9. Κατάργηση του Κεντρικού Σχεδιασμού της Οικονομίας στη Σοβιετική Ένωση
Ήδη απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση – οικοδόμηση που είχε ως απαραίτητες προϋποθέσεις και στηρίζονταν
: α) στην ύπαρξη της Διχτατορίας του Προλεταριάτου,
β) στην κατάργηση της καπιταλιστικής ατομικής Ιδιοκτησίας και την κοινωνικοποίηση των μέσων Παραγωγής – το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό σύστημα έδειχνε την ανωτερότητά του και απέδειχνε τα βασικά προτερήματά του απέναντι στο καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό σύστημα, πέραν των άλλων, και στον κεντρικό Σχεδιασμό της οικονομίας στη βάση της ύπαρξης και λειτουργίας του νόμου της
σχεδιομετρικής αναλογικής ανάπτυξης.
Σ’ εκείνη την περίοδο οι αστοί οικονομολόγοι, για να μειώσουν την ελκυστικότητα του νέου συστήματος, άρχισαν να επινοούν διάφορες θεωρίες όπως εκείνη του «σχεδιασμένου» ή «ρυθμιζόμενου καπιταλισμού», κλπ., σύμφωνα με τις οποίες το αστικό κράτος έχει και αυτό τάχα τη δυνατότητα και είναι σε θέση, παρά την ύπαρξη και διατήρηση της καπιταλιστικής ατομικής Ιδιοκτησίας, να «σχεδιάζει» την οικονομία των καπιταλιστικών χωρών σε τρόπο ώστε να «αποφεύγονται» οι Κρίσεις υπερπαραγωγής, να «εξαλείφεται» η Ανεργία και να επιτυγχάνεται «πλήρης απασχόληση» αλλά και να εξασφαλίζεται «ευημερία» για την εργατική τάξη και τις πλατιές λαϊκές μάζες.
Όλες βέβαια οι συνταγές αυτές και οι θεωρίες των αστών οικονομολόγων για «σχεδιασμό» της καπιταλιστικής οικονομίας αποδείχθηκαν πως δεν είχαν απολύτως καμιά βάση, σημείωσαν στην εφαρμογή τους παταγώδη και πλήρη αποτυχία και δεν μπόρεσαν ποτέ να αποτρέψουν τις σύμφυτες-αναπόφευκτες στον καπιταλισμό οικονομικές Κρίσεις υπερπαραγωγής ούτε να εξαλείψουν την Ανεργία και να εξασφαλίσουν «ευημερία» στο προλεταριάτο και τους λαούς των καπιταλιστικών χωρών.
Κι’ αυτό επειδή ο
σχεδιασμός της οικονομίας είναι ξένος προς την καπιταλιστική οικονομία, έρχεται σ’
αντίθεση με την ουσία της, τη λειτουργία και το περιεχόμενο,
προσκρούει στη δράση των αντικειμενικών οικονομικών νόμων του καπιταλιστικού τρόπου Παραγωγής, του οποίου τη βάση αποτελεί η ατομική Ιδιοκτησία στα μέσα Παραγωγής.
Ο σχεδιασμός της καπιταλιστικής οικονομίας είναι ολωσδιόλου αδύνατος, επειδή σ’ αυτή
κυριαρχεί η καπιταλιστική Ιδιοκτησία (ατομική-κρατική) στα μέσα Παραγωγής, η οποία
χωρίζει τις επιχειρήσεις σε μεμονωμένους, ανεξάρτητους εμπορευματοπαραγωγούς που μεταξύ τους συνδέονται μόνο μέσω της Αγοράς, οι οποίοι ως αποκλειστικό στόχο έχουν τη
μεγιστοποίηση του Κέρδους, στόχο ενταγμένο και πλήρως εναρμονισμένο μα και σ’ απόλυτη συμφωνία προς το γενικότερο αντικειμενικό σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής. Επιπλέον είναι αδύνατος
ο σχεδιασμός εξαιτίας της ύπαρξης και δράσης του αντικειμενικού οικονομικού νόμου του
Ανταγωνισμού και της
Αναρχίας της παραγωγής.
Η καπιταλιστική ατομική Ιδιοκτησία στα μέσα Παραγωγής – που προσδιορίζει και το χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων Παραγωγής και αποτελεί τη βάση τους – είναι εκείνη που χωρίζει τις επιχειρήσεις μεταξύ τους και καθιστά έτσι
εντελώς αδύνατη την υποταγή τη δραστηριότητας τους σε ενιαίο κεντρικό κοινωνικό Πλάνο, αλλά και γενικότερα τον κεντρικό Σχεδιασμό μιας καπιταλιστικής οικονομίας – μιας οικονομίας με αποκλειστικό σκοπό της Παραγωγής το καπιταλιστικό Κέρδος απ΄ το οποίο καθορίζεται το
ασυμφιλίωτο των ταξικών αντιθέσεων μεταξύ
μπουρζουαζίας-προλεταριάτου αλλά και το
αναπόφευχτο του οξύτατου Ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστικών Επιχειρήσεων.
Ο
κεντρικός Σχεδιασμός μιας οικονομίας είναι δυνατός μόνο όταν καταργηθεί η καπιταλιστική Ιδιοκτησία (ατομική-κρατική) στα μέσα Παραγωγής και εγκαθιδρυθεί κοινωνική Ιδιοκτησία και όταν η Εξουσία βρεθεί στα χέρια των εργαζομένων δηλ. όταν υπάρχει Διχτατορία του Προλεταριάτου
: «
πάνω στη βάση μιας κοινωνικοποιημένης παραγωγής... η κοινωνία διανέμει την εργατική δύναμη και τα μέσα της παραγωγής στους διαφορετικούς κλάδους της παραγωγής» (Κ. Μαρξ
: "Κεφάλαιο", Τόμος 2, σελ.357).Όταν τα μέσα Παραγωγής περάσουν στα χέρια της κοινωνίας, τότε
: «
γίνεται δυνατή η κοινωνική παραγωγή σύμφωνα μ’ ένα απ’ τα πριν μελετημένο σχέδιο» (Engels).
Έτσι η σοβιετική Eξουσία απ’ την πρώτη περίοδο της ύπαρξής της άρχισε, στηριγμένη στο νόμο της
σχεδιομετρικής αναλογικής ανάπτυξης της οικονομίας, το
σχεδιασμό του κρατικού τομέα της οικονομίας, γενικεύοντάς τον τις επόμενες δεκαετίας μετά την εξάλειψη όλων των προκαπιταλιστικών και καπιταλιστικών μορφών οικονομίας και των αντίστοιχων νόμων οικονομικής ανάπτυξης, μεταξύ των οποίων και εκείνου του Ανταγωνισμού και της Αναρχίας της παραγωγής και τη δημιουργία των δυο μορφών σοσιαλιστικής Ιδιοκτησίας (κρατικής-συνεταιριστικής) και την εμφάνιση των αντικειμενικών οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού-κομμουνισμού – Σχεδιασμός που εφαρμόστηκε στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Ο Λένιν θεωρούσε απαραίτητη τη «
μετατροπή ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού σε μια ενιαία μεγάλη μηχανή, σ’ έναν οικονομικό οργανισμό, που να δουλεύει έτσι, ώστε εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι να καθοδηγούνται από ένα μονάχα Σχέδιο» (Λένιν)
: «
όλα τα σχέδια των διαφόρων κλάδων της παραγωγής πρέπει να συντονίζονται αυστηρά, να συνδέονται και ν’ αποτελούν μαζί το ενιαίο εκείνο οικονομικό Σχέδιο, που τόσο μας χρειάζεται» (Λένιν).
Όμως απ’ τα πρώτα χρόνια της μετά το ΄53 περιόδου – μ’ απαρχή την πραξικοπηματική
ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου μετά το θάνατο-δολοφονία του Στάλιν απ’ την προδοτική σοσιαλδημοκρατική κλίκα των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ – ο
Σχεδιασμός της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης άρχισε, με τις καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, να υπονομεύεται απ’ τους χρουστσο-μπρεζνιεφικούς ρεβιζιονιστές σταδιακά, συστηματικά και σχεδιασμένα, για να φτάσει ως το σημείο της πλήρους κατάργησής του με την εφαρμογή της τελευταίας και πιο ολοκληρωμένης οικονομικής καπιταλιστικής μεταρρύθμισης του ΄65 (Ολομέλεια Σεπτέμβρη-Οχτώβρη 1965).
Πάρα την τυπική διατήρηση της κρατικής και συνεταιριστικής ιδιοκτησίας – και οι δυο όμως μορφές Ιδιοκτησίας, με την
αλλαγή του
ταξικού χαρακτήρα της σοβιετικής Εξουσίας (αντικατάσταση της Διχτατορίας του Προλεταριάτου με το «
κράτος όλου του λαού» δηλ. τη
διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας)
άλλαξαν χαρακτήρα
: η
Ιδιοκτησία από σοσιαλιστική μετατράπηκε σε
καπιταλιστική κρατική Ιδιοκτησία – ο
σχεδιασμός της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν πλέον δυνατός εξαιτίας
: α. τόσο των καπιταλιστικών μέτρων-μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν σ’ αυτήν,
β. όσο και της εμφάνισης στη συνέχεια των αντικειμενικών οικονομικών νόμων του
παλινορθωμένου καπιταλισμού:
1. Αποκέντρωση. Τα μέτρα Αποκέντρωσης και στους δυο τομείς της οικονομίας (βιομηχανία-αγροτική οικονομία) της Σοβιετικής Ένωσης που πήρε-εφάρμοσε η ηγετική ρεβιζιονιστική-σοσιαλδημοκρατική ομάδα των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ απ’ τα μέσα του ΄53 (Αύγουστος 1953) που «
κατάργησαν σταθερά τον υπερσυγκεντρωτισμό και επέκτειναν τον τομέα των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων» (W.Brus, 1961) αλλά και η διάλυση το 1957 των ειδικών υπουργείων που διηύθυναν τη βιομηχανία και η αντικατάστασή τους με περιφερειακά Όργανα, γνωστά με το όνομα Σοβναρχόζ (από 102 που ήταν το 1957 περιορίστηκαν το 1962 σε 47 περιφερειακά συμβούλια – μέτρο που αποσκοπούσε στην παραπέρα διεύρυνση της αυτοτέλειας των επιχειρήσεων απέναντι στο κεντρικό Πλάνο) οδήγησαν αναπόφευχτα σε σοβαρή υπονόμευση και αποδυνάμωση του κεντρικού Σχεδιασμού της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Δεν ήταν όμως τόσο η περιφερειακή-γεωγραφική Αποκέντρωση εκείνη που κατάφερε καίριο πλήγμα στον κεντρικό Σχεδιασμό της οικονομίας, αλλά η
οικονομική Αποκέντρωση – με δεδομένη τη μετατροπή των
μέσων Παραγωγής σε Εμπορεύματα, τη
γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής και το
νόμο της Αξίας να ρυθμίζει την παραγωγή – που συγκροτήθηκε-συναποτελέστηκε από μια
ενιαία δέσμη μέτρων προς την
ίδια αντεπαναστατική κατεύθυνση
: α. το πέρασμα των κρατικών Επιχειρήσεων στην «πλήρη Οικονομική Ιδιοσυντήρηση»,
β. την καθιέρωση-εισαγωγή του καπιταλιστικού Κέρδους στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και τη λειτουργία των Επιχειρήσεων στη βάση της μεγιστοποίησης του,
γ. την μετατροπή των κρατικών Επιχειρήσεων σε «σοσιαλιστικούς εμπορευματοπαραγωγούς»,
δ. την «πλήρη αυτοτέλεια» των Επιχειρήσεων απέναντι στο κεντρικό Πλάνο,
στ. τη δραστική μείωση των υποχρεωτικών για τις Επιχειρήσεις δεικτών του κεντρικού Πλάνου με τη μεταρρύθμιση του ΄65 – όλα μαζί οδήγησαν στην
οριστική κατάργηση του κεντρικού Σχεδιασμού της εμπορευματικής πλέον οικονομίας στη Σοβιετική Ένωση.
2. Καπιταλιστικό Κέρδος. Η υιοθέτηση, εισαγωγή και καθιέρωση του καπιταλιστικού Κέρδους στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης – όπως αυτή προβλήθηκε απ’ το προγραμματικού χαρακτήρα άρθρο του Liberman
: «Plan-Gewinn-Praemie» («Πράβδα», 9 Σεπτέμβρη 1962) – ως «βασικό», «αποφασιστικό» και «μοναδικό» κριτήριο λειτουργίας και Αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων των κρατικών Επιχειρήσεων, γενικά όλων των οικονομικών μονάδων, διεύρυνε αποφασιστικά την
Αποκέντρωση και την
αυτοτέλεια των Επιχειρήσεων απέναντι στο
κεντρικό Πλάνο, μ’ αποτέλεσμα την παραπέρα υπονόμευση του κεντρικού Σχεδιασμού της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης και τελικά την ουσιαστική κατάργηση του απ’ τις αρχές ακόμα της δεκαετίας του ’60.
Έτσι κάθε κρατική Επιχείρηση έχει τώρα ένα νέο, απόλυτο κριτήριο Αποδοτικότητας και έναν γενικό σκοπό της δραστηριότητάς της
: το
Κέρδος: «
η Επιχείρηση έχει ένα δικό της σκοπό παραγωγής και ένα δικό της κριτήριο Αποδοτικότητας, που ανταποκρίνεται στα δικά της αυτονομημένα συμφέροντα. Αυτός ο σκοπός της Επιχείρησης είναι το Κέρδος» (S.S.Dsarassow, 1968).
Ασφαλώς το Κέρδος ως σκοπός των κρατικών Επιχειρήσεων και κριτήριο αξιολόγησης της δραστηριότητάς τους αποτελεί ένα απ’ τα σημαντικότερα και κεντρικότερα (μεγάλης-βαρύνουσας σημασίας) στοιχεία που συγκροτεί, μαζί μ’ άλλα που απαριθμούνται παραπάνω, την
οικονομική Αποκέντρωση που αντιστρατεύονταν και εξοστράκισε-κατάργησε οριστικά τον κεντρικό Σχεδιασμό στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης σ’ εκείνη την περίοδο.
Οι προτάσεις Liberman εγκατέλειπαν την Αρχή του
Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού και του συγκεντρωτικού Πλάνου και παρέβλεπαν εντελώς τη σημασία του κεντρικού Πλάνου για την ανάπτυξη της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης, δίνοντας προτεραιότητα στη λειτουργία των κρατικών Επιχειρήσεων με τα γνωστά καπιταλιστικά κριτήρια
Κέρδος-Αποδοτικότητα. Όλες οι νέες προτάσεις-καπιταλιστικά μέτρα ήταν
ασυμβίβαστα και σε
σύγκρουση με το σύστημα της κρατικής σχεδιασμένης Διεύθυνσης της σοσιαλιστικής οικονομίας που βασίζεται στις
αρχές του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού.
Ήταν τέτοιας έκτασης όλα τα καπιταλιστικά μέτρα-προτάσεις των διαφόρων ρεβιζιονιστών οικονομολόγων και τέτοιο το μέγεθος υπονόμευσης του κεντρικού Σχεδιασμού της οικονομίας, που, πέραν των άλλων, άφηναν έξω απ’ το κεντρικό Πλάνο ακόμα και τον τομέα των
Επενδύσεων δηλ. είχαν αποσυνδέσει τον καθορισμό των Επενδύσεων απ’ το ενιαίο κεντρικό Πλάνο, παραχωρώντας το δικαίωμα καθορισμού τους στις Επιχειρήσεις, παρόλο που οι Επενδύσεις αποτελούσαν-αποτελούν το πιο σπουδαίο στοιχείο για τη
διευρυμένη σοσιαλιστική Αναπαραγωγή.
Έτσι ο τότε προτεινόμενος-επιβαλλόμενος «Σχεδιασμός» της οικονομίας εκείνης της περιόδου όχι μόνο δεν διέφερε απ’ το λεγόμενο «θεσμικό σχεδιασμό» των δυτικών χωρών, όπως παραδέχονταν-ομολογούσαν ακόμα και οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι, μα ήταν ακόμα χειρότερος (=ανύπαρκτος) και απ’ τον αποκαλούμενο «
ενδεικτικό σχεδιασμό» της Γαλλίας, ο οποίος δεν απέκλειε τις Επενδύσεις και την επίδραση τους στις Επιχειρήσεις, όπως αναγκαστικά και πάλι παραδέχθηκαν σειρά οικονομολόγοι
: «
ακόμα και στην καπιταλιστική Γαλλία, που εφαρμόζεται η «
ενδεικτική ρύθμιση»
γίνεται προσπάθεια με τη βοήθεια των επενδύσεων να επιδράσουν στις Επιχειρήσεις» (L.Alter, 1962, κλπ.).
Η εφαρμογή στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης των προτάσεων Liberman για το Κέρδος οδήγησαν σε
επέκταση των δικαιωμάτων των Επιχειρήσεων, σε
μεγαλύτερη αυτοτέλεια των κρατικών Επιχειρήσεων απέναντι στο κεντρικό Πλάνο (αργότερα πέρασαν σε «πλήρη αυτοτέλεια») και σε
δραστικό περιορισμό των υποχρεωτικών για τις Επιχειρήσεις δεικτών του κεντρικού Πλάνου που κορυφώθηκε με τις αποφάσεις της καπιταλιστικής μεταρρύθμισης του Σεπτέμβρη 1965
: «
ο Liberman κάνει το Κέρδος βασικό δείκτη του Πλάνου και αξιολόγησης της Παραγωγής» (G.Jewstafjew, 1962). Ανακηρύσσοντας όμως το Κέρδος στον πιο βασικό δείκτη, σημαίνει ότι η παραγωγή υποτάσσεται στην κίνηση του Κέρδους.
Με τα μέτρα αυτά οι κρατικές Επιχειρήσεις άρχισαν να απαλλάσσονται απ’ τη λεγόμενη «ασφυκτική και στενοκέφαλη κηδεμονία του Κέντρου»
: «
οι Επιχειρήσεις απαλλάχθηκαν απ’ τη στενοκέφαλη κηδεμονία, επέκτειναν τα οικονομικά τους δικαιώματα και την αυτονομία τους» (R.Sucharewski, 1962)
Βέβαια οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι δε δίστασαν να εκφράσουν δημόσια τη λύπη τους που το Κέρδος στη λενινιστική-σταλινική περίοδο δεν είχε, ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη, τη θέση που τάχα του άξιζε
: «
δυστυχώς το Κέρδος δεν είχε στην οικονομική βιβλιογραφία και στην πράξη τη θέση που του άξιζε» (L.Gatowski, 1965) και ασφαλώς είναι εντελώς αβάσιμος και παραπλανητικός ο ισχυρισμός του πως τάχα «
το δυνάμωμα του ρόλου της Αποδοτικότητας στη Σοβιετική Ένωση ανταποκρίνεται στις Αρχές της μαρξιστικής-λενινιστικής οικονομίας και οδηγεί στη σταθεροποίηση της οικονομίας του σοσιαλισμού» (L.Gatowski, 1965), αντίθετα οι επαναστάτες μαρξιστές γνωρίζουν ότι δεν έχει καμία σχέση με τις Αρχές της μαρξιστικής πολιτικής Οικονομίας και επιπλέον όλοι σήμερα γνωρίζουν ότι τα
Κέρδος-Αποδοτικότητα οδήγησαν αρχικά στην αποσταθεροποίηση και υπονόμευση-εξάλειψη του σοσιαλισμού και τελικά, μαζί με το σύνολο των καπιταλιστικών μέτρων, στην
παλινόρθωση του καπιταλισμού σ’ αυτή τη χώρα.
3. «
Πλήρης οικονομική Ιδιοσυντήρηση»
- κρατικές Επιχειρήσεις: «αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί». Ανάμεσα στα καπιταλιστικού χαρακτήρα μέτρα που προώθησε-εφάρμοσε η χρουστσο-μπρεζνιεφική ηγεσία του
αστικού πλέον
σοσιαλδημοκρατικού ΚΚΣΕ, με στόχο την εξάλειψη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων Παραγωγής και το πέρασμα της οικονομίας στη Σοβιετική Ένωση στον καπιταλισμό ήταν και το πέρασμα όλων των κρατικών Επιχειρήσεων στη λεγόμενη «
πλήρη οικονομική Ιδιοσυντήρηση» («Απόφαση Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΣΕ της 29
ης Σεπτέμβρη 1965»). Πρωταρχικός στόχος αυτού του μέτρου ήταν η μετατροπή των κρατικών Επιχειρήσεων σε «
αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς»
: «
κάθε Επιχείρηση που λειτουργεί στη βάση της οικονομικής Ιδιοσυντήρησης μετατρέπεται σ’ ένα είδος «αυτόνομου εμπορευματοπαραγωγού»» (W.Pereslegin, 1956),
ανάλογων των μεμονωμένων αυτόνομων εμπαρευματοπαραγωγών της οικονομίας των δυτικών καπιταλιστικών χωρών.
Οι κρατικές επιχειρήσεις στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δεν μετατράπηκαν μόνο σε
αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς αλλά λειτουργούσαν επιπλέον στη βάση του
καπιταλιστικού Κέρδους, ενδιαφερόμενες μόνο για τη μεγιστοποίησή του
: «
το σύστημα της οικονομικής Ιδιοσυντήρησης κάνει κάθε επιχείρηση να ενδιαφέρεται για την πραγματοποίηση ενός μεγαλύτερου Κέρδους» (L.Gatowski, 1962) και
: «
η Αποδοτικότητα αποτελεί έναν απ’ τους πιο σπουδαίους δείκτες του οικονομικά αποδοτικού αποτελέσματος» (Jonuscheit, 1966), που και τα δυο επιτυγχάνονταν μέσω του μηχανισμού της «
σοσιαλιστικής(=καπιταλιστικής) Αγοράς»
: «
χωρίς τη χρησιμοποίηση του μηχανισμού της σοσιαλιστικής Αγοράς… είναι αδύνατο να εξασφαλιστεί η λειτουργία βάσει της πλήρους οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (B.Rakitski, 1965). Επιπλέον
: «
η οικονομική Ιδιοσυντήρηση προϋποθέτει τις κατηγορίες της Αξίας και πρώτα απ’ όλα ένα σύστημα οικονομικά θεμελιωμένων Τιμών» (W.Smoljanski, 1965)
Παρά το γεγονός ότι στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου διατηρήθηκε τυπικά η κρατική Ιδιοκτησία (είχε όμως
καπιταλιστικό χαρακτήρα), οι κρατικές Επιχειρήσεις ως
αυτονομημένες πλέον οικονομικές μονάδες υπήρχαν και λειτουργούσαν ως
ξεχωριστοί, μεμονωμένοι εμπορευματοπαραγωγοί με κύριο σκοπό τη
μεγιστοποίηση του Κέρδους, όπως ακριβώς συνέβαινε-συμβαίνει και με τις Επιχειρήσεις (κρατικές-ιδιωτικές) στις χώρες του παραδοσιακού καπιταλισμού όπου κυριαρχεί η
ατομική Ιδιοκτησία στα μέσα Παραγωγής, που και, ως γνωστόν,
χωρίζει τις Επιχειρήσεις
σε ξεχωριστούς, μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς. Επιβάλλεται να σημειωθεί εκ νέου ότι η δραστηριότητα αυτών των καπιταλιστικών Επιχειρήσεων ως
μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών δεν υποτάσσεται και δεν είναι δυνατό να υποταχθεί σε κάποιο κεντρικό Πλάνο, και επομένως, όπως προαναφέρθηκε, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
ο κεντρικός Σχεδιασμός της καπιταλιστικής οικονομίας είναι εντελώς ανέφικτος. Και ακριβώς η δημιουργία αυτής της
νέας κατάστασης στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης δηλ. η μετατροπή των κρατικών Επιχειρήσεων σε
αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς – κατάσταση
ανάλογης των επιχειρήσεων των καπιταλιστικών χωρών – ήταν εκείνη που οδήγησε σε κατάργηση του κεντρικού Σχεδιασμού στην οικονομία της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου.
4. «
Πλήρης αυτοτέλεια των Επιχειρήσεων»
– μείωση των υποχρεωτικών για τις Επιχειρήσεις βασικών δεικτών του κεντρικού Πλάνου. Σ’ αρμονία και συμπληρωματικά προς τα παραπάνω καπιταλιστικά μέτρα της μετατροπής των Επιχειρήσεων σε
μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς και τη λειτουργία τους με βάση το
καπιταλιστικό Κέρδος και τη μεγιστοποίησή του υπήρξε και το μέτρο αρχικά της επέκτασης της
αυτονομίας των Επιχειρήσεων απέναντι στο κεντρικό Πλάνο για να καταλήξει με τη μεταρρύθμιση του ’65 στην «πλήρη αυτοτέλεια» των κρατικών Επιχειρήσεων που τελικά ενισχύθηκε και με την κατάργηση όλων σχεδόν των βασικών υποχρεωτικών για τις Επιχειρήσεις δεικτών του κεντρικού Πλάνου, μεταξύ των οποίων και του κύριου δείκτη που ήταν
: ο
όγκος της συνολικής παραγωγής, ο οποίος αποτελούσε και το βασικό δείκτη αξιολόγησης της επιτυχούς ή μη εργασίας των Επιχειρήσεων. Φυσικά και δεν «υπαγορεύτηκε απ’ τη ζωή» η επέκταση των δικαιωμάτων των Επιχειρήσεων, και μάλιστα «κατηγορηματικά», όπως ισχυρίζονται οι ρεβιζιονιστές, αλλά αντίθετα απ’
τη νέα αντεπαναστατική οικονομική μεταρρύθμιση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση
: «
η επέκταση των οικονομικών δικαιωμάτων των Επιχειρήσεων… υπαγορεύεται κατηγορηματικά απ’ τη ζωή… πρέπει να θέσουμε τέρμα στη στενοκέφαλη κηδεμονία, που εμποδίζει την πρωτοβουλία των Επιχειρήσεων και να δοθούν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες στους διευθυντές των Επιχειρήσεων για προγραμματισμό» (L.Gatowski, 1962).
Το μέρος των παραπάνω καπιταλιστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν
: πέρασμα των κρατικών Επιχειρήσεων στην πλήρη
οικονομική Ιδιοσυντήρηση-εισαγωγή του
καπιταλιστικού Κέρδους ως σκοπό της παραγωγής-μετατροπή των Επιχειρήσεων σε
αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς-πλήρης
αυτοτέλεια των Επιχειρήσεων απέναντι στο κεντρικό Πλάνο, αποτέλεσαν μια
ενιαία δέσμη αλληλεξαρτούμενων και αλληλοσυμπληρούμενων μέτρων που στόχο τους είχαν την
κατάργηση του κεντρικού Σχεδιασμού της οικονομίας μα και που η εφαρμογή τους αντικειμενικά δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει αναπόφευχτα στην κατάργησή του, αφού όλα μαζί τα μέτρα συναποτέλεσαν μια ολοκληρωμένη
οικονομική Αποκέντρωση που βρέθηκε σ’ αντίθεση και συνιστούσε
πλήρη ρήξη με το
κεντρικό Πλάνο – επιπλέον αυτά ήταν ενταγμένα στο σύνολο των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν στην εξάλειψη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων Παραγωγής και την αντικατάστασή τους από καπιταλιστικές σχέσεις Παραγωγής. Σ΄ αυτά τα μέτρα προστέθηκε – ολοκληρώνοντας την κατάργηση του κεντρικού Σχεδιασμού – και η
δραστική μείωση των υποχρεωτικών για τις κρατικές Επιχειρήσεις δεικτών του κεντρικού Πλάνου που με την καπιταλιστική μεταρρύθμιση του ’65 μειώθηκαν τυπικά σε 7-8, ουσιαστικά όμως έμειναν μόνο δύο
: α. όγκος πουλημένης παραγωγής,
β. Κέρδος-Αποδοτικότητα, που αποτέλεσαν και τα κριτήρια επιτυχούς ή μη οικονομικής δραστηριότητας των κρατικών Επιχειρήσεων.
Η γραμμή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Σεπτέμβρη 1965 ήταν
: «
τα δικαιώματα των Επιχειρήσεων να επεκταθούν στο μάξιμουμ» (W.Smoljanski, Δεκέμβρης 1965). Έτσι «η πρακτική της κηδεμονίας» που οι ρεβιζιονιστές απαιτούσαν να καταργηθεί έγινε πραγματικότητα
: «
η πρακτική της κηδεμονίας πρέπει να καταργηθεί»(V. S. Nemchinov, 1962) και το κρατικό Σχέδιο απελευθερώθηκε απ’ τους «περιττούς» δείκτες
: «
το κρατικό σχέδιο πρέπει να απελευθερωθεί από τους περιττούς δείκτες» (Α.Zverev, 1962)
: «
πρέπει να απελευθερώσουμε τις Επιχειρήσεις από τον υπερβολικό αριθμό υποχρεωτικών δεικτών» (Ε.G. Liberman, Ιούλης 1965). Έτσι με τη δραστική μείωση των υποχρεωτικών για τις Επιχειρήσεις δεικτών του Πλάνου έλειψε οριστικά
: «
η υπερβολική κηδεμονία εκ μέρους των ανώτερων οργανισμών» (V. Garbuzov, 1965).
5. Επανεμφάνιση του νόμου του Ανταγωνισμού στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου. Η μετατροπή των κρατικών Επιχειρήσεων σε
αυτόνομους, ξεχωριστούς και
μεμονωμένους εμπορευματοπαραγωγούς, η
πλήρης αυτονομία τους απέναντι στο κεντρικό Πλάνο και η λειτουργία τους με τα γνωστά ιδιωτικο-οικονομικά καπιταλιστικά κριτήρια
Κέδρος-Αποδοτικότητα με σκοπό τη
μεγιστοποίηση του Κέρδους – και γενικότερα η
παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση – οδήγησαν αναπόφευχτα στην επανεμφάνιση στην οικονομική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης του γνωστού αντικειμενικού οικονομικού νόμου του
Ανταγωνισμού, που την εμφάνισή του διαπίστωναν-
ομολογούσαν και σειρά ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι (W.A.Bader, A.M.Birman, B.Rakitski, κλπ.)
: «
αναγνωρίζοντας όμως τη σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε αναπόφευχτα και την αντικειμενική αναγκαιότητα του Ανταγωνισμού μεταξύ των σοσιαλιστικών παραγωγών» (B.Rakitski, 1966). Πέραν των ομολογιών των ρεβιζιονιστών η αναπόφευχτη εμφάνιση-ύπαρξη του
Ανταγωνισμού στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης απέρρεε, όπως καταδείχτηκε αλλού, και από
: α. την εισαγωγή-ύπαρξη στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της
καπιταλιστικής τιμής Παραγωγής, β. τη γενίκευση της
εμπορευματικής παραγωγής στις μετά το ΄53 δεκαετίες,
γ. τη μετατροπή των κρατικών Επιχειρήσεων σε
αυτόνομους εμπορευματοπαραγωγούς, που και τα τρία προϋποθέτουν την ύπαρξη του νόμου του Ανταγωνισμού.
Η ύπαρξη και δράση του νόμου του
Ανταγωνισμού στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης κατέστησε – όπως καθιστούσε και στις παραδοσιακές καπιταλιστικές χώρες της Δύσης –
αδύνατο τον κεντρικό Σχεδιασμό της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης, ακριβέστερα
: η εμφάνισή του οδήγησε αντικειμενικά σε
πλήρη κατάργηση του κεντρικού Σχεδιασμού.
Μετά, λοιπόν, την εφαρμογή των παραπάνω καπιταλιστικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων-μέτρων
καταργήθηκε οριστικά πλέον ο κεντρικός Σχεδιασμός στην οικονομία της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου αλλά και επιπλέον η επανεμφάνιση των αντικειμενικών οικονομικών νόμων του
παλινορθωμένου καπιταλισμού και πιο συγκεκριμένα του νόμου του
Ανταγωνισμού και της
Αναρχίας της παραγωγής,
ο κεντρικός Σχεδιασμός της εμπορευματικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης κατέστη αντικειμενικά εντελώς αδύνατος.
Έτσι επιτεύχθηκε ένας απ΄τους στόχους-επιδιώξεις των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών που θεωρούσαν τον κεντρικό Σχεδιασμό «φετίχ»
: «
ο κεντρικός Σχεδιασμός… δεν πρέπει να μετατρέπεται σε φετίχ» (A.M.Rumjanzew, 1972).
Στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης κυριαρχεί και είναι πλέον σύμφυτη η
Αναρχία ή αλλιώς
: «
το απρόβλεπτο φανερώνεται στον πιθανολογικό χαρακτήρα των αναμενόμενων οικονομικών αποτελεσμάτων, που υπάρχει και ανήκει αντικειμενικά στην ουσία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας» (L.Weger, 1972). Αλλά και παλιότερα διάφοροι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι είχαν δεχθεί-ομολογήσει
: «
μια Αποκέντρωση της Διεύθυνσης και του Σχεδιασμού της οικονομίας οδηγεί αναγκαστικά σε ανεπιθύμητες συνέπειες, σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης των σπουδαιότερων κλάδων, αυτή μπορεί επίσης να προκαλέσει δυσαναλογίες και ζημιές στην οικονομία» (G.Jewstafjew, 1962) – προβλήματα που εμφανίστηκαν αρκετά νωρίς στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, κάποια απ’ τα οποία ομολόγησε δημόσια και ο Κοσύγκιν στην Εισήγησή του στην Ολομέλεια του Σεπτέμβρη 1965
: «
διαπιστώνεται, ότι τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μια πτώση του εθνικού εισοδήματος και της βιομηχανικής παραγωγής» αλλά και «
επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας στη βιομηχανία» (A.N.Kossygin
: «Die Verbesserung der Leitung der Industrie, die Vervollkommnung der Planung und die Verstaerkung der wirtschaftlichen Stimulierung der Industrieproduktion», στο
: «Die Presse der Sowjetunion», 1965, Nr. 113, σελ. 6, Berlin-DDR).
Το μόνο που πλέον είχε απομείνει στα χέρια του
αστικού κράτους δηλ. του «
κράτους όλου του λαού» της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η καπιταλιστική «μαγική ράβδος» των οικονομικών μοχλών επηρεασμού της οικονομίας a la «ενδεικτικό Σχεδιασμό» Γαλλίας, όπως συνέβαινε-συμβαίνει και σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες της Δύσης
: «
το σοσιαλιστικό κράτος… καθοδηγεί την εθνική οικονομία και κάθε Επιχείρηση με τη βοήθεια ενός συστήματος οικονομικών μοχλών», «
ενός βασικά νέου μηχανισμού σε συνδυασμό με τις εμπορευματο-χρηματικές-σχέσεις» (G.Kosiatschenko, 1964), αφού, εξαιτίας της νέας κατάστασης στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, είχε καταστεί «
πρακτικά αδύνατη η επεξεργασία ενός πενταετούς Σχεδίου» (A. Komin, 1972). Επιπλέον
: «
το πενταετές Σχέδιο από την άποψη των δεικτών αξίας χάνει ουσιαστικά την έννοιά του» (V.Kotow, 1972).
Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές για να «περάσουν» τα παραπάνω μέτρα κατάργησης του κεντρικού Σχεδιασμού επιτέθηκαν στο Στάλιν, δυσφημώντας της σοσιαλιστική σταλινική περίοδο ανάπτυξης της οικονομίας, ισχυριζόμενοι ότι «
ο Στάλιν…αντικατέστησε τη διοίκηση με διατάγματα για οικονομικά όργανα σχεδιασμού της οικονομίας ....»
(L.Gatowski, 1962), ότι οι νόρμες είχαν τάχα «ξεπεραστεί» και ότι «
έφτασε ο χρόνος να απορρίψουμε τις ξεπερασμένες μορφές οικονομικής διαχείρισης βασισμένες στις οδηγίες και τις νόρμες» (V. Trapeznikov, Αύγουστος 1964), ότι «
η καθοδήγηση των Επιχειρήσεων με τη βοήθεια της διοικητικής επέμβασης σε όλες τις λεπτομέρειες είναι μια πολύ φτωχή μέθοδος που δεν μπορεί να επιφέρει καλά αποτελέσματα». (V. Belkin και I. Berman, 1964), κλπ. κλπ.
Τέλος, παραπλανώντας την εργατική τάξη, μιλούσαν για δήθεν «ανεπάρκειες» στη διεύθυνση της οικονομίας και παρουσίαζαν τον κεντρικό Σχεδιασμό ως τάχα «ξεπερασμένο» και «γραφειοκρατικό
: «
οι ανεπάρκειες στην διοίκηση της Οικονομίας πρέπει να αποβληθούν όχι με το να καταστήσουν τον σχεδιασμό πιο περίπλοκο, πιο λεπτομερή και συγκεντρωμένο , αλλά με την ανάπτυξη της οικονομικής πρωτοβουλίας και της ανεξαρτησίας των επιχειρήσεων: στις Επιχειρήσεις πρέπει να δοθεί η ευρύτερη πρωτοβουλία: δεν πρέπει να δεσμεύονται από την κηδεμονία και τις γραφειοκρατικές μεθόδους του κέντρου» (E.G. Liberman, 1955).
Οι ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι παραδέχονταν ότι στη Σοβιετική Ένωση της λενινιστικής-σταλινικής περιόδου οι έννοιες «
Πλάνο» και «
Αγορά» θεωρούνταν «μερικές φορές» (όχι μόνο «μερικές φορές» αλλά πάντα)
ασυμβίβαστες, όπως και ήταν-είναι, όμως δεν δίστασαν αυτή τη μαρξιστική άποψη να τη χαρακτηρίσουν «θεωρητικό εξτρεμισμό» που «ξεπεράστηκε»
: «
παλιά στη Σοβιετική Ένωση οι έννοιες «Πλάνο» και «Αγορά» μερικές φορές θεωρούνταν ασυμβίβαστες. Τώρα αυτός ο θεωρητικός εξτρεμισμός μερικών οικονομολόγων ξεπεράστηκε» και ότι στη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο υπήρχε τάχα «συνύπαρξη» του «Πλάνου» με την «Αγορά» και ακόμα ότι «
ο νόμος της Αξίας και το Πλάνο δεν είναι αντίποδες αλλά σύμμαχοι» (W.Smoljanski, Δεκέμβρης 1965) – στην πραγματικότητα όμως το «Πλάνο» είχε
αντικατασταθεί απ’ την καπιταλιστική «Αγορά» και ο
νόμος της Αξίας καθόριζε την Παραγωγή στην οικονομία της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περίοδου, όπως και στην περίπτωση της οικονομίας των δυτικών καπιταλιστικών χωρών.
Με την ευκαιρία ας σημειωθεί, ότι απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 και κυρίως απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 αστοί και ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι έθεσαν – αποπροσανατολίζοντας τη συζήτηση-διαμάχη για τις καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις στη Σοβιετική Ένωση της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου – στο κέντρο των συζητήσεων τη σχέση «Πλάνου-Αγοράς», αφήνοντας ουσιαστικά απ’ έξω το σύνολο των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και προπαντός τα ζητήματα πρώτιστης σημασίας δηλ. εκείνα που συνδέονταν-συνδέονται με τη
φύση και το
χαρακτήρα των
οικονομικο-κοινωνικών συστημάτων αλλά και τις
σχέσεις Ιδιοκτησίας-
ταξικές Σχέσεις καθώς είναι γνωστό ότι κάθε κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς εξαρτάται απ’ το
χαρακτήρα της κρατικής Εξουσίας –
Διχτατορία του Προλεταριάτου ή διχτατορία της μπουρζουαζίας – αλλά και από τις
σχέσεις Ιδιοκτησίας και τις αντίστοιχες
ταξικές Σχέσεις. Πρόκειται για μετατόπιση, ουσιαστικά για υποκατάσταση της κεντρικής συζήτησης-διαμάχης για τον προσδιορισμό της
φύσης των
σχέσεων Παραγωγής με τη συζήτηση για τον οικονομικό Μηχανισμό, που ναι μεν ήταν-είναι ένα απ’ τα ζητήματα, αλλά μόνο ένα επιμέρους και δευτερεύουσας σημασίας πρόβλημα σε σχέση με το συνολικό πρόβλημα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση.
συνεχίζεται