε σχετική αφού πρέπει να συσχετίζεται πάντα με την ανεπαρκή ικανότητα αυτοαξιοποίησης του ίδιου του κεφαλαίου. Οι κρίσεις υπερπαραγωγής προκύπτουν, στην πραγματικότητα, απευθείας από την καπιταλιστική συσσώρευση, η οποία καθορίζεται από το νόμο της αξίας, και μπορούν να ξεπεραστούν μόνο με μια καταστροφή της αξίας που επιτρέπει τον επανακαθορισμό του κατάλληλου ποσοστού κέρδους για μια περαιτέρω συσσώρευση.
Αυτό σημαίνει- σε αντιπαράθεση με όλες τις ρεφορμιστικές και αστικές θεωρίες περί υποκατανάλωσης ή δυσαναλογίας- ότι η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή είναι που δεν συντρέχει, που δεν ταιριάζει με την αξιοποίηση: ότι υπάρχει μια μόνιμη και αξεπέραστη αντίθεση μεταξύ δύο συνθετικών πτυχών του κεφαλαίου, την παραγωγή και την αξιοποίηση.
Από αυτό πρέπει να συνάγουμε ότι δεν παράγεται υπερβολικά πολύ κεφάλαιο σε απόλυτους όρους, αλλά υπερβολικά πολύ κεφάλαιο βάσει των ορίων που τίθενται από την αξιοποίησή του. Όπως εξηγεί ο Μαρξ: «Μα ακόμα και στην ακραία υπόθεση που μόλις κάναμε, η απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου δεν είναι μια απόλυτη υπερπαραγωγή γενικά, αλλά μόνο μια υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής τα οποία λειτουργούν ως κεφάλαιο και οφείλουν, εξ’ αυτού, σε αναλογία με την αυξημένη αξία η οποία προκύπτει από την αύξηση της μάζας τους,, να αξιοποιήσουν αυτή την αξία, να δημιουργήσουν μια συμπληρωματική αξία»(Μαρξ, Κεφάλαιο, 3ος τόμος)
Προφανώς το όριο  είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής οι οποίες εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, εμποδίζουν την απόλυτη παραγωγική και καταναλωτική δυνατότητα της κοινωνίας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο αποκαλύπτεται απευθείας ο μη απόλυτος, αλλά ο ιστορικός, περιορισμένος, οριοθετημένος χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής στον οποίο η τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έρχεται σε σύγκρουση με  τις αποπνικτικές συνθήκες αξιοποίησης που υπάρχουν και προετοιμάζει κρίσεις όλο και πιο βίαιες και ευρείες.
Ως εκ τούτου «αν με αυτό θέλει κανείς να πει ότι η υπερπαραγωγή είναι αποκλειστικά σχετική, αυτό είναι ολότελα σωστό, αλλά όλος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μόνο ένας σχετικός τρόπος παραγωγής, του οποίου τα όρια δεν είναι απόλυτα αλλά καθίστανται τέτοια εξαιτίας του ίδιου του τρόπου  παραγωγής» (Μαρξ, στο ίδιο, υπογράμμιση δική μας).
2) Δεύτερο, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η υπερπαραγωγή κεφαλαίου, στις μορφές που αυτό παίρνει, δεν είναι ποτέ απόλυτη σε σχέση με τις βασικές κοινωνικές ανάγκες.
          Δεν πρόκειται, για να φέρουμε ένα παράδειγμα σχετικό με το εμπορευματικό κεφάλαιο, περί ενός απόλυτου πλεονάσματος στην παραγωγή, δηλαδή ανεξάρτητου από τα εμπόδια που θέτει η αστική τάξη, η οποία βρίσκεται στην εξουσία, στην αγοραστική δυνατότητα των μεγάλων μαζών. Δεν πρόκειται περί μιας μάζας αξιών χρήσης που θα μπορούσαν να καταναλωθούν χωρίς προϋποθέσεις (μια μάζα που αυξάνεται στο μέτρο κατά το οποίο εξαπλώνεται η καπιταλιστική αγορά και πέφτει  η τιμή των εμπορευμάτων, ακόμα και αν η συνολική ανάγκη για αντικείμενα ανταλλαγής- η οποία συντίθεται από τις ανάγκες των συγκεκριμένων παραγωγών- έχει όρια). Πρόκειται, αντιθέτως, περί πραγματικών ορίων που τίθενται στην κοινωνική κατανάλωση- και συγκεκριμένα στην εργατική κατανάλωση- στις συνθήκες του καπιταλισμού. Η υπερπαραγωγή, λοιπόν, αναφέρεται στην ικανότητα απορρόφησης των μέσων εργασίας και επιβίωσης, σχετικής με μια συγκεκριμένη καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή με το εύρος της υπάρχουσας κατανάλωσης.
            Στο παράδειγμα του εμπορευματικού κεφαλαίου, εκ των ων ουκ άνευ για την πραγματοποίηση της υπεραξίας, το πλεόνασμα εμπορευματικού κεφαλαίου υφίσταται μόνο σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και όχι σε σχέση με την ικανοποίηση των αναγκών μιας κοινωνίας στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία πρέπει να παραμείνει φτωχή. Εδώ υπάρχει μια αναπόφευκτη αντίθεση του καπιταλισμού: οι εργάτες είναι σημαντικοί για την καπιταλιστική αγορά, αλλά η αστική τάξη έχει την τάση να μειώνει την τιμή της αξίας  τους ως πωλητών εργατικής δύναμης, το μισθό, και αυτό καθορίζει μια ελλιπή Ζήτηση. Εξάλλου, στις περιόδους κρίσης, οι εργάτες που παραμένουν στην παραγωγή εργάζονται περισσότερο από πριν, αλλά οι ανάγκες τους- ίδιες με εκείνες των ανέργων- ικανοποιούνται σε μικρότερο βαθμό από πριν γιατί περικόπτονται οι μισθοί. Αυτό παραλύει περαιτέρω την κατανάλωση.
Η παραδοξότητα του καπιταλισμού έγκειται στο ότι δεν παράγονται υπερβολικά πολλά προϊόντα, αλλά υπερβολικά πολλά εμπορεύματα σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα είναι τα σύνορα που το κεφάλαιο θέτει στην ικανότητά του να παράγει πλούτο που είναι απόλυτα (αφού το κεφάλαιο δεν παράγει για την ευημερία της κοινωνίας αλλά για το κέρδος), όχι η υπερπαραγωγή.
Για αυτό και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται περί μιας απόλυτης ή καθολικής υπερπαραγωγής κεφαλαίου, δηλαδή συνδεδεμένης με τις αυξανόμενες υλικές και πνευματικές απαιτήσεις της κοινωνίας, αλλά για μια αναπόφευκτη υπερπαραγωγή σχετική ως προς το ότι η προσπάθεια να ωθηθεί η παραγωγή πέρα από τα όρια της καπιταλιστικής αξιοποίησης και αγοράς- ειδικά σε μια κοινωνία που δεν είναι σχεδιασμένη, και στην οποία ισχύει ο αναρχικός χαρακτήρας της παραγωγής- συγκρούεται συνεχώς με την αντίθετη φύση των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων.
3) Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανάλυση του Μαρξ ο ορισμός της απόλυτης υπερπαραγωγής πρέπει να ειδωθεί ως ένα είδος προκαταρκτικού ορισμού, ενός παραδείγματος το οποίο χρησιμεύει ακριβώς τη σταδιακή προσέγγιση του πραγματικού ορισμού της σχετικής υπερπαραγωγής. Η απόλυτη υπερπαραγωγή αναφέρεται, επομένως, σε μια περιορισμένη υπόθεση, «ακραία», όπως λέει και ο Μαρξ, η οποία του επιτρέπει να διατυπώσει έναν ξεκάθαρο ορισμό ο οποίος να καθιστά κατανοητό το συγκεκριμένο οικονομικό φαινόμενο που είναι η υπερπαραγωγή.
            Από αυτή την οπτική γωνία ο Μαρξ υιοθετεί μια μεθοδολογία που είναι τυπική των φυσικών επιστημών, όπως παραδείγματος χάρη εκείνη τη σχετική με το ιδεατό αέριο στη φυσική, του ορίου που τείνει στο μηδέν ή το άπειρο, στα μαθηματικά, την δια της εις άτοπον απαγωγή κλπ.
Μια μέθοδο την οποία ο Μαρξ, θεμελιωτής μαζί με τον Ένγκελς του επιστημονικού σοσιαλισμού, υιοθετεί συχνά, κάτι το  οποίο συχνά ξεφεύγει από την προσοχή αρκετών μαρξιστών, μολονότι ο ίδιος το επεσήμαινε πολλές φορές, όπως για παράδειγμα στον ίδιο τον πρόλογο του Κεφαλαίου. Ας δώσουμε άλλο ένα παράδειγμα που αντλήσαμε από τις ίδιες σελίδες.
Αν ξαναδιαβάσουμε τις σελίδες στις οποίες ο Μαρξ εισάγει τον προκαταρκτικό ορισμό της απόλυτης υπερπαραγωγής, αναδεικνύεται ξεκάθαρα ότι ο ίδιος αναφέρεται σε μια  πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους η οποία ορίζεται από παράγοντες διαφορετικούς από εκείνους που υπάρχουν στην περίπτωση της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει.
            Σε αυτή την περίπτωση είναι η μείωση της αναλογίας μεταξύ υπερεργασίας και απαραίτητης εργασίας ο παράγοντας που καθορίζει την πτώση του ποσοστού κέρδους, και όχι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (ή η σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό), η οποία έχει εξεταστεί από το Μαρξ σε προηγούμενο κεφάλαιο (13ο, του 3ου τόμου του Κεφαλαίου).
            Με άλλα λόγια, ο Μαρξ εισάγει την έννοια της κρίσης υπερπαραγωγής αναφερόμενος σε μια πτώση της ποσότητας υπεραξίας που αντλείται από την εργατική τάξη και εξηγεί ότι αυτή η  κρίση αναδεικνύει τη στιγμιαία ανικανότητα της τάξης των καπιταλιστών να εκμεταλλευτούν το προλεταριάτο σε ένα δεδομένο βαθμό.
            Είναι επομένως προφανές ότι το ποσοστό κέρδους εξαρτάται από δύο «μεταβλητές»: την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, από τη μια πλευρά, και το ποσοστό υπεραξίας, από την άλλη. Ο «μονομερής» ορισμός που δίνει ο Μαρξ στο 15ο κεφάλαιο δεν οφείλεται σε ένα θεωρητικό λάθος ή μια παράλειψη. Είναι συνδεδεμένος με την εφαρμογή μιας αναλυτικής μεθόδου η οποία ευρέως χρησιμοποιείται στις φυσικές επιστήμες και γνώριζε καλά ο Μαρξ. Είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη μελέτη των αλλαγών μιας συγκεκριμένης ποσότητας υπό την επίδραση αλλαγών μιας άλλης ποσότητας, γνωστή και ως ceteris paribus. Ο ορισμός της υπερπαραγωγής κεφαλαίου επιτρέπει έτσι στο Μαρξ να μελετήσει την επίδραση αλλαγών στο ποσοστό υπεραξίας στο ποσοστό κέρδους, καθώς οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί.
Είναι ξεκάθαρο ότι αν ο Μαρξ είχε στη διάθεσή του τις μεταγενέστερες από αυτόν μεθόδους υπολογισμού της λειτουργίας πολυπαραγοντικών μοντέλων ή πίνακες, το πρόβλημα δεν θα υπήρχε καν.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         
4) Τέταρτον, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αρχική υπόθεση περί απόλυτης υπερπαραγωγής παραμένει μια απλή υπόθεση γιατί «στην πραγματικότητα τα πράγματα θα εξελίσσονταν με τέτοιο τρόπο ώστε ένα μέρος του κεφαλαίου θα παρέμενε μερικώς ή πλήρως ανενεργό». Με άλλα λόγια, δεδομένης της απώλειας για την καπιταλιστική τάξη στο σύνολό της, καθορίζεται, στη βάση νέων συσχετισμών δυνάμεων, μια νέα ισορροπία που χρησιμεύει στη δημιουργία νέας αξιοποίησης. Η κρίση ήδη δεν είναι πια απόλυτη την ίδια στιγμή κατά την οποία το κεφάλαιο αρχίζει αναπροσαρμόζει την παραγωγή στη Ζήτηση που μπορεί να καλυφθεί, αφήνοντας ανενεργό ένα τμήμα του, αφήνοντας να καταστραφούν μια σειρά από επιχειρήσεις και καταστρέφοντας ένα μέρος των παραγωγικών δυνάμεων.
            Συνεπώς, η χρήση του όρου «απόλυτος» για την υπερπαραγωγή κεφαλαίου στη μαρξιστική ορολογία χρησιμεύει μόνο για μια επιστημονική υπόθεση, η οποία εισάγεται με σκοπό την επεξήγηση της φυσικής προδιάθεσης του κεφαλαίου σε αυτό το είδος της κρίσης και, μαζί της, της σημασίας και του εύρους της κρίσης υπερπαραγωγής σε όλους τους κλάδους υπερπαραγωγής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μαρξ έγραφε «για να καταλάβουμε τι πράγμα είναι αυτή η υπερσυσσώρευση αρκεί να υποθέσουμε ότι είναι απόλυτη», αποφεύγοντας την ανάπτυξη μιας πιο χαλαρής ανάλυσης των κρίσεων στη βάση της μελέτης της πραγματικής κίνησης του κεφαλαίου. Η εισαγωγική διατύπωση του Μαρξ δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τη χρήση της για την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας.
            Με βάση όσα έχουμε ήδη πει δεν είναι ούτε σωστό να κάνουμε λόγο για «σχετικό χαρακτήρα της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου», βασιζόμενοι στο γεγονός ότι ο περιορισμός της καπιταλιστικής εξάπλωσης είναι σε κάθε περίπτωση σχετικός με τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της αστικής κοινωνίας. Αν συμφωνούμε σε αυτό θα πρέπει ωστόσο να εξαλείψουμε τον χαρακτηρισμό της ως «απόλυτης» αφού η υπερπαραγωγή κεφαλαίου δεν θα είναι πραγματικά τέτοια. Ταυτόχρονα, και προς αποφυγή παρεξηγήσεων δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε την έννοια «απόλυτη υπερπαραγωγή» για να περιγράψουμε την επέκταση της κρίσης σε κάθε σκέλος της παραγωγής, αφού η σωστή έκφραση σε αυτή την περίπτωση είναι : γενικές οικονομικές κρίσεις.


Με βάση τα τέσσερα παραπάνω επιχειρήματα για τη σχετικότητα της υπερπαραγωγής, ας δούμε για λίγο το σκεπτικό των υποστηρικτών του «απόλυτου» χαρακτήρα. Σύμφωνα με διάφορες οργανώσεις (π.χ. τις CARC που έχουν αναπτύξει και μελετήσει καλύτερα από άλλους την έννοια της κρίσης εξαιτίας της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου) έχουν επαληθευτεί ιστορικά δύο φορές οι προϋποθέσεις που έθετε ο Μαρξ ως περιορισμό του καπιταλισμού. Και αυτό θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια δύο γενικές κρίσεις εξαιτίας της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου: η πρώτη στις αρχές του 1900 και η δεύτερη τη δεκαετία του ’70, η οποία διαρκεί ακόμα.
           
Τι διακρίνει, κατ’ αυτούς, μια κρίση απόλυτης υπερπαραγωγής;
«Απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου σημαίνει ότι το συσσωρευμένο κεφάλαιο δεν μπορεί να απασχοληθεί στην εξαγωγή υπεραξίας με τη διεύρυνση του πραγματικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής μέχρι την απορρόφησή του σε αυτό όλου του διαθέσιμου προλεταριάτου. Στις δεδομένες συνθήκες  από το πρώτο κύμα της προλεταριακής επανάστασης και των Forme Antitetiche dellUnità Sociale(FAUS) οι οποίες είχαν ήδη αναπτυχθεί, μια διεύρυνση της πραγματικά καπιταλιστικής παραγωγής στο μέτρο που επέτρεπε το ήδη συσσωρευμένο κεφάλαιο θα είχε επιφέρει την άντληση υπεραξίας ίσης ή μικρότερης από εκείνη που οι καπιταλιστές αντλούν με ένα μικρότερο κεφάλαιο» (Η κρίση του καπιταλισμού, στο “Rapporti Sociali”, n.31/32).

            Ένα καλό συμπύκνωμα απόλυτων ανοησιών. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το Μαρξ- ο οποίος όπως είδαμε εισήγαγε την έννοια της απόλυτης υπερπαραγωγής για να φτάσει σε εκείνη της σχετικής υπερπαραγωγής- οι CARC καταλήγουν σε συμπεράσματα πραγματικά αντιφατικά. Ας τα δούμε:

- στον καπιταλισμό, όλο το συσσωρευμένο κεφάλαιο είναι απασχολημένο με την άντληση υπεραξίας, δηλαδή απασχολείται ως παραγωγικό κεφάλαιο, αλλιώς το σύστημα εισέρχεται σε κρίση απόλυτης υπερπαραγωγής. Έτσι οι σύντροφοι αυτοί παραλείπουν να πουν ότι στην διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή μόνο ένα τμήμα της παραγόμενης από τους εργαζομένους υπεραξίας είναι προορισμένη για την αύξηση της παραγωγής (και έτσι λοιπόν συσσωρεύεται) ενώ ένα άλλο τμήμα πηγαίνει σε εισοδήματα, τόκους, σε μη παραγωγικές δαπάνες, σε προσωπικά κέρδη, σε χρήματα που συλλέγονται από το αστικό κράτος κλπ. Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός δεν επιφέρει την κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου.

- αν δεν απορροφάται όλος ο σχετικός υπερπληθυσμός εργατών (γιατί πλεονάζει αναφορικά με τις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου) υπάρχει κρίση απόλυτης υπερπαραγωγής. Και εδώ μπαίνουμε στο ιδανικό βασίλειο του κεφαλαίου, δεδομένου ότι η πλήρης απασχόληση μπορεί να υπάρξει μόνο στο σοσιαλισμό, ενώ «ένας εργατικός υπερπληθυσμός είναι το απαραίτητο προϊόν της συσσώρευσης, δηλαδή της ανάπτυξης του πλούτου σε καπιταλιστική βάση και μάλιστα μια εκ των προϋποθέσεων ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (K.Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 1ος τόμος, 5ο κεφ.)

-κατά την άποψη αυτών των συντρόφων η διαφορά μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπερπαραγωγής οφείλεται ουσιαστικά σε μια διαφορά στο βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με άλλα λόγια εξαρτάται από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό υπεραξίας. Αλλά η σχέση μεταξύ υπεραξίας και μεταβλητού κεφαλαίου- που εκφράζει το βαθμό εκμετάλλευσης του εργάτη από τον καπιταλιστή- αυξάνει με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αντί να μειώνεται. Π.χ. αν κάποιες δεκαετίες πριν ένας εργάτης της FIAT έπρεπε να δουλεύει 4 ώρες για να αναπαράγει την αξία των απαραίτητων για τη συντήρησή του μέσων επιβίωσης, σήμερα αρκούν 2 ώρες εργασίας.
Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ερμηνεία της κρίσης συντρέχει με την θέση ότι η κρίση οφείλεται στη συμπίεση των κερδών που προκαλείται από τις μισθολογικές πιέσεις (στα αγγλικά αυτή η θεωρία είναι γνωστή ως “profit squeeze”): μια ερμηνεία η οποία, αν και δεν έχει τον ίδιο αριθμό υποστηρικτών όσο εκείνη της υποκατανάλωσης, τα τελευταία χρόνια έχει διαδοθεί μεταξύ των μελετητών που πρόσκεινται στο μαρξισμό και έχει υιοθετηθεί ακόμα και από κεϋνσιανούς και νεορικαρδιανούς. Σύμφωνα με τον Μ.Itoh(1987) ο πραγματικός παραγωγός αυτής της θέσης δεν είναι άλλος από τον Οττο Μπάουερ.
            Τι να πει κανείς, λοιπόν; Μια απόλυτη αναταραχή, ένα συνονθύλευμα από τυχαίες φράσεις που αν εφαρμοστούν ως κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια κρίση υπερπαραγωγής μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτό το γεγονός είναι…πάντοτε παρόν από τότε που υπάρχει ο καπιταλισμός.
            Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας τέτοιος τρόπος ερμηνείας της κρίσης μάς οδηγεί δίχως άλλο στη διάβρωση της μαρξιστικής θεωρίας για την κρίση, στην απάρνηση της εγκυρότητάς της.
            Και ποια είναι τα οικονομικά δεδομένα στη βάση των οποίων οι οπαδοί της θεωρίας του «απόλυτου» θεμελιώνουν τη θέση τους. Πραγματικά δεν υπάρχει πρόσθετο κεφάλαιο για επενδύσεις τα τελευταία 30 χρόνια; Στα αλήθεια οι πολυεθνικές δεν έχουν πραγματοποιήσει τεράστια κέρδη; Πράγματι η μάζα της υπεραξίας που αντλείται ολοκληρωτικά από τους καπιταλιστές από την εργατική τάξη  η οποία αυξάνει αριθμητικά σε παγκόσμιο επίπεδο έχει μειωθεί ή παραμένει ίδια σε κάθε κύκλο; Εδώ μας φαίνεται ότι αντί για υλιστική ανάλυση της πραγματικότητας, αντί για γεγονότα που μπορούν να αποδειχτούν, οι οπαδοί της θεωρίας του «απόλυτου» χαρακτήρα της κρίσης της υπερπαραγωγής παρουσιάζουν δόγματα και σχήματα μη επαληθεύσιμα.
            Μα ας φανταστούμε για μια στιγμή ότι έχουν δίκιο. Σε μια τέτοια περίπτωση πώς και ο καπιταλισμός δεν έχει καταρρεύσει 30 χρόνια τώρα και περνά χρόνια απόλυτης υπερπαραγωγής που θα τον είχαν φέρει σε κατάρρευση; Πώς το σύστημα λειτούργησε πέραν των ακραίων ορίων που περιέγραψε ο Μαρξ, που του είχαν αποκλείσει την πιθανότητα της πραγματοποίησης του μέγιστου κέρδους;
            Εδώ δεν υπάρχουν FAUS που να αντέχουν: η πραγματικότητα είναι ότι ο καπιταλισμός δεν έχει ποτέ φτάσει το ιστορικό όριο της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου. Ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν την έχει φτάσει είναι το γεγονός ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αντισταθμίζεται από την αύξηση της μάζας του κεφαλαίου και επομένως από την αύξηση της ποσότητας της αντλούμενης υπεραξίας. Επομένως για τον ακριβώς αντίθετο λόγο από αυτόν που υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας περί «απόλυτης» υπερπαραγωγής.
            Ως τώρα το κεφάλαιο κατάφερε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να γλιτώσει από τα όριά του (με την αύξηση της εκμετάλλευσης, με την εξαγωγή κεφαλαίων, με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κλπ) αποφεύγοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, να βρεθεί απέναντι σε ένα πρόβλημα απόλυτης υπερπαραγωγής, η οποία έχει παραμείνει ως τώρα ένα πρόβλημα μόνο θεωρητικό, μια τάση του συστήματος, είτε αυτό βρίσκεται σε προμονοπωλιακή είτε σε ιμπεριαλιστική φάση.
            Αντίθετα, ήταν ο σχετικός χαρακτήρας των κρίσεων υπερπαραγωγής ο οποίος απέτρεψε την κατάρρευση (αφού οι κρίσεις οι κυκλικές είναι οι στιγμές βίαιης επίλυσης των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλισμού). Κατάρρευση την οποία εμείς ευχόμαστε να επέλθει ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και των λαών στη βάση της γνώσης των οικονομικών νόμων και όχι των επιθυμιών του καθένα.
          

Η θεωρητική συζήτηση για τη φύση και τα αίτια της οικονομικής κρίσης έχει μεγάλη πολιτική σημασία για το επαναστατικό κίνημα. Η θεωρία, η ακριβής κατανόηση, από το κίνημα, της οικονομικής δομής χρησιμεύει στη διεύθυνση και την δικαιολόγηση της πολιτικής δράσης: ανάλογα με τη μια ή την άλλη θέση για την καπιταλιστική κρίση προκύπτουν πολιτικές γραμμές αποκλίνουσες ή ακόμα και αντικρουόμενες.
Π.χ. οι υποστηρικτές της θέσης της κρίσης υποκατανάλωσης έχουν εξ αυτής  θέσεις πολιτικές καθαρά ρεφορμιστικές και συνδικαλιστικές, αφού θεωρούν πως η λύση για τα δεινά της σύγχρονης κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση των μισθών ή με κεϋνσιανές πολιτικές που θα μπορούσε να υιοθετήσει το αστικό κράτος, απορρίπτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο να θέσουν το ζήτημα της προλεταριακής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο ίδιο τους το πολιτικό πρόγραμμα.
            Ομοίως, στον επαναστατικό χώρο, το να υποθέτει κανείς μια υπερπαραγωγή απόλυτου χαρακτήρα σημαίνει να συνάγει αντίστοιχα πολιτικά συμπεράσματα, αναφορικά με τις προϋποθέσεις επαναστατικής δράσης και πάλης των τάξεων.
            Η κύρια πολιτική συνέπεια της θέσης για απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου έγκειται στο ότι βγαίνει το συμπέρασμα για μια «αναπτυσσόμενη επαναστατική κατάσταση» μακράς διάρκειας και απλωμένης σε όλο τον κόσμο.  Για να μη μακρηγορούμε παροτρύνουμε τους αναγνώστες στο νο.7 της Teoria e Prassi στο οποίο είχαμε παραθέσει την κριτική μας σε μια παραποίηση μιας θεμελιώδους λενινιστικής αρχής.
Σίγουρα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι η μετάφραση σε πολιτικούς όρους μιας θεωρητικής θέσης υπερβολικής και δογματικής είναι ακριβώς μια πολιτική θέση  τυπικά αριστερίστικη και υποκειμενιστική: αλλά πρέπει ίσως να περιμένει κανείς τίποτε άλλο από κάποιον που συγχέει μια «ακραία υπόθεση» με την πραγματικότητα;

Εν κατακλείδι…

            Η φύση και η αιτία των σημερινών κρίσεων δεν είναι στην ουσία διαφορετικές από εκείνες που περιέγραψε ο Μαρξ. Ακόμα και στην εποχή του ιμπεριαλισμού- η οποία είναι το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού και σε τίποτα θεμελιωδώς διαφορετική από αυτόν- είναι η αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική μορφή, με την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής να συνιστά το θεμέλιο των κρίσεων υπερπαραγωγής. Ως εκ τούτου αυτές οι κρίσεις έχουν στις ρίζες τους στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και καθορίζονται από οικονομικούς νόμους που δημιουργούνται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
            Βεβαίως, η πορεία κάθε κρίσης, οι μορφές στις οποίες αυτές οι κρίσεις εκδηλώνονται, εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες συνθήκες ανάπτυξης του καπιταλισμού σε κάθε χώρα και από την πλήρη αντιπαράθεση μιας εναλλακτικής σε αυτόν τον ιστορικά ξεπερασμένο τρόπο παραγωγής.
            Οι οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής, η γενίκευσή τους και η επιδείνωσή τους, απειλούν πάντοτε όλο και περισσότερο τη λειτουργία του κεφαλαίου ως θεμελίου της σημερινής κοινωνίας και ξεπερνιούνται με τρόπο όλο και πιο καταστρεπτικό. Δεδομένου αυτού πρέπει να θυμόμαστε ότι ο μαρξισμός- λενινισμός αντιτίθεται στις θέσεις περί μιας κρίσης χωρίς διέξοδο για τον καπιταλισμό, σε θέσεις περί πάνω κάτω αυτόματης ανισορροπίας του συστήματος που προκαλεί μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί αυτό να ξεφύγει. Ο Μαρξ υπογράμμιζε ότι η καθαρά οικονομική πτώση του καπιταλισμού ανταποκρινόταν ακριβώς στην αστική οπτική γωνία.
            Υπάρχει μια τάση για κατάρρευση του καπιταλισμού, η οποία εκδηλώνεται και εξαπλώνεται σε κάθε κρίση, όμως το μόνο υποκείμενο που μπορεί πραγματικά να κάνει πράξη αυτή την κατάρρευση είναι το προλεταριάτο το οποίο πραγματοποιεί τη σοσιαλιστική επανάσταση.
            Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν κρίσεις υπερπαραγωγής όλο και πιο σοβαρές και εξαπλωμένες, ότι θα υπάρξει μια δυναμική που θα επιφέρει τη μεγέθυνση των υλικών βάσεων για την ανάπτυξη επαναστατικής δράσης και δημιουργίας της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
            Χωρίς την ύπαρξη της νίκης του προλεταριακού σοσιαλισμού το κεφάλαιο θα μπορεί πάντοτε να επιλύει τη σχετική υπερσυσσώρευσή του, το πιο προφανές παράδοξό του, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γιατί δεν υπάρχει ένα στάδιο του καπιταλισμού στο οποίο δημιουργείται μια απόλυτη αδυναμία συνέχισης του προτσές συσσώρευσης.
            Ένα παράδειγμα επίκαιρο είναι ο πόλεμος στο Ιράκ που χρησιμεύει ακριβώς για την επίλυση του προβλήματος της καταστροφής κεφαλαίου που πλεονάζει σε παγκόσμια κλίμακα, για να ξαναρχίσει ένας νέος κύκλος επέκτασης, ξεκινώντας από την «ανοικοδόμηση» από τις πολεμικές ζημιές.
            Αν λοιπόν το προλεταριάτο δεν πάρει μια πολιτική πρωτοβουλία για να ανατρέψει την αστική τάξη και να περάσει στο σοσιαλισμό, ο καπιταλισμός πάντοτε θα μπορεί να ξαναρχίσει τη συσσώρευσή του. Αν το προλεταριάτο δεν ακολουθεί τον δρόμο της επανάστασης, ανασυσταίνοντας το κομμουνιστικό του κόμμα, ο καπιταλισμός θα μπορεί να ανασυνθέσει τις αντιθέσεις του και να τις φέρει σε νέα επίπεδα, προσπαθώντας να παρασύρει στο νεκροκρέβατό του όλες τις κοινωνικές τάξεις για να μην ηττηθεί μια και καλή.

Teoria e Prassi
http://piattaformacomunista.com/SOVRAPPRODUZIONE_GR.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια: