Σ’ αυτήν την κατεύθυνση η αστική τάξη και ο καπιταλισμός προχωρούν σε βάρβαρα μέτρα κατάπνιξης. Ένα απ’ αυτά είναι και η τρομοκρατία. Η τρομοκρατία αποτελεί το προκαταρκτικό στάδιο για τα φασιστικά στρατιωτικά καθεστώτα τα οποία εγκαθιδρύει η αστική τάξη όταν, σε στιγμές όξυνσης της ταξικής πάλης, βλέπει πως δεν είναι σε θέση να αντισταθεί στην ισχύ και την επίθεση του λαού και η εξουσία περνάει στα χέρια μιας στρατιωτικής χούντας. Προκειμένου, όμως, να επιτευχθεί τούτο πρέπει να προηγηθεί κάποια προετοιμασία και είναι φανερό ότι αυτή η προετοιμασία γίνεται με τη συνδρομή διάφορων ένοπλων συμμοριών που δρουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε κάθε κράτος και που κρύβονται πίσω από ποικίλους «κομμουνιστικούς» ή «μαρξιστικούς» τίτλους, όπως «Ερυθρές Ταξιαρχίες» κ.α., ακριβώς για να σπείρουν το φόβο και τη σύγχυση στις πλατιές εργαζόμενες μάζες και να δικαιολογήσουν το φασιστικό πραξικόπημα. Η δράση αυτών των συμμοριών περιλαμβάνει επίθεση σε τράπεζες και σε διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, δολοφονία ή απαγωγή πλουσίων ατόμων για την απελευθέρωση των οποίων ζητούν κολοσσιαία ποσά. Όλα αυτά τα κάνουν για να εξαπατήσουν, αλλά και για φοβίσουν επίσης, την εργατική τάξη και τις ευρύτερες εργαζόμενες μάζες. Αξίζει να προσεχθεί ότι η εργατική αριστοκρατία και όλα τα σοσιαλδημοκρατικά και ρεβιζιονιστικά κόμματα δεν αναλαμβάνουν καμία ενεργό δράση εναντίον της τρομοκρατίας.
Έτσι, η τρομοκρατία προετοιμάζει το έδαφος για να έρθει στην εξουσία ο φασισμός. Με τη δράση αυτών των συμμοριών, η αστική τάξη απειλεί τους εργάτες και τους δίνει να καταλάβουν ότι η υπάρχουσα τάξη που έχει εγκαθιδρύσει ο καπιταλισμός πρέπει να προστατευθεί, διαφορετικά η ανατροπή της θα τους στοιχίσει ακόμα και αυτά τα «περιορισμένα» δικαιώματα που έχουν κατακτήσει στον οικονομικό τομέα, στην κοινωνική ασφάλιση και αλλού με αγώνες και θυσίες. Στις διαδηλώσεις που γίνονται στις καπιταλιστικές χώρες, μετά από κάθε τρομοκρατική ενέργεια οι σοσιαλδημοκράτες και οι ρεβιζιονιστές ηγέτες φωνασκούν εναντίον της τρομοκρατίας ενώ η ίδια αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.
Οι αντιμαρξιστές ιδεολόγοι καταδικάζουν την τρομοκρατία με τις μορφές που εκδηλώνεται σήμερα, αλλά δεν κάνουν καμία διάκριση μεταξύ τρομοκρατικών πράξεων και ριζοσπαστικών ενεργειών τις οποίες πρέπει να αναλάβει η εργατική τάξη υπό την καθοδήγηση ενός Μαρξιστικού-Λενινιστικού κόμματος προς την κατεύθυνση της επανάστασης. Όντας ενάντια στην επανάσταση, είναι εναντίον κάθε δράσης ενώ η κρατική εξουσία της αστικής τάξης μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες και ρεβιζιονιστές υπερασπιστές της ονομάζουν οποιασδήποτε τέτοια δράση που πραγματοποιείται από την εργατική τάξη υπό την καθοδήγηση του Μαρξιστικού-Λενινιστικού κόμματος ως τρομοκρατική πράξη. Και πραγματικά, οι ρεβιζιονιστές υπερψηφίζουν κάθε νομοθετική ενίσχυση της αστυνομίας και των σωμάτων ασφαλείας προκειμένου δήθεν να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία και η αναρχία. Τούτο σημαίνει ότι η αστική τάξη αποκτάει το ελεύθερο να επιτίθεται σε κάθε είδους οργάνωση και πάλη της εργατικής τάξης και της εμπροσθοφυλακής της που αποσκοπεί στην απελευθέρωση της ίδιας από το ζυγό του καπιταλισμού.
Επομένως, εμείς οι Μαξιστές-Λενινιστές και η εργατική τάξη πρέπει να κατανοήσουμε αυτό το ζήτημα βαθιά και να είμαστε σε θέση να κάνουμε τη διάκριση αφού διαφέρουμε πολύ απ’ τους αναρχικούς και τους τρομοκράτες. Απ’ την άλλη μεριά, όμως, τα παραπάνω δεν πρέπει να ερμηνευθούν ότι προκειμένου να εμποδίσει την τρομοκρατία η εργατική τάξη με την εμπροσθοφυλακή της και οι προοδευτικοί άνθρωποι δεν θα πρέπει ν’ αναλαμβάνουν δράση ή, ακόμα, ν’ αγωνίζονται με τα όπλα εναντίον του κράτους που τους καταπιέζει όσο και εναντίον όλων των τρομοκρατικών, αναρχικών και ρεβιζιονιστικών πρακτικών που υποστηρίζουν την κρατική εξουσία της αστικής τάξης. Εάν δεν κατανοήσουμε τούτο το ζήτημα σωστά, εάν εξισώσουμε την επαναστατική δράση με τη τρομοκρατία και τον αναρχισμό, τότε θα είναι αδύνατο για την επανάσταση να προχωρήσει και η εργατική τάξη θα παραμείνει στο έλεος του κεφαλαίου και θα υφίσταται την τυραννία των νόμων της αστικής τάξης, με συνέπεια, να ατονούν συνεχώς οι προσπάθειές της να απελευθερωθεί από τη δουλεία. Έτσι σε κάποιες στιγμές, είναι αναγκαίο να εντρυφήσουμε βαθύτερα την σημασία του παραπάνω ζητήματος που θα πρέπει να είναι διαφορετική από αυτή στην οποία καταλήγουν οι ρεβιζιονιστές και οι σοσιαλδημοκρατία προς όφελος των συμφερόντων των μονοπωλίων και του κράτους τους.
Στην παρούσα φάση, υπάρχουν δυσκολίες και κίνδυνοι για τα νέα Μαρξιστικά-Λενινιστικά κόμματα που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1960 και ιδιαίτερα γι αυτά που δημιουργήθηκαν κάτω από την επιρροή της κινεζικής πολιτιστικής επανάστασης. Σε μερικά από αυτά τα νέα «Μαρξιστικά-Λενινιστικά» κόμματα, ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, η εμφάνισή τους στο προσκήνιο η οργάνωση και η σύμπηξη των γραμμών τους πραγματοποιήθηκε όχι από υγιή στοιχεία της εργατικής τάξης αλλά από απομονωμένα στοιχεία με μόνη εμπειρία την αδύνατη, αντιμαρξιστική, ρεφορμιστική δουλειά που γίνονταν στα ρεβιζιονιστικά κόμματα. Επιπλέον, τα συγκεκριμένα κόμματα σχηματίστηκαν και αναπτύχθηκαν σε συνθήκες, ας πούμε, πλήρους νομιμότητας και εισχώρησαν στις γραμμές τους άτομα που παρίσταναν τους Μαρξιστές-Λενινιστές χωρίς, στην πραγματικότητα, να είναι.
Ορισμένοι ηγέτες αυτών των κομμάτων αντιμετώπισαν το πρόβλημα πολύ ελαφρά, γεγονός το οποίο φυσικά βρήκε έκφραση στη δουλειά τους. Θεώρησαν την αποχώρηση από τα ρεβιζιονιστικά κόμματα ως μια πολύ σημαντική πράξη. Στην πραγματικότητα ήταν, όντως, μια σημαντική πράξη αλλά η πορεία που ακολούθησαν, οι μορφές και οι μέθοδοι οργάνωσης της δουλειάς τους, ιδιαίτερα, η οργανωτική και η πολιτική γραμμή που υιοθέτησαν και ακολούθησαν έμελλε να έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Όπως φάνηκε, σε κάποια διεθνή προβλήματα και θεωρητικά ζητήματα πήραν μια λίγο πολύ σωστή στάση αλλά στο βαθμό που η πολιτική τους γραμμή, όσον αφορά κάποιες πλευρές, διαμορφώθηκε στην ίδια μορφή με τη γραμμή των ρεβιζιονιστικών κομμάτων, δεν μπόρεσαν να βγάλουν σωστά συμπεράσματα για την κατάσταση στις δικές τους χώρες και στο διεθνή στίβο. Τούτο είχε να κάνει με σπουδαία γεγονότα στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα όπως η πάλη ενάντια στο σοβιετικό ρεβιζιονισμό και, αργότερα, οι αναλύσεις που έγιναν για την εξέλιξη της κατάστασης στη Κίνα, τη φραξιονιστική διαμάχη που εκτυλίσσονταν εκεί και την κινεζική πολιτιστική επανάσταση. Σε πολλές περιπτώσεις, ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε Μαρξιστικό-Λενινιστικό βάθος στις θέσεις τους αλλά είχαν αρκετή αλαζονεία ώστε να πιστεύουν ότι αυτές ήταν πέραν κάθε αμφιβολίας.
Στην πράξη, ήταν φανερό ότι, από τη στιγμή που σχηματίστηκαν αυτά τα κόμματα, ανάμεσα στα μέλη τους υπήρχαν στοιχεία που δεν είχαν εμπεδώσει τις Μαρξιστικές-Λενινιστικές ιδέες και η όποια γνώση τους ήταν επιφανειακή και βασίζονταν σε συναισθηματικούς λόγους. Για παράδειγμα, πολλοί δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κατανοήσουν πλήρως το ρόλο του κόμματος ως πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης και τις δυσκολίες που θα συναντούσαν στη δουλειά και την πάλη τους κάτω από συνθήκες βάρβαρου, καταπιεστικού εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού καθεστώτος, ενός καθεστώτος εχθρικού πρώτα απ’ όλα προς τους Μαρξιστές-Λενινιστές.
Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους λόγους σε μερικά από τα μικρά κόμματα, ευθύς εξαρχής, σημειώθηκαν τριβές και διασπάσεις, κανένα μέτρο δεν πάρθηκε εναντίον των φραξιονιστών αφού οι ηγέτες και τα μέλη των εν λόγω κομμάτων δεν ήταν επαρκώς εξοικειωμένα με τις Λενινιστικές-Σταλινικές μορφές κομματικής οργάνωσης μέσα στις επικίνδυνες και πολύπλοκες συνθήκες των χωρών τους. Επιπρόσθετα, δεν προέβλεψαν την αντίδραση που θα προκαλούσε η δραστηριότητα του κόμματος με τα μέλη του κάτω από μόνιμη παρακολούθηση και την εισχώρηση αμφίβολων στοιχείων, ταλαντευόμενων συμπαθούντων και πρακτόρων στις γραμμές τους.
Εκπληρώνοντας το διεθνιστικό μας καθήκον, όπου υπήρχε η δυνατότητα και οι επαφές με μερικά από αυτά τα κόμματα, εμείς, το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας, τους τονίσαμε την εμπειρία μας και τους είπαμε ότι το Κόμμα μας, καθόλη τη γραμμή του, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων οργανωτικής δομής, παρέμενε αφοσιωμένο στον Μαρξισμό-Λενινισμό, χωρίς να τον θεωρεί δόγμα ή θεωρητική διακόσμηση, τον οποίο εφάρμοσε στην πράξη με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα και σοβαρότητα κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της χώρας μας, συγκεκριμένα, στον αγώνα εναντίον των ξένων κατακτητών και της ντόπιας αστικής τάξης που τους υπηρέτησε.
Επομένως, στον οργανωτικό τομέα μερικά από αυτά τα νέα Μαρξιστικά-Λενινιστικά κόμματα, τα οποία αποκόπηκαν από τα ρεβιζιονιστικά κόμματα, υιοθέτησαν, ας πούμε, τις ίδιες νομικές μορφές με τα ρεβιζιονιστικά κόμματα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ώστε το σύνολο της αστικής πολιτικής και ιδεολογικής αντίληψης δεν μπορεί παρά μα ασκεί επιρροή στις γραμμές τους. Υπάρχουν μέλη αυτών των κομμάτων που, μέχρι ακόμα και σήμερα, πιστεύουν ότι μπορούν να δραστηριοποιηθούν με Μαρξιστικούς-Λενινιστικό τρόπο χωρίς παρενόχληση από τον καπιταλισμό και τους καταπιεστικό μηχανισμό του. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει εκείνος ο υγιής πυρήνας, όσο ισχυρός μπορεί να κρατηθεί σε συνθήκες παρανομίας, και που είναι σε θέση να αντέξει ένα ξαφνικό, αλλά σίγουρο, χτύπημα στο κόμμα από την αντίδραση.
Oι πολύ επικίνδυνες συνέπειες τέτοιων τρόπων δουλειάς σε μερικά από αυτά τα κόμματα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, φάνηκαν αργότερα, μετά το ξεσκέπασμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και των ιδεών του Μάο Τσε Τούνγκ. Σημειώθηκαν διασπάσεις, εμφανίστηκαν αντιμαρξιστικές ιδέες οι οποίες, σε μερικές περιπτώσεις, έφεραν σε δύσκολη θέση ακόμα και τους ηγέτες τους. Έτσι εξηγείται γιατί μερικά από αυτά τα μικρά, αλλά ακόμα όχι καθιερωμένα, κόμματα που ξεκίνησαν την δράση τους με σωστούς σκοπούς πάνω στο δρόμο του Μαρξισμού-Λενινισμού και ήταν υπέρ επαναστατικών πράξεων, παρέκκλιναν. Τούτο συνέβη με τα Κομμουνιστικά (Μαρξιστικά-Λενινιστικά) Κόμματα της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, των Σκανδιναβικών χωρών, και, πρόσφατα, με το Κομμουνιστικό (Μαρξιστικό-Λενινιστικό) Κόμμα της Ιταλίας και άλλα.
Εν συντομία, μερικά από αυτά τα Μαρξιστικά-Λενινιστικά κόμματα διασπάστηκαν γιατί δεν είχαν κατανοήσει σωστά το ρόλο τους στην επανάσταση, γιατί δεν είχαν οργανωθεί για ένα αδυσώπητο αγώνα εναντίον της οργανωμένης, ένοπλης αντίδρασης και των ρεβιζιονιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τα οποία έχουν μακρά εμπειρία και πολυάριθμα μέσα στην καταπολέμηση οποιουδήποτε νεοεμφανιζόμενου αντιπάλου, στην υπονόμευση της δουλειάς του, ως όργανα του κεφαλαίου που είναι.
Πιστεύω ότι, ξεκινώντας από την εμπειρία του Κόμματος και της χώρας μας, όπως επίσης και την εμπειρία των αυθεντικών κομμουνιστικών κομμάτων του παρελθόντος, τα Μαρξιστικά-Λενινιστικά κόμματα δεν πρέπει να απομονώνονται, δηλαδή, δεν πρέπει να είναι στέκονται απόμακρα από τις πλατιές μάζες του λαού και, ιδιαίτερα, την εργατική τάξη. Σ’ αυτό το ζήτημα, εμείς οι Μαρξιστές-Λενινιστές σχηματίζουμε τις γνώμες και τις κρίσεις μας παίρνοντας ως αφετηρία το γεγονός ότι η εργατική τάξη στις καπιταλιστικές χώρες, τουλάχιστο στη συντριπτική πλειοψηφία αυτών, εμπνέεται και οργανώνεται από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, τους εργοδότες, τους σύγχρονους ρεβιζιονιστές, τα ελεγχόμενα απ’ αυτούς συνδικάτα, ότι το αστικό κράτος έχει δημιουργήσει ένα ολόκληρο δίκτυο πληροφοριοδοτών και έχει περάσει πολυάριθμους νόμους προκειμένου να εμφυτεύσει την αστική νοοτροπία στην εργατική τάξη, να την διαφθείρει ιδεολογικά και πολιτικά, να την εκφοβίσει έτσι ώστε να μην αναλαμβάνει δράση επικίνδυνη για το κεφάλαιο. Έτσι, αν τα μέλη των Μαρξιστικών-Λενινιστικών κομμάτων θέλουν να πάνε μπροστά, να προχωρήσουν πάνω στο δρόμο χάρη του οποίου αυτά τα κόμματα δημιουργήθηκαν, πρέπει να εισχωρήσουν σε μεγάλες ομάδες του προλεταριάτου, να πάνε ανάμεσα στις γραμμές των δημοκρατικών προοδευτικών στοιχείων που είναι εναντίον του καπιταλιστικού καθεστώτος, εναντίον του συντάγματος της χώρας, εναντίον της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης και εναντίον της αντιδραστικής ιδεολογίας που παίρνει ποικίλες μορφές με σκοπό να επιφέρει την σύγχυση στη σκέψη των ανθρώπων.
συνεχίζεται