Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση (1953-1990) μέρος ε’ (η εργατική τάξη τη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτης-κάτοχος των μέσων Παραγωγής)

Η παλινόρθωση του  καπιταλισμού στη  Σοβιετική Ένωση (1953-1990)
11. η εργατική τάξη  τη χρουστσο-μπρεζνιεφική  περίοδο δεν ήταν  πλέον ιδιοκτήτης-κάτοχος  των μέσων Παραγωγής
α. Οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις Παραγωγής  αντικαταστάθηκαν με καπιταλιστικές σχέσεις Παραγωγής. Είναι γνωστό ότι «οποιεσδήποτε κι αν είναι οι οικονομικές μορφές της παραγωγής, συντελεστές παραμένουν πάντα οι εργάτες και τα μέσα Παραγωγής» και ότι «για να γίνει γενικά παραγωγή, πρέπει να ενωθούν» (K.Marx). Η ουσία αυτής της σχέσης στο προτσές της παραγωγής δηλ. η ουσία των σχέσεων Παραγωγής καθορίζεται απ’ τις σχέσεις Ιδιοκτησίας – η μορφή της Ιδιοκτησίας αποτελεί το ουσιαστικό, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των σχέσεων Παραγωγής – απ’ το τίνος δηλ. ποιας κοινωνικής τάξης Ιδιοκτησία είναι τα μέσα Παραγωγής και με ποιόν τρόπο  γίνεται η συνένωση των άμεσων παραγωγών με τα μέσα Παραγωγής και ακριβώς αυτό είναι εκείνο που διακρίνει τις διάφορες οικονομικές εποχές της κοινωνικής διάρθρωσης: «ο ειδικός τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η ένωση διακρίνει τις διάφορες οικονομικές εποχές της κοινωνικής δομής» (K.Marx): δουλοχτητικό, φεουδαρχικό, καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό σύστημα (πρόκειται για την Ιδιοκτησία ως ιστορική οικονομική κατηγορία και όχι ως νομική κατηγορία).
Μετά  τη νικηφόρα ένοπλη εξέγερση του Οχτώβρη  και την πλήρη συντριβή της  αστικής κρατικής μηχανής, η εργατική τάξη στη Ρωσία κατέλαβε την πολιτική εξουσία, εγκαθίδρυσε τη Διχτατορία του Προλεταριάτου και προχώρησε  σταδιακά στα επόμενα χρόνια στις απαραίτητες επαναστατικές αλλαγές στον τομέα της οικονομίας, στην κοινωνικοποίηση όλων των μέσων Παραγωγής, καταργώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις Παραγωγής και δημιουργώντας έτσι τις νέες σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις Παραγωγής.
Η εργατική τάξη με την εγκαθίδρυση της Διχτατορίας του Προλεταριάτου έγινε κυρίαρχη τάξη στη σοσιαλιστική πλέον Σοβιετική Ένωση όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά: έγινε ιδιοκτήτης-κάτοχος των μέσων Παραγωγής. Κατείχε και έλεγχε τα μέσα Παραγωγής σαν κοινωνική τάξη μέσω της Διχτατορίας του Προλεταριάτου που καθοδηγούνταν μόνο απ’ το κομμουνιστικό κόμμα: «η Διχτατορία του Προλεταριάτου μπορεί να είναι πλήρης μόνο αν την καθοδηγεί ένα κόμμα,  το κόμμα των κομμουνιστών, το οποίο δεν μοιράζεται και δεν πρέπει να μοιράζεται την καθοδήγηση με άλλα κόμματα» (Στάλιν).
Έτσι  τερματίστηκε ο ως τότε ριζικός  χ ω ρ ι σ μ ό ς   των άμεσων παραγωγών δηλ. της εργατικής τάξης απ΄ τα μέσα Παραγωγής – χαρακτηριστικός για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ουσιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα του προλεταριάτου – και  εξαλείφτηκε η ιστορικά  τελευταία μορφή εκμετάλλευσης, η καπιταλιστική Εκμετάλλευση.
Η κατάργηση  της καπιταλιστικής Ιδιοκτησίας (ατομικής-κρατικής) στα μέσα Παραγωγής κατάργησε  και την ανταγωνιστικού χαρακτήρα αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών Δυνάμεων και των σχέσεων Παραγωγής.
Αντίθετα, η πραξικοπηματική ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου, μετά το θάνατο-δολοφονία του Ιωσήφ Στάλιν (Μάρτης 1953), και η αντικατάστασή της απ’ τη διχτατορία της νέας υπό διαμόρφωση μπουρζουαζίας δεν οδήγησε μόνο σε απώλεια της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης – δεν ήταν πλέον κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας της Σοβιετικής Ένωσης τη χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο – αλλά συνάμα αυτή έχασε και τον έλεγχο πάνω στα μέσα Παραγωγής: δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτης των μέσων Παραγωγής που ως τότε τα έλεγχε και τα κατείχε σαν τάξη μέσω της Διχτατορίας του Προλεταριάτου.
Λίγα  χρόνια αργότερα, στο 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961), ομολόγησαν και οι ίδιοι οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές ότι στη Σοβιετική Ένωση της μετά το ΄53 περιόδου δεν υπήρχε πλέον κράτος της Διχτατορίας του Προλεταριάτου ούτε κομμουνιστικό κόμμα και ότι αυτά είχαν αντίστοιχα αντικατασταθεί απ’ το «κράτος όλου του λαού» δηλ. τη διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας  και το «κόμμα όλου του λαού» δηλ. ένα αστικό σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμμα, όπως ήδη αναλύθηκε-καταδείχθηκε στο πρώτο άρθρο της σειράς.
Το ότι  η εργατική τάξη στη Σοβιετική  Ένωση της χρουστσο-μπρεζνιεφικής  περιόδου είχε χάσει την ιστορική της αποστολή ως ηγετική καθοδηγητική δύναμη της κοινωνίας σαν τάξη εξουσίας και είχε επιπλέον οριστικά απομακρυνθεί απ’ τη διεύθυνση της οικονομίας, επομένως δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτης-κάτοχος των μέσων Παραγωγής, φαίνονταν-εκφράζονταν:
πρώτο, στην ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου – μέσω της οποίας κατείχε-έλεγχε τα μέσα Παραγωγής – και την αντικατάστασή της απ’ τη διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας δηλ. στην αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα του κράτους: από κράτος της Διχτατορίας του Προλεταριάτου είχε μετατραπεί σε αστικό «κράτος όλου του λαού» δηλ. διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας,
δεύτερο, στην αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα του κόμματός της: από επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα – εκφραστή-υπερασπιστή των συμφερόντων της και καθοδηγητή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου – είχε μετατραπεί σε «κόμμα όλου του λαού» δηλ. ένα αστικό σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμμα, που δεν καθοδηγούνταν πλέον απ’ την κοσμοθεωρία του προλεταριάτου, τον επαναστατικό μαρξισμό δηλ. το λενινισμό-σταλινισμό αλλά απ’ το αστικό ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού και που, ως γνωστόν, πρωτοστάτησε στην εφαρμογή των καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων για την εξάλειψη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων Παραγωγής,
τρίτο, στην απώλεια του ελέγχου στα μέσα Παραγωγής που της στέρησε, προφανώς, και τη δυνατότητα να «έχει λόγο» στο κράτος και στην οικονομία γενικά δηλ. στη διεύθυνση και διαχείριση της Παραγωγής,
τέταρτο, στις επιχειρήσεις, που, σύμφωνα με τις καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις του ΄65, μόνο ο διευθυντής της επιχείρησης αποφάσιζε τι θα παραχθεί, καθόριζε τους μισθούς και επιπλέον πόσοι εργαζόμενοι θα προσληφθούν και πόσοι θα απολυθούν, παραμένοντας η εργατική τάξη απλά παραγωγική δύναμη, όπως στον παραδοσιακό καπιταλισμό των δυτικών χωρών,
πέμπτο, στην ιδιοποίηση και διάθεση των αποτελεσμάτων της παραγωγής που επίσης η εργατική τάξη δεν είχε τον παραμικρό λόγο.
Στο προτσές  της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, η ανατροπή της Διχτατορίας του  Προλεταριάτου και η αντικατάστασή  της απ΄ το αστικό «κράτος όλου του λαού» συνοδεύτηκε αναπόφευχτα απ’ την εξάλειψη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων Παραγωγής και την αντικατάστασή τους με καπιταλιστικές σχέσεις Παραγωγής. Η αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα του κράτους ήταν εκείνη που προκάλεσε-οδήγησε στη ριζική αλλαγή του περιεχομένου των σχέσεων Ιδιοκτησίας – του σπουδαιότερου στοιχείου των σχέσεων Παραγωγής – δηλ.  στη μετατροπή της σοσιαλιστικής Ιδιοκτησίας σε καπιταλιστική Ιδιοκτησία, που συνοδεύτηκε και με την αλλαγή των άλλων στοιχείων των σχέσεων Παραγωγής, όπως οι σχέσεις Διανομής, οι σχέσεις Ανταλλαγής, κλπ. που κι αυτές από σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις μετατράπηκαν σε καπιταλιστικές σχέσεις. Και δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αφού ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της Ιδιοκτησίας εξαρτώνται και προσδιορίζονται απ’ το χαρακτήρα του κράτους (στην προκειμένη περίπτωση απ’ το αστικό «κράτος όλου του λαού»).
Βέβαια, η κρατική Ιδιοκτησία στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, για σειρά λόγους που δεν είναι του παρόντος , δεν κομματιάστηκε αλλά διατήρησε τη μορφή της, όμως από πλευράς περιεχομένου είχε αλλάξει ριζικά: είχε χάσει το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό της χαρακτήρα και είχε μετατραπεί σε κρατική καπιταλιστική Ιδιοκτησία.
1. Ο καπιταλιστικός  χαρακτήρας των  κρατικών επιχειρήσεων  και των συνεταιρισμών.
1.1. Κρατικές επιχειρήσεις. Κατά τη λενινιστική-σταλινική περίοδο (1917-1953), ιδιαίτερα μετά την οικοδόμηση της οικονομικής βάσης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, η κρατική Ιδιοκτησία αποτελούσε μια απ’ τις δυο μορφές της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής Ιδιοκτησίας (κρατική - συνεταιριστική-κολχόζνικη). Ήταν η κυρίαρχη και πιο προωθημένη-ανώτερη μορφή Ιδιοκτησίας στη σοσιαλιστική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, προς το επίπεδο της οποίας κινούνταν-αναπτύσσονταν και η κολχόζνικη-συνεταιριστική Ιδιοκτησία για να συνενωθούν στην πορεία οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας σε ενιαία κομμουνιστική Ιδιοκτησία, μέσω των μηχανοτρακτερικών Σταθμών (ΜΤΣ) τους οποίους διέλυσε το αστικό σοσιαλδημοκρατικό ΚΚΣΕ το 1958, στα πλαίσια της εφαρμογής των αντεπαναστατικών καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων , μ’ αποτέλεσμα να ματαιωθεί οριστικά η συνένωση των δυο μορφών Ιδιοκτησίας αλλά και επιπλέον ν’ αλλάξει ριζικά ο χαρακτήρας τους.
Οι κρατικές επιχειρήσεις ήταν σοσιαλιστικές γιατί  ήταν συλλογική κοινωνική Ιδιοκτησία της εργατικής τάξης που την έλέγχε και διηύθυνε σαν τάξη μέσω της Διχτατορίας του Προλεταριάτου υπό την καθοδήγηση του κομμουνιστικού Κόμματος. Ήταν η ύπαρξη του κράτους της Διχτατορίας του Προλεταριάτου που προσδιόριζε το σοσιαλιστικό χαρακτήρα των κρατικών επιχειρήσεων, γιατί είναι γνωστό ότι η κρατική Ιδιοκτησία δεν είναι από μόνη της σοσιαλιστική δηλ. επειδή είναι κρατική , αλλά επειδή βρίσκεται στα χέρια του κράτους της Διχτατορίας του Προλεταριάτου και κατ’ επέκταση στα χέρια της εργατικής τάξης.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η κρατική Ιδιοκτησία στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό είχε-έχει ένα εντελώς άλλο, διαμετρικά αντίθετο, κοινωνικό περιεχόμενο και προσανατολισμό απ’ ότι η κρατική Ιδιοκτησία στις καπιταλιστικές και ρεβιζιονιστικές χώρες που βρίσκεται στα χέρια της εκμεταλλεύτριας μπουρζουαζίας. Είναι προφανές ότι η αστική κρατικοποίηση που γίνεται από το αστικό κράτος και διατηρεί την εκμετάλλευση, δεν έχει τίποτε το κοινό με τη σοσιαλιστική κρατικοποίηση των μέσων Παραγωγής που γίνεται απ΄ το κράτος της Διχτατορίας του Προλεταριάτο και συνεπάγεται την εξάλειψη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Όσο καιρό  οι καπιταλιστές έχουν την εξουσία, η κρατική Ιδιοκτησία είναι μορφή  της καπιταλιστικής Ιδιοκτησίας, είναι  κρατικομονοπωλιακή Ιδιοκτησία στην οποία  κυριαρχεί η εκμετάλλευση των εργαζομένων: «όσο οι πλούσιες τάξεις μένουν στην εξουσία, η κρατικοποίηση δεν σημαίνει εξάλειψη της εκμετάλλευσης, αλλά μόνο αλλαγή της μορφής της» (Fr.Engels), επειδή το αστικό κράτος παραμένει οργάνωση της αστικής κοινωνίας, κράτος των καπιταλιστών, υπερασπιστής του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος.
Η πορεία της Σοβιετικής Ένωσης στο δρόμο  του σοσιαλισμού-κομμουνισμού διακόπηκε  με την ανατροπή της Διχτατορία του  Προλεταριάτου που αντικαταστάθηκε  απ’ το αστικό «κράτος όλου του λαού», χάνοντας έτσι η εργατική τάξη τον έλεγχο-Ιδιοκτησία στις κρατικές επιχειρήσεις.
Η αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα του  κράτους, άλλαξε ριζικά και το χαρακτήρα  των επιχειρήσεων στην οικονομία  της Σοβιετικής Ένωσης: από σοσιαλιστικές που ήταν, μετατράπηκαν σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αφού ο χαρακτήρας του κράτους είναι εκείνος που καθορίζει το χαρακτήρα των κρατικών επιχειρήσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση το αστικό «κράτος όλου του λαού» δηλ. η διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας.
Ο ισχυρισμός των χρουστσο-μπρεζνιεφικών ρεβιζιονιστών σοσιαλδημοκρατών, ότι στη Σοβιετική Ένωση και μετά το 1953 διατηρούνταν τάχα ο σοσιαλισμός και συνεχίζονταν η οικοδόμησή του επειδή οι επιχειρήσεις ήταν κρατικές – παρόλο που δεν υπήρχε Διχτατορία του Προλεταριάτου αφού τη θέση της είχε πάρει το αστικό «κράτος όλου του λαού» – είναι ολωσδιόλου αστήρικτος και ατεκμηρίωτος και πέρα για πέρα αντιμαρξιστικός, επειδή ακριβώς το νέο αυτό κράτος δηλ. το  αστικό «κράτος όλου του λαού» ήταν εκείνο που προσδιόριζε τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των κρατικών επιχειρήσεων εκείνης της περιόδου. Αν δεχθεί κανείς αυτόν τον ψευδή και εντελώς αστήρικτο δημαγωγικό ισχυρισμό τους, τότε είναι υποχρεωμένος να θεωρήσει «σοσιαλιστικές» και τις κρατικές επιχειρήσεις των δυτικών καπιταλιστικών χωρών ή να θεωρήσει «σοσιαλιστικές» ακόμα «και τις κρατικοποιήσεις τύπου Bismark» ή να αποκαλεί «σοσιαλιστικούς θεσμούς και το βασιλικό θαλάσσιο εμπόριο, τη βασιλική μανουφακτούρα πορσελάνης…» (F. Engels).
Πέρα  απ’ το ότι ο χαρακτήρας των  κρατικών επιχειρήσεων καθορίζεται  πρωταρχικά απ’ το χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, δηλ. απ’ το ποια τάξη έχει την πολιτική εξουσία και το αντίστοιχο ταξικό κράτος, ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των κρατικών επιχειρήσεων εκφράζεται και στον τρόπο λειτουργίας τους και το σκοπό της παραγωγής: οι κρατικές επιχειρήσεις της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου ήταν, όπως ήδη καταδείχθηκε, πλήρως αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί που λειτουργούσαν στη βάση της πλήρους οικονομικής Ιδιοσυντήρησης με ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια (Κέρδος-Αποδοτικότητα) και με αποκλειστικό σκοπό το Κέρδος, ακριβέστερα: τη μεγιστοποίηση του Κέρδους, όπως και στον παραδοσιακό καπιταλισμό των δυτικών χωρών, και δεν είχαν πλέον ως σκοπό την ικανοποίηση των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών της κοινωνίας – μεγιστοποίηση που επιδίωκαν μέσω της αύξησης των τιμών, πράγμα που ομολογούσαν-παραδέχονταν και οι ίδιοι οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές: «υπάρχουν επιχειρήσεις των οποίων οι διευθυντές τους δεν βλέπουν ως πηγή του Κέρδους μόνο τη μείωση των εξόδων αλλά και την παράνομη διαμόρφωση των τιμών. Οι διευθυντές των επιχειρήσεων που βεβαιώνουν στις δικές τους παραγγελίες αυξημένες τιμές, τοποθετούν τα επιχειρηματικά-ατομικά συμφέροντα πάνω από εκείνα ολόκληρης της κοινωνίας και έτσι ζημιώνουν το κράτος» («Σοβιετική Επιστήμη», 8/1969).
Έτσι, μετά την εφαρμογή των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων, οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις  των διαφόρων κλάδων στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης (αλλά και σ’ εκείνη των άλλων ρεβιζιονιστικών χωρών) που είχαν τη δυνατότητα ν’ αυξήσουν τα Κέρδη τους όχι μέσω της αύξησης της παραγωγής και της μείωσης των εξόδων παραγωγής αλλά μέσω της ύψωσης των τιμών κατά το «πρότυπο των καπιταλιστικών μονοπωλίων» (O.Lange) δεν μπορούσαν παρά να καταλήξουν εκεί που ορθά είχε επισημάνει-προβλέψει ήδη απ’ το 1957 ο διεθνώς γνωστός πολωνός ρεβιζιονιστής οικονομολόγος Oskar Lange: «εκεί, που έχουμε να κάνουμε με μεγαλύτερες επιχειρήσεις, υπάρχει φόβος, ότι θα συνεννοούνται μεταξύ τους και θα καθορίζουν υψηλές τιμές. Αν έτσι συμβεί, τότε η επιχείρηση θα χάσει το  σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ό  της χαρακτήρα και θα έχουμε ένα  σ υ ν δ ι κ α λ ι σ τ ι κ ό   μ ο ν ο π ώ λ ι ο. Κάθε επιχείρηση ή κάθε ομάδα επιχειρήσεων, σε συμφωνία μεταξύ τους, θα ήταν de facto  ι δ ι ο κ τ ή τ ε ς των μ έ σ ω ν Π α ρ α γ ω γ ή ς και όχι διαχειριστές του συνολικού εθνικού αγαθού και θα επεδίωκαν να αποκτήσουν μέγιστα Κέρδη μέσω του καθορισμού ευνοϊκών γι’ αυτές τιμών. Σ’ αυτή την περίπτωση η παραγωγή  δ ε ν  θα υπηρετούσε την καλύτερη δυνατή ικανοποίηση των αναγκών του συνόλου της κοινωνίας, ενώ κινητήρια δύναμη της Παραγωγής θα ήταν η επιδίωξη του  Κ έ ρ δ ο υ ς  αυτών των ατομικών επιχειρήσεων, του προσωπικού τους ή και των ενωμένων επιχειρήσεων, και αυτό  δ ε ν   θ α  ε ί χ ε   τ ί π ο τ ε  τ ο  κ ο ι ν ό  μ ε  τ ο  σ ο σ ι α λ ι σ μ ό» (O.Lange) (υπογραμμίσεις δικές μας).
Η εξέλιξη  αυτή διαπιστώθηκε, επιβεβαιώθηκε-ομολογήθηκε  ανοιχτά και από μετέπειτα  δημοσιεύματα του ρεβιζιονιστικού  τύπου: «η πείρα μας δείχνει την ύπαρξη μιας επικίνδυνης τάσης για αυθαίρετη ύπαρξη τιμών» («Voprosi Ekonomikii», 6/1970): «ο παραγωγός υπαγορεύει την τιμή … και συχνά διατηρεί τις ελλείψεις ιδιαίτερων αγαθών για να αυξήσει την πίεσή του στον καταναλωτή» («Ekonomicheskije Nauki», 11/1971).
Εξάλλου ένας απ’ τους βασικούς στόχους  της καπιταλιστικής μεταρρύθμισης  του ΄65 ήταν, μεταξύ άλλων, και η δημιουργία στους διάφορους κλάδους της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων  και συγκροτημάτων, μονοπωλιακές ενώσεις που πήραν τη μορφή των κομπινάτ, τραστ και καρτέλ ή όπως συχνά αναφέρεται, «ένα κομπινάτ, ένα τραστ», στη «Verordnung ueber den sozialistischen staatlichen Produktionsbetrieb» (4 Οκτώβρη 1965) και επαναλαμβάνεται μόνιμα σε διάφορα δημοσιεύματα αργότερα όπως στο «Organizacija Upravlenija Promishljenih Objedihjenjij», σελ. 16, Κίεβο 1980), κλπ.
1.2. Συνεταιρισμοί. Η συνεταιριστική-κολχόζνικη Ιδιοκτησία αποτελούσε τη δεύτερη και κατώτερη μορφή της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης στο σοσιαλιστικό της στάδιο τη λενινιστική-σταλινική περίοδο (1917-53).
Οι συνεταιρισμοί  στο σοσιαλισμό δεν είναι βέβαια νέο φαινόμενο αφού συνεταιρισμοί υπάρχουν και στον καπιταλισμό, όμως αυτοί είναι εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα: αποτελούν καπιταλιστική μορφή οικονομίας, επειδή τα μέσα Παραγωγής ανήκουν στους καπιταλιστές που κυριαρχούν στην οικονομία και εκμεταλλεύονται τους αγρότες, ενώ συνάμα αποτελούν και την κυρίαρχη πολιτικά τάξη, συγκροτημένη σε κράτος δηλ. το κράτος της αστικής τάξης: «ο συνεταιρισμός σ’ ένα κράτος καπιταλιστικό αποτελεί ένα συλλογικό καπιταλιστικό οργανισμό» (Λένιν).
Εκείνο που καθόριζε το σοσιαλιστικό χαρακτήρα των συνεταιρισμών στη Σοβιετική Ένωση των Λένιν-Στάλιν ήταν η εξουσία της εργατικής τάξης δηλ. η ύπαρξη της Διχτατορίας του Προλεταριάτου στο κράτος της οποίας συγκεντρώνονταν όλα τα βασικά μέσα Παραγωγής. Ο Λένιν σημείωνε σχετικά: «και το σύστημα των πολιτισμένων συνεταιρισμών, όταν υπάρχει κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα Παραγωγής, και όταν το Προλεταριάτο έχει νικήσει ταξικά τη αστική τάξη, αυτό ακριβώς είναι και το σύστημα του σοσιαλισμού» (Λένιν): «στο δικό μας καθεστώς οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις διαφέρουν από τις ιδιωτικές-καπιταλιστικές επιχειρήσεις σαν επιχειρήσεις συλλογικές, δεν διαφέρουν όμως από τις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις, εφόσον η γη, όπου βρίσκονται τα μέσα Παραγωγής, ανήκουν στο κράτος, δηλ. στην εργατική τάξη» (Λένιν).
Επομένως  εκείνο που καθορίζει το χαρακτήρα  (καπιταλιστικός ή σοσιαλιστικός) της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας είναι ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους.
Με την  επικράτηση της χρουστσοφικής ρεβιζιονιστικής  αντεπανάστασης την ανατροπή της Διχτατορίας του Προλεταριάτου και την αντικατάστασή της απ’ το αστικό «κράτος όλου του λαού» στη Σοβιετική Ένωση έχασαν την πολιτική εξουσία η εργατική τάξη και η αγροτιά, ενώ ταυτόχρονα άλλαξε υποχρεωτικά και ο χαρακτήρας των συνεταιρισμών: η συνεταιριστική ιδιοκτησία από σοσιαλιστική μορφή ιδιοκτησίας που ήταν, έγινε καπιταλιστική, οι συνεταιρισμοί μετατράπηκαν σε καπιταλιστική μορφή οικονομίας και λειτουργούσαν πλέον και αυτοί, ως μεμονωμένοι αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί, όπως και οι κρατικές επιχειρήσεις, στη βάση της πλήρους οικονομικής Ιδιοσυντήρησης, με τα γνωστά ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια Κέρδος-Αποδοτικότητα.
Πέρα  απ’ την ύπαρξη της κρατικής και  συνεταιριστικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας  στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, οι καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις άνοιξαν το δρόμο και στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού ιδιωτικού τομέα σ’ αυτή τη χώρα τόσο στους διάφορους κλάδους της αγροτικής οικονομίας (γεωργία, κτηνοτροφία, κλπ.) όσο και στη βιοτεχνία, υπηρεσίες, διάφορα επαγγέλματα κλπ., μετατρέποντας τον ιδιωτικό, δίπλα στον κρατικο-συνεταιριστικό, σε ισχυρό τομέα της οικονομίας, με τη στήριξη και χρηματοδότηση του κράτους (νόμοι, πιστώσεις, κλπ.), φτάνοντας μάλιστα στο νέο μπρεζνιεφικό Σύνταγμα (1977) να καθιερωθεί-κατοχυρωθεί, σε διάφορα άρθρα, η μικρή ατομική καπιταλιστική Ιδιοκτησία,  που αργότερα γιγαντώθηκε, αφού αναπόφευχτα γεννάει διαρκώς αυθόρμητα καθημερινά τον καπιταλισμό και την μπουρζουαζία: «η μικρή παραγωγή  γ ε ν ν ά  τον καπιταλισμό και την αστική τάξη συνεχώς, κάθε μέρα, κάθε ώρα, στοιχειακά και σε μαζική κλίμακα» (Λένιν).
Ο ιδιωτικός  καπιταλιστικός τομέας με τη μορφή  του «βοηθητικού νοικοκυριού των κολχόζνικων» αλλά και των «εργατών και υπαλλήλων» ονομασίες με τις οποίες οι χρουστσο-μπρεζνιεφικοί καμουφλάρισαν τις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις στην αγροτική οικονομία αλλά και στη βιοτεχνία, εμπόριο, υπηρεσίες, κλπ – επεκτάθηκε και αναπτύσσονταν συνεχώς, έχοντας, ολοένα και σημαντικότερη συμβολή-συμμετοχή στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων: «στη Σοβιετική Ένωση παράχθηκαν στα βοηθητικά νοικοκυριά, με βάση τα στοιχεία του 1970, 38% απ’ όλα τα λαχανικά, 35% από το κρέας και 53% από τα αυγά» («Πολ. Οικονομία» τομ. 5 σελ. 310, εκδ. «Gutenberg», Αθήνα 1980). Σύμφωνα με την «Literaturnaja Gazeta» (11/5/77) ο ιδιωτικός τομέας περιελάμβανε 3,6 εκατ. εκτάρια καλλιεργήσιμης γης και σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, παρήγε 31% γαλακτοκομικά προϊόντα, 59 % πατάτες, κλπ. Προς τα μέσα-τέλος της δεκαετίας του ΄70 η καλλιεργήσιμη γη αυξήθηκε, φτάνοντας τα 7,5 εκατ. εκτάρια, δίνοντας παραγωγή 64% πατάτες, 42% κρέας, 40% γάλα, 65% αυγά, 20% μαλλιά, κλπ. της συνολικής παραγωγής. Αυτό που πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί δεν είναι μόνο η αύξηση της έκτασης της καλλιεργήσιμης γης αλλά η διαρκής αύξηση του όγκου παραγωγής του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα σε βάρος της παραγωγής των συνεταιρισμών.
Στο νέο  αστικό Σύνταγμα (1977) – Σύνταγμα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού παρά την άκρατη περί «σοσιαλισμού» δημαγωγία – διατυπώθηκε ανοιχτά, και κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά ότι το «σοβιετικό» κράτος εκείνης της περιόδου δεν ήταν πλέον Διχτατορία του Προλεταριάτου αλλά το αστικό «κράτος όλου του λαού» (σελ.42: «παλλαϊκό κράτος») δηλ. διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας. Επιπλέον κατοχυρώθηκαν σ’ αυτό νομικά οι καπιταλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις και στο άρθρο 16 οι καπιταλιστικές αρχές της «οικονομικής αυτοτέλειας και πρωτοβουλίας των επιχειρήσεων» (σελ.47), της «οικονομικής Ιδιοσυντήρησης» (σελ.48), το «Κέρδος και το Κόστος και οι άλλοι οικονομικοί μοχλοί και κίνητρα» (σελ.48). Στο δε άρθρο 14 κατοχυρώνονται οι φόροι και «το ύψος των φόρων» (σελ. 47).
Εκτός απ’ την κατοχύρωση της κρατικής και συνεταιριστικής ιδιοκτησίας  ως μορφών καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε διάφορα άρθρα του νέου αστικού Συντάγματος, κατοχυρώθηκε και το δικαίωμα (άρθρα 13 και 17) μορφών ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, που καμουφλάρονται με χαρακτηρισμούς όπως «συμπληρωματικό κομμάτι γης», «κομμάτια γης που παρέχονται από το κράτος και τα κολχόζ σύμφωνα με το νόμο για την οργάνωση συμπληρωματικού νοικοκυριού (συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης ζώων και πουλερικών) δενδροκομίας και λαχανοκομίας» (σελ.46), «επιτρέπεται η  ιδιωτική εργασιακή δραστηριότητα στη σφαίρα της βιοτεχνίας, της αγροτικής οικονομίας, των υπηρεσιών…  και άλλες μορφές εργασιακής δραστηριότητας» (σελ.48), στην οποία δεν περιλαμβάνονται μόνο μικρά κομμάτια γης αλλά αποτελούν και έναν μεγάλης έκτασης ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
β. Η εργατική Δύναμη στην εμπορευματική  οικονομία της  Σοβιετική Ένωσης είχε μετατραπεί εκ νέου σε Εμπόρευμα. Η οικονομική κατηγορία «εργατική Δύναμη» αποτελεί βασικό, το κεντρικότερο ζήτημα για τη βαθύτερη επιστημονική κατανόηση της φύσης των δυο διαμετρικά αντίθετων οικονομικο-κοινωνικών συστημάτων του 20ου αιώνα: του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, αφού αυτή ως ιστορική οικονομική κατηγορία συνδέεται και με τα δύο συστήματα αλλά και με το πρόβλημα της ύπαρξης της καπιταλιστικής Εκμετάλλευσης και την κατάργησή της στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, ενώ ο διαφορετικός της χαρακτήρας προσδιορίζει αντίστοιχα την ουσία τους.
Στην  περίπτωση της εμφάνισης, ανάπτυξης  και κυριαρχίας του καπιταλισμού ως ολοκληρωμένου τρόπου Παραγωγής, η μετατροπή της εργατικής  Δύναμης σε Εμπόρευμα, αποτέλεσε  το καθοριστικό στοιχείο για το πέρασμα  της εμπορευματικής Παραγωγής σε καπιταλιστική μορφή εμπορευματικής Παραγωγής και ήταν-είναι ένα απ’ τα δυο βασικά ουσιώδη χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίθετα στην περίπτωση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού η εργατική Δύναμη έχασε-χάνει τον εμπορευματικό της χαρακτήρα: δεν είναι πλέον Εμπόρευμα.
Οι σχέσεις Παραγωγής στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου 1917-1953 δηλ. του σοσιαλισμού-κομμουνισμού αλλά και στη μετέπειτα χρουστσο-μπρεζνιεφική περίοδο δηλ. όταν στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης κυριαρχούσε η εμπορευματική παραγωγή καθορίζονταν και στις δύο περιπτώσεις από τη σχέση των άμεσων παραγωγών προς τα μέσα Παραγωγής ή όπως σημείωνε ο Μάρξ: «είναι πάντα η άμεση σχέση των κατόχων των συνθηκών παραγωγής προς τους άμεσους παραγωγούς στην οποία βρίσκεται το  ε ν δ ό τ α τ ο  μ υ σ τ ι κ ό, η κρυμμένη βάση ολόκληρης της κοινωνικής συγκρότησης και κατά συνέπεια της πολιτικής μορφής της σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης, επομένως και της κάθε φορά ειδικής κρατικής μορφής» (K.Marx).
Αν την  πρώτη περίοδο δηλ. εκείνη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού (1917-1953) το ενδότατο μυστικό βρίσκονταν στο ότι τα μέσα Παραγωγής ήταν κοινή συλλογική Ιδιοκτησία των εργατών δηλ. Ιδιοκτησία των άμεσων παραγωγών, η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίζονταν αντίθετα απ’ τον ολοκληρωτικό και πλήρη χ ω ρ ι σ μ ό των άμεσων παραγωγών δηλ. της εργατικής τάξης απ’ τα μέσα Παραγωγής – σαν αποτέλεσμα της ανατροπής της Διχτατορίας του Προλεταριάτου και την αντικατάστασή της απ’ το λεγόμενο «κράτος όλου του λαού» δηλ. τη διχτατορία της νέας μπουρζουαζίας και συνακόλουθα την απώλεια όχι μόνο της πολιτικής εξουσίας αλλά και της Ιδιοκτησίας-ελέγχου στα μέσα Παραγωγής – διαμορφώνοντας πλέον στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης μια εντελώς νέα πραγματικότητα – νέες κυρίαρχες σχέσεις Παραγωγής – που δεν είναι άλλη από εκείνη που ο Μαρξ χαρακτήριζε ως την: «ειδική οικονομική μορφή, στην οποία η  α π λ ή ρ ω τ η  υ π ε ρ ε ρ γ α σ ί α (υπογρ. δική μας) εξάγεται απ’ τους άμεσους παραγωγούς» (K.Marx).
Με την  απώλεια της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και του ελέγχου της στα μέσα Παραγωγής, η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης χαρακτηρίζονταν από: α) τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε προλεταριάτο, β) τη μετατροπή της εργατικής Δύναμης σε Εμπόρευμα, γ) την επανεμφάνιση της Εκμετάλλευσης.
Απογυμνωμένη  πλέον και αποστερημένη τελείως  η εργατική τάξη της Σοβιετικής Ένωσης απ’ τα μέσα Παραγωγής δεν ήταν παρά μια παραγωγική δύναμη, όπως το Προλεταριάτο των δυτικών καπιταλιστικών χωρών.
Τα μέσα Παραγωγής είχαν περάσει στα χέρια της κυρίαρχης νέας μπουρζουαζίας που πλέον τα κατείχε και τα διαχειρίζονταν σαν τάξη προς το συμφέρον της, ενώ ως εκμεταλλεύτρια τάξη ιδιοποιούνταν τα αποτελέσματα της παραγωγής δηλ. την «απλήρωτη υπερεργασία που εξάγεται απ’ τους άμεσους παραγωγούς». Το προλεταριάτο της Σοβιετικής Ένωσης για να συντηρηθεί και να ζήσει ήταν αναγκασμένο να πουλάει την εργατική του Δύναμη στη νέα εκμεταλλεύτρια τάξη, ακριβέστερα: στο συλλογικό καπιταλιστή αστικό «κράτος όλου του λαού» – εκπρόσωπο-υπερασπιστή των ταξικών συμφερόντων της νέας μπουρζουαζίας.
Έτσι  η εργατική Δύναμη στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου μετατράπηκε εκ νέου σε Εμπόρευμα και επανεμφανίστηκε σ’ αυτή το χαρακτηριστικό για τις δυτικές καπιταλιστικές χώρες φαινόμενο της καπιταλιστικής Εκμετάλλευσης.
Από τότε στην οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης αυτής της περιόδου συνέβαινε, και  επαναλαμβάνονταν και στις μετέπειτα  δεκαετίες, ότι συνέβαινε και  στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες, δηλ. εκείνο που ο Μαρξ είχε διαπιστώσει για τον καπιταλισμό: «το καπιταλιστικό προτσές παραγωγής με την ίδια του τη λειτουργία αναπαράγει το χωρισμό της εργατικής δύναμης από τους όρους εργασίας. Έτσι αναπαράγει και διαιωνίζει τους όρους εκμετάλλευσης του εργάτη. Υποχρεώνει διαρκώς τον εργάτη να πουλάει την εργατική του δύναμη για να ζει, και δίνει διαρκώς τη δυνατότητα στον καπιταλιστή να την αγοράζει για να πλουτίζει» (K. Marx): «το καπιταλιστικό προτσές παραγωγής, εξεταζόμενο στη συνάρτησή του ή σαν προτσές αναπαραγωγής, αναπαράγει επομένως όχι μονάχα εμπόρευμα, όχι μονάχα Υπεραξία, παράγει και αναπαράγει την ίδια τη σχέση του κεφαλαίου, από τη μια μεριά τον καπιταλιστή και από την άλλη το μισθωτό εργάτη» (K.Marx) (στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης δεν πρόκειται για τον ιδιώτη καπιταλιστή αλλά για το συλλογικό καπιταλιστή: το αστικό «κράτος όλου του λαού»).
Είναι τώρα κάτι παραπάνω από φανερό ότι  ο ισχυρισμός των χρουστσο-μπρεζνιεφικών  ρεβιζιονιστών ότι η εργατική Δύναμη στο «σοσιαλισμό» (διάβαζε: παλινορθωμένο καπιταλισμό) της μετά το ΄53 ιστορικής περιόδου «δεν ήταν εμπόρευμα» (I.I.Kusminow 1971, I.N.Shittow 1974, W.Batyrew 1974, κλπ.) επειδή οι εργαζόμενοι εξακολουθούσαν τάχα να είναι «ιδιοκτήτες των όρων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής» (Ι.Ι.Κusminow, 1971, κλπ.) δεν έχει απολύτως καμία βάση: αποδεικνύεται συνειδητή πολιτική απάτη και δημαγωγία, αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη Διχτατορίας του Προλεταριάτου μέσω της οποίας οι εργαζόμενοι ελέγχουν και τα δυο, η οποία όμως σ’ εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε, αφού δυο δεκαετίες πριν, αρχές της δεκαετίας του ΄50, είχε ήδη ανατραπεί (μετά το θάνατο-δολοφονία του Ιωσήφ Στάλιν) απ’ την προδοτική ρεβιζιονιστική κλίκα των Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ.
Ασφαλώς υπήρξαν και ρεβιζιονιστές οικονομολόγοι  που παραδέχονταν-ομολογούσαν ανοιχτά ότι η εργατική Δύναμη στην μετά το ΄53 εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είχε μετατραπεί σε Εμπόρευμα, όπως οι W.Kornienko-I.Pachomow (1966), Ch.M.Miftachow (1968), P.N.Orechowitsch (1968), I.N.Βusdalow (1966) κλπ., ενώ άλλοι μιλούσαν για «Αξία της εργατικής Δύναμης»: «αντικειμενική βάση για τον καθορισμό ενός μίνιμουμ πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων στη σοσιαλιστική παραγωγή είναι η Αξία της εργατικής Δύναμης» (Ch.M Miftachow, 1968) δηλ. όπως στον καπιταλισμό όπου ο εργάτης πληρώνεται σύμφωνα με την Αξία της εργατικής του Δύναμης ή ότι στο «σοσιαλισμό… ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα, να διαθέτει ελεύθερα την εργατική του Δύναμη…» (A.Sukhow 1972), όπως και στον καπιταλισμό των δυτικών χωρών.
Επίσης  σειρά οικονομολόγοι διαπίστωναν ταύτιση του μισθού εργασίας στο «σοσιαλισμό» της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου μ’ εκείνον του καπιταλισμού: «η μορφή πληρωμής της εργασίας, που είναι ο μισθός εργασίας στη σοσιαλιστική κοινωνία, ταυτίζεται με τη μορφή της τιμής για την εργασία στην περίπτωση του μισθού εργασίας στον καπιταλισμό» (A.Aganbegjan / W.Mayer, 1966) – ταύτιση που κατέληγε υποχρεωτικά στην παραδοχή ότι η εργατική Δύναμη στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν Εμπόρευμα, στην αποδοχή του εμπορευματικού της χαρακτήρα. Άλλοι πάλι όπως οι  E.L.Manewitsch, M.W.Kolganow, S.P.Figurow, κλπ. διαπίστωναν την ύπαρξη και λειτουργία «νόμων» στη σφαίρα της Διανομής της οικονομίας της όπως εκείνους της «αμοιβής του χρόνου της εργατικής Δύναμης» και της «Αξιακής ισοδυναμίας» ή «ισοδυναμίας της Διανομής», ενώ μιλούσαν ακόμα και για «Existenzminimum» (=ελάχιστο όριο συντήρησης), που και στις δυο περιπτώσεις κατέληγαν στην αναγνώριση-αποδοχή του εμπορευματικού χαρακτήρα της εργατικής Δύναμης στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της μετά το ΄53 περιόδου.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν – μαζί και οι ανοιχτές ομολογίες των ρεβιζιονιστών  οικονομολόγων – ότι η  ε ρ γ α τ ι κ ή   Δ ύ ν α μ η στην εμπορευματική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης της χρουστσο-μπρεζνιεφικής περιόδου είχε μετατραπεί εκ νέου σε  Ε μ π ό ρ ε υ μ α, και επομένως είχε αποκατασταθεί σ’ αυτή η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αναλύοντας ο Μαρξ το πρόβλημα της καπιταλιστικής Eκμετάλλευσης και της καπιταλιστικής Iδιοποίησης σε μια εμπορευματική οικονομία, όπως η καπιταλιστική, σημείωνε: «στον ίδιο βαθμό που με βάση τους δικούς της σύμφυτούς νόμους η εμπορευματική παραγωγή εξελίσσεται σε καπιταλιστική παραγωγή, στον ίδιο βαθμό οι νόμοι Ιδιοκτησίας της εμπορευματικής παραγωγής μετατρέπονται σε νόμους της καπιταλιστικής Ιδιοποίησης» (K.Marx).
Η αντικατάσταση  των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων Ιδιοκτησίας με καπιταλιστικές σχέσεις Ιδιοκτησίας συνοδεύτηκε απ’ την αναπόφευχτη μετατροπή των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων Διανομής σε καπιταλιστικές σχέσεις Διανομής – «οι σχέσεις Διανομής είναι ουσιαστικά ταυτόσημες μ’ αυτές τις σχέσεις Παραγωγής, είναι η ανάποδη πλευρά τους, έτσι που και οι δυο μαζί έχουν τον ίδιο, ιστορικά παροδικό χαρακτήρα» (K.Marx): «η καθορισμένη Διανομή είναι μόνο έκφραση της ιστορικά καθορισμένης σχέσης Παραγωγής» (K.Marx) – που σημαίνει ότι: το μεν προλεταριάτο αμείβονταν με βάση την Αξία της εργατικής Δύναμης, η δε εκμεταλλεύτρια νέα μπουρζουαζία ιδιοποιούνταν την παραγόμενη απ΄ τους εργαζόμενους στη σφαίρα παραγωγής Υπεραξία που ένα μέρος της φρόντιζε συλλογικά σαν τάξη να μετατρέπει σε Κεφάλαιο  ενώ το άλλο μοιράζονταν στα μέλη της με τη μορφή πολύ υψηλών μισθών και παχυλών πριμ.
Η παλινόρθωση  του καπιταλισμού στη Σοβιετική  Ένωση, πέραν των άλλων, εκφράζεται και στη σφαίρα των σχέσεων Διανομής, που εξαρτώνται και προσδιορίζονται απ’ τις σχέσεις Ιδιοκτησίας, και προπαντός στη σχέση μεταξύ των δυσθεώρητα υψηλών αποδοχών των μελών της νέας μπουρζουαζίας και των μισθών των εργατών και στα διαμετρικά αντίθετα συμφέροντά τους – που αποτέλεσαν και τη βάση των ανταγωνιστικών αντιθέσεων της τότε κοινωνίας της Σοβιετικής Ένωσης – που για τη σπουδαιότητά τους ο Ένγκελς παλιότερα έχει σημειώσει: «η οικονομικές σχέσεις κάθε δοσμένης κοινωνίας, εκδηλώνονται πρώτα και κύρια ως συμφέροντα» (Fr. Engels). Οι μισθοί μαζί με τα πριμ των διευθυντικών στελεχών των επιχειρήσεων και άλλων τομέων της κοινωνίας ήταν, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, 15-20 φορές υψηλότεροι απ’ ότι των εργατών. Το ίδιο ίσχυε και στα κολχόζ όπου οι διαφορές μισθών έφταναν 1:30. Το μεγάλο μέρος των πριμ, σύμφωνα με το ρεβιζιονιστικό τύπο, και συγκεκριμένα το 82% πήγαινε στις τσέπες των διευθυντών των επιχειρήσεων, ενώ στους εργάτες μοιράζονταν μόνο το 18%, παρόλο που αυτοί αποτελούσαν το 80-90%  των εργαζομένων στις επιχειρήσεις (Ρ.Σ.Τιράνων 4/2/1978), σχέση που μεγάλωνε διαρκώς σε βάρος των εργαζομένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: