Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Αγώνας για τη δημιουργία πρωτοβάθμιων σωματείων σ’ όλους τους χώρους δουλειάς
Ισότιμη συμμετοχή των μεταναστών προλετάριων στα σωματεία
Πλήρης ένταξη των ανέργων στα σωματεία τους με τα ίδια δικαιώματα
Μορφή λειτουργίας που να βοηθά τη συμμετοχή της «νέας εργατικής βάρδιας»
Δεν είναι τυχαίο πως παλιοί και νέοι σοσιαλδημοκράτες έχουν οδηγήσει με τη ρεφορμιστική τους γραμμή εδώ και χρόνια το συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας, σε βαθιά παραλυσία και πλήρη αδυναμία στήριξης των αμυντικών αγώνων της εργατικής τάξης.
Βασικό τους μέλημα είναι ακριβώς η επίτευξη της ολοκλήρωσης των διαλυτικών τους ενεργειών μέσα στην εργατική τάξη. Πρόκειται για την απάντησή τους στο στόχο των κομμουνιστών για την
ενότητα της τάξης και τη συσπείρωσή της σε
ενιαία μαζικά συνδικάτα, που θα ενώσουν τη μεγάλη πλειοψηφία της τάξης και θα αποτελέσουν σχολειό για την αυτοσυνείδηση της μέσα από την «συνάντηση» των αρχών της επαναστατικής θεωρίας της εργατικής τάξης με τις πλατιές προλεταριακές μάζες, στους καθημερινούς μεγάλους και μικρούς αγώνες ενάντια στις επιθέσεις των κεφαλαιοκρατών.
Όπως άλλωστε έχει αναφερθεί στην προκήρυξη της φετινής Πρωτομαγιάς του 2009, ο ηγέτης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος Ιωσήφ Στάλιν, τόνιζε ήδη από τα 1925:
«Που έγκειται η δύναμη της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση;
Στο γεγονός ότι στηρίζεται στα συνδικάτα. Που έγκειται η αδυναμία των κομμουνιστικών μας κομμάτων στη Δύση; Στο γεγονός ότι δεν έχουν πετύχει στενή σύνδεση με τα συνδικάτα και ότι ορισμένα στοιχεία δε θέλουν καν να πετύχουν στενή σύνδεση με τα συνδικάτα. Γι’ αυτό, το κύριο καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης στην τωρινή περίοδο είναι, να αναπτύξουν και να διεξάγουν ως το τέλος την καμπάνια για την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος, να βάλουν σε όλους ανεξαίρετα τους κομμουνιστές το καθήκον, να μπουν στα συνδικάτα, να κάνουν εκεί συστηματική υπομονετική δουλειά για το συμφέρον της ενότητας της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο και να πετύχουν έτσι, ώστε να μπορούν τα κομμουνιστικά κόμματα να στηρίζονται στα συνδικάτα» ( Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα ,τόμος 7, σελ. 115-116, εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1953).
Κι αν στα χρόνια του μεσοπόλεμου, οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες δούλευαν για να περάσουν τη συμβιβαστική –προδοτική τους πολιτική
μέσα από τα συνδικάτα που η αυθόρμητη προλεταριακή αντίδραση στη κεφαλαιοκρατία και ο ενθουσιασμός από τη νίκη της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης πύκνωνε, στα χρόνια που ακολούθησαν και μετά τη χρουτστωφική αντεπαναστατική προδοσία, με την απογοήτευση και την «ηττολογία» να μεγαλώνουν, οι παλιοί και οι νέοι πια σοσιαλδημοκράτες,
«έδιωχναν» με κάθε τρόπο την εργατική τάξη από τα συνδικάτα, μετατρέποντάς τα σε ανενεργές πουλημένες «σφραγίδες» ώστε να εξυπηρετήσουν την αστική τάξη να στερήσει, όχι μόνο βίαια αλλά και από «τα μέσα», την ενότητα των εργατών και την εκδήλωση των καθημερινών αγώνων για την προάσπιση των διαρκώς μειούμενων δικαιωμάτων τους.
Αντίστοιχα, αν στα 1925 οι κομμουνιστές στις καπιταλιστικές χώρες
έπρεπε να ξεπερνούν με τις παρεμβάσεις των ηγετών τους τις παιδικές «υπερεπαναστατικές» αρρώστειες, που όπως αναφέρει
ο Δημητρώφ («
Ο Φασισμός», σελ.79, εκδόσεις Πορεία) στοίχισαν στην ανεπαρκή απάντηση στον επερχόμενο φασισμό, σήμερα οι μαρξιστές-λενινιστές-σταλινιστές, έχουν σα βασικό τους καθήκον
να ενώσουν όλους τους κομμουνιστές (χωρίς εισαγωγικά), στη βάση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου και να συμβάλλουν στην ενότητα της εργατικής τάξης, σε ενιαία μαζικά συνδικάτα, χωρίς αποκλεισμούς και απεργοσπαστικές προδοσίες (βλέπε αστειότητες τύπου ΠΑΜΕ που αφορούν όχι τόσο την ερμαφρόδιτη τελική στόχευσή του, αλλά κυρίως τη συνεχή απεργοσπαστική εναντίωσή του σε κοινούς εργατικούς αγώνες), με ισότιμη και ενεργή συμμετοχή τόσο των ταξικών μας αδελφών μεταναστών, αλλά και των αποκλεισμένων -μακροχρόνια κύρια- ανέργων, που αφήνονται στην ατομική τους απελπισία. Κι όλα αυτά σαν απαραίτητο όρο για την αποτελεσματική διεξαγωγή του συνολικού επαναστατικού πολιτικού αγώνα, σε συνθήκες δύσκολες που η προδοσία των χρουτσωφικών έχει δημιουργήσει.
Αυτή ήταν πάντα, η διαλεχτική σύνδεση των επιμέρους μερικών συνδικαλιστικών αγώνων και διεκδικήσεων, με την συνολική προλεταριακή επαναστατική στρατηγική. Όπως αναφέρει ο ηγέτης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος Νίκος Ζαχαριάδης
: «….Μέσα απ’ το σχολειό της πάλης για το καθημερινό ψωμί και τα άλλα άμεσα και ζωτικά ζητήματα που έχουν οι εργαζόμενοι, να τους σηκώνεις ως τη συνείδηση για την αναγκαιότητα της πολιτικής πάλης, ως την κατανόηση της ανάγκης ν’ ανατραπεί η εξουσία των εκμεταλλευτών και να εγκαθιδρυθεί η εξουσία του λαού............., και παραπέρα, .......
αυτό σημαίνει, ότι τόσο η πορεία επεξεργασίας του μερικού προγράμματος, όσο και η πάλη για την πραγματοποίηση του προϋποθέτει κι αυτή τον αγώνα σε δυο μέτωπα. Ενάντια στο ρεφορμισμό κάθε μάρκας, ενάντια στους οπορτουνιστές, που παν να νοθέψουν και να ευνουχίσουν τους μερικούς αγώνες υποτάσσοντάς τους στα συμφέροντα των εκμεταλλευτών και τελικά, προδίνοντας τους αγώνες αυτούς, απεργοσπαστικά. Και ενάντια στους εξτρεμιστές, τους σεχταριστές, τους αναρχοσυνδικαλιστές, που ξεπερνούν το απαραίτητο στάδιο-το σχολειό της πολιτικής διαπαιδαγώγησης και συνειδητοποίησης των πλατιών μαζών μέσα απ’ τους μερικούς αγώνες για τα καθημερινά, ζωτικά ζητήματα του λαού-και έτσι, τορπιλίζουν τους αγώνες και καταλήγουν στο ίδιο με το ρεφορμισμό αποτέλεσμα, να διατηρούν δηλαδή και να στηρίζουν την επιρροή και την κυριαρχία των πλουτοκρατών» (Ν. Ζαχαριάδης: Τα προβλήματα καθοδήγησης στο ΚΚΕ, σελ.143& 146, εκδοτικό του ΚΚΕ, 1952)
Και βέβαια οι κομμουνιστές κάνοντας παντού το επαναστατικό διεθνιστικό τους χρέος, παλεύοντας στις συγκεκριμένες συνθήκες της κάθε συγκεκριμένης χώρας και όχι αερολογώντας για «παγκόσμια και πλανητικά» κινήματα-καρτούν όπως οι προδότες τροτσκιστές, αναλύουν το περιβάλλον και τις συνθήκες που δρουν.
Τούτος είναι ο λόγος που αξίζει να κοιταχθεί, ξεκινώντας και καταλήγοντας στο «σήμερα» του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα και τα στοιχεία της ιστορικότητάς του, που έχουν επηρεάσει τόσο την πορεία όσο και το επίπεδο ανάπτυξής του. Εδώ θα φανεί πως οι υπαρκτές ιδιαιτερότητες της κατάστασης του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, πρέπει να ληφθούν υπόψη, όχι γιατί συνιστούν μια κατάσταση που ανατρέπει τις βασικές μπολσεβίκικες αρχές για τους μερικούς αγώνες του προλεταριάτου και τη δουλειά στα συνδικάτα αλλά ακριβώς για να υπάρξει η συγκεκριμένη δράση- παρέμβαση, βασισμένη στις αρχές αυτές, που θα στηρίζεται στέρια στη γνώση αυτών των ιδιαιτεροτήτων .
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Από το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ ( 8-10 Νοέμβρη του 1918) και την κατ’ αρχή συντριπτική αποδοχή σε αυτό της «πάλης των τάξεων» σαν κυρίαρχης αρχής που καθορίζει τη γενική στάση του συνδικαλιστικού κινήματος, το εργατικό κίνημα ακολούθησε παράλληλη πορεία με εκείνη της ανάπτυξης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, στην εσωτερική του διαμάχη με τους – σε κάθε περίπτωση – εκφραστές του ρεφορμισμού και της ταξικής συμφιλίωσης, άσχετα από διαφορές εκδηλώσεων και της προς τα έξω «εικόνας». Και ασφαλώς όλα τα παραπάνω, καθορισμένα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα, που από την αρχή και μέχρι σήμερα, αποτελεί την αντικειμενική οικονομική βάση που καθορίζει κάθε έκφραση του υποκειμενικού παράγοντα.
Όπως αναφέρει ο Γιάννης Κουζής, που παρά την μη κομμουνιστική του θεώρηση αποτελεί αξιόπιστη επιστημονική πηγή άντλησης στοιχείων και γι αυτό αυτά θα χρησιμοποιηθούν (Διδάσκει εργασιακές σχέσεις από το 1995 στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 1991 είναι επιστημονικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ )
:
«…… Με βάση τα παραπάνω, το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα ακολούθησε ιστορικά την καθυστερημένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα σε σχέση με την αναπτυγμένη βιομηχανικά Ευρώπη, όπου τα σπέρματα της βιομηχανικής ανάπτυξης συνετέλεσαν στη δημιουργία των πρώτων συνδικάτων από τις αρχές του 19
ου αιώνα στην Αγγλία. Ήδη στα μέσα του ίδιου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται μαζικά τα συνδικάτα στην Αγγλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία κλπ. Αντίθετα, στην Ελλάδα, μόλις το 1879 δημιουργείται το πρώτο συνδικάτο από τους εργάτες ξύλου των ναυπηγείων της Σύρου, ενώ στα τέλη του 19
ου αιώνα και στις αρχές του 20
ου αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα. Το 1914 αναγνωρίζεται το δικαίωμα σύστασης σωματείων, νομική μορφή με την οποία εμφανίζονται τα συνδικάτα μέχρι και σήμερα, ενώ τον Οκτώβριο του 1918 ιδρύεται η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), ως αποκορύφωμα αγώνων για την οργανωτική ενότητα και τον συντονισμό της δραστηριότητας του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Τα δύο τελευταία γεγονότα ευνοήθηκαν από το κλίμα εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε η πολιτική του Ε. Βενιζέλου, κατά τη δεκαετία του 1910 παράλληλα με την αναζήτηση επιβολής μορφών ελέγχου στη δυναμική που εκφράζουν τα συνδικάτα και ο κοινωνικός χώρος που εκπροσωπούν»
Ασφαλώς και απουσιάζει από τη συγκεκριμένη αναφορά, τόσο η – μόλις 4 ημέρες πριν – ίδρυση του ΣΕΚΕ,(στις 4 Νοέμβρη του 1918 στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Ατμοπλοίων στον Πειραιά), όσο και κύρια,
η τεράστια προωθητική δύναμη της μεγάλης Οχτωμβριανής Επανάστασης , που συγκλόνισε και λειτούργησε καταλυτικά στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα όλου του κόσμου. Παρόλα αυτά είναι ακριβής τόσο η εικόνα για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όσο και η ανάλυση για τη προσπάθεια των αστικών κομμάτων της πλουτοκρατίας να ελέγξουν το εργατικό κίνημα «πυρακτωμένο» από τον Οχτώβρη και τη μπολσεβίκικη απάντηση των μαρξιστών-λενινιστών-σταλινιστών, πως
η διχτατορία του προλεταριάτου δεν είναι ουτοπία, αλλά μια πραγματικότητα που μπορεί να πραγματωθεί σε κάθε ξεχωριστή χώρα, αν οι κομμουνιστές κερδίσουν και καθοδηγήσουν τη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, βασισμένοι στις αρχές της επαναστατικής τους κοσμοθεωρίας και αναλύσουν τις συγκεκριμένες ανάγκες της συγκεκριμένης χώρας που αγωνίζονται.
Τα παραπάνω, έβαλαν τη σφραγίδα τους και στο ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ, όπου η μεν αίγλη της νικηφόρας σοσιαλιστικής επανάστασης, καθόρισε τη «θεσμική» νίκη στην αναφορά της ταξικής πάλης, αλλά η άγουρη, και μη μπολσεβικοποιημένη, χωρίς ακόμη δομή και δυνατότητα ανάλυσης της ελληνικής κατάστασης, πρωτόλεια και εσωτερικά αντιφατική φυσιογνωμία του ΣΕΚΕ, επέτρεψε στους εκφραστές της ταξικής συμφιλίωσης να πλειοψηφήσουν τελικά στην εκλογή της πρώτης διοίκησης της ΓΣΕΕ.
Εδώ δεν πρέπει να ξεχαστεί,
πως και πριν το 1918, με βάση την προτροπή του ιδρυτικού συνεδρίου της Β’ Διεθνούς (20 Ιούλη του 1889) για τη καθιέρωση της Πρωτομαγιάτικης μέρας αγώνα για το Οχτάωρο, μετά την απόφαση του 1884 της νεοσύστατης τότε, Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας, είχαν ήδη δημιουργηθεί οι πρώτες μαχητικές εκδηλώσεις με αποκορύφωση τη πρώτη Πρωτομαγιάτικη εκδήλωση στην Αθήνα (2 Μάη του 1893, ημέρα Κυριακή και ώρα 5μ.μ. οι Σοσιαλιστές της ομάδας Καλλέργη και εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο), όπου σημειωτέον ο Γιάννης Κορδάτος ανέφερε από λάθος σαν μέρος τους Στύλους του Ολυμπίου Διός (
Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 65.), αλλά η ιστορική διόρθωση παρατίθεται από τα αρχεία του Δρομάζου (
Στάθη Δρομάζου: «Θητεία», Εκδόσεις «Δίφρος», 1966, σελ. 203). Και βέβαια τα επαναστατικά σκιρτήματα του προλεταριάτου, είτε με ίδρυση σωματείων, είτε με αιματηρούς αγώνες, δεν περιορίζονται στη Σύρα με τους πρώτους αγώνες και απεργίες κύρια στα ναυπηγεία, αλλά και στο Λαύριο απέναντι στη μεταλλευτική Γαλλική Εταιρεία CFML με τους χιλιάδες απάνθρωπα εργαζόμενους άντρες και γυναίκες, όπως και στους 4000 εργαζόμενους μεταλλωρύχους στην ίδια αποικιακή εταιρεία στη Σέριφο, που στα 1916 έδωσαν με επικεφαλής τον ντόπιο αναρχοσυνδικαλιστή Σπέρα, ηρωικό αγώνα ενάντια στους μεταφερμένους χωροφύλακες , έκλαψαν νεκρούς, αλλά έριξαν τους χωροφύλακες στη θάλασσα, κέρδισαν μια πρώτη προλεταριακή νίκη όχι μόνο με την ικανοποίηση κάποιων από τα αιτήματά τους, αλλά και
παίρνοντας για λίγο έστω στα χέρια τους, τα ίδια μεταλλεία στο Μεγάλο Λειβάδι, παραδίνοντάς τα «πίσω» με μεσολάβηση του παπαδαριού και της ντόπιας «εξουσίας» και αυτό άσχετα από τη γενική πολιτική ανεπάρκεια του ντόπιου αναρχοσυνδικαλιστή και του αντιδραστικού ρόλου του, τα επόμενα χρόνια. (Οι πραγματικοί κομμουνιστές τιμούν την ιστορία της τάξης τους γιατί τιμούν την ίδια εργατική τάξη. Αλλιώτικα δεν θα τιμούσαν με την ίδια κοντόφθαλμη λογική, ούτε καν τη θυσία του Σικάγο. Μια άλλη στάση είναι ξένη στους μαρξιστές-λενινιστές-σταλινιστές). Και το ηρωικό Λαύριο με τις εργαζόμενες γυναίκες κατά πλειοψηφία με τους αγώνες και τις θυσίες του και η Σέριφος των μεταφερμένων Ηπειρωτών εργατών που πήγαν εκεί χωρίς νάχουν δει θάλασσα και δούλευαν 14 ώρες, θα πρέπει επί τέλους να τιμηθούν, ξεπλένοντας κάποιες απ’ τις πολλές «ντροπές» των κάθε απόχρωσης ρεφορμιστών.
Φαίνεται λοιπόν καθαρά, πως απ’ τη μια το συνδικαλιστικό κίνημα ακολουθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και εκδηλώνεται εκεί που υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση παραγωγικών δυνάμεων σε αποικιακού τύπου ξένα πολυεθνικά μονοπώλια και κλάδους όπως η εξόρυξη πρώτων υλών, χαραχτηριστικό καθυστερημένης καπιταλιστικής χώρας, με κύριο χαραχτηριστικό, τον αγώνα για
τα μικρά (τα επιμέρους) όπως αναφέρει ο Νίκος Ζαχαριάδης στο έργο που μνημονεύτηκε που ενώνουν και τα πιο ετερόκλητα από επίπεδο συνείδησης, βιωμάτων, καταγωγής, τμήματα της τάξης
: «αυτά τα «μικροζητήματα» πρέπει να τ΄αντιμετωπίζουμε αμέσως, την ίδια στιγμή που γεννιούνται, όσο το σίδερο είναι ακόμη ζεστό, γιατί τότε στο πύρωμά του ακόμη συγκινεί, αναστατώνει, εξοργίζει, συνενώνει, κινητοποιεί, δραστηριοποιεί, ξεσηκώνει τις μάζες στον κύκλο, όπου ξεσπά. Αν τα πιάσουμε έγκαιρα τότε κινάμε τον κόσμο και τα μεταβάλουμε σε σπίθα, που μπορεί ν’ ανάψει, μικρή η μεγάλη φωτιά, δράση, αγώνα» (Ν. Ζαχαριάδης: Τα προβλήματα καθοδήγησης στο ΚΚΕ, σελ.147, εκδοτικό του ΚΚΕ, 1952)
Η «πύκνωση» της παρουσίας της εργατικής τάξης και συνάμα του συνδικαλισμού, εμφανίζεται κύρια, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 όπου η αύξηση του πληθυσμού σε απόλυτους αριθμούς συμβαδίζει με σημαντική αύξηση της βιομηχανίας (μεταποίηση) σε περισσότερα αστικά κέντρα και όχι αποσπασματικά, ενοποιώντας την εικόνα μιας καθυστερημένης ακόμα αλλά – σε πορεία διαμόρφωσης – καπιταλιστικής χώρας, που μορφοποιεί αργά την «εσωτερική αγορά» της. Προαναφέρθηκε πως το εργατικό κίνημα ακολούθησε σε γενικές γραμμές τη πορεία της ανάπτυξης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, στην εσωτερική του διαμάχη με τους – σε κάθε περίπτωση – εκφραστές του ρεφορμισμού και της ταξικής συμφιλίωσης, άσχετα από διαφορές εκδηλώσεων και της προς τα έξω «εικόνας». Και άρα είναι σημαντικό να τονιστεί πως μέχρι την Έκκληση της ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1931 το ΚΚΕ δεν είχε διαμορφώσει τη δική του μαρξιστική-λενινιστική στρατηγική, δεν είχε διαμορφώσει
Πρόγραμμα, και έτσι δεν μπορούσε στα πλαίσια του εσωκομματικού φραξιονισμού και της δράσης των λικβινταριστικών στοιχείων στο κόμμα, ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κυρίαρχη ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας» που έβρισκε δρόμους να δηλητηριάσει και το προλεταριάτο και να επικρατήσει στο συνδικαλιστικό κίνημα με τα κάθε λογής βενιζελικά παρακλάδια. Δεν είναι τυχαίο πως και η Έκκληση της ΚΔ και κυρίως η 6
η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934 με την ηγετική παρουσία του Νίκου Ζαχαριάδη, έβαλαν σαν πρώτο ζήτημα
τη κατάχτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και της εξασφάλισης της πλήρους υποστήριξης των στρωμάτων των εργαζόμενων χωρικών, κατά πρώτο λόγο των εργατών γης και των φτωχών χωρικών.
Αποτέλεσμα ήταν, η βαθμιαία κατάχτηση από το επαναστατικό συνδικαλιστικό κίνημα της πλειοψηφίας των οργανωμένων εργατών, τη περίοδο 1931-1936 μέσα από την ενωτική αγωνιστική δράση των κομμουνιστών και των συμμάχων τους και το ξεμπρόστιασμα και την απομόνωση των ρεφορμιστών και σοσιαλφασιστών εργατοπατέρων. Σε μια εποχή δύσκολη μέσα στις συνθήκες γενικευμένης κρίσης, οι κομμουνιστές έδωσαν και κέρδισαν μεγάλες μάχες, καθοδήγησαν τον ηρωικό Μάη του ’36 που ήταν μια ανώτερη μορφή γενικής απεργίας και έδωσε στο ΚΚΕ ,
σημαντική θετική και αρνητική συσσωρευμένη πείρα , όπως την χαραχτηρίζει ο ηγέτης του Νίκος Ζαχαριάδης,
(Ν. Ζαχαριάδης: Τα προβλήματα καθοδήγησης στο ΚΚΕ, σελ.78, εκδοτικό του ΚΚΕ, 1952), εμπειρία και ωριμότητα ιδιαίτερα για την αποτίμηση του γεγονότος, γιατί το φούντωμα της λαϊκής επίθεσης, πρόλαβε η Μεταξική φασιστική διχτατορία, ανάλυση που έγινε στη βάση της μπολσεβίκικης εσωκομματικής λειτουργίας του κόμματος.
Σταθερή επιλογή του επαναστατικού ΚΚΕ σ΄ολόκληρη την ένδοξη πορεία του υπήρξε, η προσήλωση στην
ενότητα της τάξης ακόμη και σε συνθήκες ανώμαλης φασιστικής επέλασης, σε διχτατορίες, την Κατοχή, τον ηρωικό επαναστατικό αγώνα μετά την απελευθέρωση, όπου είτε με τη μορφή της Ενωτικής ΓΣΕΕ, είτε του Εργατικού ΕΑΜ (ΕΕΑΜ), είτε της ΕΡΓΑΣ. Οι συνδικαλιστικοί αγώνες, ήταν το δέσιμο των μερικών αγώνων, με τον κεντρικό επαναστατικό πολιτικό αγώνα κάθε περιόδου, επιδιώκοντας τη συσπείρωση της τάξης, όχι σε «καθαρή-ιδεολογική» απομόνωση, αλλά σε μορφές που σε ανώμαλες για το κίνημα καταστάσεις, έκφραζαν την ενότητα της τάξης κόντρα στους εργατοπατέρες και τους φασίστες. Γιατί πανάκεια δεν είναι η ανά πάσα στιγμή οργανωτική ενότητα στο ανώτατο επίπεδο εκπροσώπησης πράγμα που αφορά την ταχτική κάθε χώρας και κάθε περιόδου και προσδιορίζεται επιστημονικά κάθε φορά από τους κομμουνιστές
: επαναστατική στάση αρχής, ακόμη κι’ αν αυτό δυσκολεύεται από τη στάση του ταξικού εχθρού, είναι η σταθερή έκφραση της ενότητας της τάξης και του επαναστατικού αποτελεσματικού αγώνα, που «δένει» τους μερικούς αγώνες, με την επαναστατική επαναστατική στρατηγική. Γιατί κομμουνιστική αρχή είναι η συσπείρωση και όχι – η «ιδεολογικού άλλοθι» – αποσυσπείρωση της εργατικής τάξης, σε κάθε στιγμή, σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Γιατί οι κομμουνιστές δεν φεύγουν «από κάπου που είναι οι εργάτες». Αντίθετα, όπως είναι κάθετα αντίθετοι στον ρεφορμισμό ακριβώς γι’ αυτό, δεν του χαρίζουν σ΄ αυτόν και βέβαια στο φασισμό,
κανέναν εργάτη, ακολουθώντας την ταχτική εκείνη που κάθε φορά είναι πιο αποτελεσματική ώστε να εκφράζεται καθαρά, το
: είμαστε
«εκεί που βρίσκονται οι μάζες», βρισκόμαστε και δουλεύουμε μέσα στις μάζες, δεν κρυβόμαστε σε «καθαρά» λαγούμια απομόνωσης.
Στους προδότες χρουτστωφικούς που τολμούν μέσα από το ρεφορμιστικό πόνημα του Γ. Μαυρίκου «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα 1918-1948. Δυο γραμμές σε διαρκή αντιπαράθεση», (Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2001
), να παρουσιάζουν το απεργοσπαστικό ρεφορμιστικό ΠΑΜΕ και τη δεξιά πολιτική τους σαν την συνέχεια της Ενωτικής ΓΣΕΕ, του Εργατικού ΕΑΜ (ΕΕΑΜ), της ΕΡΓΑΣ, όσο και της ΠΣΟ παγκόσμια, οι επαναστάτες συνδικαλιστές δεν έχουν παρά να παραπέμψουν, σ’ αντίθεση με τα ρεφορμιστικά μυθεύματα, στα γραπτά «κάποιου», που οι μέντορές τους έχουν «κάψει» το Έργο του κατά κυριολεξία, για να γίνει γνωστή η κομμουνιστική θέση αρχής για τη δουλειά στην εργατική τάξη στις πιο ακραίες συνθήκες και εκφρασμένο με τον πιο «ακραίο» μα και καθαρό μπολσεβίκικο τρόπο
: «..πρέπει να σταματήσουμε αποφασιστικά να υποτιμάμε τη δουλειά στις φασιστικές μαζικές οργανώσεις. Τόσο στην Ιταλία, όσο και στη Γερμανία και σε μια σειρά άλλες φασιστικές χώρες, οι σύντροφοι προσπάθησαν να καλύψουν την παθητικότητά τους και συχνά μάλιστα και την άμεση άρνησή τους να δουλέψουν μέσα στις φασιστικές μαζικές οργανώσεις, αντιπαραθέτοντας στη δουλειά στις φασιστικές μαζικές οργανώσεις, τη δουλειά στα εργοστάσια. Στην πραγματικότητα όμως, η σχηματική αυτή αντιπαράθεση οδήγησε ακριβώς, στο να πραγματοποιείται η δουλειά τόσο μέσα στις φασιστικές μαζικές οργανώσεις όσο και στα εργοστάσια, εξαιρετικά χλιαρά ή καμία φορά και καθόλου. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα σπουδαίο για τους κομμουνιστές στις φασιστικές χώρες να βρίσκονται παντού όπου είναι οι μάζες. Ο φασισμός πήρε από τους εργάτες τις δικές τους νόμιμες οργανώσεις. Τους επέβαλε τις φασιστικές οργανώσεις, και εκεί βρίσκονται οι μάζες-με εξαναγκασμό ή και κατά ένα μέρος και εθελοντικά. Οι μαζικές αυτές οργανώσεις του φασισμού μπορούν και πρέπει να αποτελούν το νόμιμο και ημινόμιμο πεδίο δράσης μας, όπου θα μπορούμε να ερχόμαστε σε επαφή με τις μάζες. Και πρέπει να αποτελέσουν για μας μια νόμιμη και μια ημινόμιμη αφετηρία για την υπεράσπιση των καθημερινών συμφερόντων των μαζών..................και καταλήγοντας
: όποιος δεν κατανοεί την αναγκαιότητα να εφαρμόζουμε μια τέτοια ταχτική, όποιος θεωρεί μια τέτοια ταχτική «εξευτελιστική», μπορεί να είναι ένας εξαίρετος σύντροφος, αλλά – αν μου επιτρέπετε – είναι φαφλατάς και όχι επαναστάτης, που δεν θα μάθει ποτέ να οδηγεί τις μάζες στην ανατροπή της φασιστικής διχτατορίας» (Γκεόργκι Δημητρώφ: «Ο Φασισμός», σελ.67-69, εκδόσεις Πορεία )
Αυτή είναι η μπολσεβίκικη Αρχή: ενώνεις τις μάζες, τις ενεργοποιείς, έρχεσαι σ΄επαφή μαζί τους με κάθε τρόπο, αγωνίζεσαι για τη καθημερινότητά τους φέρνοντάς τες σ΄επαφή με την επαναστατική θεωρία με τρόπους που ασφαλώς ποικίλουν, αλλά που πάντα ενώνουν την εργατική τάξη. Αλλιώτικα είσαι, με η χωρίς τη θέλησή σου, από την πλευρά της πλουτοκρατίας.
Αυτή ήταν άλλωστε και η μπολσεβίκικη Αρχή που κυριάρχησε με την δημιουργία και τη λειτουργία της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας ΠΣΟ, που έκφρασε την αντιφασιστική συμμαχία στό επίπεδο του συνδικαλιστικού κινήματος ( ιδρυτικό συνέδριο στο Λονδίνο τον Φλεβάρη του 1945). Η δράση των κομμουνιστών στα πλαίσιά της, ήταν στη βάση της
ενότητας του προλεταριάτου η συνεπής και ασυμβίβαστη σύγκρουση με τον κάθε λογής ρεφορμισμό (σοσιαλδημοκρατικής και τρεϊντ-γιουνιστικής απόχρωσης).
Δεν είναι τυχαίο πως ήταν οι ρεφορμιστές που διέσπασαν τελικά, το 1949 την ΠΣΟ με την καθοδήγηση της CIA, δημιουργώντας τα λεγόμενα «ελεύθερα συνδικάτα», γιατί έτρεμαν την ηγεμονία των μπολσεβίκικων ιδεών μέσα από συνθήκες μιας βαθιάς αντιπαράθεσης, εκφρασμένης μέσα σε συνθήκες μαζικού και δρώντος κινήματος, που οι στρατηγικές κρίνονταν από τις μάζες και μέσα στη ζέση του καθημερινού, του «μερικού» αγώνα. Γι αυτό και δεν δικαιούνται οι αντεπαναστάτες χρουτστωφικοί και οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΠΑΜΕ να επικαλούνται τις ηρωικές παρακαταθήκες της ΠΣΟ, πολύ περισσότερο να αυτοπροβάλλονται σαν συνεχιστές της.
Αυτοί και δεν εκφράζουν αυτή την επαναστατική θέση για το συνδικαλιστικό κίνημα του προλεταριάτου, αλλά αντίθετα είναι οι επίγονοι του χρουτστωφικού ρεβιζιονισμού που από τα 1960 και με ολοκλήρωση το 1965,
λειτούργησε διαλυτικά και αντεπαναστατικά μέσα στην ΠΣΟ, «χαιδεύοντας» τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, κηρύττοντας την προδοτική γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», φτάνοντας στον εξοβελισμό από την ΠΣΟ όσων αντιτάχθηκαν στον αντεπαναστατικό χρουτσωφισμό (Λαική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας, Κίνα), αγιογραφώντας ιμπεριαλιστικές κινήσεις των σοβιετικών όπως η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, κλπ.
Πράγματι, οι χρουτσωφικοί μας είναι αυθεντικοί επίγονοι και συνεχιστές, των υπεύθυνων για τον εκφυλισμό της ΠΣΟ, της μετεξέλιξης της (μετά από έντονες συγκρούσεις και μάχες των μαρξιστών-λενινιστών-σταλινιστών) τελικά σε ρεφορμιστικό οργανισμό ενάντια στην παγκόσμια εργατική τάξη και τα στρατηγικά της συμφέροντα, πολιτική που χαρακτηρίζει συνολικά την χρουτστωφική προδοτική αντεπανάσταση από τότε μέχρι σήμερα αλλά και στο μέλλον.